Το μεσοβυζαντινό εργαστήριο γλυπτικής των Θηβών (9ος αιώνας)

Γράφει ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος, φοιτητής ιστορίας και αρχαιολογίας ΑΠΘ

Στόχος της ανωτέρω εργασίας είναι να δείξει την γλυπτική παραγωγή στην περιοχή της Βοιωτίας κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ. εξετάζοντας την δραστηριότητα του εργαστήριου των Θηβών. Τα σωζόμενα έργα του εργαστηρίου εντοπίζονται στους διακόσμους των ναών του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στην Θήβα (872/3) και στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Σκριπού) στον Ορχομενό (873/4). Σκοπός όμως της εργασίας δεν είναι να εξετάσει μεμονωμένα το κάθε μνημείο αλλά μέσω αυτών να γίνουν γενικές παρατηρήσεις για το στυλ και την ένταξη της γλυπτικής δραστηριότητας στο ιστορικό συγκείμενο του 9ου αιώνα. Το εργαστήριο δραστηριοποιήθηκε από τον 9ο-12ο αιώνα με κορυφαία στιγμή την διακόσμηση της μονής του Οσίου Λουκά στο Στείρι της Βοιωτίας το 961, αποτελώντας περιφερειακό κέντρο γλυπτικής στον νότιο ελλαδικό χώρο, λόγω και της πολιτικής θέσης που είχε η Θήβα εκείνη την περίοδο ως πρωτεύουσα του θέματος της Ελλάδος.

ΣΤΥΛΙΣΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Εκκινώντας για την παρουσίαση της τεχνοτροπίας του εργαστηρίου στην μεσοβυζαντινή περίοδο, είναι αναγκαίο να γίνει λόγος για το στυλ της παλαιοχριστιανικής εποχής (4ος—μέσα 9ου) καθώς επιβιώνουν τα θέματα εκείνης της περιόδου. Κατά αυτή την περίοδο τα θέματα είναι γεωμετρικά μοτίβα, φυτικά μοτίβα, διάφορα ζώα(εικ.1), φυτικές έλικες με κισσόφυλλα, έλικας με κισσόφυλλα και σταυρός ανάμεσα στα φύλλα, φοινικοειδές κόσμημα στην μέση και δύο ακανθοειδή κοσμήματα στις γωνιές, το οποίο κυριαρχεί στον 6ο αιώνα και επιβιώνει ως τον 9ο στην Αγία Θεοδοσία στην Κωνσταντινούπολη.

Θωράκιο τέμπλου με παράσταση κριών εκατέρωθεν του σταυρού, 5ος-6ος, Χαιρώνεια. Η λάξευση είναι αδρή και το σχέδιο είναι αδέξιο, ακολουθώντας την καλλιτεχνική τάση της εποχής. Το σχέδιο είναι γραμμικό και εξεζητημένο με παραπληρωματικά κοσμήματα λουλουδιών και ροδάκων. Το ανάγλυφο είναι πρόστυπο και υπάρχει μια δήλωση ψευδούς τρίτης διάστασης όπως φαίνεται στα πόδια των ζώων

Τα οποία χαρακτηρίζονται από αδρή και αδέξια λάξευση με έντονη σχηματοποίηση. Σωζόμενο κατάλοιπο από την μεταβατική περίοδο (7ος-9ος αι.) και χρονολογείται κατά τον 8ο-9ο είναι ίσως το οκταγωνικός κιονίσκος με συμφυές κιονόκρανο Α1 από την Αγία Ελεούσα(εικ.2).

Τμήμα οκταγωνικού κιονίσκου με συμφυές κιονόκρανο, φέρει εγχάρακτη διακόσμηση με οξυκόρυφες απολήξεις και στις 4 πλευρές. Η χάραξη είναι αδρή και απολύτως σχηματοποιημένη, δίχως κάποια καλλιτεχνική αξίωση. Χρονολογείται το 800 μ.Χ.

Η περίοδος της εικονομαχίας (726-843) αποτέλεσε πολλαπλά καταστροφική για την τέχνη, έτσι και στην γλυπτική για να παρακολουθήσουμε της εξελίξεις της σε αυτούς του μεταβατικούς αιώνες πρέπει να απομακρυνθούμε του βυζαντινού κορμού και να εστιάσουμε στην τέχνη της Ιταλίας του 8ου-9ου αιώνα όπου κυριαρχεί η γεωμετρικότητα, η σχηματοποίηση, διαδίδεται ο πλοχμός και η δημιουργία αφαίρεσης μέσω της γραμμής. Τέλος η γλυπτική αυτής της περιόδου λόγω των βυζαντινό-αραβικών πολέμων έχει πολλά ανατολικά στοιχεία.

Η γλυπτική του 9ου αποτελείται από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά των ναών του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στην Θήβα (872/3 μ.Χ.) και τον ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Σκριπού) στον Ορχομενό (873/4). Έτσι έχουμε επιστύλια, τέμπλα, επιθήματα αμφικιονίσκων, κιονόκρανα, επιπεδόγλυφα, θυρώματα κλπ. ακολουθώντας την γενικότερη μεσοβυζαντινή παραγωγή. Στο Θηβαϊκό εργαστήριο έχουμε θέματα όπως ρόδακες, κισσόφυλλα, παραλλαγές πολύφυλλων ροδάκων, αστραγάλους, κληματίδες, βλαστοί, γεωμετρικά μοτίβα, ζωικά θέματα όπως παγώνια, ραμφίζοντα πουλιά, μυθικά πλάσματα όπως γρύπες, τροχοί και το λυροειδές κόσμημα σήμα κατατεθέν του εργαστηρίου. Αυτά τα θέματα όπως προηγήθηκε ακολουθούν την παλαιοχριστιανική τέχνη και οι απαρχές της πρέπει να εντοπιστούν στον Άγιο Πολύευκτο στην Κωνσταντινούπολη και στην Παναγία της Αττάλειας. Όσον αφορά την απεικόνιση των ζώων σύμφωνα με τον τρίτο αντιρρητικό του πατριάρχη Νικηφόρου που γράφτηκε την περίοδο 817-828 φαίνεται ότι ακολουθεί την Κωνσταντινουπολίτικη παράδοση όπως είχε διαμορφωθεί στην περίοδο της εικονομαχίας.

Όλα αυτά αποδίδονται με μια σχηματοποίηση, δισδιάστατα, αποπνέοντας την αίσθηση του horror vacuui, απουσιάζει η πλαστικότητα αποδίδοντας το σχέδιο ζωγραφικά και με έντονο τον ρόλο της γραμμής, πλαδαρότητα στα γλυπτά με σμίλη λαξευμένα. Επίσης από τους ναούς της Θήβας και του Ορχομενού και από τα σωζόμενα γλυπτά από το Μουσείο Θήβας έχουμε το λεγόμενο <<υψηλό περίγραμμα>> όπου δημιουργείται κοίλη γλυφή ανάμεσα στο σκαμμένο βάθος και την επιφάνεια του θέματος. Το εργαστήριο όσον αφορά το λυροειδές κόσμημα έχει μια τυποποίηση που οφείλεται στον όγκο τον παραγγελιών, η τεχνική του όμως διακρίνεται από μια καλαισθησία και τεχνική δεξιότητα παρά τα προλεγόμενα. Αυτό το πέρασμα από την έντονη σχηματοποίηση, την αδρή λιθοξοϊκή και την τεχνική αδεξιότητα της μεταβατικής περιόδου (7ος-9ος) στην τεχνική αρτιότητα του 9ου – αυτή την αρτιότητα είναι αναγκαίο να την δούμε υπό το πρίσμα της γεωγραφικής θέσης της Βοιωτίας και των ευρύτερων κοινωνικών συνθηκών στην περιοχή, που διαμορφώνουν ως προς την καλλιτεχνική παιδία τους τεχνίτες- οφείλεται στο γεγονός ότι οι τεχνίτες που εργάστηκαν στην Σκριπού μαθήτευσαν σε κωνσταντινουπολίτες πρωτομάστορες και ότι στον ναό εργάστηκε συνεργείο από την Κωνσταντινούπολη. Με αυτό τον τρόπο οι μάστορες αφομοίωσαν και έμαθαν τα τρέχοντα καλλιτεχνικά γεγονότα που διαδραματιζόταν στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, ακόμα και στον τομέα της μεταλλοτεχνίας όπως το επιστύλιο Α30 από τον Άγιο Γρηγόριο και το επιστύλιο Β42-Β43 (εικ. 3&4) που φέρει προτομές αποστόλων που μιμούνται τα περίκλειστα σμάλτα, σημειωτέων δε τα θέματα και τα μοτίβα που εμφανίζονται εδώ είναι πρώιμα, τα ίδια θα εμφανιστούν το 907 στην Βόρεια εκκλησία της Μονής του Λιβός. O Megaw σχετικά με τις στυλιστικές επιδράσεις από την Κωνσταντινούπολη ακολουθώντας τον Grabar φέρνει ως παράλληλα δυο γλυπτούς πίνακες από παγώνια σε διπλεπίπεδο ανάγλυφο και τις ροζέτες επιστύλιο από τις Σάρδεις το οποίο σκαλίζεται με τεχνική αδεξιότητα και τα δύο στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης έχοντας ένα << μη εκλεπτυσμένο, λαϊκό στυλ>>.

Τμήμα επιστυλίου τέμπλου με μετάλλια αποστόλων, της Παναγίας και του Χριστού. Ανάμεσα στα μετάλλια παρεμβάλλεται φυτικό κόσμημα σε σχήμα βέλους. Τα μετάλλια μοιάζουν με τα περίκλειστα σμάλτα του 9ου αιώνα(πρβλ. με σταυροθήκη Feischi-Morgan, 9oς αι.). Η λάξευση είναι αδρή, τα θέματα είναι σχηματοποιημένα δίχως κάποια καλλιτεχνική αξίωση. Τα ενδύματα είναι βαριά και γραμμικά. Τέλη του 9ου

Σε αυτό το σημείο ακροθιγώς θα θιχτεί το θέμα των ανατολικών επιδράσεων. Η ιστορία της διαμόρφωσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών μοτίβων και θεμάτων που παράγει μια κοινωνία σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, είναι μια δυναμική διαδικασία αφομοίωσης, πειραματισμών, αντεγκλήσεων, διαλόγου και πρωτοτυπίας είτε αυτή η τέχνη λέγεται γλυπτική, κεραμική, ζωγραφική κλπ. Ειδικά όταν η κοινωνία και οι άνθρωποι της ζούν και δημιουργούν στο πλαίσιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αυτή η διαδικασία δεν μπορεί παρά να είναι πολλή δυναμική. Η Αυτοκρατορία στην μεταβατική περίοδο δίνει αγώνα επιβίωσης εναντίον των Περσών πρώτα και ύστερα των Αράβων, αλλά το εμπόριο και οι μετακινήσεις διαφόρου τύπου φέρνουν σε επαφή τους ανθρώπους και έτσι σταδιακά η βυζαντινή τέχνη εμπλουτίζεται με νέο θεματολόγιο. Εν προκειμένω στην Βοιωτία η οποία εξήγαγε υφάσματα προς εκείνες τις περιοχές παραδειγματικά αναφέρονται το μοτίβο του συνδεόμενου τροχού με διπλή ταινία και ενίοτε με αστραγάλους σε επιστύλιο τέμπλου του 9ου που φυλάσσεται στο Μουσείο Θηβών και η απεικόνιση ζώων πραγματικών ή μυθικών που σπαράσσονται, σε στάση αντιμέτωπη που εμφανίζονται στην παλαιοχριστιανική περίοδο με καταβολές από την Μεσοποταμία και την Περσία, τα οποία εμφανίζονται στην Σκριπού. Όσον αφορά το λυροειδές κόσμημα, το οποίο είναι το χαρακτηριστικό μοτίβο του εργαστηρίου, είναι σε <<υψηλό περίγραμμα>> και πρόστυπο ανάγλυφο, ο σταυρός είναι λατινικού τύπου με διαπλάτυνση στα άκρα, στα οποία φυτρώνουν ημίφυλλα άκανθας κυρίως κισσόφυλλα, φέροντας πολλά παραπληρωματικά κοσμήματα στην διακόσμηση του και στην μέση διαπερνάται από ένα βέλος συνήθως. Εδώ οι επιδράσεις είναι ανατολικές ως επιβίωμα (survival) της ελληνιστικής τέχνης, κατά τον Σωτηρίου το λυροειδές κόσμημα ακολουθεί το ελληνιστικό ανθέμιο << τὴν ἐναλλαγὴν δηλ. φοινικοειδοῦς καὶ ὄρπηκας ὅλως μετεσχηματισμένων>>.

Τμήμα επιστυλίου τέμπλου με μετάλλια αποστόλων έχει μεγάλη ομοιότητα με την εικόνα 3 και ίσως είναι προϊόν του ίδιου συνεργείου και στυλιστικά το ακολουθεί

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΟ

Κάθε καλλιτεχνικό έργο υλοποιείται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, αυτές είναι κοινωνικές, πολιτικές, ιστορικές κλπ., σχετικά με την αρχιτεκτονική και το διάκοσμο της, λόγω του δημόσιου χαρακτήρα της θέλει να προβάλει στοχευμένα μηνύματα στον ορίζοντα υποδοχής της, έτσι η Σκριπού και ο Άγιος Γεώργιος εντάσσονται και αυτά στον κανόνα της προβολής. Όπως θα φανεί στην ανάπτυξη του κεφαλαίου τα μνήματα είχαν κυρίως στρατιωτικούς σκοπούς.

Η ένταξη του θηβαϊκού εργαστηρίου στο ιστορικό του context χρειάζεται μια περιγραφή των γεγονότων πριν το 872-4, ώστε να δοθεί σαφέστερη εικόνα των συνθηκών λειτουργίας του. Ήδη από τον 7ο αιώνα ο νότιος ελλαδικός χώρος είχε κατακλυστεί από Σλάβους αυτοί αν και δεν συγκρότησαν κρατική υπόσταση, όπως έκαναν οι Βούλγαροι, σύστησαν αυτοδιοικούμενες κοινότητες τις λεγόμενες Σκλαβηνίες που λειτουργούσαν ως κράτος εν κράτει.

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήδη από τα τέλη του 8ου και τις αρχές του 9ου παρά την εσωτερική πληγή της εικονομαχία αρχίζει με πολλή δειλά βήματα να ανακάμπτει και αρχίζει να επιδίδεται σε προσπάθεια ανάκτησης εδαφών και σε αυτήν την πολεμική δραστηριότητα εντάσσεται ο εξελληνισμός-εκχριστιανισμός των σλάβων. Το 783 ο Σταυράκιος εκστρατεύει εναντίον τους στην Θεσσαλία, την Κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο, το 805 ο Νικηφόρος Ά (802-811)-που έχει χαρακτηριστεί σωτήρας της Ελλάδος-εγκαθιστά εποίκους στην Πάτρα και αποκρούει επίθεση των Σλάβων, το 819/820 ο Σκληρός εκστρατεύει στην Πελοπόννησο, το 828 πάλι επί Μιχαήλ Β του Τραυλού(820-829)έχουμε εποικισμό της Πάτρας από Έλληνες της Σικελίας λόγω της κατάληψης της από τους Σαρακηνούς και την εγκατάσταση του μελλοντικού επισκόπου Μεθώνης Άγιο Αθανάσιο, εξέγερση των σλαβικών περιοχών το 840/1, φτάνοντας ως τον Βασίλειο Ά.

Τα προβλήματα που είχε να λύσει ο Βασίλειος Ά (867-886) ήταν περίπλοκα όσον αφορά την εξωτερική πολιτική/άμυνα της αυτοκρατορίας και στο εσωτερικό. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Βουλγαρικό κίνδυνο, να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της Νότιας Ιταλίας και τον έλεγχο των σλαβικών πληθυσμών. Εδώ φως στα γεγονότα ρίχνει η οικοδόμηση της Σκριπούς το 873/4. Η οικοδόμηση της εντάσσεται στην ευρύτερη αυτοκρατορική επιθετική πολιτική. Κατά την περίοδο αυτή το Βουλγαρικό κράτος ήλεγχε σημαντικό μέρος της Μακεδονίας και της Εγνατίας οδού δυσχεραίνοντας την προσπάθεια άσκησης πολιτικής στην Νότια Ιταλία, έτσι η προσπάθεια επικοινωνίας με αυτόν τον χώρο έπρεπε να γίνει από την Πελοπόννησο. Έτσι η οικοδόμηση ενός μνημείου τέτοιων διαστάσεων αναδεικνύει μια προσπάθεια σταθερότητας και προβολής του αυτοκρατορικού μεγαλείου, αποτελώντας έτσι θρησκευτικό κέντρο για την περιοχή που θα προωθούσε περεταίρω τον εκχριστιανισμό-εξελληνισμό, όπως έγινε αργότερα με τον Όσιο Λουκά στο Στείρη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο χορηγός του μνημείου σχετίζεται άμεσα με την αυτοκρατορική αυλή. Ο Πρωτοσπαθάριος Λέων είναι στρατηγός του θέματος της Ελλάδος που έχει έδρα την Θήβα και εκτείνεται στις σημερινές περιοχές της Βοιωτίας, Αττικής, Φωκίδας και τμήματος της Θεσσαλίας, από τον τίτλο καταλαβαίνουμε ότι ήταν υπεύθυνος για την ιδιωτική αυτοκρατορική περιουσία <<επί των οικιακών>>. Η ιδιότητα του αυτή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η χορηγία του για την οικοδόμηση της εκκλησίας πέρα από τους προσωπικούς λόγους(βλέπε προβολή της ευσέβειας), ακολουθεί μια πολιτική που εκπορεύεται από την Κωνσταντινούπολη για την στρατιωτική σταθερότητα του χώρου αυτού, με προεκτάσεις στο ευρύτερο επιθετικό/αμυντικό δόγμα της αυτοκρατορίας.

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι το εργαστήριο λειτούργησε ως σημαντικό κέντρο γλυπτικής στον ελλαδικό χώρο, καθώς δραστηριοποιήθηκε σε μια εποχή όπου η ανάγκη για αυτοκρατορική προβολή και η πολεμική προσπάθεια ήταν αυξημένη. Σχετικά με το στυλ του ακολουθεί ως περιφερειακό κέντρο τις εξελίξεις της πρωτεύουσας, περνώντας από την σχηματοποίηση και την αδεξιότητα της μεταβατικής περιόδου 7ος-9ος στην εκλέπτυνση και την αρτιότητα. Αν και δεν θίχτηκε στο κύριο μέρος της εργασίας το εργαστήριο είχε έντονη παρουσία σε μεγάλο μέρος του νοτιοελλαδικού χώρου ως την Θεσσαλία, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την ποιότητα του και την δυναμικότητα του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Ανδρούδης, Π., 2019. Βυζαντινή Γλυπτική και Μικροτεχνία. Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης.
-Καραγιαννόπουλος, Ι., 2001. ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ. 4η έκδοση. Θεσσαλονίκη: Βάνιας
-Μανωλέσσου, Ε.Γ., 2011. Μεσαιωνική γλυπτική της Θήβας και συμβολή στη μνημειακή τοπογραφία της πόλης. Διδακτορική Διατριβή. Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
-Πάλλης, Γ., 2015. Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑΣ ΤΩΝ ΓΛΥΠΤΩΝ ΤΟΥ ΛΕΓΟΜΕΝΟΥ «ΘΗΒΑΪΚΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ» (Β΄ ΜΙΣΟ 9ου ΑΙ.). ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. Τόμος ΙΙ: ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ. Πρακτικά συνεδρίου από το ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑ 4 που διεξήχθη στον Βόλο από τις 15-18 Μαρτίου 2012 στον Βόλο. Φορέας: Εργαστήριο Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας – Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων. Βόλος: ΙΔΕΑ&ΤΥΠΟΣ
-Σωτηρίου, Γ., 1924. Ο ΕΝ ΘΗΒΑΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΝΑΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΦΗMEPIΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, σελ. 1-26
-Megaw A. H. S., 1966. The Skripou Screen. The Annual of the British School at Athens, Vol. 61 (1966), pp. 1-32

ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
ΕΙΚΟΝΑ 1,3,4: Πηγή εικόνας: Προσωπικό αρχείο
ΕΙΚΟΝΑ 2: Πηγή εικόνας: Μανωλέσσου 2011, τόμος 2, σελ. 5

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *