Σύμφωνα με τη σκιώδη φιγούρα που διευθύνει το Squid Game, στους διαγωνιζόμενους δίνεται «μια τελευταία ευκαιρία να πολεμήσουν επί ίσοις όροις και να κερδίσουν». Η υποτιθέμενη αξιοκρατία όμως δεν εξαφανίζει τη φρίκη – αντίθετα, την επιτείνει.
Το Squid Game, η τελευταία τεράστια επιτυχία του Netflix, έχει σημειώσει νέα ρεκόρ προβολών και έχει προκαλέσει έναν καταιγισμό σχολίων, μιμιδίων και ηθικού πανικού σχετικά με τη βία στην οθόνη.
Η σειρά παρακολουθεί 456 διαγωνιζόμενους, καθώς περνούν από μία σειρά θανατηφόρων δοκιμασιών. Το διακύβευμα είναι ένα χρηματικό έπαθλο δισεκατομμυρίων γουόν (33 εκατ. ευρώ), που κρέμεται πάνω από τον κοιτώνα των διαγωνιζομένων σε έναν γιγάντιο κουμπαρά γουρουνάκι. Οι άνθρωποι που παίζουν τα παιχνίδια είναι πάμπτωχοι και φορτωμένοι με χρέη. Κάποιοι υποφέρουν από εθισμό στον τζόγο, άλλοι έχουν παγιδευτεί στη βία των συμμοριών και κάποιοι αντιμετωπίζουν την απειλή της απέλασης. Αυτή η απελπισία τους οδηγεί να ρισκάρουν τη ζωή τους για να κερδίσουν την περιουσία που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους.
Το Squid Game αναμφίβολα λειτουργεί ως σάτιρα της υλικής ανισότητας στη Νότια Κορέα. Το πρόβλημα έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που οι υποψήφιοι για τις προεδρικές εκλογές του 2022 εξετάζουν σχετικά ριζοσπαστικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένου του καθολικού βασικού εισοδήματος και μιας συνολικής αναθεώρησης του νομικού συστήματος.
Οι διαγωνιζόμενοι φορούν στολές που φέρουν το νούμερο του κάθε παίκτη για να ξεχωρίζει από τους άλλους.
Αλλά παρότι η κοινωνική κριτική του Squid Game κατευθύνεται προφανέστατα ενάντια στην ακραία ανισότητα, η σάτιρά του είναι πιο αποτελεσματική όταν βάζει στο στόχαστρο μία αρχή που έχει χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει, να δικαιολογήσει και να διαιωνίσει μια τέτοια ανισότητα. Το Squid Game είναι ίσως στα καλύτερά του όταν το βλέπει κανείς ως μία κριτική της αξιοκρατίας.Η υπόσχεση της αξιοκρατίας
Η αξιοκρατία γνωρίζει άνθηση ως θέμα συζήτησης. Ένας σημαντικός αριθμός πρόσφατων κριτικών μελετών από κοινωνιολόγους και φιλοσόφους έχει επικεντρωθεί στον ρόλο που παίζει η αξιοκρατία στη νομιμοποίηση των επιπέδων ανισότητας που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Μας έχουν πουλήσει την ιδέα ότι μια αξιοκρατική κοινωνία θα ήταν ένα μέρος όπου η υλική μας ευημερία δεν θα καθοριζόταν από την τάξη, τη φυλή ή το φύλο, αλλά από έναν συνδυασμό των ικανοτήτων και της προσπάθειάς μας. Οι οπαδοί της αξιοκρατίας πιστεύουν στον δίκαιο κοινωνικό ανταγωνισμό, στους ίσους όρους και στην επιβράβευση για όσους είναι αρκετά ταλαντούχοι και εργατικοί ώστε να ανέβουν στην κοινωνική κλίμακα.
Αλλά σε μια ανταγωνιστική κοινωνία, δεν μπορούν να κερδίζουν όλοι. Η σκοτεινή πλευρά της αξιοκρατίας είναι ότι δικαιολογεί την ανισότητα, με το σκεπτικό ότι οι πιο ευκατάστατοι έχουν κερδίσει τη θέση τους, υπονοώντας ότι και οι φτωχοί αξίζουν την τύχη τους. Και όταν οι άνθρωποι είναι πεπεισμένοι ότι η κοινωνία τους είναι πράγματι αξιοκρατική, η πολιτική αντίσταση στην ανισότητα είναι πολύ πιο δύσκολο να εδραιωθεί.
Οι πολιτικές υποσχέσεις για αξιοκρατία κορυφώθηκαν τις δεκαετίες του 1980 και του 1990· μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 μειώθηκαν, μαζί με την οικονομική αισιοδοξία που είχε συμβάλει στο να φαίνεται εύλογη η αξιοκρατία. Ωστόσο, αυτή συνεχίζει να στοιχειώνει τη σύγχρονη πολιτική. Μόλις πέρυσι, για παράδειγμα, η εκστρατεία της Κάμαλα Χάρις για το αξίωμα της αντιπροέδρου των ΗΠΑ περιλάμβανε τη διαβεβαίωση ότι όλοι μπορούν «να είναι ισότιμοι και να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις». Και ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι ένα αυξανόμενο ποσοστό του κοινού συνεχίζει να πιστεύει ότι ζει σε μια αξιοκρατία.
