Οι σκλάβοι του Ισλάμ. Από τα σκλαβοπάζαρα της Μπουχάρα στους δούλους της Μαυριτανίας σήμερα

Του Χρίστου Δαγρέ

Η ιστορία του δουλεμπορίου από την Αφρική προς τον Νέο Κόσμο έχει μετατραπεί σήμερα σε ένα ιδεολογικοπολιτικό (όσο και προσοδοφόρο) εργαλείο που χρησιμοποιείται από την διεθνή δικαιωματιστική Αριστερά για να επιτεθεί εναντίον των θεμελίων των δυτικών/ευρωπαϊκών πολιτισμών. Ωστόσο, παρά την ακατάσχετη (ενίοτε δε και βαρετή) ηθικολογία, η συνέπεια και η ειλικρίνεια των επαγγελματιών ακτιβιστών δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική, γεγονός που υποδηλώνει την προσχηματική χρησιμοποίηση του ηθικού λόγου από μέρους τους για να μασκαρέψουν τους πραγματικούς, άδηλους πολιτικούς και ιδιοτελείς οικονομικούς σκοπούς τους.

Είναι πασιφανώς προβληματικό το γεγονός ότι συστηματικά αποσιωπείται το σαφώς μεγαλύτερης έκτασης και διάρκειας δουλεμπόριο που αφορούσε τις μουσουλμανικές χώρες. Εδώ και πολλούς αιώνες οι χώρες αυτές αντλούσαν (και αντλούν) σκλάβους από τη Μαύρη Ήπειρο, με τη συνεργασία πολεμικών φυλών που κυριολεκτικά θησαύριζαν από την πώληση χιλιάδων σκλάβων σε Άραβες και Βερβερίνους. Συμπληρωματικά δε με το παραπάνω, συστηματικά αποσιωπείται επίσης ότι και τα χριστιανικά έθνη αποτελούσαν για αιώνες αντικείμενο του δουλεμπορίου που διεξήγαν οι μουσουλμάνοι [1].

Το παρακάτω κείμενο στοχεύει στην παρουσίαση ενός λιγότερο γνωστού κομματιού του ισλαμικού δουλεμπορίου: την μεγάλη ανάπτυξη του κυρίως απ’τον 18ο αιώνα και μετά στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας και τα διαβόητα σκλαβοπάζαρα της Μπουχάρα και της Χίβα (Χορασάν). Επιπλέον, στο τέλος του κειμένου θα δοθούν μερικές πληροφορίες για τους σκλάβους του 21ου αιώνα που εξακολουθούν να υπάρχουν σε βορειοαφρικανικές χώρες.

Στα σκλαβοπάζαρα της Μπουχάρα και της Χίβα

Η Κεντρική Ασία άρχισε να τραβά την προσοχή της κοινής γνώμης στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν οι Ρώσσοι έμποροι επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους προς τα εκεί, ενώ στη συνέχεια τα συμφέροντα της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας θα συγκρουστούν με αυτά της Βρετανικής, με επίκεντρο το Αφγανιστάν, σε μία διελκυνστίδα που τον 19ο αιώνα θα ονομαστεί το “Μεγάλο Παιχνίδι”. Ένα στοιχείο που από την αρχή κέντρισε το ενδιαφέρον – και προκάλεσε την εχθρότητα – της ρωσσικής κοινής γνώμης ήταν ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των Ρώσσων σκλάβων που πωλούνταν στα σκλαβοπάζαρα της Κ. Ασίας και οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από κατοίκους της μεθορίου που έπεφταν θύματα των επιδρομών συμμοριών από Τουρκμάνους και Καζάκους. To 1819 ένας ξένος που επισκέφτηκε την Χίβα υπολόγισε ότι υπήρχαν 30 χιλιάδες σκλάβοι στην πόλη, εκ των οποίων περίπου 3 χιλιάδες ήταν Ρώσσοι, που πωλούνταν σε πολύ υψηλότερη τιμή από τους υπόλοιπους. Παρομοίως, ο βαρώνος von Meyendorf που βρέθηκε στη Μπουχάρα ως πρέσβης του Τσάρου Αλέξανδρου Α’ υπολόγισε τους σκλάβους της πόλης στους 30 με 40 χιλιάδες, κυρίως Πέρσες.

