Διαβάστε το Α’ Μέρος
Είκοσι τέσσερις ώρες ήμουν αναίσθητος από το μεθύσι… Ήπια όλη τη μέρα μαζί με τον αράπη. Στην παρέα μας ήτανε κι ένας καπετάνιος που, χωρίς άλλο, όπως κατάλαβα, χρωστούσε το κορμί του στο νέγκρο, όπως χρωστούσε την ψυχή του στο διάολο. Κρατούσε τα μάτια του ολοένα κλειστά σα να μην του χρειαζόντανε, το στόμα του ήτανε στραβό. Όταν μιλούσε, έκανε σαν νεροπρίονο από τη σβράχνα.
Εγώ όλο αυτό το διάστημα βρισκόμουν μέσα σε πυκνό καπνό, όπου δεν έβλεπα άλλο τίποτα, όξω απ’ το κεφάλι του Τιν Τιν, που γυάλιζε σαν μποτίλια. Θυμάμαι ακόμα πως έβαλα το χέρι μου κι άρπαξα ένα πλατύ μαχαίρι που είχε ο αράπης στο κίτρινο ζουνάρι του… Γιατί τώρα κάθουμαι κι ιστορώ πράματα έτσι τιποτένια;…
Μα μήπως χρωστώ και σε κανέναν τίποτα; Αρμόζει να γελάσω με την κουταμάρα που έκανα, γράφοντας έναν πρόλογο μπρος από την ιστορία μου, για να με συμπαθήσουν, αν τυχόν χάνομαι κάποτε σε πράματα που δεν είναι καμιά βία… Γιατί τάχα; Είναι εύκολο να πάρεις το μαχαίρι απ’ τη μέση ενός μεθυσμένου; … Κι έπειτα μου περνά μια ιδέα: θέλω να δείξω πως δε μου πάει να κρύψω με τι λογής πρόσωπα είχα να κάνω, και πως δε ντρέπουμαι για ό,τι έκανα. Κι ακόμα, μπορείτε να μάθετε πως τ’ όνομά μου είναι Βάκα Γκάβρο. Στ’ ανάθεμα η τρέλα που με βαστά, μη τυχόν πει ο κόσμος πως είμαι ματαιόδοξος… Μήπως δεν είμαι; Κι έπειτα, για ποια αιτία να κρύβω τ’ όνομά μου, αφού δε μένει απ’ το σόι μου κανένας πίσω μου για να ντροπιαστεί;… Το κάτου κάτου, τ’ όνομά μου δεν έχει να κερδίσει τίποτα· η ιστορία μου φαίνεται πως είναι γραμμένη από ένα χοντρό κεφάλι, αν βγάλει κανείς όξω τον πρόλογο, που μοιάζει πως μαστορεύτηκε από χέρι συνηθισμένο να γράφει βιβλία. Ο Θεός ξέρει πόσο κόπιασα να τον φέρω σε τέλος και, μα την αλήθεια, δεν είχα πει τέτοια πράματα ποτές μου, ούτε τότε που σπούδαζα στη Μπομπάη. Τόσο, που δεν πάει το χέρι μου να τον ξεσκίσω…, λες πως μιλά ένας άνθρωπος πολύ καλοαναθρεμμένος, με άσπρα και μαλακά χέρια…
Μια βδομάδα έπινα ακατάπαυστα. Την άλλη μέρα ήμουν σαν πεθαμένος… Κούραση και ατονία… Ο κόσμος αυτός με πνίγει. Δουλεύουν σαν μανιακοί και τσιρομαχούν όλη τη μέρα σαν κότες μέσα σε κοτέτσι…
Με πειράζουν, με πιάνουν τα νεύρα μου, μου φαίνεται σα να μου ζητούν να στήσω μάτι σε ό,τι κάνουν, και φωνάζω: Να σας πάρει ο διάολος!… Έπειτα ησυχάζω, το μυαλό μου βουτά σ’ ένα δροσερό φως, κι η καρδιά μου κολυμπά μέσα σε μια βαθειά πράσινη λίμνη…
Ξαπλώνουμαι στο χώμα και κοιτάζω τα ζωύφια που κουβαλούν μικρά κομμάτια άχυρο… Κατόπι σηκώνουμαι, βλέπω την ατελείωτη θάλασσα και δακρύζω απ’ τη χαρά μου που είμαι μοναχός… Ο Όσο με το μακρύ ξύλο του έρχεται συχνά στο νου μου, σα να θέλει να τον συνηθίσω και να μη γελώ μαζί του.
Σκαλίζω μέσα στις τσέπες μου και κάτι μου δροσίζει το λαρύγγι. Ανοίγω το χέρι μου και βλέπω μέσα. Συλλογίζουμαι: τι τάχα με μποδίζει να περάσω όσες μέρες μου απομένουν απάνου στο Ζάτο;… Αυτό που έχω μέσ’ στην απαλάμη μου είναι χρυσάφι…
Πρώτη φορά στη ζωή μου κατάλαβα πόσο άθλιος θα ’μουν αν μου έλειπε… Ο καημένος ο Όσο δεν μπορεί να μείνει περσότερο από μια βδομάδα στο Ζάτο, κι ίσως τις μισές μέρες κάθεται πεινασμένος… Σίγουρα εκεί που σταμάτησα, σιμά στο ρηχό ακρογιάλι, σκεδιάζει κι εκείνος το σπιτάκι του απαράλλαχτο με το δικό μου, με δυο παραθυράκια που βλέπουν στη
θάλασσα και με μια καμινάδα που καπνίζει μέσα στην ερημιά…
Τον πέτυχα στην παλιά αποθήκη που καθόταν. Να πάρει η οργή! Τι παράξενος άνθρωπος!… Με κοίταξε αδιάφορος, σα να περίμενε ένα τέτοιο ανέλπιστο πράμα… Πού να περιμένει κανένας ένα τέτοιο θάμα! Ένας άλλος δε θα πίστευε στ’ αυτιά του, θα πηδούσε από χαρά, ύστερ’ από τέτοιον έρωτα με τ’ άσπρα ξερόνησα του Ζάτο. Του είπα: Έχω όσα λεφτά θέλεις, για να ζήσουμε μονάχοι, τα χρόνια που μάς απομένουν… Κρύφτηκε ο μισός πίσω απ’ το κλειστό φύλλο της πόρτας, και με δυο λόγια μου έδωσε να καταλάβω πως δέχεται να μοιραστεί με μένα την ερημιά απάνου στο Ζάτο…
Πως δέχεται!… Από κείνη τη μέρα δε μου ’ρχεται να γελάσω, όταν περνά απ’ το μυαλό μου, φορτωμένος με το μακρύ ξύλο που συνήθιζε…
Όλος ο κόσμος στο Φαγκούα απόρησε για την τρέλα μας.
Κόψαμε πέτρες απ’ το βουνό. Ο Όσο με πήρε να μου δείξει μια φλέβα π’ ανάβρυζε καμιά πεντακοσαριά μέτρα απάνου κάτου μακριά από το καλύβι μας. Το σπιτάκι ήτανε σα ζωγραφιά. Τι όμορφα!… Ήμουν σαν πιωμένος. Ευλογημένα να ’ναι τα θεμέλια σου! Η ειρήνη σε χαϊδεύει. Εδώ κοντά σου θαν αναπαυτώ μια μέρα.
Φτιάξαμε ένα μεγάλο καλύβι κι ένα μικρό κελάρι, κολλημένο από κει που βασίλευε ο ήλιος. Απ’ το μέρος του βουνού ο τοίχος ήτανε τόσο χαμηλός, που η σκεπή τον έκρυβε κάτου απ’ το φτερό της, καθώς άγγιζε σχεδόν στο χώμα. Από τη θάλασσα ήτανε ψηλός ως τρία μέτρα, με δυο μονόφυλλα παραθυράκια. Η πόρτα έπιανε το κομμάτι του τοίχου που άφηνε όξω η αποθήκη, όπως έφραζε μονάχα τον μισόν, σχηματίζοντας μια γωνιά προς το μέρος του βουνού. Η αποθήκη είχε και κείνη μια μικρή πόρτα απάνω στη θάλασσα. Μέσα, το μεγάλο καλύβι το χωρίσαμε σε δυο, το κάθε μέρος μ’ ένα παράθυρο. Στο ένα βρίσκουνταν η οξώπορτα που ανάφερα, και μια άλλη μικρούτσικη που μπαίναμε στην αποθήκη. Το δεύτερο χώρισμα ήτανε το σαλόνι μας. Ψηλά μαύριζαν τα χοντρά δοκάρια της σκεπής. Κάτου, το πάτωμα το ’στρωσα μ’ ένα ταπέτο ολόμαυρο, κι έπειτα έριξα από πάνω πολλά τομάρια που τ’ άφηναν να φαίνεται μονάχα κάπου κάπου. Μπροστά στο ξύλινο κρεβάτι μου είχα στρωμένη μια μαύρη αρκούδα της Γιαπωνίας, που διατηρούσε το κεφάλι και τα νύχια. Κάτου απ’ το παράθυρο βρισκότανε ένας μικρός καναπές και μπροστά του ένα στρογγυλό τραπεζάκι, που χανότανε μέσα στο βυσσινί τραπεζομάντιλό του, όπως άπλωνε σαν μεγάλη μέδουσα ένα γύρο, απάνου στο πάτωμα. Στη γωνιά στερέωσα μια μαύρη θέση με κάμποσα βιβλία, που δεν τα διάβαζα ποτές, και πλάγι ένα τραπέζι, κι απάνου σ’ αυτό μπορούσε να δει κανένας ένα μπρούντζινο καλαμάρι κλεισμένο και λίγα φύλλα χαρτί πλακωμένα μ’ ένα κομμάτι από κείνο το είδος του ανδαλουσίτη, που τον ονομάζουν οι γεωλόγοι χιαστόλιθον.
Μάζευα ό,τι εύρισκα στην ακροθαλασσιά, έναν κόσμο κοχύλια και τσόφλια, είτε χρωματιστές πέτρες. Όλα αυτά τα στόλιζα εκεί μέσα. Μού ’καναν μια βαθειά εντύπωση, όσο τίποτα στον κόσμο… Έστεκα ώρες και τα κοίταζα, σηκωνόμουν κι έβλεπα απ’ το παραθυράκι τα βουνά και τη θάλασσα, κι άκουγα σκεφτικός το ξύλινο ρολόγι, που το ’βαζα να δουλεύει μόνο για τικ τακ, χωρίς να δείχνει την ώρα.
Πολλές φορές μου φαινότανε πως ερχόμουν κείνη τη στιγμή στον κόσμο· σα να περνούσε ένα φως μπροστά απ’ την ψυχή μου κι απορούσα, λες κι έβλεπα πρώτη φορά τα βουνά και τη θάλασσα. Έριχνα τότε μια ματιά απάνου στους τοίχους, σα να μετρούσα με το μάτι δυο ζωγραφιές, ένα πιστόλι, ένα τουφέκι κι ένα βαρόμετρο με σκαλιστό ξύλο κρεμασμένο απάνου απ’ το τραπέζι μου. Έτριβα τα χέρια μου από ευτυχία και κούμπωνα το σακάκι μου, σα να ’θελα να την κλείσω μέσα στο ρούχο μου… Οι γλάροι πετούσαν απ’ όξου, κολυμπώντας με τα λευκά φτερά τους μέσα στο φως της καθαρής μέρας.
Νότα. – Από δω και πέρα η ιστορία μου κόβεται απ’ ένα δυο κομμάτια τραβηγμένα μέσα απ’ ένα ημερολόγιο, που κρατούσα τις μέρες που η ζωή μου ήτανε ήσυχη. Αυτές οι μέρες έμειναν οι πιο χρυσές της ζωής μου. Έτσι, κοντά στο ότι οι σημειώσεις τούτες δείχνουν την κατάσταση που βρίσκουνταν τότε η ψυχή μου, τώρα που τις ξεσηκώνω σα να γλυκαίνουν ακόμα μια φορά τις πικρές μέρες που περνώ, γέρος και τριγυρισμένος από πρόστυχα πρόσωπα.

Ο Όσο καταγίνεται να ψήσει ένα παχύ πουλί κι έχει γεμίσει την κουζίνα με καπνό. Του κρατά συντροφιά μια λερωμένη γάτα με μαδημένα μουστάκια απ’ τα γηρατειά. Έχουμε τρεις κατσίκες κι εφτά χήνες· θα ’χαμε και τον Πρίγκιπα, το σκυλί μας, αν δεν ψόφαγε δεν ξέρω από τι, τις πρώτες μέρες.
Έχουμε κι ένα κότερο. Το αράζουμε μπροστά στο καλύβι μας και το κατάρτι του ξεμυτίζει απάνου απ’ τη στέγη, σαν μια ψιλή γραμμή με μια στενόμακρη κόκκινη σημαία στην άκρη. Πολλές φορές τη μέρα σκύβω απ’ το παράθυρο μου να το δω. Όταν δεν είναι άσκημος ο καιρός, το παίρνω και γυρίζω όλη μέρα μέσα στο μπουγάζι μετρώντας με το σκαντάλι τα νερά. Συχνά τ’ αράζω κάπου στην αντικρινή αμμουδιά κι εγώ παίρνω, όπως αγαπώ, την ακρογιαλιά για κανένα σπάνιο κοχύλι. Από κει βλέπω το σπιτάκι μας και το βουνό που στέκεται από πάνω του. Διακρίνω τον Όσο που τριγυρίζει… Οι κατσίκες που βόσκουν ψηλά, μοιάζουν σαν κρεμασμένες, γιατί το βουνό φαίνεται από μακριά ολωσδιόλου όρθιο…
Μιαν άσπρη πέτρα απάνου στον άμμο, ένα κομμάτι ξύλο, που κείτεται στ’ ακρογιάλι, τραβούν την προσοχή μου. Τα πιο ασήμαντα πράματα, εδώ μου φαίνονται γεμάτα από ενδιαφέρο. Στα πλάτη τούτα η φύση είναι απλή και πρωτόγονη, έρημη, χωρίς το άσωτο γεννοβόλημα των όντων. Η ζωή είναι λίγη και σπάνια, και χάνεται μέσα στο χάος που λέμε Γης και Νερό!…
Βλέπω τα πράματα ίσια, χωρίς η εντύπωση να βλαφτεί απ’ ό,τι έμαθα να καταλαβαίνω ως τώρα, λέγοντας αυτά τα δυο λόγια: Νερό και γης… Εδώ καν δεν υπάρχουν πλέον ονόματα, παρά τα ίδια πράματα πέφτουν απάνου στην ψυχή μου με το βάρος τους, άγρια κι αδιάφορα, γυμνά από τη φιλική διάθεση, που τους δίνει στα μάτια μας η ανθρώπινη γλώσσα…
Περισσότερο δεν μπορώ να μιλήσω ούτε καλύτερα γι’ αυτά τα πράματα… Μια φορά εγώ καταλάβαινα με ανακούφιση να μου έρχεται η ανθρώπινη διάθεση (ας πούμε έτσι) μπροστά στα πραματάκια που είπα παραπάνου… Πολλές φορές μου έτυχε να κουβαλήσω στο καλύβι μου μια τυχαία πέτρα από δυο μίλια, για να την πετάξω απ’ το παράθυρο, απορώντας πώς μου ήρτε να τη μαζέψω… Το καλύβι κι όσα μαρτυρούσαν το χέρι του ανθρώπου μ’ έκαναν να έρτω στον εαυτό μου…
Βγαίνω όξω και στέκουμαι με σύγκρυο στον ίσκιο που απλώνει στο χώμα. Κατόπι ανεβαίνω στο βουνό και καθίζω σε μια πέτρα σαν ξαφνισμένος. Το μάτι μου πέφτει από ψηλά απάνου στο καλύβι κι η καρδιά μου χτυπά δυνατά…
Πέρα ο άμμος της ακρογιαλιάς κιτρινίζει, έρημος και απλός. Κάποτε κάποτε καμιά φώκια σέρνεται αργά, σαν λαδωμένο τουλούμι, και λιάζεται…
Ξεχωρίζω τα τρία ασπρόνησα. Μού φαίνουνται σα να κρέμουνται μέσα στο χάος, που αρχίζει κάτου απ’ τα πόδια μου και χάνεται μέσα στον ορίζοντα, ανακατεμένο με τον αγέρα… Όταν βρέξει κιτρινίζουν και δε φαίνουνται καθαρά, προ πάντων ύστερ’ από το μεσημέρι. Όταν όμως ο καιρός είναι ξηρός, γίνουνται κάτασπρα, πλουμισμένα με πολλά κόκκινα σημάδια.
Λέγω μέσα μου: Κάθουνται με σιωπή και περιμένουν το τέλος του κόσμου. Τι ιδέα κι αυτή! Μα καλά καλά δεν είναι
αυτό που θέλω να πω… Όταν τ’ αντικρίζω, θυμάμαι τα λόγια που έγραψε ένας σοφός κάτου από το χάρτη του φεγγαριού: «Εδώ ούτε άνθρωποι κατοικούν, ούτε οι σκιές των πεθαμένων έρχουνται.»
Μουρμουρίζω: Τι γίνεται άραγε αυτή τη στιγμή στον πάτο του Ωκεανού…
Κάθουμαι κάμποση ώρα σαν κουτός, λες μούδιασε το μυαλό μου.. .
Τον χειμώνα κλεινόμαστε μέσα για πολλές μέρες. Η κουμπάνια μας ήταν πλούσια σε όλα. Για ψωμί τρώγαμε γαλέτα. Οι χήνες όταν ζητούσαν να βγουν, ανοίγαμε την πόρτα της αποθήκης και πετούσαν στη θάλασσα. Δυο και τρεις μέρες, πετούσαν κι έβοσκαν μαζί με τ’ άλλα θαλασσοπούλια. Γύριζαν όμως ταχτικά στο καλύβι, κι όταν έφταναν απ’ όξω, φωνάζανε να τις ανοίξουμε. Ως το τέλος δεν έλειψε καμιά.
Μπορώ να πω πως δε φανερώνεται ούτ’ ένα σύννεφο, χωρίς να το παρατηρήσω με προσοχή απ’ το παράθυρό μου και να νιώσω μια βαθειά ευτυχία, όπως κυλά αρμενίζοντας μέσα στον αγέρα…. Ένα πουλί κράζει πετώντας πάνου από τη σκεπή και βγαίνω να το δω…, ακούγω για μια στιγμή τα δυνατά φτερά του που τα κουνά βιαστικά, κι έπειτα χάνεται. Απομένω συλλογισμένος… Πολλές φορές ύστερ’ από ’να τέτοιο, τιποτένιο περιστατικό κάνω την προσευχή μου… Ο ουρανός είναι ανοιχτός! Μέσα στα βαθιά νερά μυριάδες ψάρια και θηρία…
Απρίλης. – Ο καιρός είναι ψυχρός. Σήμερα, 5 του μηνός, άνοιξαν οι καταρράχτες των εφτά ουρανών. Μέσα στο μπουγάζι η θάλασσα είναι μαύρη απ’ το χώμα.
10. – Απόψε λίγο πριν βουτήξει ο ήλιος θυμήθηκα τους ανθρώπους. Η αιτία ίσως είναι το κατακόκκινο φως του ήλιου που βασιλεύει, ρίχνοντας μακριές σκιές απ’ όλα τα πράματα. Μού φέρνει στο νου τα χρωματιστά τζάμια της εκκλησιάς στην Γκόα. Τα παιδικά μου χρόνια! … θυμάμαι ακόμα τις μύγες που κυνηγούνταν στον αγέρα κι ακτινοβολούσαν σαν άστρα…
Πολύ σπάνια, περνά απ’ το νου μου καμιά βουβή σκιά… Τρικλίζει σα μεθυσμένη κι έπειτ’ από λίγο σβήνει, όπως ο ίσκιος του καπνού της πίπας μου απάνου στον τοίχο, σα να καταλαβαίνει πως δεν έχω διάθεση να της δώσω γνωριμιά…
Κι αλήθεια, δεν έχω διάθεση να μου ταράξουν το κεφάλι. Ακόμα κι η αγάπη από μέρος των ομοίων μου θα ’τανε για μένα μιαν ανησυχία ανυπόφορη… Αυτά απάνου κάτου συλλογίζουμαι κοντά στο παράθυρό μου.
Κάτου απ’ τα μάτια μου ο αφρός πηδά κόκκινος απ’ τον ήλιο ανάμεσα στα βράχια.
Έρχεται κοντά μου ο Όσο και στεκόμαστε έτσι πολλήν ώρα χωρίς ν’ ανοίξουμε το στόμα μας.

3 Αυγούστου. – Σήμερα σώνεται η πέμπτη βδομάδα που δερνόμαστε χωρίς διακοπή από έναν καταραμένον άνεμο. Πρώτη φορά βλέπω τέτοια οργή… Η λύσσα του έχει αλλάξει την όψη της γης σε τέτοιο σημείο, που μας στέκει δύσκολο να γνωρίσουμε το μέρος που έχουμε μπροστά στα μάτια μας… Είμαστε κουβαριασμένοι μέσα σ’ ένα χάος. Αυτή τη στιγμή η θάλασσα δεν κρατά πια τίποτα που να είναι για μάτια ανθρώπινα.. .
Σήμερα το πρωί η φουρτούνα έδειξε πως θα λασκάριζε, κι ο αγέρας ως το μεσημέρι έπαιξε με τόσην υποκρισία, που μας γέλασε. Άξαφνα όμως ξεχαλινώθηκε, αφού έστριψε λίγα γράδα ανατολικά. Στρίβει από νοτιά σε γαρμπή. Μέσα στο λιμάνι η θάλασσα χοχλάζει όπως το νερό μέσα στο λεβέτι. Τα μικρά κύματα είναι πυκνά, και τρέχουνε γλήγορα γλήγορα, βγάζοντας ένα κούφιο σφύριγμα· δεν αφρίζουν διόλου, μονάχα κάτι μεγάλες φούσκες, ανάριες και θολές, πηδούν από παντού απάνου στο νερό…
Το κότερο μας έχει βουλιάξει· στέκεται όμως ακόμα απάνου στην καδένα του. Ο Ωκεανός φαίνεται απ’ όξω μονάχα στο μέρος που χαμηλώνει η αντικρινή στεριά, ή καλύτερα δεν ξεχωρίζουμε παρά μια πυκνή θολούρα, μέσα στην οποία από καιρό σε καιρό απλώνει μιαν ασπράδα…
Η ερημιά σφίγγει το λαρύγγι και στουπώνει τη σκέψη. Το φως της μέρας είναι κιτρινωπό και θολό, σα να βλέπουμε μέσ’ από χρωματισμένο γυαλί μιας μποτίλιας. Λες είναι η τελευταία μέρα του κόσμου… Δε φαίνεται ένα καν φτεράκι μέσα στον ουρανό…
Μέσα στο καλύβι όλα είναι ήσυχα, Η φωτιά καίγει και ο Όσο πελεκάει μιαν πίπα. Κοντά του κάθεται ο γάτος μαζεμένος απάνου σ’ ένα ξύλο της φωτιάς και, κάπου κάπου, ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει τον Όσο, σα να τον ρωτά τι τρέχει.
Όσο για μένα, αφουγκράζουμαι τη βουή με το ίδιο αίσθημα που δοκιμάζει κανένας, όταν χώνει το κεφάλι στο σκέπασμα του για να γλυτώσει από τα φαντάσματα.
Καθώς ετοιμαζόμουν ν’ ανέβω στο κρεβάτι μου, μια τρούμπα αγέρας κατέβηκε απ’ την καμινάδα, βουίζοντας σαν κανόνι· μου φάνηκε πως την κρέμνισε… Ο Θεός ας βοηθήσει απόψε.

11. – Ξεράθηκα σαν είδα, σήμερα το μεσημέρι, τον Όσο να μπαίνει μέσα μ’ ένα ανθρώπινο καύκαλο ανάμεσα στις χερούκλες του. Μου ’πε πως ήτανε κάποιου Εγγλέζου απ’ ένα καράβι, που είχε τσακιστεί απάνου στο νησί προ πολλά χρόνια. Από τους τρεις που είχανε γλυτώσει, ο ένας πέθανε· οι άλλοι δυο περιμαζεύτηκαν απ’ ένα γαλλικό καράβι που σίμωσε στο νησί για φώκιες. Τα κόκαλα τα χε βρει μιαν άλλη φορά που είχε περάσει λίγες μέρες απάνου στο Ζάτο.

Σφάξαμε και την τελευταία χήνα μας. Ο Όσο είναι χαρούμενος και τη μαδά σφυρίζοντας. Τον κοιτάζω. Η μύτη του στάζει και τα μάτια του δείχνουν πως ο νους του γυρίζει σε μακρινά μέρη…
Μια σιδερένια χούφτα μου σφίγγει την καρδιά, μόλις περάσει απ’ το μυαλό μου πως δεν έχω άλλον στον κόσμο εξόν απ’ αυτόν…. Ο καημένος ο Όσο… Δεν ξέρει πώς να μου δείξει την αγάπη του. Στο τραπέζι σηκώνεται πολλές φορές να μου φέρει ό,τι φαντάζεται πως έχω ανάγκη… Μου φέρνει δέκα φορές περσότερα απ’ ό,τι μου χρειάζεται. Γεμίζει το πιάτο μου με το καλύτερο μέρος κι εκείνος κρατά τα κόκαλα. Με βάζει να καθίσω πλάγι στη φωτιά κι εκείνος έχει πίσω του το παράθυρο, απ’ όπου μπαίνει η ψύχρα της νύχτας. Κάθε στιγμή με ρωτά: Κρυώνεις; Σηκώνεται μασώντας και συδαυλίζει τη φωτιά…, κατόπι ξανακάθεται, καρφώνει τα βαθιά μάτια του σιωπηλά σ’ ένα μέρος μπροστά του, κι εξακολουθεί να μασά αργά με τα δυο ή τρία δόντια του, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.
Τα λόγια του είναι ανάρια. Σχεδόν ανοίγει το στόμα του μονάχα για ν’ απαντήσει· απαντά σύντομα, αλλά με μεγάλη προθυμία. Μου φαίνεται σα να λέγει: Το φταίξιμο είναι δικό σου που με κάνεις να μιλώ τόσο πολύ. Με σκλαβώνει με την αυστηρή σιωπή του, γιατί ξέρω πως πίσω απ’ αυτήν τη σιδερένια πόρτα κρύβεται η πιο τρικυμισμένη ζωή. Τα λόγια του είναι για μένα όπως πολύτιμα πετράδια σκόρπια απάνου σ’ ένα τραπέζι σκεπασμένο με μαύρη τσόχα… Κλείνουμε τα μάτια μας, και μπορούμε τότες να δούμε να φωσφορίζουν αμέτρητα ρουμπίνια μέσα σε μια σκοτεινή κοιλάδα.
