Η Βαράγγειος Φρουρά, με την έννοια των μισθοφόρων Βίκινγκ πολεμιστών στην υπηρεσία κάποιου ξένου ηγεμόνα, δεν αποτελούσε παγκόσμια αποκλειστικότητα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Τον 10ο αιώνα μ.Χ Νορβηγοί επιδρομείς εποίκησαν την δυτική Σκωτία και τις Εβρίδες νήσους. Εκεί αναμίχθηκαν με τους ντόπιους με αποτέλεσμα την δημιουργία μιας υβριδικής Νορβηγο-κελτικής κοινωνίας.
Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης
Την ίδια περίοδο, η γειτονική Ιρλανδία ήταν πολιτικά διαιρεμένη σε πολλά μικρά βασίλεια που αντιμάχονταν μεταξύ τους για την κυριαρχία. Φύσει ανήσυχοι και αναζητώντας προοπτικές μακριά από τα αφιλόξενα νησιά τους, πολλοί Νορβηγο-κέλτες των Εβρίδων κατέληξαν εκεί παρέχοντας τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι στους αντιμαχόμενους Ιρλανδούς βασιλείς. Εκεί έμειναν γνωστοί ως “gallόglaigh”, που στην ιρλανδική γλώσσα σημαίνει “ξένοι νεαροί πολεμιστές”, το οποίο παραφθάρηκε στην αγγλική γλώσσα ως “gallowglass”.
Η πρώτη αναφορά στους gallowglass γίνεται τον 13ο αιώνα, όταν 160 από αυτούς τους πολεμιστές κατέληξαν στην Αυλή του ιρλανδικού βασιλείου Κόναχτ ως γαμήλια προίκα προς τον ηγεμόνα του όταν αυτός νυμφεύτηκε την θυγατέρα του βασιλιά των Εβρίδων. Την ίδια εποχή βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη η αγγλο-νορμανδική εισβολή στην Ιρλανδία. Με τους Ιρλανδούς να είναι διασπασμένοι πολιτικά και να βρίσκονται πολύ πίσω τεχνολογικά σε σχέση με τους επιθετικούς γείτονές τους, μέχρι το 1250 οι Αγγλο-νορμανδοί είχαν κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Καθώς οι κατά παράδοση ελαφρά οπλισμένοι Ιρλανδοί αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τους κατάφρακτους Νορμανδούς ιππότες και τους Ουαλούς τοξότες τους, η παρουσία των βαρύτατα θωρακισμένων και οπλισμένων με τεράστιους πελέκεις πολεμιστών από τις Εβρίδες αποδείχτηκε πολύτιμη για τους εναπομείναντες ανεξάρτητους Ιρλανδούς ηγεμόνες. Σύντομα, μονάδες από gallowglass έφτασε να διαθέτει η πλειοψηφία των Ιρλανδών αρχόντων και των Ιρλανδο-νορμανδών φεουδαρχών, τις οποίες χρησιμοποιούσαν ως τον επαγγελματικό σκληρό πυρήνα γύρω από τον οποίο οργάνωναν τους στρατούς τους. Μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα, τουλάχιστον 59 πολεμικές ομάδες gallowglass δραστηριοποιούνταν στην Ιρλανδία.
Με το πέρασμα των ετών, οι gallowglass άρχισαν να αντιλαβάνονται τους εαυτούς τους ως συντεχνία με ενασχόλησή της τον πόλεμο, ενώ οι τάξεις τους πλήθυναν και από Σκώτους ή Ιρλανδούς τυχοδιώκτες. Η θέσεις στις πολεμικές ομάδες τους κατέστησαν κληρονομικές, ενώ αποτέλεσαν την νεόκοπη αριστοκρατία της Ιρλανδίας καθώς όσοι κατάφερναν να επιβιώσουν λάμβαναν από τους ηγεμόνες τους γη ως ανταμοιβή για τις πολύτιμες υπηρεσίες τους.
Ένας gallowglass εκπαιδευόταν για πόλεμο από την παιδική του ηλικία υπό την καθοδήγηση ενός πρεσβύτερου σε ηλικία συγγενή, για λογαριασμό του οποίου εκτελούσε χρέη ακόλουθου μέχρι την ενηλικίωσή του, φροντίζοντας τον οπλισμό και το άλογό του. Εκτός από τον νεαρό εκπαιδευόμενο, τον gallowglass ακολουθούσε και ένας ντόπιος υπηρέτης, ο οποίος κουβαλούσε τις προμήθειες και ίσως την βαριά πανοπλία του κυρίου του πριν την μάχη. Αυτές οι τριάδες, που αποτελούσαν το βασικό οργανωτικό κύτταρο των gallowglass, ονομάζονταν spars και πολλές μαζί συνιστούσαν μια πολεμική ομάδα που συνήθως έφτανε τους 200-400 βαριά οπλισμένους πεζούς και πλαισιωνόταν από Ιρλανδούς ακροβολιστές επίστρατους και ιππείς.