 Οι εθνοτικές ομάδες που αποτελούσαν κυρίως τον πληθυσμό των σκλάβων στα χανάτα της Χίβα και της Μπουχάρα ήταν οι Πέρσες και οι Κούρδοι και σε μικρότερο βαθμό οι Ρώσσοι και οι Ινδοί. Οι σκλάβοι χρησιμοποιούνταν κυρίως σε βαριές αγροτικές εργασίες από τους Ουζμπέκους φεουδάρχες. Η καλλιέργεια των δημητριακών είχε υψηλές απαιτήσεις σε σωματικό έργο, τις οποίες κάλυπταν οι δούλοι. Οι πιεστικές ανάγκες σε εργάτες γης, σε συνδυασμό με τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και τις σκληρές τιμωρίες που μείωναν το προσδόκιμο ζωής των σκλάβων, είχαν σαν αποτέλεσμα την άνθηση του εμπορίου ανθρώπινης σάρκας μέσα από την ειδεχθή συμβιωτική σχέση των Τουρκμάνων επιδρομέων με τους Ουζμπέκους παραγωγούς δημητριακών.

Η δουλοκτησία, όπως συνέβαινε με πλείστα όσα θέματα της καθημερινής ζωής του μουσουλμάνου, ρυθμίζονταν από τα θρησκευτικά δόγματα. Οι τοπικοί ιμάμηδες έθεταν τους όρους και το πλαίσιο εντός του οποίου επιτρέπονταν ή όχι η κτήση δούλων. Ιστορικά φαίνεται ότι ο “Προφήτης” αμφιταλαντεύονταν ως προς αυτό με βάση όσα φέρεται ότι “δίδαξε”, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο ο ίδιος όσο και πολλοί ακόλουθοι του κατείχαν δούλους. Είναι σαφές πάντως ότι το Κοράνι απαγορεύει στους μουσουλμάνους να έχουν ως δούλο κάποιον άλλο Άραβα ή μουσουλμάνο γενικότερα. Οι σκλάβοι προέρχονταν από το “Νταρ αλ Χαρμπ”, τη “γη του Πολέμου”, δηλαδή τις περιοχές των απίστων. Μέχρι και τον 15ο αιώνα αυτό το δόγμα ήταν σεβαστό και μεταξύ των αιρέσεων, κυρίως τους Σουνίτες και τους Σιΐτες. Αυτό όμως αλλάζει δραματικά στις αρχές του 16ου αιώνα με την ίδρυση του κράτους των Σαφαβιδών. Με αφορμή αυτό, σουνίτες τοπικοί, θρησκευτικοί ηγέτες εκδίδουν φετφάδες που ανοίγουν το δρόμο τόσο στις επεκτατικές βλέψεις των Ουζμπέκων πολέμαρχων για σιϊτικές περσικές περιοχές, όσο και για την απαγωγή και πώληση ως σκλάβων των κατοίκων τους. Μετά από αυτό καταγράφονται αρχικά οι πρώτοι Πέρσες σκλάβοι, που ακολουθούνται από Σιΐτες Κούρδους, παρουσιάζοντας μία σταδιακά αυξητική τάση που κορυφώθηκε τον 19ο αιώνα.

Οι νέες αυτές συνθήκες οδήγησαν στην άνθηση του δουλεμπορίου σε Μπουχάρα και Χίβα. Το σκλαβοπάζαρο της Χίβα βρίσκονταν κοντά στην Πύλη Παλβάν. Οι Τουρκμάνοι δουλέμποροι, παρά το ότι ήταν απαραίτητοι για την επιβίωση της πόλης, αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία εξαιτίας της βάρβαρης και ύπουλης φύσης τους και η περιοχή γύρω απ’την Πύλη ήταν η μόνη που τους επιτρέπονταν να βρίσκονται. Η άφιξη τους με νέους σκλάβους προκαλούσε αναταραχή στην πόλη καθώς οι πιθανοί αγοραστές συνωστίζονταν γύρω τους προσπαθώντας να αξιολογήσουν τους δούλους και να αποκτήσουν τους πιο γεροδεμένους.

Η ζωή των σκλάβων γινόταν απάνθρωπη από την πρώτη στιγμή της σύλληψης τους. Αρχικά οι Τουρκομάνοι αφαιρούσαν τα ρούχα των αιχμαλώτων τους και τους έδιναν τα ράκη που φορούσαν οι ίδιοι και τους αλυσόδεναν και τη μεταφορά τους στα σκλαβοπάζαρα. Η διατροφή των αιχμαλώτων ήταν υποτυπώδης, αποτελούμενη από άθλιας ποιότητας τρόφιμα. Λίγοι τυχεροί που μπορούσαν να πληρώσουν λύτρα αφήνονταν ελεύθεροι, αλλά οι υπόλοιποι κατέληγαν στα καραβάνια που διέσχιζαν την Κ. Ασία με προορισμό τη Χίβα και τη Μπουχάρα. Το βράδυ οι Τουρκομάνοι τους περνούσαν μπρούτζινους δακτυλίους (την karabogra) γύρω απ’το λαιμό που κατέληγαν με βαριές αλυσίδες σε πασάλους στο έδαφος. Και μόνο οι βαριές αλυσίδες με τον θόρυβο που έκαναν καθιστούσαν αδύνατη την απόπειρα δραπέτευσης. Όσοι το αποπειρούνταν την 1η φορά τιμωρούνταν με μαστίγωμα ή με αποκοπή ενός αυτιού. Μετά τη 2η απόπειρα ωστόσο τιμωρούνταν με καθήλωση επάνω σε κάποιο στύλο ή στην πύλη Παλβάν, καρφωμένοι απ’το αυτί, και παρέμεναν έτσι χωρίς φαγητό και νερό για 3 ημέρες, τιμωρία που συχνά έληγε με το θάνατο του σκλάβου.   

Ο Άγγλος λοχαγός James Abbott που βρέθηκε σε διπλωματική αποστολή στη Χίβα (στο δρόμο είχε την ατυχία να συλληφθεί από Τουρκομάνους και με δυσκολία γλίτωσε την εκτέλεση) περιέγραψε με γλαφυρότητα την άθλια ζωή των σκλάβων των μουσουλμάνων Ουζμπέκων: “Οι άντρες αλυσοδένονται μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της νύχτας έτσι ώστε να είναι πρακτικά αδύνατη όποια ανάπαυση, ενώ η επαφή του δέρματος με το παγωμένο σίδερο γίνεται βασανιστήριο. Με βαρειά καρδιά αναλογίζομαι όλη αυτή τη μιζέρια που έχει προκαλέσει το σύστημα αυτό (σ.σ. εννοεί το δουλεμπόριο) Αλίμονο! Όποιος εισέλθει σε αυτήν την κατάσταση στη Χίβα πρέπει να απωλέσει κάθε έλπιδα, ωσάν να είχε εισέλθει στην Κόλαση. Η φυλακή του περιτριγυρίζεται από μεγάλα κομμάτια ερήμου όπου οι μόνοι κάτοικοι είναι οι έμποροι της ανθρώπινης σάρκας.”

Έτσι, τα σκλαβοπάζαρα στα χανάτα της Χίβα και της Μπουχάρα έγιναν διαβόητα σε όλον τον κόσμο για τη σκληρότητα την απανθρωπιά των ιδιοκτητών των σκλάβων. Οι Άγγλοι είχαν αποπειραθεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα να παρέμβουν για να απελευθερώσουν δούλους, κυρίως τους Ρώσσους. Ο στόχος τους ήταν αναμφίβολα ανθρωπιστικός αλλά τα κίνητρα τους καθαρά ιδιοτελή. Οι Άγγλοι ήθελαν να στερήσουν από το Ρώσσο τσάρο την αφορμή για να εισβάλει και να καθυποτάξει τα οπισθοδρομικά χανάτα και τους πρωτόγονους νομάδες που λυμαίνονταν τις στέπες της Κ. Ασίας – κάτι που θα έφερνε τη Ρωσσία στον προθάλαμο του ελεγχόμενου από την Αγγλία Αφγανιστάν. Ο λοχαγός Richmond Shakespear κατάφερε όντως το 1840 να απελευθερώσει 418 Ρώσσους σκλάβους γεγονός που θεωρείται ότι καθυστέρησε την κατάληψη της Χίβα από το ρωσσικό στρατό κατά 33 χρόνια.

Στη φωτογραφία ο τελευταίος Εμίρης της Μπουχάρα,  Σαγίντ Μιρ Μουχάμαντ Αλίμ Χαν (1911).

Απ’τον 19ο αιώνα στο σήμερα

Οι θηριωδίες που συνοδεύουν το δουλεμπόριο στα διαβόητα σκλαβοπάζαρα της Κεντρικής Ασίας είναι ένα σχετικά μικρό αλλά σε καμία περίπτωση ασήμαντο κομμάτι της εκμετάλλευσης και αντικειμενοποίησης του ανθρώπινου σώματος από το Ισλάμ και τους “πολεμιστές του Προφήτη” στο πέρασμα των αιώνων. Είναι γνωστό σε όλους μας και είναι καλά τεκμηριωμένο (προς μεγάλη απογοήτευση των “αναθεωρητών” που γλυκαίνονται με τους μύθους της “ειρηνικής συνύπαρξης”) ότι οι χριστιανοί των Βαλκανίων και της Μ. Ανατολής κυρίως (όπως και άλλοι που έπεφταν τυχαία στα χέρια τους) είχαν γίνει στόχος της αρπακτικής διάθεσης των Οθωμανών Τούρκων, και των μπουλουκιών των ατάκτων που τους ακολουθούσαν, για να καταλήξουν είτε στα σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς και της Μ. Ασίας (περισσότερες πληροφορίες στο Cognosco βρίσκονται εδώ και εδώ, και ειδικότερα για την τύχη των αιχμαλώτων μετά το Ολοκαύτωμα της Χίου, εδώ), είτε ενσωματώνονταν στην Οθωμανική μηχανή ως γενίτσαροι ή υιοθετημένα παιδιά αξιωματούχων. Για την τραγική ιστορία του παιδομαζώματος ενδεικτικά παραθέτω κάποια άρθρα του Cognosco, εδώ, εδώ και ένα σχετικό απόσπασμα από κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη.

Επίσης, γνωστό και τεκμηριωμένο είναι το εμπόριο δούλων που είχε συστηματοποιηθεί μεταξύ διαφόρων βασιλείων της Δ. Αφρικής (όπως το βασίλειο του Μάλι) και αράβων & βερβερίνων εμπόρων. Δεκάδες καραβάνια διέσχιζαν κάθε χρόνο τη Σαχάρα κουβαλώντας δούλους για τις ανάγκες των μουσουλμάνων ηγεμόνων της Μ. Ανατολής και τη Β. Αφρικής. Ο Mansa Musa, εμβληματικός ηγεμόνας του 14ου αιώνα απ’το Μάλι, έκανε ένα φαραωνικό προσκύνημα στη Μέκκα με δεκάδες χιλιάδες ακόλουθους, μεγάλη ποσότητα χρυσού [2] και 14 χιλιάδες νεαρές σκλάβες. Τα μουσουλμανικά βασίλεια της Υποσαχάριας, Μαύρης Αφρικής ήταν σταθερός τροφοδότης των Αράβων σε ανθρώπινο δυναμικό τρομοκρατώντας και καταπιέζοντας τις φυλές που έπεφταν θύμα των ληστρικών επιδρομών τους. Ο ιστορικός απ’το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Michael Gomez υποστηρίζει ότι οι τεράστιοι αριθμοί σκλάβων με τους οποίους προμήθευαν τους δουλέμπορους οι ηγεμόνες από το Μάλι, όπως ο Mansa Musa, έκαναν την Υποσαχάρια Αφρική να μοιάζει με ανεξάντλητη πηγή σκλάβων [3]. Υπάρχει αρκετά πλούσια βιβλιογραφική τεκμηρίωση, η οποία διαρκώς διευρύνεται με νέες δημοσιεύσεις, γνωστή πιστεύω στους περισσότερους, οπότε δεν θα επεκταθώ.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι η εμμονική ρητορική των σύγχρονων ακτιβιστών για τις “ευθύνες” των ευρωπαϊκών και αγγλοσαξονικών εθνών στο παγκόσμιο δουλεμπόριο αφορά ένα ελάχιστο μόνο τμήμα του φαινομένου διαχρονικά. Οι μουσουλμανικές χώρες, σε στενή συνεργασία με τις υποσαχάριες φυλές, διαχειρίζονταν και εκμεταλλεύονταν το δουλεμπόριο για πολλούς αιώνες αλλά – παρά τα τεκμήρια – παραμένουν στο απυρόβλητο από τους επαγγελματίες ακτιβιστές. Εάν υπάρχει μία σημαντική διαφορά μεταξύ των Ευρωπαίων και των Μουσουλμάνων δουλεμπόρων είναι ο συστηματικός τρόπος καταγραφής και αρχειοθέτησης που ακολουθούσαν οι πρώτοι, γεγονός που δίνει σήμερα άφθονο υλικό για μελέτη και για τον ακριβέστερο προσδιορισμό της έκτασης του. Αυτό όμως δεν μπορεί να απαλλάξει από τις ετεροχρονισμένες τους ευθύνες τους δεύτερους – εάν θα ήθελαν οι επαγγελματίες της “κοινωνικής ισότητας” να είναι συνεπείς προς τις “ηθικές” διακηρύξεις τους.  

Ακόμη όμως κι αν κάποιος διατηρούσε αμφιβολίες για τα διπλά ηθικά μέτρα και σταθμά των ακτιβιστών αρκεί να τους υπενθυμίσει κάποιος τη στάση τους (ή μάλλον, την αδιαφορία τους) για το δουλεμπόριο που διεξάγεται στις μέρες μας. Tη στιγμή αυτή υπάρχουν στη Β. Αφρική δεκάδες (κατ’άλλους, εκατοντάδες) χιλιάδες σκλάβοι, μαύροι Αφρικανοί στην πλειοψηφία τους, που ανήκουν κατά κύριο λόγο σε Άραβες και Βερβερίνους ιδιοκτήτες. Οι τραγικές τους ιστορίες περιλαμβάνουν φρικτά περιστατικά απαγωγών, βιασμών, ξυλοδαρμών, ακρωτηριασμών, κλειτοριδεκτομών και δολοφονιών. Ο Charles Jacobs, πρόεδρος της Αμερικάνικης Αντι-Δουλοκτητικής Ομάδας, υπολογίζει σε άρθρο του στο Federalist ότι πάνω από 100 χιλ. μαύροι σκλάβοι υπάρχουν στην Αλγερία, 35 χιλ. στο Σουδάν και 48 χιλ. στη Λιβύη [4]. Στη Μαυριτανία δε (που πολύ πρόσφατα κήρυξε παράνομη τη δουλοκτησία αλλά έπραξε ελάχιστα για να την τερματίσει στην πράξη) είναι αδύνατον να υπολογιστεί ο πραγματικός αριθμός των μαύρων δούλων, ο οποίος φτάνει τις πολλές δεκάδες χιλιάδες.