Κανένας άνθρωπος απ’ όσους γνώρισα δεν άφησε βαθύτερα σημάδια μέσα μου με τα λόγια του, όπως ο Όσο με τη βούβα του… και πάλι δε θυμάμαι τίποτα που να μοιάζει με τη φωνή του…, ένα βαρύ σκαντάλι, που κατέβαινε έως εκεί που δε φτάνει τίποτα του απάνου κόσμου… Δεν ξέρει κανένας πού γεννήθηκε, και πολλές φορές παρακαλώ την άγρια ψυχή του να με συγχωρέσει αν τον πίκρανα, γράφοντας το μέρος που πέθανε…
Σ’ όλο το διάστημα που έζησα μαζί του ποτές δεν ανάφερε τίποτα για τους ανθρώπους. Μπορούσε να στοιχηματίσει κανένας πως αγνοούσε ολότελα την ύπαρξή τους. Είχε απάνου του την αδιαφορία των στοιχείων που σπάνει το ραχοκόκαλό μας. Ήτανε βουβός όπως όλα τα μεγάλα πράματα· όπως ο Θεός κι ο Άδης. Τίποτα δεν είχε τη δύναμη να τον βγάλει από τη χάλκινή του απάθεια…
Ξέρω πως ήτανε κοσμογυρισμένος… Είχε σταυρώσει τον Ινδικό σ’ όλα τα πλάτη, όπως ο φυλακισμένος το χώμα του κελιού του σ’ όλες τις διευθύνσεις, πλανήθηκε απάνου στ’ αμέτρητα νησιά του Μεγάλου Ωκεανού πολλά χρόνια, ναυάγησε απάνου στο Ουρούπ μ’ ένα γιαπωνέζικο καράβι, στο Τιοκόα της Πολυνησίας, στο Μπαλούκ του Φόο – ι – μάα…
Κάποτε λύγιζε στην περιέργειά μου, κι έλεγε δυο τρία λόγια, αλλά πάντα δεν ήτανε τρόπος να πει περισσότερα απ’ όσα έκλεινε η ερώτηση μου.
Η διήγηση του δεν έχει καμιά σχέση με το μυθιστορικό ύφος που αγαπούσα· δεν έδινε καμιά σημασία στο ό,τι ’ξιστόριζε. Η έκφραση του ήτανε παρόμοια με ενούς ζώου που θαυμάζουμε μέσα απ’ τα κάγκελα του κλουβιού, χωρίς εκείνο να σκοτίζεται για την κουταμάρα μας.
Για τη μαγειρική έδειχνε ένα μεγάλο ενδιαφέρο, αν και δεν ήτανε διόλου φαγάς.
Γενικά τον χαρακτήριζε μεγάλη ευκολία σε οτιδήποτε χρειάζεται δεξιότητα. Στο Φαγκούα άκουσα να μιλούν για τη μεγάλη πιδεξοσύνη του στ’ άρματα, προπάντων στο τεχνικό παίξιμο του σπαθιού. Συνήθιζε, όσες φορές ξεκινούσαμε για κυνήγι, να ζώνεται ένα πελώριο ναυτικό σπαθί, βαρύ και πολύ μεγαλύτερο απ’ όσα έχω δει αυτουνού του είδους. Στα χέρια του φάνταζε τόσο υπάκουο, που θα μπορούσε να συγκριθεί με του Πιέρσον, του Νορβηγού κουρσάρου, που έκοψε τ’ αυτιά σ’ εφτακόσιους αιχμαλώτους, χωρίς ν’ αγγίξει το λεπίδι στον ώμο κανενός τους…
Πολλές φορές μιλούσε με το γάτο, αλλά ποτές δεν τον άγγιζε με το χέρι του.
Δεν μπόρεσα όμως να ξηγήσω τη συνήθεια που είχε να κάνει τη φωνή του γλάρου και της φώκιας· συχνά ανακάτωνε τα λόγια του μ’ αυτές τις φωνές, χωρίς να υπάρχει κανένα σημάδι ευθυμίας στα μάτια του. Η έκφρασή του, όπως πάντα πέτρινη, έκοβε κάθε διάθεση που θα ’χε κανένας να πάρει το ιδιότροπο αυτό φυσικό για σημάδι ευθυμίας, σε τρόπον ώστε η εντύπωση να είναι τρομερότερη απ’ όσο φαντάζεται κανένας.
Όσο για την εξωτερική όψη του, η δυσαναλογία σπάνια περίπαιξε σε τέτοιο βαθμό τα αιώνια μέτρα της αρχιτεχτονικής του ανθρώπου. Τα χέρια του ήτανε κοντά, αλλά οι πελώριοι γρόθοι, που ήτανε κρεμασμένοι πάντα μακριά απ’ τα πλευρά του, έφταναν απάνου κάτου στην ίδια γραμμή με τα γόνατα· τα είχε γυμνά απάνου από τον άγκωνα. Ο δεξής ώμος του έγερνε, ίσως από το βάρος της χούφτας, που ήτανε χοντρύτερη απ’ την αριστερή, αν και της έλειπε ένα δάχτυλο κομμένο από τη ρίζα. Η κοιλιά του ήταν χωνεμένη κι έκανε πιο εχτρωματικό το φάρδος του στήθους.
Διατηρούσε το ανοιχτό βάδισμα της κουβέρτας. Απ’ τα πόδια του έλειπε ολότελα το γεφύρι, κι οι πατούνες του είχαν καταντήσει ίσιες όπως της αρκούδας και τόσο σκληρές, που τον άκουγα όταν περπατούσε απάνου στις πλάκες, σα να φορούσε γόβες.
Είχε ένα κεφάλι γυμνό και μεγάλο, και δυο αλαφρές μύτες απάνου στα βρεγματικά έδιναν στο καύκαλο ένα τετράγωνο σχήμα. Το πρόσωπό του ήτανε κατατρυπημένο από μια βλογιά, που σε πολλές μεριές ήτανε πυκνή και βαθιά όπως οι τρύπες του φελλού. Ένας αληθινός γόρδιος δεσμός από ζάρες σκέπαζε το κούτελό του απάνου απ’ τ’ αριστερό φρύδι· το στόμα του ήτανε χωρισμένο από μια μαχαιριά, που άπλωνε αχτινωτά απάνου στο δεξί μάγουλο, απαράλλαχτα όπως απάνου σ’ ένα τζάμι.
Τα μάτια του ήτανε βαθιά, τρομερά βαθιά, πέρα απ’ όσο μπορούσα να πιστέψω για ζωντανόν άνθρωπο. Για να πω πιο σωστά, δεν είδα ποτές περισσότερο από ένα μικρό άστρο στο βάθος της ματότρυπας· κάποτε τα έτριβε, καθώς τον πείραζε ο καπνός της φωτιάς, και το μεγάλο του δάχτυλο είδα πως χανότανε ολότελα, όπως μέσα στις άδειες ματότρυπες ενούς νεκροκέφαλου.
Δύσκολο πολύ θα μου ήτανε να του δώσω μιαν ηλικία. Ωστόσο, ποτές δε μου φάνηκε πιο νέος από εξήντα χρονών, και πάλι, πολλές φορές, σκέφτηκα πως πρέπει να έχει έρτει στον κόσμο έναν ή δυο αιώνες νωρίτερα από μένα. Έτσι, ακολουθώντας τη σκέψη μου, μάταια πάντα πάσκισα να φανταστώ τους ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους γεννήθηκε, το μέρος που αρκούδισε κι έπαιξε… Μπρος μου απλωνότανε άγρια η ερημιά του Ωκεανού…
Ένα βράδυ μου συνέβηκε μια περίεργη ιστορία. Δε θυμάμαι τι χρειάστηκα· η πόρτα του κελαριού ήτανε μισοκλεισμένη, και μονάχα μια λουρίδα απ’ το φως της κουζίνας έπεφτε απάνου στον αντικρινό τοίχο. Μπαίνοντας, είδα τον Όσο να κάθεται και να κοιτάζει προσεχτικά τη λουρίδα τούτη. Ερεθίστηκε σαν έσπρωξα την πόρτα, και με νευρική φούρια ρεγουλάρισε το θυρόφυλλο, με τρόπο που να σκεδιαστεί η φωτεινή γραμμή, απαράλλαχτα όπως ήτανε πριν. Κατόπι πέτρωσε ξανά, χαζεύοντας μπρος στον τοίχο.

Τα θαλασσοπούλια κράζουν όλη τη μέρα μέσα στο μπουγάζι. θα ’ναι χιλιάδες… Υπάρχουν μέσα όλα τα είδη, ακόμα και πολλά από κείνα τα κοχάλος, που είχα πρωτοδεί στο Φαγκούα.
Μια μέρα σημείωσα πως τα πουλιά αυτά μυρμήγκιαζαν πάντα σιμά στο μπάσιμο του μπουγαζιού· μου φάνηκε παράξενη η προτίμησή τους γι’ αυτά τα νερά, επειδής βρισκόντανε σε αδιάκοπον αγώνα να κρατηθούν στη θέση τους, απ’ το δυνατό ρέμα που τα ’σπρωχνε με βία· να, όμως, τι δεν μπόρεσα να καταλάβω ολότελα: Τα κουνήματά τους φανέρωναν πως όλα πάσκιζαν να φτάξουνε στο ίδιο σημάδι, απάνου στο οποίο μυρμήγκιαζαν όπως οι μέλισσες γύρω στην κυψέλη, γεμίζοντας τον αγέρα μ’ έναν πολύφωνον αλαλαγμό.
Την απορία μου αυτή για τον ερεθισμό που κρατούσε στο κοπάδι, ζωήρευε η σκέψη πως τα πουλιά αυτά είναι ειρηνικά, και κάνουν μια μοναδική εξαίρεση ανάμεσα σε όλα τα φτερωτά του Ωκεανού, τα πλέον οξύθυμα και αχόρταγα πλάσματα της δημιουργίας. Μπορεί να τα παραφυλάξει κανένας μέρες ολάκερες, χωρίς ν’ ακούγει περισσότερο από ’να μελαγχολικό και μονότονο σφύριγμα, με το οποίο σα να μαρτυρούν την ευτυχία τους ψαρεύοντας. Μακραίνουν πάντα από τις μάχες που στήνουν οι αχόρταγες άρπυιες του νερού, μόλις χαράξει η μέρα· είναι το μόνο σόγι που λείπει πάντα σ’ αυτά τα συμπόσια, που ’ναι προσκαλεσμένοι όλοι οι λαίμαργοι του Ωκεανού, απ’ τα φουσκωμένα άλμπατρα έως το μικρό θαλασσοχελίδονο.
Σαν ρώτηξα τον Όσο, μου ’πε πως ματώνουνταν για να πιουν από μια φλέβα γλυκό νερό, που ανάβρυζε μέσα στη θάλασσα, μην κοτώντας πια να ζυγώσουν στο νερό που παίρναμε εμείς, όπως τους στήναμε καρτέρι συχνά εκεί πέρα…
Μέσα στο χειμώνα, μια νύχτα, ο Όσο μου είχε πει με κάτι παράξενα λόγια πως δε θα ’τανε χαμένος κόπος ν’ ανοίγαμε, σαν καλοκαίριαζε, ένα πηγάδι, για να ’χουμε νερό κοντά μας.
Παραξενεύτηκα, γιατί πρώτη φορά έδινε γνώμη για ένα πράμα, χωρίς να του τη ζητήξω. Ακόμα, απόρησα για τη ζωηράδα που ’χανε τα λόγια του· μάλιστα, σα να μου φάνηκε πως έπιασα μια κάποια σκιά ταραχής απάνου του.
Αλλά, στον παράξενον αυτόν άνθρωπο, αν δεν ήταν κάποιο πλάσμα άλλης λογής, όλα φωνάζανε επανάσταση απάνου στους νόμους που μας κυβερνούν, και πολλές φορές δεν εύρισκα στην έκφρασή του την ελάχιστη ανταπόκριση με ό,τι έχουν κοινό όλοι οι άνθρωποι. Στο τέλος, βλέποντας πως χωρίς άλλο είχα μπροστά μου κάποιο πλάσμα που υπάκουε σε δυνάμεις άγνωστες, ή που δεν υπάκουε σε καμιά, συνήθισα ν’ αφήνω ανεξέταστο κάθε τι που έπιανε το μάτι μου απάνου του, τουλάχιστο τις ώρες που δεν έμοιαζε για άνθρωπος.
Ωστόσο, μέσα σε λίγες μέρες (βρισκόμαστε τότες στη μέση του Οκτωβρίου), οι τρόποι του πήρανε μια τόσο ζωηρή νευρικότητα, που με κράζανε καθαρά πλέον να προσέξω.
Δε μιλούσε πια ολότελα. Λιγότερο σιωπηλή θα ’τανε η συντροφιά μιας σκιάς του Άδη. Το έβλεπα, μάταια πάσκιζε να χαμογελάσει. Περνούσε από κοντά μου κι ανατρίχιαζα. Τις περισσότερες νύχτες κειτόμουν άγρυπνος. Εκείνος δεν κάλυβε διόλου τα μάτια του.
Ώρες ώρες δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυα μου. Από είκοσι πέντε χρόνια δεν είχε δακρύσει το μάτι μου.

Βορινά απ’ το καλύβι μας, μπροστά στην ανοιχτή θάλασσα, βρισκότανε ένα ίσιωμα ανάμεσα στην ακρογιαλιά και σε μια σειρά βράχια, που άφηναν μονάχα ένα στενό πέρασμα. Εκεί βρήκα ένα δυο φορές τον Όσο να κάθεται συλλογισμένος. Ακόμα μια φορά τον είδα να βγαίνει ταραγμένος, σα να τον κυνηγούσαν.