Όπλο επιλογής τους αποτελούσε αρχικά ένας βαρύς νορδικός πέλεκυς, τον οποίο από τον 15ο αιώνα και μετά αντικατέστησε η βαριά σκωτική σπάθα δύο χειρών claymore. Για την προστασία τους φορούσαν βαριά αλυσιδωτή πανοπλία και κράνος, ενώ ο οπλισμός τους συπληρωνόταν από λόγχη, στιλέτο, τόξο με βέλη και αργότερα ακόμα και πυροβόλα όπλα.
Όπως προαναφέρθηκε, οι gallowglass πλαισιώνονταν από ελαφρύτατα οπλισμένους Ιρλανδούς πολεμιστές τους kerns, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με ακόντια, στιλέτα, μικρές ασπίδες και τόξα. Κατά την διάρκεια της μάχης παρενοχλούσαν με ακροβολισμούς τον αντίπαλο, επιδιώκοντας να τον εξαναγκάσουν σε καταδίωξη ή έστω να προκαλέσουν αταξία στις τάξεις του. Τότε αναλάβαναν οι gallowglass, οι οποίοι όντας συνασπισμένοι σε κλειστούς σχηματισμούς μάχης εφορμούσαν εναντίον του αποδιοργανωμένου αντιπάλου κραδαίνοντας τους βαρείς πέλεκείς τους ή τις σπάθες τους. Αυτό που ακολουθούσε συνήθως ήταν ένα πραγματικό λουτρό αίματος, καθώς τα τρομερά όπλα των gallowglass διαμέλιζαν τους δυστυχείς αντιπάλους τους, τσακίζοντας πανοπλίες, ασπίδες κράνη και οστά. Την καταδίωξη του ηττημένου εχθρού διενεργούσαν οι ευκίνητοι kerns και οι ιππείς, ενώ οι εξαντλημένοι gallowglass έμεναν πίσω να σκυλεύσουν τα πτώματα των πεσόντων.
Παρά την εξάπλωση και την σταδιακή κυριαρχία των πυροβόλων όπλων στα πεδία μάχης της Ευρώπης, οι gallowglass συνέχισαν να στελεχώνουν τους στρατούς των Ιρλανδών αρχόντων μέχρι και τα τέλη του 16ου αιώνα. Τότε ήταν που η βασίλισσα Ελισάβετ, απηυδισμένη από τις εξεγέρσεις των καθολικών Ιρλανδών αρχόντων και θέλοντας να αναδιαμορφώσει τις ιρλανδικές κτήσεις της κατά τα αγγλικά πρότυπα, προέβει σε διώξεις κατά των μισθοφόρων πολεμιστών της νήσου. Πολλοί σκοτώθηκαν στις ανεπιτυχείς εξεγέρσεις που συντάραξαν την Ιρλανδία τις επόμενες δεκαετίες, ενώ κάποιοι κατέφυγαν την ηπειρωτική Ευρώπη, όπου συνέχισαν να ασκούν το μισθοφορικό επάγγελμα όπως οι πρόγονοί τους αιώνες πριν. Μάλιστα η ακτίνα δράσης τους ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια της Ιρλανδίας, αφού αναφέρονται να συμμετέχουν σε συγκρούσεις στην Μεγάλη Βρετανία, στην Ολλανδία και στην κεντρική Ευρώπη, ενώ κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648 μ.Χ) gallowglass πολεμιστές βρίσκονταν και στις τάξεις του στρατού του Σουηδού βασιλιά Γουσταύου Αδόλφου.
Οι λίγοι που επέλεξαν να μείνουν στην Ιρλανδία ακολουθώντας μια ειρηνική ζωή στα φέουδά τους, σύντομα θα έπρεπε να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που θα δημιουργούσαν η κατάργηση του φεουδαρχικού συστήματος και η επίμονη προσπάθεια των Άγγλων επικυριάρχων τους να αγγλοποιήσουν βίαια το νησί. Η κάστα πολεμιστών που κυριάρχησε για πάνω από τρεις αιώνες στα πεδία μάχης της Ιρλανδίας είχε πάψει να υπάρχει.