Το πρόβλημα με τις υποσχέσεις του παρελθόντος για αξιοκρατία είναι πως αποδείχθηκαν είτε ψευδείς, επειδή τελικά ποτέ δεν την κατακτάμε, είτε άδειες, επειδή η αξιοκρατία δεν μας δίνει πραγματικά αυτό που ελπίζουμε να πάρουμε από αυτήν. Το Squid Game εκθέτει και τις δύο πλευρές αυτής της λυπηρής συνθήκης.Η αδικία της ψεύτικης αξιοκρατίας
Στην καρδιά του ανταγωνισμού του Squid Game βρίσκεται ένας ηθικός κώδικας που, σύμφωνα με τη σκιώδη φιγούρα που διευθύνει το παιχνίδι, προσφέρει στους διαγωνιζόμενους μια ευκαιρία που δεν είναι διαθέσιμη εκτός του παιχνιδιού. Σύμφωνα με τα (μεταφρασμέναSquid Game: why you shouldn’t be too hard on translators | The Conversation) λόγια του: «Αυτοί οι άνθρωποι υπέφεραν από την ανισότητα και τις διακρίσεις στον έξω κόσμο, και τους προσφέρουμε μια τελευταία ευκαιρία να πολεμήσουν επί ίσοις όροις και να κερδίσουν».
Όπως ήταν αναμενόμενο, η πραγματικότητα του ανταγωνισμού του Squid Game υπολείπεται του αξιοκρατικού ιδεώδους του. Η ελπίδα για ίσους όρους ανταγωνισμού υπονομεύεται από τους ίδιους κοινωνικούς παράγοντες που εκμαυλίζουν την ανταγωνιστική κοινωνία έξω από το παιχνίδι. Διαμορφώνονται φατρίες· οι γυναίκες αποφεύγονται. οι ηλικιωμένοι παίκτες εγκαταλείπονται.
Ο μοναδικός παίκτης του παιχνιδιού που δεν κατάγεται από την Κορέα, ο Αλί Αμπντούλ, χειραγωγείται, προδίδεται και υφίσταται εκμετάλλευση. Στο πρώτο παιχνίδι κρατά κυριολεκτικά όρθιο τον Ζενγκ Τζι-Χουν, τον πρωταγωνιστή της σειράς, σε μια εκπληκτική οπτική μεταφορά για την εξάρτηση της ευημερίας στις αναπτυγμένες χώρες από τη φθηνή ξένη εργασία.
Ο Πακιστανός Αλί Αμπντούλ κρατά όρθιο τον Κορεάτη πρωταγωνιστή του Squid Game στο πρώτο παιχνίδι, σώζοντας έτσι τη ζωή του.
Δεν έχουν όλοι μια δίκαιη ευκαιρία να κερδίσουν.Η βία της αληθινής αξιοκρατίας
Είναι όμως πράγματι η αδικία του Squid Game ότι αυτός ο ανταγωνισμός είναι άδικος; Θα εξαφανιζόταν η φρίκη αν οι παίκτες ήταν πραγματικά «ισότιμοι»;
Το Squid Game θα μπορούσε να είναι απόλυτα αξιοκρατικό και ταυτόχρονα απόλυτα διεστραμμένο. Αυτός είναι ένας διαγωνισμός όπου ο νικητής τα παίρνει όλα, όπου μόνο ένα μικρό ποσοστό των παικτών θα πλουτίσει και όπου οι αμελητέες διαφορές στην απόδοσή τους μπορούν να κάνουν τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας, και μαζί τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου.
Συγκρίνετε τα παραπάνω με τις πολωμένες αγορές εργασίας χωρών όπως οι ΗΠΑ, όπου οι θέσεις εργασίας μεσαίου εισοδήματος έχουν αντικατασταθεί από έναν μικρό αριθμό ρόλων με υψηλές αποδοχές για τους νικητές και από ολοένα και πιο κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας για όσους μένουν πίσω. Στην πραγματικότητα, ακόμη και κοινωνίες που έχουν ασπαστεί τη γνήσια αξιοκρατία, όπως οι ΗΠΑ, έχουν παρόλα αυτά δημιουργήσει λίγες ευκαιρίες για «νίκη», ενώ η ήττα ρίχνει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια.
Το Squid Game είναι επίσης ένας διαγωνισμός στον οποίο οι φτωχότεροι της κοινωνίας αναγκάζονται να παίξουν. Αν και οι κανόνες του παιχνιδιού επιτρέπουν στους παίκτες να βγουν από το παιχνίδι ανά πάσα στιγμή – επιτρέπουν ακόμη και μια δημοκρατική ψηφοφορία για το αν θα συνεχίσουν – η δυστυχία που τους περιμένει έξω από το παιχνίδι δεν καθιστά αυτήν την επιλογή πραγματική.
Ο νικητής τα παίρνει όλα, οι ηττημένοι πεθαίνουν και οι συμμετέχοντες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παίξουν. Η ριζοσπαστική αξιοκρατία του Squid Game είναι μια εκδοχή-καρικατούρα των ανισοτήτων που έχουν ανακύψει στην ανταγωνιστική κοινωνία. Αλλά αντικατοπτρίζει επίσης, απλά μεγαλοποιώντας τους, τους κινδύνους τόσο της ψευδούς όσο και της αληθινής αξιοκρατίας, που παγιδεύουν σήμερα εκατομμύρια ανθρώπους.
Ο Ματ ΜπένετMatt Bennett | The Conversation είναι Senior Research Officer Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του ΈσσεξUniversity of Essex on The Conversation. Το κείμενό του δημοσιεύτηκεWhy Squid Game is actually a critique of meritocracy | The Conversation στο The ConversationThe Conversation στις 22 Οκτωβρίου 2021 και αναδημοσιεύεται εδώ με άδεια Creative Commons.