Ύστερ’ απ’ αυτά, όταν μου έδειξε τούτο το μέρος για να σκάψουμε για νερό, μου πέρασε η σκέψη πως πάσκιζε να ξεχώσει ίσως κάποιο θησαυρό. Ένα τέτοιο πράμα δεν μπόρεσε να μου δώσει την παραμικρή συγκίνηση και, μα τα κόκαλα του Αδάμ, παραξενεύτηκα για την ταραχή που έλαβε απ’ την αγάπη του χρυσαφιού, ένας άνθρωπος που τον είχα πάρει για πέτρινον.
Το χώμα ήτανε αφράτο, και το σκεπάζανε αραιά βρούλα και κάτι χαμόδεντρα, φορτωμένα από μαύρες μικρές ρώγες όμοιες με του σταφυλιού. Μερικά απ’ αυτά τα δέντρα είχανε σκαλώσει στο αψηλότερο μέρος του βράχου, κι όταν φυσούσε αγέρας, το ψυχρό τους σούσουρο τάραζε ξαφνικά τη σιωπή του τάφου, που κρατούσε κάτου. Εκεί, ο αντίλαλος ήτανε λες ζωηρότερος απ’ τον κρότο που ξανάλεγε· το αυτί μου άρπαζε τη χλωμότερη σκιά του ήχου, κι ανατρίχιαζα όταν ένα ξηρό φύλλο κρημνιζότανε από πάνου. Μερικές στιγμές μου φαινότανε πως ο αλαφρύτερος κρότος θα μου έσκιζε το καύκαλο.
Είχα πάει στο κυνήγι. Κάθισα σιμά στο κανάλι να ξεκουραστώ, όταν μου φάνηκε ν’ άκουσα πολλά μουγκρητά μαζί, σα να βέλαζε ολάκερο κοπάδι βουβάλια. Στ’ αυτί μου έφταναν πνιγμένα, λες κι έβγαιναν μέσ’ από τη θάλασσα. Έμεινα στη θέση μου πολλή ώρα, χωρίς να ξανακούσω τίποτα.
Ξεκινώντας για το καλύβι, έστριψα κατά τύχη το κεφάλι μου, κι είδα τον Όσο να ’ρχεται σαν μεθυσμένος. Δεν του μίλησα, διόλου (αρχίζω να τον φοβάμαι)… Κείνος όμως ανέλπιστα με σιμώνει, και μου φωνάζει στ’ αυτί με δυνατή και άγρια φωνή:
– Είναι ανάγκη ν’ αρχίσουμε το σκάψιμο αύριο, Βάκα Γκάβρο! Δεν μπορώ χωρίς εσένα…
Έπειτα έσφιξε τη γροθιά του και μουρμούριξε μέσα στο στόμα του κάτι τις που δεν το ξεχώρισα.
ΤΟ μούτρο του τίναζε νευρικά, όπως ο σβέρκος του αλόγου που το τσιμπά η μύγα. Το χείλι του κρεμότανε. Οι φλέβες του λαιμού του, χοντρύτερες απ’ το δάχτυλό μου, φούσκωναν να κρεπάρουν.
Τι μπορεί να καταλάβει κανένας απ’ όλα τούτα;…
Αρχίσαμε να σκάβουμε στις 27 Οκτωβρίου του 1873. Ο Όσο είχε γιατρευτεί άξαφνα ένα δυο μέρες πριν· μάλιστα, εκείνο το πρωί ήτανε στο κέφι.
Σαν φτάξαμε στο μέρος που ανάφερα παραπάνου, και μπήκαμε απ’ το μοναδικό πέρασμα, έκανε μπρος δεξιά, και σταμάτησε από
τομα στη ρίζα του βράχου, φορτωμένος ένα φτυάρι, έναν καζμά κι ένα σκοινί. Έριξε το σκοινί χάμου όπως ήταν κουλουριασμένο, και κάρφωσε τον καζμά στη μέση του γύρου που σκεδιάστηκε απάνου στο χώμα, αναστενάζοντας αλαφρά. Έπειτα έσκυψε και χάραξε ένα γύρο μια φαρδιά περιφέρεια, κι αμέσως πιάσαμε τη δουλειά μας με μεγάλη θέρμη.
Το χώμα ήτανε αφράτο και χωρίς πέτρες, επειδής δεν ήτανε παρά τα τρίμματα του βράχου που είχε σωριάσει το νερό της βροχής, και προχωρούσαμε τόσο γλήγορα, που το βράδυ της ίδιας μέρας είδαμε πως το πρωί ήτανε ανάγκη να στήσουμε ένα μάγγανο για τα χώματα.
Λίγο πριν απ’ τα μεσάνυχτα σηκώθηκε ένας δυνατός αγέρας· το πρωί βρήκαμε την πόρτα της αποθήκης πεσμένη απάνου στο χώμα· βαρθήκαμε να τη δέσουμε την ίδια ώρα, κι είχε περάσει το μεσημέρι όταν τελειώσαμε. Κατόπι στήσαμε το μάγγανο απάνου απ’ το πηγάδι, κι έτσι, αυτή τη μέρα δε σκάψαμε διόλου.
Την άλλη, ο άνεμος φυσούσε με την ίδια φούρια. Μποδισμένοι από άλλες δουλειές, μόλις πιάσαμε αξίνα στις τρεις ύστερ’ απ’ το μεσημέρι.
Μ’ όλον τον αγέρα, ο ήλιος έκαιγε μέσα στον ξηρόν ουρανό. Καθώς κατεβαίναμε κατά την ακρογιαλιά, δεχόμαστε στο μούτρο το θρυμματισμένο νερό σα σιφούνι, σε διακόσια μέτρα απ’ τη θάλασσα.
Εγώ ακολουθούσα πίσω απ’ τον Όσο, και τον έβλεπα να βαδίζει πέφτοντας απάνου στον άνεμο όσο να σχηματίζει με τη γης μια γωνιά όχι μεγαλύτερη από πενήντα μοίρες. Τα χοντρά του ποδάρια σήκωναν ένα σύννεφο από μικρές πέτρες, που μερικές χτυπούσαν απάνου στο πρόσωπο μου και στα χέρια μου.
Εγώ στάθηκα στο μάγγανο κι εκείνος έπιασε να σκάβει χωρίς να μιλήσουμε. Θα ’χε περάσει ως μισή ώρα, όταν τον άκουσα να με φωνάζει. Έτρεξα, θαρρώντας πως μ’ έκραζε ν’ ανεβάσω το κελετέρι με το χώμα.
Τον βρήκα με τη ράχη ακουμπισμένη στον τοίχο του πηγαδιού και με τα χέρια απάνου στα λυγισμένα γόνατα· έτρεμε σύγκορμος και το κεφάλι του κρεμότανε πάνου στο στήθος του. Τα χείλια του ήτανε ξεβαμμένα, κι απ’ το κούτελο του πηδούσανε χοντροί κόμποι ίδρωτα.
Πήδηξα μέσα και, πιάνοντας τον από τους ώμους, τον ρώτηξα τι έχει. Τα χέρια μου, όπως τα ’βαλα απάνου του, ετρέμανε μαζί του, και για μια στιγμή ένας δυνατός σπασμός με κλόνισε ολάκερο, σα ν’ άγγιξα σε ηλεχτρική στήλη. Στο κούτελό του ο ίδρωτας ανάβρυζε κι έπεφτε χάμου, χτυπώντας τη λεπτή σκόνη ωσάν λιωμένο μέταλλο.
Απάνου σ’ αυτά πέρασε από πάνου μας ένα στροβίλι, και δέχτηκα μια φούχτα χώμα στα μάτια. Χωρίς να τ’ ανοίξω, σκάλωσα όξω βλαστημώντας, και στάθηκα σε μια πέτρα για να μην πέσω.
Το κεφάλι μου βρισκότανε σε μεγάλη ταραχή. Τ’ ακούμπησα απάνου στα γόνατά μου, τηρώντας κλειστά τα μάτια μου. Για μια στιγμή άκουσα τη βουή της θάλασσας… κι έπειτα έπεσα σε μαύρο χάος. Οι αισθήσεις μου μ’ άφηναν, κι η εντύπωση για ό,τι με περιστοίχιζε θόλωνε ολοένα, ως που πύκνωσε στο σκοτάδι του τάφου.
Όταν άρχισα να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, σταμάτησα λες απάνου στο κατώφλι της ζωής, με τη συνείδηση συγχυσμένη και αμυδρότατη, όχι ζωηρότερη απ’ του ανθρώπου που τον παίρνει ο ύπνος.
Δεν ξέρω πόσο διάστημα έμεινα σε τούτη τη θέση. Στο τέλος άρχιζα να ξεχωρίζω, μέσα στ’ αμέτρητο βάθος που βρισκόμουν, την κανονική δοξαριά που έκανε το αίμα κρούοντας τα μηλίγγια, και μαζί μ’ αυτό έπιασε να σχεδιάζεται κάποια χλωμή εντύπωση πως κάτι έπλευε μέσα, στο κεφάλι μου.
Σε λίγο, μέσα στο καύκαλό μου βούιζε ένα χάος από μυριάδες κεντίσματα που δεν πρόφταιναν να καθαρίσουν σε μια σκέψη, καθώς φωσφόριζαν κι έσβηναν με μιαν άπιαστη γληγοράδα…
Το μόνο που θα μπορούσα να προσδιορίσω είναι μια επίμονη προσπάθεια να σκεφτώ, χωρίς να φτάνω ωστόσο να δέσω μια σκέψη. Θα ’λεγα ένα είδος φτέρνισμα που κόβεται ακατάπαυστα, χωρίς να ξεσπάσει, φέρνοντας μια θανάσιμη επιθυμία ν’ αρπάξω κάτι που ξέφευγε ολοένα. Στο τέλος πια το μυαλό παράλυσε μ’ ένα χτύπημα κι άφησα να κατρακυλήσω ξανά μέσα στην άβυσσο…
Όταν ανέβηκα στον απάνου κόσμο, δε βρισκόμουν πια καθισμένος στην πρώτη μου θέση, αλλά κειτόμουν μπρούμυτος απάνου στο χώμα, κι ο παγωμένος αγέρας της νύχτας ροκάνιζε τις πλάτες μου.
Λυτή τη φορά η ψυχή μου ανέβηκε μ’ ένα χτύπημα, τόσο απότομα, που τ’ αυτιά μου κρατούσαν ακόμα το γάβγισμα κάποιας ύδρας του ταρτάρου.
Αλλά να, που οι φωνές έβγαιναν σε λίγα βήματα από μένα, ανακατεμένες με το λυπηρό βούισμα που έβγαζαν τ’ αγριόδεντρα.
Δεν ήτανε η φωνή ούτε ζώου ούτε ανθρώπου· δεν είχε καμιάν έκφραση, είτε λύπης είτε πόνου είτε χαράς. Μονάχα ήτανε τρομερή, τρομερότερη απ’ ό,τι άκουσε ποτές άνθρωπος…
Α! Τώρα βλέπω πως με ζώνει η πιο σκληρή φτώχεια σε λόγια, για να δώσω στους ομοίους μου μια χλωμή ιδέα της φωνής που άκουσα… Ωστόσο, πάντα φύλαγα μιαν αθώα πίστη στην ανθρώπινη γλώσσα, όσο κρατούσα κλειστό το στόμα μου. Τι παράξενη απάτη, μπροστά στα πράματα να αισθανόμαστε αυτή την πεποίθηση τόσο βαθύτερα, όσο η εντύπωση είναι ζωηρότερη, και μια μέρα να βλέπουμε πως όλ’ αυτά στέκουνται τρομερά μακριά απ’ τη γλώσσα του ανθρώπου!…
Αφού δυνάμωσε δυο τρεις φορές με τέτοιον φριχτόν τρόπο, που κατάλαβα πως η καρδιά μου μ’ άφηνε, άρχισε σιγά σιγά να σωπαίνει, και κατάντησε στο τέλος σε κάτι κομμένα γαβγίσματα. Έπειτα δεν άκουσα, παρά το λυπηρό βογκητό του ανέμου μέσα στο χάος των βράχων, ωσάν να ’πεφτε απάνου στις φλόγες μιας ξελοχισμένης φωτιάς.
Περίμενα χωρίς ν’ αλλάξω θέση· σε λίγο όμως ένοιωσα τον εαυτό μου πιο ήσυχον, κι έκανα να σταθώ στα πόδια μου· μα μόλις έβαλα τα χέρια μου καταγής, με ξαναπήρε ο φόβος, και δε στάθηκε τρόπος να κρατήσω τα δόντια μου που κροτούσαν…
Τότες έφταξε στ’ αυτιά μου σαν μια βουή από πολλές φωνές, που λες ερχόντανε απ’ ένα μίλι μακριά· μου φάνηκε πως ανέβαιναν από τα βάθη της γης, ίσα ίσα κάτου απ’ το μέρος που ήμουνα πεσμένος.
Ύστερ’ από λίγο σώπασαν· και τότες η απερίγραφτη φωνή που είχα ακούσει πρώτα πρώτα βρυχήθηκε: Ουά…, ουά…», χωρίς τέλος, σα σκύλος που του ’σπασαν το πόδι.
Όταν έπαψε, κράτησε μια σύντομη σιωπή, κι υστέρα μια λυπηρή φωνή, μια ανθρώπινη φωνή χτύπησε καθαρά την ακοή μου. Γνώρισα τη φωνή του Όσο, μ’ όλο που ήτανε πολύ παραμορφωμένη· γιατί έκλαιγε. Θεέ παντοδύναμε! Ο Όσο! Παρακαλούσε! Έλεγε: «Ξεκούρασέ με, σενιόρ Λεοκάντιο! Σενιόρ Λεοκάντιο!» Έπειτα άρχιζε να κράζει με φριχτές φωνές, και σε λίγο πετάχτηκε όξω και στάθηκε με τα πόδια χωμένα μέσα στα χώματα.
Δεν ξέρω πώς δεν πέθανα από το φόβο μου!… Το λίγο φως της μέρας που κρατούσε ακόμα, τον φώτιζε αρκετά. Στο κούτελο του είχε μια πληγή, εκεί που αρχίζουν τα μαλλιά, και το αίμα έσταζε από την άκρη της μύτης του. Ωστόσο εκείνο που με πάγωσε ήτανε το ολάνοιχτο στόμα του. Το κάτω σαγόνι ήτανε πεσμένο σαν ξεκλείδωτο, κι απάνου στ’ αχείλι, που κρεμότανε κατάμαυρο όπως της αρκούδας, αναπαύουνταν η μεγάλη γλώσσα του, ενώ ένας άσπρος αφρός έβγαινε αδιάκοπα μέσ’ απ’ το στόμα του.
Μόλις έλαβα καιρό να τον δω, και ρίχτηκε πάλι μέσα στο πηγάδι, κράζοντας: «Σενιόρ Λεοκάντιο! Σενιόρ Λεοκάντιο!» Μιαν απερίγραφτη αντάρα ακλούθησε, και σύρτηκα τρέμοντας όξω απ’ το καταραμένο αυτό μέρος.
Ο άνεμος φυσούσε με μεγάλη μανία, και κάποια χλωμή αντιφεγγιά μού έδειχνε πως τα σύννεφα τρέχανε ολωσδιόλου χαμηλά.
Ευτύς ρίχτηκα, απάνου στο δρόμο του σπιτιού· μα σε λίγο είδα πως έπρεπε να περάσω σιμά από κάτι σκοτεινά βράχια, κι η ιδέα τούτη μ’ έκανε να περιτρέξω έναν μεγάλο γύρο ανάμεσα στα χαμόδεντρα που μαύριζαν εδώ κι εκεί.
Φτάνοντας στο καλύβι, ρίχτηκα μέσα με παραλυμένα γόνατα. Όλη τη νύχτα μέσ’ από το κρεβάτι μου άκουγα τον αγέρα, που βοούσε με φριχτή αγριάδα. Προς την αυγή με πήρε ο ύπνος και με κράτησε όλη τη μέρα μακριά απ’ τα βάσανα της γης.
Ξυπνώντας, είδα πως πλησίαζε να νυχτώσει, και πως η τρικυμία δεν είχε λασκάρει διόλου.
Την άλλη μέρα έμεινα μέσα. Στις τρεις τ’ απομεσήμερο το φως της μέρας θόλωσε τόσο, που άναψα το φως. Η τρικυμία βογκά με περισσότερη μανία από χτες, κι οι πόρτες κουδουνίζουν χωρίς ανάπαψη.
Κάθισα ώρες ολάκερες, έχοντας μπροστά μου το κερί που έκαιγε χωρίς την αλαφρότερη κίνηση· σε μια στιγμή μου φάνηκε σαν ψέμα πως ζούσα ακόμα στον κόσμο, που θυμόμουν πως κάποτε είχα γεννηθεί· το ίδιο κερί έστεκε στα μάτια μου άγνωστο και ακατανόητο. Σύντομα, ήμουν άρρωστος…
Πέρασα πολύ άσκημα τη νύχτα. Προς την αυγή σηκώθηκα αφανισμένος και βλαστήμησα. Αυτή η κακή συνήθεια μ’ είχε αφήσει από τότε που ξεμάκρυνα από τους όμοιούς μου, κι η άγρια γης που πατούσα σα ν’ άρχισε να τρέμει κάτου απ’ τα πόδια μου. Μου κατέβηκε να έβγω όξω να ουρλιάξω μαζί με τον άνεμο, και να πλανηθώ στα έρημα ακρογιάλια, που δεν υπήρχε ένα καν πλάσμα… Το κερί σίμωνε να τελειώσει, και τράβηξε την προσοχή μου η φλόγα του, που είχε πάρει άξαφνα ένα ζωηρό γαλάζιο χρώμα.
Συλλογίστηκα πως ίσως μου κρατά συντροφιά ο διάολος[3]… Ύστερ’ από λίγο το ’σβησα, και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, ρωτώντας μέσα μου αν ό,τι μας είχε έρτει δεν είχε την αιτία του σε κανένα χαμένο τελώνιο, που πλανήθηκε μέσα στο έρημο μέρος της σφαίρας που βρισκόμαστε.
Η νύχτα δεν έμοιαζε να έχει τέλος, μου έλειψε η υπομονή και σηκώθηκα να έβγω όξω’ γιατί είχα πάρει στερεή απόφαση να πάγω να βρω τον Όσο.
Κι αλήθεια, βγαίνοντας ξεχώρισα μια σκιά να σαλεύει μέσ’ από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας, και στάθηκα ταραγμένος. Έκραξα πολλές φορές τ’ όνομά του, μα βλέποντας πως δε μ’ απαντούσε, αποφάσισα να καρτερήσω την αυγή.
Άμποτε να μη ξημέρωνε η μέρα κείνη, γιατί το μεδούλι πάγωσε μέσα στα κόκαλά μου, κι ένας μαύρος ίσκιος δεν τραβήχτηκε πια απ’ την ψυχή μου, όλες τις μέρες που ήρταν κατόπι της. Δεν ήξερα πως για τον άνθρωπο, που του κράτησε συντροφιά ο σατανάς τη νύχτα, στέκεται ανόητο να φυλάξει τη ζωή του ως να ξημερώσει. Ύστερ’ από δυο μέρες τον σκότωσα με το χέρι μου τον Όσο, αφού κείνη τη μέρα του έσπασα το ποδάρι.
Είπα πως περίμενα να ξημερώσει· δεν ήξερα καν γιατί έκανα έτσι, ούτε τι θαν αποφάσιζα σαν θα ξημέρωνε… Μια φορά δε θέλω να κρύψω πως με κρατούσε ένα μεγάλο κακό.
Με την αυγή μου ήρτε κάποια αλάφρωση. Άναψα ένα φανάρι και τον ξεχώρισα, όπως ήτανε κουβαριασμένος δίπλα σ’ ένα βαρέλι, με το μούτρο κατά τον τοίχο. Η μισή πλάτη του ήτανε γυμνή· ο χοντρός σβέρκος του μου φάνηκε γρατζουνισμένος, λες κι είχε περάσει τη νύχτα του μέσα στην αγκαλιά του διαόλου.
Πριν να λάβω τον καιρό να δω καλύτερα, έφαγα μια κατακεφαλιά· μου φάνηκε πως μου είχε πάρει σύρριζα τη μύτη και πως ένα σιντριβάνι αίμα πηδούσε μέσ’ από τ’ ανοιγμένα μου τ’ άρκανα… Το φανάρι τσακίστηκε ανάμεσα στα πόδια μου. Όταν έπαψε να κατρακυλά, κράτησε μέσα στο σκοτάδι μια σιωπή του τάφου…
Σιγά σιγά τραβήχτηκα όξω. Η μύτη μου έστεκε στη θέση της. Δεν είδα καν μια σταλαματιά αίμα απάνου μου…
Προς το μεσημέρι ο αγέρας έκοψε ξαφνικά. Απάνου απ’ το νησί κρεμόντανε κάτι σύννεφα όμοια με αραιόν καπνό. Πίσω απ’ τη γραμμή του πελάγου μια τεράστια μάζα από άσπρους ατμούς έστεκε ακίνητη, λες κι ήτανε αφρός που φούσκωνε ολοένα… Η σιωπή με συγκίνησε!
Δεν μπορώ να ξέρω αν άλλος κανένας παθαίνει το ίδιο με μένα. Κάτι με γαργάλιξε μες στη μύτη κι έσφιξα τα μάτια μου για να μη δακρύσω.
Δεν μπορώ ν’ αρνηστώ πως είναι ένα κακό φυσικό για έναν άντρα· η ψυχή μου είναι αθώα σαν το γιαλοπούλι που ζητά τη θροφή του, ανάμεσα στις μικρές πέτρες, την ώρα που τραβιέται η θάλασσα…
Ένα σιδερένιο χέρι χούφτιασε την καρδιά μου… Πήγα κι ακούμπησα στην πόρτα της αποθήκης, και φώναξα με μαλακή φωνή τ’ όνομά του.. .
Εκείνος δε μίλησε διόλου, δε μετατόπισε διόλου.
Ύστερ’ από λίγη ώρα έκανα το ίδιο. Τούτη τη φορά χύθηκε κι άρπαξε τη γάτα που κοιμότανε εκεί κάπου, έβαλε τα πόδια της απάνου στο βαρέλι και τα ’κοψε με μια σατίρα που κρατούσε. Το ζώο πετάχτηκε σαν τόπι στον αγέρα. Μια βιτσιά σφύριξε στο μάγουλό μου, μαζί μ’ ένα ράντισμα από ζεστό αίμα…
Ξεκρέμασα το πιστόλι απ’ τον τοίχο και του ’ριξα μια. Δεν τον πήρα.
Εκείνος φάνηκε σα να μην άκουσε τίποτα. Προχώρησε και σταμάτησε στη μέση με λυγισμένα γόνατα και με το πηγούνι ακουμπισμένο στο στήθος.
Χωρίς να χάσω καιρό τον ξανασημάδεψα.
Αυτή τη φορά τον βρήκα στο πόδι. Το ’πιασε με τα πελώρια χέρια του σα να ’θελε να το σπαράξει. Μέσα στο κεφάλι μου στέκει πάντα καθαρά τούτη η στιγμή. Σίγουρα σε κανένα πλάσμα της δημιουργίας δεν μπορεί κανείς να δει μια παρόμοια αγριάδα…
Προς το βράδυ σηκώθηκε μια ξαφνική φουρτούνα. Το φεγγάρι βγήκε αργά.
Κλείστηκα μέσα, και πέρασα όλη τη νύχτα ακουμπώντας στο παράθυρο. Η ματιά μου πλανιότανε απάνου στις μελανές σπιλάδες του ανέμου, που τρέχανε βιαστικά απάνου στην έρημη θάλασσα. Μια ή δυο φορές τον άκουσα να μουγκρίζει.
Το πρωί ήμουν έτσι αφανισμένος, που είπα πως θα πέθαινα. Τα δόντια μου κροταλούσαν.
Είδα πως δεν είχα παρά να τον ξεκουράσω και να ’βγω κι εγώ από τούτη την ανυπόφορη θέση. Ζούσα κοντά σε λαβωμένο λύκο. Έπρεπε να τον αποτελειώσω… Τα ρούχα του ήτανε μαγαρισμένα· χάμου οι πλάκες βρωμολογούσαν γεμάτες αποχωρήματα.
Πήρα το πιστόλι μου… Είχε τυλίξει το ποδάρι του μέσα σε μια προβιά.
Όταν μ’ είδε, χίμηξε απάνου μου· το πόδι του όμως τον μπόδιζε… Μου φαίνεται πως τον πέρασε η σφαίρα μου στο πλευρό… Για μια στιγμή στυλώθηκε απάνου στα νύχια του, τέντωσε και βρόντηξε ανάσκελος. Το ένα ποδάρι του ξακολουθούσε να τινάζει.
Έσκυψα απάνου του. Μ’ όλο που κειτότανε σε σκοτεινό μέρος, ξεχώρισα μιαν άγρια σπίθα στα μάτια του. Ο ίδρωτας τον έλουζε, λες περνούσε τον αγώνα του θανάτου χίλιων ανθρώπων αντάμα. Τότες, όπως ήμουν πεσμένος απάνου του, απάνου απ’ το ανοιχτό του στόμα, μου ήρτε στ’ αυτί σαν ένας ήχος αραιός και σβησμένος, ξεσυρμένος μέσα σ’ ένα λεπτό φύσημα; Κάβνα. ..»
Παράλυσα! Τούτο έβγαινε πλέον από τα σύνορα της γης! Μου φάνηκε σα να έστριψε το μούτρο μου πίσω, κατά την πλάτη. Σάλεψε ο νους μου, φαίνεται πως τρελάθηκα… Ήμουν τρελός, θεότρελος!
Έσυρα το άψυχο κορμί ως την πόρτα. Μιαν άγρια μανία χόχλαζε μέσα μου. Ίσως ήτανε ο διάολος. Μου ’ρτε να του σπάσω τα πλευρά μ’ ένα δαυλό, για να τον κάνω να συρτεί, προτού ξεψυχήσει, όξω από το καλύβι, εκεί που θα μπορούσα να τον θάψω. Πέρασε απ’ το μυαλό μου η γάτα με τα πελεκημένα πόδια… Θεέ μου! Σε τι κατάσταση βρισκόμουν! …
Ξέσκισα πέρα πέρα το πουκάμισο του, με τι σκοπό; Να μετρήσω το στήθος του, αν μπορούσα να τ’ αγκαλιάσω! … Μ’ έκαιγε η αλλόκοτη τούτη περιέργεια.
Έως τον αφαλό ήτανε σκεπασμένος από σκέδια και γράμματα. Ανάμεσα στα βυζιά του ήτανε ζουγραφισμένο ένα αρμπαλέτο, και χώριζε στη μέση το όνομα:
Pedro Cazas
1530
Το ένα πλευρό του ήτανε γεμάτο από γράμματα σβησμένα σχεδόν ολότελα· ξεχώρισα μονάχα τη λέξη Πάβο.
1530! Είχα λοιπόν μπροστά μου έναν άνθρωπο που χε ζήσει απάνου από τρακόσα χρόνια ή που γύρισε απ’ τον Άδη; Σίγουρα, αν δεν ήμουνα τρελός, θα πέθαινα από φόβο.
Βέβαια τρελός. Το μυαλό μου μ’ ένα χτύπημα είχε αρνηστεί τους νόμους που το κυβερνούσαν. Ένας πρωτάκουστος σεισμός είχε ταράξει τα θεμέλια του είναι μου. Η κρίση δεν εύρισκε πλέον καμιά δυσκολία να παραδεχτεί πράματα, που βγαίνουν απ’ τα σύνορα της ανθρώπινης πίστης. Κολυμπούσα μέσα σ’ έναν ωκεανό που δε βαφτίστηκε κανένα τέκνο της γης.
Ύστερ’ από λίγο πήγα να τον ξανακοιτάξω.
Το πρόσωπο του ήτανε βαμμένο ζωηρά. Το δυνατό πηγούνι του έστεκε τώρα στη θέση του, κρατώντας το στόμα κλεισμένο σφιχτά.
Τη νύχτα τον άφησα με το κεφάλι ακουμπισμένο στο κατώφλι της αποθήκης. Δε μου ’δινε πια κανέναν κόπο να περνώ και να ξαναπερνώ από πάνου του, περασμένα τα μεσάνυχτα. Δεν κοιμήθηκα ολότελα κάπου πέντε μερόνυχτα.
Είχα κατεβεί ως το κανάλι. Θυμάμαι πως ήτανε η μέρα καθαρή κι απάνου κάτου μεσημέρι. Το πρωί είχα καταλάβει άξαφνα ένα σκληρόν πόνο στο πλευρό… Θυμάμαι πως ήμουν αφανισμένος, και τα πόδια μου κόβουνταν.
Χωρίς να το καταλάβω έφταξα κάτου από τα βράχια και προχώρησα ως το πηγάδι. Άμα είδα πού είχα φτάξει, δε μου πέρασε απ’ την καρδιά τίποτε σαν φόβος. Αλλά, όπως έσκυψα, είδα μέσα ένα σκέλεθρο ανάσκελο. Το καύκαλο έστεκε ακόμα απάνου στα σποντύλια του λαιμού. Τα δόντια του όλα στη θέση τους, άσπρα και μεγάλα. Γύρω στα κόκαλα του μεριού και στα μπράτσα μαύριζαν σαν σιδερένια κλειδιά.
Πήδηξα μέσα… Έτσι ήτανε. Ακόμα πρόσεξα πως είχε άλλα δυο σίδερα σε κάθε αστράγαλο. Το κορμί ήτανε καρφωμένο στο χώμα και διατηρούσε ένα φριχτό σπασμό αγωνίας. Ο σβέρκος στεκότανε τεντωμένος, σαν του πουλιού που το σέρνουν απ’ τη φτερούγα… Η πετρωμένη γης, ανάμεσα στα πλευρά του και στις κλειδώσεις, ήτανε ο δεσμός που το κρατούσε έτσι ολόσωμο και μπόδιζε τα κόκαλα να σκορπίσουν. Γύρω απ’ το σκελετό τα χώματα ήτανε καθαρισμένα μ’ επιμέλεια…
Αυτός ο άνθρωπος είχε χωθεί ζωντανός… Ακούμπησα στον
τοίχο του πηγαδιού και παρατηρούσα τα κοκκινωπά κόκαλα κάμποση ώρα… Στο τέλος πιάστηκα από το σκοινί να βγω απάνου.
Τότες ίσα ίσα μου ’πεσε στο μάτι ένα μακρύ σπαθί μέσα στο θηκάρι του, μισοχωμένο, κι έσκυψα και το σήκωσα. Το θηκάρι έπεφτε σχεδόν κομμάτια κομμάτια απ’ τη σκουριά. Το καθάρισα, κι όταν έμεινε σκέτη η λάμα, ξεχώρισα τη μάρκα του σπαθιού, δυο σιδερένιες φούχτες σφιχτοδεμένες. Η μάρκα ήτανε του περίφημου Γκάτα, που έφτιανε τα καλύτερα σπαθιά στη Λιζμπόνα στα 1500… Απ’ τ’ άλλο μέρος διάβασα καθαρά, μα ολωσδιόλου καθαρά, το όνομα:
Leocadio Calvo
Ο Θεός πρέπει να λυπήθηκε το κακόμοιρο το μυαλό μου!…
Τάχα εκείνος ο αλυσωμένος άνθρωπος ήτανε ο ίδιος ο Λεοκάντιο Κάλβο, ένας από τους προπάτορές μου, που είχε αφήσει πεθαίνοντας μια θρυλική φήμη!…
Γονάτισα σιμά σ’ εκείνα τ’ άψυχα κόκαλα, και το μάτι μου περπατούσε απάνου στα γυμνά παΐδια χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι τρέχει… Θυμάμαι ακόμα τ’ αχαμνά μπράτσα του και τον αγκώνα του, που ήτανε χωμένος στη γη, σα να ’θελε ν’ ανασηκωθεί. Η σκουριά είχε ποτίσει το κόκαλο ένα γύρο στα κλειδιά. Η λεκάνη ήτανε ένας σκληρός βώλος χώμα. Το καύκαλο είχε μια τρύπα στην κορφή, απ’ όπου κατέβαινε μια πένθιμη αντιφεγγιά, που ξέφευγε μέσ’ απ’ τις μασέλες…

Έτσι, σα να μου ’ρχεται να σταματήσω. Το παράθυρό μου είναι ανοιχτό, κι ο αγέρας είναι πλημμυρισμένος από φως. Μια παρέα ψαρόπαιδα ξεντύθηκαν, κι αυτή τη στιγμή βλέπω τα κοκκινωπά κορμιά τους να τρέχουν κατά τη θάλασσα, βγάζοντας δυνατές φωνές.
Είναι κάμποσες μέρες που έπιασα τούτο το σπιτάκι, και μου στέκει αδύνατο να πάω πιο πέρα στην ιστορία μου…
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα τελευταία λόγια που έχω γραμμένα: «Έτσι, σα να μου ’ρχεται να σταματήσω.» Κάθε φορά όλο και περσότερο βρίσκω πως γράφτηκε καλά· βέβαια δε χρειάζεται περσότερο…
Για να πω πιο σωστά, από δω και πέρα, αν αποφασίσω να πω ένα δυο λόγια, θα ’ναι χαμένα λόγια…
Το σπιτάκι μου είναι χτισμένο σιμά στο Βαλφερμόζο. Είμαι τόσο καλά, που συλλογιέμαι πια να πεθάνω εδώ. Πρώτη φορά δοκιμάζω την παράξενη μανία που πιάνει τον άνθρωπο, να διαλέγει το μέρος που θα πεθάνει με μεγαλύτερη φροντίδα, παρ’ όσο το μέρος που θα περάσει τη ζωή του.
Όπως και να ’ναι, το Φάρο είναι μια ζεστή γωνιά χωρίς ταίρι, είτε για να ζήσει είτε για να πεθάνει κανένας. Μονάχα για να τελειώσω το βιβλίο μου δε γίνεται τρόπος… Το τραπέζι μου με τα χοντρά ποδάρια του είναι φτιαγμένο για κρασί.
Ωστόσο θέλω να βάνω ακόμα λίγα λόγια στην ιστορία μου… Τάχα θα μου φάει πολλές μέρες ακόμα;
Αυτό το καράβι έρχεται από την Ταβίρα. Κοιτάξτε! Όσο να ξεχωρίσω τη φιγούρα του, θα ’χω τελειώσει…
Από τώρα κιόλας γεμίζω το ποτήρι μου και το βάζω δίπλα στο καλαμάρι μου. Ο Θεός να σκεπάζει την πρωτεύουσα της Αλγκάρβας από κακό. Καλότυχα παιδιά! Το γέλιο σας πετιέται μέσ’ απ’ τα βρούλα σαν το κελάηδισμα μέσ’ απ’ τις φωλιές. Σηκώνω το ποτήρι μου στην υγειά σας! Να, που έρχεται στ’ αυτί μου μια μακρινή μουσική… Δίχως άλλο, απόψε θα καθαρίσω για πάντα απ’ τα χαρτιά το μαύρο τραπέζι μου…
Βέβαια είναι μια σκοτεινή ιστορία το πως χάθηκε ο Λεοκάντιο Κάλβο. Μας χωρίζουν κιόλας παραπάνου από τρακόσα χρόνια. Άλλοι είπανε πως πνίγηκε ανεβαίνοντας στη Λιζμπόνα από την Ιντία, κι ακόμα πως τον έπνιξε ο Άγιος Λορέντζος για τ’ άπρεπο κάμωμά του να ρίξει το εικόνισμά του στη θάλασσα, λέγοντας πως δεν είχε καθόλου την ανάγκη του για να στρίψει την Καλή Ελπίδα. Άλλοι πάλε είπαν πως τον ρίξανε στη θάλασσα οι σύντροφοί του από φόβο μην πνιγούν, ύστερ’ από τ’ άσκημο φέρσιμο του στον Άγιο Λορέντζο.
Μια φορά κι οι δυο τούτες ιστορίες φαίνεται πως δεν πάνε απάνου στην αλήθεια. Η αλήθεια, κατά τη δική μου γνώμη, βρίσκεται μέσα στο βιβλίο «Ιστορία των νησιών της Μολούκας» του γιατρού Βάντερ Λεμπρούν. Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο σπανιόλικα στα 1588. Όπως φαίνεται, ο Λεμπρούν αυτός γνώριζε τα σπανιόλικα όπως τη γλώσσα του, κι όσα γράφει δείχνουν πως ήταν ένας σοφός άνθρωπος. Περσότερο απ’ όλα, η αμεροληψία του κάνει το βιβλίο τούτο σίγουρα μοναδικό. Οι Κάτου Χώρες, λίγα χρόνια πριν, είχανε πετάξει τη σπανιόλικη κυριαρχία κι είχανε πιάσει τις πορτουγέζικες σκάλες του Ινδικού. Απάνου σ’ αυτά, αρμόζει να πάρουμε την ιστορία με περσότερη τάξη.
Τα νησιά της Μολούκας για εκατό χρόνια, απάνου κάτου, στάθηκαν το σκάνταλο ανάμεσα στους Σπανιόλους και στους Πορτουγέζους. Ο Μαγελάνος μπόρεσε να τα φτάσει μονάχα στα 1521, μ’ άλλα λόγια δέκα χρόνια αργότερα απ’ τους Πορτουγέζους, που είχανε ξεμπαρκάρει στα νησιά αυτά στα 1511 μ’ ένα καράβι του Αλμπουκέρκη. Είναι φανερό όμως πως δε φάνηκε των Σπανιόλων αρκετή δόξα ο γύρος της γης, γιατί δεν έδειξαν καμιά διάθεση ν’ αφήσουνε ήσυχους τους Πορτουγέζους να γεμίζουν τα καράβια τους απ’ τα μπαχάρια της Μολούκας. Οι Πορτουγέζοι υπερασπίστηκαν τα δίκαια τους, κι έτσι και τα δυο μέρη κράτησαν τη θέση τους με πείσμα ανάλογο με τους θησαυρούς που είχαν να διαφεντέψουν ή ν’ αρπάξουν.
Η αλήθεια είναι πως υπήρχε η βούλα της 4 Μαΐου του 1493, που όριζε για σύνορο ανάμεσα στις κτήσεις των δύο εθνών το μεσημβρινό που περνά εκατό λεύγες δυτικά απ’ τις Αζόρες κι από τα νησιά του Πράσινου Κάβου.
Απ’ άλλο μέρος, οι δυο βασιλιάδες είχαν έρθει σε συμφωνία (7 Ιουνίου 1494) βάζοντας μεταξύ τους το μεσημβρινό που περνά τρακόσες εξήντα λεύγες δυτικά απ’ τις Αζόρες. Οι Σπανιόλοι ζήτησαν τότες να στηριχτούν στην τελευταία σύμβαση, και δίκαια, όμως οι Πορτουγέζοι φώναξαν πως τα δυο στέμματα δεν είχαν τη δύναμη ν’ αλλάξουν τίποτα απ’ την απόφαση που είχε βγάλει ο Πάπας στα 1493.
Η κατάσταση έμεινε η ίδια ως τα 1524, όπου αποφάσισαν να λύσουν τη διαφορά τους μ’ ένα είδος συμβούλιο. Ανάμεσα στους αντιπρόσωπους της Σπάνιας βρέθηκε και ο φημισμένος θαλασσινός Σεβαστιανός Καμπότ μαζί με το γιο του Κολόμπου Δον Φερδινάνδο. Μάταια. Το κογκρέσο δεν μπόρεσε να έρθει σε συνεννόηση, γιατί η κάθε μερίδα κρατούσε επίμονα το μέρος της. Οι Πορτουγέζοι έκραζαν να λογαριαστούν οι 100 λεύγες από το ανατολικότερο μέρος της Αζόρας, απαίτηση ολότελα ανόητη, αφού η βούλα του Βατικανού εννοούσε καθαρά πως η γραμμή τούτη έπρεπε να περνά εκατό λεύγες πέρ’ από το δυτικότερο σημείο που φτάνουν τα δυο μαζέματα των νησιών, που είπαμε παραπάνου. Οι Σπανιόλοι από τ’ άλλο μέρος έψελναν από το Μπανταχόθ τα δικά τους, υποστηρίζοντας πως είχαν προλάβει τους Πορτουγέζους στην ανακάλυψη των περισσότερων νησιών της μικρής Μολούκας. Στο τέλος έριξαν στ’ αυτιά των Πορτουγέζων την αξίωση, πως είναι δικά τους όχι μόνο τα νησιά της Μολούκας, παρά και της Σόντας, παραχωρώντας τους ένα μέρος της Αμερικής, από την μπούκα του ποταμού Ματανιάν, έως πέρα από το Ρίο Τζανέιρο.
Δεν είναι δύσκολο να κρίνει κανένας αν οι Πορτουγέζοι έμειναν ικανοποιημένοι. Οι αντίδικοί τους όμως έδειξαν πως δεν τους σκότιζε ολότελα πλέον η περίφημη υπόθεση, παίρνοντάς την για λυμένη, κι έστρεψαν την προσοχή τους στα παρακάτου λόγια της βούλας.
Κατά τα γραφόμενα του Πάπα, οι δοσοληψίες των Σπανιόλων με τα νησιά των μπαχαρικών έπρεπε να γίνουνται από το δρόμο της Δύσης, πράμα που τους στένευε να περνούν μέσα απ’ το ρέζιγο μπουγάζι του Μαγελάνου, και να παίρνουν βόλτα περισσότερο απ’ το μισό μήκος της γης. Ένας τότες από τους συμβούλους, ο Εστεβάν Γκομέζ, βάρθηκε να ζητήξει κάποιο πέρασμα προς τα βορειοδυτικά, και μέσα σε δέκα μήνες το καράβι του έμπαινε στο λιμάνι της Κορούνιας. Ο κόσμος έπιασε το περιγιάλι για να δει το ένδοξο πρόσωπο, κράζοντας ανυπόμονα στους θαλασσοπόρους πριν ακόμα φουντάρουν: «Τι φέρατε; «Κλάβος!» (clavos, μοσχοκάρφια) απαντάν εκείνοι. Η αλήθεια ήτανε πως η φρεγάτα δεν είχε μέσα παρά σκλάβους, esclavos κι η θαλασσοταραχή δεν άφησε την απάντηση τους να φτάξει ολόκληρη στ’ αυτιά του κόσμου της Κορούνιας. Ο Γκομέζ δεν ερχότανε, όπως νόμιζαν, από τα νησιά των μπαχαρικών. Αφού βασανίστηκε μέσα στο Σαν Λορέντζο, ζητώντας μάταια πέρασμα, για να μη γυρίσει στην Ευρώπη με άδεια χέρια, είχε αιχμαλωτίσει κάμποσους, με τη σκέψη να τους πουλήσει για σκλάβους.
Πιο σύντομος φάνηκε ο Κάρολος ο V, παίρνοντας, χωρίς να σκοτιστεί από τα λόγια της βούλας, τον αντίθετο δρόμο για την Ιντία. Η κυβέρνηση της Λιζμπόνας δέχτηκε άσκημα την παράβαση τούτη, και τα πράματα μηνούσανε κακό τέλος. Η αλήθεια είναι πως ο Κάρολος V, ζωσμένος από πολέμους, δεν επιθυμούσε διόλου να καταπιαστεί άλλον έναν, και ζήτηξε να συμβιβαστεί με τους Πορτουγέζους ειρηνικά. Η ευκαιρία δεν άργησε. Στα 1529, έχοντας ανάγκη από χρήματα για να χριστεί βασιλιάς στην Ιταλία, τους πρότεινε ν’ αγοράσουν τα δικαιώματά του απάνου στα νησιά, μετρώντας του τρακόσες πενήντα χιλιάδες δουκάτα, κι έτσι έγινε. Μολαταύτα, ύστερ’ από λίγα χρόνια, έπεσαν ξανά στα χέρια του γιου του, για να καταντήσουν, σχεδόν ευτύς, χτήμα της Ολλανδίας.
Μέσα στο βιβλίο του Λεμπρούν βρήκα τα παρακάτου για το Λεοκάντιο Κάλβο. Λίγους μήνες ύστερ’ από τη δήλωση του Μπανταχόθ, με την οποία οι Σπανιόλοι ζητούσανε δικά τους τα περισσότερα νησιά της ινδικής θάλασσας, οι Πορτουγέζοι έσφαξαν κοντά στα νησιά Μπάντα ένα σπανιόλικο καράβι, που είχε ξεμακρύνει απ’ το μικρό στόλο που κυβερνούσε ο Πέδρο Καζάς. Αυτός ο Σπανιόλος ήτανε γιος κάποιου κακούργου, που σκοτώθηκε από το χέρι του Κορτέζ ύστερ’ από το κρέμασμα του Γκουατιμοζίνου, επειδής τον είχε πάρει η σατανική όρεξη να βιάσει μια νέα Ιντιάνα, ενώ ήτανε πλέον γέρος εξήντα χρονών. Ο Πέδρο αυτός είχε μια φήμη πιο μαύρη απ’ τον πατέρα του.
Λίγο διάστημα ύστερ’ απ’ τη λευτέρωσή του από το κάτεργο, όπου πέρασε σχεδόν όλα τα χρόνια της νιότης του, του δόθηκε η διοίκηση απάνου σ’ ένα δυο κομμάτια μέσα στην αρμάδα της Μέξικας, πράματα που γινόντανε συχνά σε μιαν εποχή, όπου για μεγαλύτερη αξιοσύνη περνούσε η σκληρή καρδιά.
Με το κάμωμα των Πορτουγέζων τον συνεπήρε μια μεγάλη λύσσα. Έπεσε απάνου σε πενήντα Πορτουγέζους, ενώ δούλευαν στην ανατολική άκρη του Τιμόρ, και τους πετσόκοψε· μια γριά που έλαχε μαζί τους την κρέμασε για φιγούρα, όπως είπε, στο μποπρέσο της γαλέρας του και την άφησε ώσπου έμεινε το σκέλεθρό της. Όπως είπανε, το καύκαλό της βρισκότανε ακόμα εκεί, τον καιρό που ο αιμοβόρος αυτός κακούργος έγινε, κουρσάρος.
Όταν βρέθηκαν απάνου στους βράχους της ακρογιαλιάς, περάσανε για σκοτωμένοι από τους ντόπιους. Ωστόσο οι Πορτουγέζοι μάσησαν μερικά παράπονα, όταν κυκλοφόρησε κάποια φήμη για τους πραγματικούς φονιάδες, στα οποία το σπανιόλικο στέμμα, απάντησε με αξιοπρέπεια θαυμαστή.
Τον άλλον μήνα ο Πέδρο κυνήγησε ένα μικρό καράβι με πορτουγέζικη σημαία σιμά στα νησιά Παλάος. Η κυβέρνηση της Λιζμπόνας έστειλε τότες μια σφοδρή διαμαρτυρία στο βασιλιά της Ισπανίας, που νόμισε, πως της δίνει αρκετή ικανοποίηση αλλάζοντας τη θέση του Καζάς, και βάζοντάς τον επικεφαλής των κατεργάρηδων που έλαμναν μέσα στις γαλέρες του κράτους. Όμως είναι φανερό πως η κυβέρνησή του επικροτούσε τα αιμοβόρα του καμώματα, και πως τραβούσε απ’ αυτόν μεγαλύτερη ωφέλεια, στέλνοντάς τον στις μακρινές εκείνες θάλασσες, όπως έλπιζε να κερδίσει την υπόθεση τρομοκρατώντας τους Πορτουγέζους.
Γι’ αυτό, λίγους μήνες αργότερα, ο Καζάς ξαναφαίνεται στην παλιά θέση του. Τη φορά τούτη βάρθηκε να πατήσει ολότελα τα συμφωνημένα ανάμεσα στις δυο χώρες, και καταπιάστηκε ν’ ανέβει στην Ευρώπη από το δρόμο της Καλής Ελπίδας. Τότες απαντήθηκε με τα δυο καράβια του Λεοκάντιο Κάλβο μέσα στην ινδική θάλασσα, κάπου σιμά στον τροπικό του Αιγόκερω, όπως φαίνεται από τα γραφόμενα του Λεμπρούν.
Ο Κάλβο έκραξε στους Σπανιόλους, στ’ όνομα του βασιλέα, ν’ αλλάξουν δρόμο, γιατί, όπως τραβούσαν, πάσκιζαν να βιάσουν το δρόμο της Ιντίας που είχαν ανοίξει οι Πορτουγέζοι, ενώ κανένας δεν τους πείραζε στο πέρασμα του Μαγελάνου. Ο Πέδρο δε σταμάτησε καν ν’ ακούσει. Ο Κάλβο όμως, έχοντας ενάντιο τον άνεμο, αφού τελείωσε τα λόγια του, πήρε βόλτα κι έπεσε πίσω από τους Σπανιόλους, που κατέβαιναν ολόπριμα. Σε λίγο τους πρόφταξε και, πέφτοντας στο πλευρό τους, έριξε απάνου στην κουβέρτα του Καζά κάπου πενήντα νομάτους, αντάμα κι ο ίδιος, Ένα ελεεινό μακελειό ακολούθησε. Ο Λεοκάντιο πήρε πρώτος στο μερί μια λαβωματιά από κοντάρι.
Απάνου σ’ αυτά σηκώθηκε ξαφνικά ένας φουρτουνιασμένος άνεμος. Τα δυο καράβια, όπως ήταν μπερδεμένα ανάμεσά τους, κυλούσαν κουτουλώντας το ’να τ’ άλλο με μεγάλες αβαρίες, ώσπου η φουρτούνα τα βίασε να χωρίσουν. Όταν έπεσε η νύχτα, έχασε ο ένας τον άλλον. Ο Κάλβο είχε δίκαιο να παραπονεθεί για το τέλος που πήρε η ιστορία· την ώρα που ξέφυγαν οι Σπανιόλοι, οι μισοί τους σκεπάζανε με τα κορμιά τους την κουβέρτα. Ο ίδιος ο Πέδρο είχε αρπάξει μια σπαθιά στο πρόσωπο από το χέρι του Κάλβο. Ένα δυο όμως Πορτουγέζοι δεν πρόφταξαν να περάσουν στο καράβι τους κι έμειναν στα χέρια του κακούργου. Τους θανάτωσε με τα βασανιστήρια, που επινοούσε με μια σατανική ευκολία.
Ανέλπιστα, τέσσερα ή πέντε χρόνια αργότερα, πέταξε τη βασιλική εύνοια κι έγινε μπουκανιέρος[4]. Αυτό μαρτυρεί πως ούτε η ταπεινότερη εθνική φιλοδοξία δεν τον έσπρωχνε να πράξει, όπως είχε πράξει, αλλά απλά η πλέον άσβηστη δίψα του αιμάτου, αφού άρχισε την άτιμη τέχνη του βάζοντας στο χέρι ένα καράβι της αμερικάνικης αρμάδας, με την ελπίδα να εύρει χρυσάφι· με λίγα λόγια, πρωτόβαψε τα χέρια του με σπανιόλικο αίμα.
Για δυο χρόνια βρίσκεται, είτε στα νερά των Αντιλλών είτε σιμά στον Πράσινον Κάβο. Αφάνταστη είναι η γληγοράδα που βάζει στα μακρινά τούτα ταξίδια. Η Αμερική και η Ιντία του πληρώνουν ταχτικά χαράτσι, όπως οι Σπανιόλοι και οι Πορτουγέζοι του δίνουν να πιει αίμα. Και για τους δυο είναι ο διάβολος.
Όπως φαίνεται, το παλαιό μίσος του απάνου στο Λεοκάντιο Κάλβο τον σπιρούνισε στο τέλος να περάσει στη θάλασσα της Ιντίας. Κανένας δεν ξέρει πώς έπεσε στα νύχια του ο κακόμοιρος ο Πορτουγέζος. Βγήκε η φήμη πως τον έχωσε ζωντανόν. Αντάμα με το Λεοκάντιο είχε πιάσει και τον αδερφό του Σιδόνιο. Τούτον τον θανάτωσε γαργαλώντας τον. Ο Πέδρο βασάνιζε κάποτε τους οχτρούς ταυ μ’ ένα παρόμοιο τρόπο.

1

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ
Σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω! Ο Θεός να σκεπάζει την πρωτεύουσα της Αλγκάρβας από κακό!… Καλότυχα παιδιά του Φάρο, σηκώνω το ποτήρι μου στην υγειά σας… Πίνω στην υγειά των ζωντανών, και παρακαλώ για την ειρήνη εκεινών που ’ναι στον κάτω κόσμο…
Αφήστε με να κλάψω από αγάπη για ένα ξερονήσι του Ωκεανού, που απάνω του αυτή τη στιγμή ταξιδεύει ένα βουβό σύννεφο… Δίχως άλλο, απόψε θα καθαρίσω από ένα σωρό χαρτιά το μαύρο τραπέζι μου. Λάβετε λίγη υπομονή· θέλω να βάλω λίγα λόγια ακόμα…, λίγα λόγια του κρασιού…
…Τάχα ήρτε στο κεφάλι κανενός ένα τέτοιο πράμα; Όπως κι αν το πάρουμε, είναι πρωτάκουστο… Ο άνθρωπος αυτός, αντάμα με τον οποίον έζησα, ήτανε ο Καζάς, ο Πέδρο Καζάς, τ’ όνομά του ήτανε γραμμένο ανάμεσα στα βυζιά του. Ή έζησε τρακόσα χρόνια, ή γύρισε απ’ τον Άδη. Εγώ όμως ξέρω πως ανέβηκε απ’ την Κόλαση. Είχε περάσει από πάνω του κάτι, που δεν είναι του απάνου κόσμου. Αυτό είναι απίστευτο για όλους, εξόν από μένα. Και όμως, όπως όλοι σας, κι εγώ είμαι παιδί της γης τούτης.
Δεν ξέρω πώς δεν πέθανε η ψυχή μου, βιασμένη να παραδεχτεί για αλήθεια ένα πράμα που θα ’τανε ψέμα για όλες τις γενεές των ανθρώπων που έχουν περάσει απάνου από τη σφαίρα μας!
Κοιτάξτε. Θα παρακαλούσα με δάκρυα να με πιστέψουν ανθρώπους που περιφρονώ. Ο πιο τιποτένιος άνθρωπος θα ’τανε αδερφός μου, αν έδινε μια μικρή πίστη στα λόγια μου. Θα του πουλούσα την ψυχή μου.. .
Βλέπω να με περιπαίζουν πρόσωπα που περιφρονώ. Και όμως έχω τρομερή ανάγκη από την πίστη τους…
Κοιτάξτε! Θα έπνιγα από μίσος τους πρόστυχους αυτουνούς. Να, η αλήθεια του κόσμου, που παίρνει με το μέρος της τους πιο τιποτένιους, για να μου ανοίξει τις φλέβες από απελπισία…
Γυρίζουν μέσα στο κεφάλι μου πράματα, που δεν τα είπε κανένας, ούτε εγώ μπορώ να τα πω. Αν ήμουν στη θέση σας, ξέρω πως θα ’κανα όπως κάνετε, δε θα πίστευα· το συλλογίστηκα και το ξέρω.
Αυτή η σκέψη ωστόσο δε με κάνει να σας συχωρέσω. Δεν καταλαβαίνω πως είναι σωστό να δείξω καμιά επιείκεια για την απιστία σας. Το μυαλό μου έπαθε κάποια ανάκουστη μεταβολή. Η καρδιά μου τρέμει και χτυπά συχνά, σα να περιμένει ολοένα κάτι φοβερό!….
Να, που καταλαβαίνω την πικρή ανάγκη να ζητιανέψω από τους φτωχούς του κόσμου, να πλύνω τα λερωμένα ποδάρια σας με τα χέρια μου. Για μένα είναι πλέον σιμά μου κάτι, που για σας είναι όξω από τα πλέον τολμηρά σύνορά σας.
Μας χωρίζει ένα χάος. Μολαταύτα ζητώ με δάκρυα την πίστη σας. Μα όλα μπορεί να τα ζητήσει κανένας, όξω απ’ αυτή. Δεν είναι τάχα το ίδιο μια μύγα που περνά βουίζοντας, και η καμπάνα της Μόσκας που ζυγίζει εκατόν ογδόντα χιλιάδες κιλά, για το αυτί ενός άπιστου;…
Κανείς δε δοκίμασε ακόμα το σκληρό βάσανο που περνώ. Στη ζωή μου περιφρόνησα τους ομοίους μου, και να τώρα που χρειάζουμαι το πλέον δυσκολόδοτο πράμα απ’ αυτούς, την πίστη τους. Έχω την ανάγκη τους, όσο ένας απελπισμένος χρειάζεται ένα μαχαίρι για να σκοτωθεί… Όξω απ’ αυτό, τους περιφρονώ, όπως πάντα…
Αφήστε με να κλάψω για ένα ρημονήσι του Ωκεανού… Οι νύχτες είναι ψυχρές και καθαρές. Κάποτε κάποτε περνά χαμηλά, απάνω απ’ τη θάλασσα, ένα παράξενο σύννεφο αραιό και κλωσμένο σαν καπνός από τσιγάρο. Το μυαλό μου είναι καθαρό, όπως ο ουρανός του Πόρτου τον Απρίλη.
Πάγω και κάθουμαι κοντά στο κανάλι και κοιτάζω τον πράσινο βυθό, για να δω να περνά κανένα ψάρι. Συχνά έρχεται στο κεφάλι μου η ιδέα πως είμαι μοναχός απάνω σ’ ένα νεκρό άστρο… Και όμως ανάμεσα στις πέτρες βρίσκω κάποτε κάτι μικρά λουλούδια, που δεν τα είχα δει ως τα τώρα…
Άραγες γιατί να χασμουριέμαι τόσο συχνά;… Ανοίγω το στόμα μου άθελα, χωρίς να νυστάζω. Δεν κοιμάμαι ολότελα… Μου φαίνεται πως ποτές μου δε νύσταξα…
Δεν πιστεύω να δω πια τον ήλιο. Η νύχτα που με ζώνει δεν περιμένει καμιάν αυγή…
Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω από πάνω μου τον Σταυρό της Νοτιάς. Το νησί μου λες και σιμώνει ολοένα στον πόλο… Τα άστρα είναι μεγάλα, με μια καθαρή περιφέρεια. Μολαταύτα βγάζουν
μια χλωμή λάμψη, κι είναι βαμμένα με χρυσά χρώματα…
Το κρύο μου καίει το πρόσωπο. Η ατμόσφαιρα είναι καθαρή και σιωπηλή. Ακούω να παφλάζουν γύρω μου βαθιά ζαφειρένια ρέματα.
Με ζώνουν νερά… Όλη η γης είναι σκεπασμένη από νερά…
Το καλύβι μου κάθεται φοβισμένο κάτου απ’ τα ακίνητα άστρα. Στη θέση του Μακρόραμφου στέκεται ένα άστρο, δυο φορές χοντρύτερο από του Κενταύρου. Χαμηλά, στο μέρος της Νοτιάς, ένα άλλο με χρώμα κρασιού ρίχνει τη λυπηρή αντιφεγγιά του μέσα στο τυφλό χάος του Ωκεανού… Ώρες ώρες καταλαβαίνω στο πρόσωπό μου ένα ρέμα από ζεστόν αγέρα, που μου φέρνει μια μυρουδιά σαν από θειάφι…
Δεν ξέρω ποιος σατανάς φοβερίζει την ψυχή μου. Κρημνίζουμαι μέσα σ’ ένα έρημο και κρύο χάος, έχοντας πλάι μου μιαν αχτίνα, που κατεβαίνει…, κατεβαίνει χωρίς τέλος… Το κρύο μού καίει τα κρέατα…
Για δες! Τάχα ο μεγάλος Θεός μου δάνεισε τα μάτια του σήμερα;… Βλέπω τη σκιά μου να μακραίνει…, να μακραίνει…, η άκρη της, ψιλότερη από μια τρίχα, βρίσκεται σε ανιστόρητο βάθος…
Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Βλέπω καθαρά! Ο ουρανός κόβεται από ένα σταχτί βουνό πλουμισμένο με κάτι μεγάλα λουλούδια από φωτιά…
Σα να ακούγω μια μακρινή αρμονία. ..
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ
Έχω την ιδέα πως ο «Πέδρο Καζάς» έχει τα σφάλματα και τις χάρες της νιότης. Σήμερα θ’ άλλαζα τη γλώσσα του σε πολλές μεριές, θα ’βγαζα από μέσα και πολλά φανταχτερά, από κείνα ίσα ίσα π’ αρέσουνε στον κόσμο.
Μολαταύτα δεν έχει και πολλή σαβούρα, μάλιστα απορώ κι εγώ ο ίδιος πως βγήκανε τόσα αληθινά πράματα από την πέννα μου, που την κράταγε τούτο το ίδιο χέρι, που τότες ήτανε ντελικάτο, σαν παιδιακίσιο.
Αλλά τώρα δεν είναι καιρός για τέτοια, θέλω μονάχα να πω δυο λόγια για την επίδραση, που λένε πως είχε ο «Πέδρο Καζάς» και γενικά το γράψιμό μου απάνου στη νέα λογοτεχνία της Ελλάδας.
Εγώ δεν το παραδέχουμαι. Γιατί, όξω από κάποια εξωτερικά πράματα, στη γλώσσα και στη μορφή του λόγου γενικά, που ξομπλιάσανε από μένα κάποιοι λογοτέχνες, και που τα ξεφυλλίσανε σε κούφια σκέρτσα και σε ψεύτικες απομιμήσεις, η επίδραση η βαθύτερη στην ουσία, ώστε να γίνει ένα έργο πιο τίμιο και πιο απλό κι αυστηρό, μια τέτοια επίδραση δεν υπάρχει. Δηλαδή, μ’ άλλα λόγια, δεν είχε επίδραση απάνου στη ζωή μας, κι αυτό θα πει πως κανένα καλό δε βγήκε από μένα για τους άλλους. Πολλοί, μ’ όλο που λένε πως ωφεληθήκανε από μένα, με τα έργα τους δείχνουνε ότι τα πήρανε όλα στ’ αλαφριά, αφού δε νοιώσανε μέσα στο γράψιμό μου κάποιο πράγμα, που ’ναι το τιμιότατον.
Αυτό φαίνεται φανερά από την ξεπεσούρα στην οποία βρίσκεται η τέχνη μας σήμερα, που πάει κατρακυλώντας. Ο Νάρκισσος ζαλίστηκε πια να κοιτάζει την ψεύτικη ομορφιά του στο νερό κι έπεσε μέσα και το ’κανε βούρκο, και κολυμπά λασπωμένος και φχαριστημένος.
Την τέχνη την πήραμε στα χωρατά· ο καθένας γράφει και ζωγραφίζει. Δεν υπάρχει ανοησία, ξυπνάδα, κρυάδα, κουβέντα νερουλιασμένη, που να μη γίνεται βιβλίο· γυναικολογήματα, λόγια αδιαφόρετα, σαν εκείνα που λέγει όλος ο κόσμος, γίνουνται αξιομνημόνευτα πράματα! Κι όλα τούτα γραμμένα με τον πιο άτεχνο τρόπο. Όσοι διαβάζουνε, άλλοι τόσοι γράφουνε. Κανένας δεν έχει πια παράπονο, και καμαρώνουμε. Άνθρωποι που δεν είναι ούτε καν για αναγνώστες, γίνουνται συγγραφείς. Ανακαλύψανε το δυτικό πόλο, γιατί το βόρειο και το νότιο τον βρήκανε πια, θέλω να πω για την πραγματικότητα, την ξώπετση και την εξωτερική, τη χεροπιαστή πραγματικότητα. Οι δε περισσότεροι απ’ όσους κρίνουνε, οι δικαστές κι οι ελλανοδίκες να πούμε της τέχνης, αυτοί γράφουνε, γράφουνε, τι ψυχολογίες, τι υποσυνείδητα, τι ιψενικά τρίγωνα, τι πασχαλικά τετράγωνα, τι σοφίες που τρέμει ο κόσμος, τι θεωρίες, φοβερά πράματα! Κι όλα τούτα, για τίποτα. Μα τι πράμα είναι η Τέχνη; Χαμπάρι! Πέρα βρέχει! Παίρνουνε το έργο, συνοφρυώνουνται σαν το γιατρό, πιάνουνε ύστερα το νυστέρι και το κάνουνε κιμά, ψιλόν ψιλό, για να τον χωνέψει το κοινό, που δεν μπορεί να φάει το ψαχνό αλιάνιστο. Τι είπε ο Προυστ, τι έκανε ο Μποντελέρ, σε πόσες εκδόσεις βγήκε ο τάδες; Επιστήμη, κύριε, εδώ δεν περνάνε αφέλειες! Με τέτοια λοιπόν καθοδήγηση, γέμισε ο κόσμος από λογής λογής ξεράσματα και χαρτοφάναρα.
Λοιπόν έτσι θα ανεβάσετε το ιδεώδες της ζωής; Με τέτοια έμπλαστρα θα γιατρέψετε τη σακατεμένη ανθρωπότητα, που τη δέρνει, την κακομοίρα, η ψευτιά κι η απάτη; Κι εσείς δος του ψευτιά στην ψευτιά και φαρμάκι αντίς για θροφή! Γαργαλίζετέ την, αυτή την υστερική γυναίκα, ξεθεώσετέ την με πρόστυχα ερωτικά σαλιαρίσματα, που κι αυτά είναι χοντροκομμένα και μπουνταλάδικα, αποτελειώστε αυτό το ψοφίμι με τα ναρκωτικά σας, που ’χουνε τόση πέραση.
Εσείς λοιπόν είσαστε οι ήρωες του πνεύματος, οι παιδαγωγοί, κείνοι που ομορφαίνουνε τη ζωή και την κάνουνε πολύτιμη; Μα εσείς είσαστε πάμφτωχοι, ανθρωπάκηδες συμβιβαστικοί, ευνούχοι που τυραννάτε τα νιάτα και θα τα ρίξετε στην απελπισία, άμα περάσει η πρώτη ζάλη.
Βρισκόμαστε λοιπόν ή δε βρισκόμαστε, αγαπητέ αναγνώστη, εκεί που βρισκόμαστε τότες πόγραφα τα ίδια, παιδί με αγνή καρδιά, στον Πρόλογο του «Πέδρο Καζάς»; Ναι, αλίμονο, εκεί βρισκόμαστε, και σε πολύ χειρότερα.
Η τέχνη είναι χάρισμα μεγάλο, είναι όμως και χρέος μεγάλο. Αγώνας μέγιστος και έσχατος!
Πρόσεχε λοιπόν να μην προδώσεις αυτό το μεγάλο αξίωμα που σου δόθηκε. Μα, αν είσαι αληθινός τεχνίτης, δε θα το προδώσεις, γιατί, με το να είσαι τέτοιος, θε να ’σαι τίμιος όσο κανένας άνθρωπος, κι αξιοπρεπής δίχως να ’σαι ακατάδεχτος, κι απάνου σου θα τσακίζουνται οι σαγίτες της κολακείας, και θα χαίρεσαι σε περιστάσεις που άλλοι κλαίνε κι απελπίζουνται και ζητάνε παρηγοριά στα μικρά και στα τριμμένα, μ’ έναν λόγο, αν είσαι αληθινός τεχνίτης, δε φοβάσαι Θάνατο.
Δεκέμβρης 1943