Στο σύγχρονο δουλεμπόριο ρόλο κλειδί παίζουν ακόμη διάφορες φυλές μαύρων μουσουλμάνων, όπως οι Φουλάνι στη Νιγηρία, που μέσω της διαβόητης τζιχαντιστικής οργάνωσης Boko Haram, επιτίθονται σε χωριά χριστιανών αιχμαλωτίζοντας και πουλώντας τους ομήρους που συλλαμβάνουν στα μοντέρνα σκλαβοπάζαρα της Β. Αφρικής. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην απαγωγή δεκάδων νέων κοριτσιών από σχολεία της Νιγηρίας τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως “νύφες” των τζιχαντιστών, τακτική που είχε χρησιμοποιηθεί με ακόμη ειδεχθέστερο τρόπο από το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο απήγαγε νέες γυναίκες και ανήλικα κορίτσια των Κούρδων Γιαζίντι για να τις μετατρέψουν σε σεξουαλικές σκλάβες των μελών του. Οι ανήλικες νύφες της Boko Haram είχε συγκινήσει για ένα διάστημα την κοινή γνώμη όταν η Μισέλ Ομπάμα είχε λανσάρει το χάσταγκ #BringBackOurGirls.

Δυστυχώς, η μόδα του χάσταγκ της Μισέλ ξέφτισε γρήγορα, ειδικά όταν κάποια από τα κορίτσια τελικά απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στις οικογένειες τους (με όλο το τεράστιο ψυχικό βάρος και το στίγμα που κουβαλούσαν από την απαγωγή τους). Δεν έγινε δυνατό να εξελιχθεί σε ένα ευρύτερο ρεύμα ενάντια στο σύγχρονο δουλεμπόριο καθώς πρακτικά συνάντησε την αδιαφορία των “ακτιβιστών” υπέρ της “Κοινωνικής Δικαιοσύνης” αφού δεν εξυπηρετούσε την πολιτική ατζέντα του δικαιωματισμού. Για τη διαβόητη οργάνωση Black Lives Matter (ΒLM) οι ζωές των μαύρων δούλων της Β. Αφρικής δεν φαίνεται να μετρούνε και τόσο πολύ όταν δεν μπορούν να εξαργυρωθούν με σλόγκαν εναντίον του “συστημικού ρατσισμού” των ΗΠΑ ή με “δωρεές” που θα αυξήσουν την ακίνητη περιουσία των ηγετών του. Από την άλλη πλευρά, ο σύγχρονος “απελευθερωτής” των μαύρων Louis Farrakhan και τα μέλη του κινήματος Nation of Islam αντιμετωπίζουν με εμφανή αμηχανία τις ειδήσεις για τους μαύρους σκλαβους των μουσουλμάνων της Β. Αφρικής, παλινδρομώντας μεταξύ των συνωμοσιολογικών καταγγελιών για “σιωνιστική προπαγάνδα” (ο βαθύς αντισημιτισμός και το αντιεβραϊκό μίσος των “δικαιωματιστών” είναι ακόμη ένα σκοτεινό μυστικό των κύκλων τους) και των ανέξοδων όσο και αναποτελεσματικών ευχολογίων για τερματισμό της πρακτικής αυτής.


[1] Μόνο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, “[τ]ο 1637 υπήρχαν στο Αλγέρι 25.000 χριστιανοί αιχμάλωτοι, ανάμεσά στους οποίους και πολλοί Έλληνες. Υπολογίζεται δε ότι την περίοδο 1450-1700, μόνο από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, αιχμαλωτίστηκαν περίπου 2.500.000 άτομα, καταλήγοντας στα σκλαβοπάζαρα της οθωμανικής πρωτεύουσας.] Απόσπασμα από το άρθρο του Ι. Παγουλάτου “Το δουλεμπόριο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία”, Cognosco, 11 Οκτ. 2019.

[2] Σύγχρονοι ερευνητές υπολογίζουν ότι ο Musa έφερε μαζί του 13 με 18 τόνους χρυσού για τις ανάγκες του “ hajj ”.

[3] Από το βιβλίο του “African Dominion: A New History of Empire in Early and Medieval West Africa”.

[4] Charles Jacobs Thousands Of Black People Are Still Slaves. So Why Haven’t You Heard About Them?”. The Federalist (Oct. 2019)

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *