Στο βιβλίο του Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι, ο Φώτης Κόντογλου αφηγείται τους βίους διάφορων προσώπων από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Βασίζεται σε ιστορικές πηγές, αλλά προσθέτει και άλλα φανταστικά στοιχεία δικά του, συνθέτοντας έτσι στην ουσία μια σειρά μυθοπλαστικών βιογραφιών. Ανάμεσα λοιπόν σ’ αυτές τις μυθοπλαστικές βιογραφίες φημισμένων και λησμονημένων αντρών περιλαμβάνεται και ο βίος του Πέτρου Κρητικού ή Pedro di Candia. Ο Πέδρο ντι Κάντια (περ. 1492-1542) ήταν ο πρώτος Έλληνας που έφτασε στον Νέο Κόσμο κι έλαβε μέρος, πλάι στον Φρανσίσκο Πιζάρρο, στην κατάκτηση του Περού.
Λίγα είναι γνωστά για το βίο και την πολιτεία του Πέτρου. Οι ελάχιστες ιστορικά τεκμηριωμένες πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν προέρχονται από κάποιους λίγους συγγραφείς που βρέθηκαν στην Αμερική κατά τον 16ο αιώνα και άφησαν μαρτυρίες για όσα είδαν εκεί· ένας απ’ αυτούς ήταν, για παράδειγμα, ο Γκαρσιλάσο δε λα Βέγα, ο οποίος έγραψε τη διάσημη Historia general del Perú (Γενική ιστορία του Περού). Ο Κόντογλου όμως δεν αναφέρει τις πηγές που χρησιμοποίησε για ν’ ανασυνθέσει την ιστορία του Πέτρου Κρητικού. Λέει μόνο ότι δυσκολεύτηκε πολύ για να συλλέξει αυτές τις πληροφορίες:
Μην πεις […] πως δεν κόπιασα πολύ για να ταχτοποιήσω και να βγάλω σε τέλος την ιστορία τούτη, ψάχνοντας μέσα σε αρχαία βιβλία και βρίσκοντας, δω ένα κομμάτι και κει άλλο κομμάτι, ψίχουλα σκόρπια, σαν το ράφτη που πολεμά να ράψει ένα φόρεμα με κουρέλια.[1]
Ο ισχυρισμός του Κόντογλου δεν είναι ρητορικό τέχνασμα, για να κερδίσει την εύνοια του αναγνώστη, όπως ίσως μπορεί να υποθέσει κανείς. Έκανε όντως έρευνα και μόχθησε για να συγκεντρώσει τις σωζόμενες πληροφορίες περί του Πέτρου Κρητικού, όπως θα φανεί στη συνέχεια του κειμένου μας. Και παρότι δεν αναφέρει τις πηγές του, παραθέτει, παρ’ όλα αυτά, ένα αυτούσιο απόσπασμα. Δεν αποκαλύπτει από πού το έχει αντλήσει, αλλά το βάζει εντός εισαγωγικών και το παραθέτει κατά λέξη. Το μόνο που αναφέρει σχετικά με αυτό είναι πως το βρήκε «σ’ ένα πολύ παληό βιβλίο» γραμμένο στα λατινικά. Πρόκειται για το ακόλουθο παράθεμα:
Petrus quidam, Creta insula ortus, periculum ultro ipse facere statuit. Hacque machaera oblonga, ex isque ambobus manibus tractatur, armatus, in litus agregitur. Non parum admirationis incussit indigenis barbati hominis tunc primum a se visi species: Ille intrepide per medios progressus, ab eius orae praefecto comiter et honorifice excipitur. Mox ab eo in turrem praesidiarum introductus, in qua templum soli dedicatum inerat, postquam intentit opibua, quanta, vix animo caperet, excultum ornarumque conspexit, in admirationem ab eo de fixus stuperfactus quaereor ut ea per somnium intueri se dumtaxat crederet. Ad portam animalia quaedam specie leonum et duos tigres, sed innoxios raperit. Huncque ad eum aliquod aureis emblematis et monilibus praefectus donare vellet. Cretens velut talia aspernaretus abusit, dissimulans se ea quaerentem in eas terras venisse. Regressus ad navem, quae et quanam viderit, referet.[2]
Στη συνέχεια του κειμένου του, ο Κόντογλου μεταφράζει το εν λόγω παράθεμα. Το μεταφράζει μάλιστα σε καθαρεύουσα, παρόλο που ο ίδιος γράφει στη δημοτική. Με αυτό τον τρόπο διατηρεί και στα ελληνικά την παλαιικότητα του πρωτότυπου λατινικού κειμένου. Ιδού η μετάφραση του παραθέματος από τον Κόντογλου:
Πέτρος τις, καταγόμενος ἐκ τῆς νήσου Κρήτης, ἐστάθη ἀνώτερος τοῦ κινδύνου. Οὗτος ὁπλισμένος μὲ μακρὰν μάχαιραν, ἣν δι’ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν μεταχειρίζετο, κατῆλθεν εἰς τὴν ἀκτήν. Πολὺν θαυμασμὸν προεκάλεσεν εἰς τοὺς ἰθαγενεῖς, ὅτε τὸ πρῶτον εἶδον τὴν γενειοφόρον μορφήν του. Ἐκεῖνος ἀφόβως διὰ μέσου αὐτῶν προχωρήσας, γίνεται τιμητικῶς δεκτὸς καὶ εὐγενῶς ὑπὸ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς παραλίας ταύτης. Μετ’ ὀλίγον εἰσαχθεὶς εἰς τὸν πύργον τοῦ ἀρχηγοῦ, ὅπου ὑπῆρχεν ὁ λεγόμενος ναὸς τοῦ Ἡλίου καὶ παρατηρήσας τοῦτον καλλωπισμένον καὶ στολισμένον μὲ τόσα πλούτη, ὅσα μόλις διὰ τοῦ νοῦ ἠδύνατό τις νὰ συλλάβῃ, περιέπεσεν εἰς θαυμασμὁν καὶ ἔκστασιν, ὥστε νὰ πιστεύῃ ὅτι ἔβλεπε ταῦτα ἐν ὀνείρῳ. Εἰς τὴν θύραν εὗρε ζῶα τινὰ ἐν εἴδει λέοντος καὶ δύο τίγρεις, ἀλλ’ αβλαβῆ. Εἰς τοῦτον ἀναχωροῦντα ὁ ἀρχηγὸς ἠθέλησε νὰ δώσῃ μερικὰ κοσμήματα καὶ περιδέραια, ἀλλὰ ὁ Κρής, ἀφοῦ ἐθαύμασε ταῦτα, ἠρνήθη, προσποιούμενος ὅτι θὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν χώραν ταύτην, νὰ τὰ ζητήσῃ. Ἐπιστρέψας εἰς τὸ πλοῖον διηγήθη τί εἶδε καὶ ποῦ.[3]
Ποια είναι λοιπόν η πηγή του συγκεκριμένου παραθέματος; Μήπως είναι φτιαχτό, ώστε να δώσει ο συγγραφέας μας μεγαλύτερες διαστάσεις στο θρύλο του Πέτρου; Να σημειωθεί εδώ πως όσοι μελετητές ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο βιβλίο του Κόντογλου ή με τους Έλληνες που πήγαν στην Αμερική τον πρώτο καιρό μετά την ανακάλυψή της δεν εντόπισαν την προέλευση του συγκεκριμένου αποσπάσματος. Ούτε όμως αμφισβήτησαν την ειλικρίνεια του Κόντογλου, όταν υποστηρίζει ότι το βρήκε σε κάποιον παλαιό συγγραφέα. Για παράδειγμα, ο Χρήστος Λάζος, στο βιβλίο του Έλληνες στην ανακάλυψη και εξερεύνηση της Αμερικής, γράφει πως ο Κόντογλου παραθέτει «ένα σπάνιο ντοκουμέντο […] δίχως αναφορά στην πηγή από την οποία το άντλησε», το οποίο όμως είναι «μοναδικό ιστορικό στοιχείο».[4]
Ψάχνοντας κι εμείς σε αρχαία βιβλία και βρίσκοντας από δω κι από κει ψίχουλα σκόρπια, κατορθώσαμε να ξετρυπώσουμε τελικά την πηγή του παραθέματος. Το απόσπασμα που παραθέτει ο Κόντογλου έχει αντληθεί από τον Girolamo Benzoni. Ο Τζιρόλαμο Μπεντζόνι γεννήθηκε στο Μιλάνο γύρω στα 1519. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια εμπόρων. Το 1541, σε ηλικία είκοσι δύο ετών, αποφάσισε να ταξιδέψει στον Νέο Κόσμο κυνηγώντας την περιπέτεια. Επισκέφτηκε τη νήσο Μαργαρίτα και την Ισπανιόλα, την Κολομβία, τον Παναμά και, τελικά, το Περού. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 1550, οι Ισπανοί αποφάσισαν να εκδιώξουν τους μη Ισπανούς από τις κτήσεις τους στην Αμερική· έτσι, ο Μπεντζόνι αναγκάστηκε να μπαρκάρει για το ταξίδι της επιστροφής, κουβαλώντας μαζί του την περιουσία που έκανε στον Νέο Κόσμο. Τον Σεπτέμβριο του 1556, έχοντας επιβιώσει από ένα καταστροφικό ναυάγιο στην Κούβα, στο οποίο έχασε τα πάντα, πάτησε ξανά το πόδι του στην Ευρώπη. Γυρίζοντας στην πατρίδα του, έγραψε μια έκθεση των ταξιδιών του με τίτλο La historia del Mondo Nuovo (Η ιστορία του Νέου Κόσμου), η οποία εκδόθηκε στη Βενετία το 1565. Το βιβλίο έκανε επιτυχία και επανεκδόθηκε το 1572, με νέα εισαγωγή του συγγραφέα. Στη συνέχεια, τα ίχνη του Μπεντζόνι χάνονται.
Η Ιστορία του Νέου Κόσμου του Μπεντζόνι είναι μια σύνθεση ταξιδιωτικού ημερολογίου, φυσικής ιστορίας, γεωγραφίας και περιπετειώδους αφηγήματος. Περιέχει πληροφορίες που ο συγγραφέας συγκέντρωσε ο ίδιος, αλλά και φήμες και στοιχεία από άλλες ιστορικές πηγές. Ο Μπεντζόνι δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πλεονεξία των Ισπανών και στην αγριότητα με την οποία συμπεριφέρθηκαν στους ιθαγενείς. Το έργο του μάλιστα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αρνητικής εικόνας για τα έργα των Ισπανών κονκισταδόρων στην Αμερική. Επίσης, ο Μπεντζόνι είναι ένας από τους πρώτους συγγραφείς που κατέγραψαν τα ήθη και τα έθιμα, τον τρόπο ζωής και τις διατροφικές συνήθειες των Ινδιάνων της Λατινικής Αμερικής.
Οι δύο πρώτες εκδόσεις της Ιστορίας του Νέου Κόσμου έγιναν, όπως είπαμε, στα ιταλικά το 1565 και το 1572 αντίστοιχα, και φέρουν τη σφραγίδα του συγγραφέα. Η τρίτη έκδοση του έργου είναι η λατινική εκδοχή του, που έγινε στη Γενεύη το 1578. Μεταφραστής του βιβλίου στα λατινικά ήταν ο Γάλλος προτεστάντης γιατρός και πάστορας Ουρμπάν Σωβετόν (Urban Chauveton). Ο ίδιος μάλιστα θα μεταφράσει και θα εκδώσει το βιβλίο και στα γαλλικά ένα χρόνο αργότερα, το 1579. Η λατινική μετάφραση του βιβλίου του Μπεντζόνι εκδόθηκε με τον τίτλο Novae Novi orbis historiae, id est, rerum ab Hispanis in India occidentali hactenus gestarum, et acerbo illorum in eas gentes dominatu, libri tres (Της νέας ιστορίας του Νέου Κόσμου, δηλαδή των όσων έπραξαν οι Ισπανοί στη δυτική Ινδία μέχρι σήμερα, και περί της πικρής τυραννίας που επέβαλαν πάνω σε αυτούς τους λαούς, βιβλία τρία). Από δω αντλεί ο Κόντογλου το παράθεμά του. Πιο συγκεκριμένα, το απόσπασμα βρίσκεται στις σελίδες 271-272 της έκδοσης της Γενεύης, στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου του τρίτου βιβλίου.
Το λατινικό παράθεμα του Μπεντζόνι, όπως εμφανίζεται στον έβδομο τόμο της συγκεντρωτικής έκδοσης των έργων του Κόντογλου, έχει αρκετά αντιγραφικά σφάλματα. Στην έκδοση της Γενεύης του 1578, το κείμενο έχει ως εξής:
Petrus quidam, Creta insula ortus, periculum ultro ipse facere statuit. Itaque machaera oblonga, ex iis que ambabus manibus tractantur, armatus, in litus egreditur. Non parum admirationis incussit indigenis barbati hominis tunc primum a se visi species: ille intrepide per medios progressus, ab eius orae Praefecto comiter et honorifice excipitur. Mox ab eo in turrim praesidiariam introductus, in qua templum Soli dicatum inerat, postquam id tantis opibus, quantas vix animo caperet, excultum ornatumque conspexit, in admirationem adeo defixus stupefactusque haesit, ut ea per somnium intueri se duntaxat crederet. Ad portam animalia quaedam specie leonum et duos tigres, sed innoxios, reperit. Quumque abeuntem aliquot aureis emblematis et monilibus Praefectus donare vellet, Cretensis, velut talia aspernaretur, abnuit, dissimulans se ea quaerentem in eas terras venisse. Regressus ad navim, quae et quanta viderit, refert.
Καταγράφουμε εδώ τις διαφορές που έχει το λατινικό κείμενο στη συγκεντρωτική έκδοση των έργων του Κόντογλου από το πρωτότυπο στην έκδοση της Γενεύης: «Hacque» αντί του σωστού «Itaque», «ex isque» αντί του σωστού «ex iis quae», «ambobus» αντί του σωστού «ambabus», «tractatur» αντί του σωστού «tractantur», «agregitur» αντί του σωστού «egreditur», «praesidiarum» αντί του σωστού «praesidiariam», «dedicatum» αντί του σωστού «dicatum», «intentit» αντί του σωστού «id tantis», «opibua» αντί του σωστού «opibus», «ornarumque» αντί του σωστού «ornatumque», «ab eo» αντί του σωστού «adeo», «de fixus» αντί του σωστού «defixus», «stuperfactus quaereor» αντί του σωστού «stupefactusque haesit», «raperit» αντί του σωστού «reperit», «Huncque» αντί του σωστού «Quumque», «ad eum» αντί του σωστού «abeuntem», «aliquod» αντί του σωστού «aliquot», «Cretens» αντί του σωστού «Cretensis», «aspernaretus» αντί του σωστού «aspernaretur», «abusit» αντί του σωστού «abnuit», «quanam» αντί του σωστού «quanta», «referet» αντί του σωστού «refert».
Σε ποιον οφείλονται άραγε αυτά τα αντιγραφικά σφάλματα; Στον ίδιο τον Κόντογλου ή στον επιμελητή τής (μεταθανάτιας) έκδοσης των έργων του; Για ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα, πρέπει ν’ ανατρέξουμε στην εκδοτική περιπέτεια του παραθέματος μέσα στο corpus των έργων του Κόντογλου. Το παράθεμα εμφανίζεται για πρώτη φορά, όπως άλλωστε και όλη η ιστορία του Πέτρου Κρητικού, λίγα χρόνια πριν από την πρώτη έκδοση των Φημισμένων αντρών και λησμονημένων. Κάνει την παρθενική του εμφάνιση στο ανολοκλήρωτο αφήγημα Ιστορία φοβερή, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα από τον Απρίλιο ως τον Δεκέμβριο του 1937. Πιο συγκεκριμένα, το παράθεμα εμφανίζεται στο τχ. 20, 17 Απριλίου 1937, σελ. 3. Εκεί το παράθεμα έχει αντιγραφεί σε γενικές γραμμές σωστά. Υπάρχουν λίγα μόνο λάθη: «Hacque» αντί του σωστού «Itaque», «ambatus» αντί του σωστού «ambabus», «excitur» αντί του σωστού «excipitur», «quauta» αντί του σωστού «quantas», «dugitaxat» αντί του σωστού «duntaxat», «spe ri» αντί του σωστού «specie», «Chunrnq;» αντί του σωστού «Quumque». Τα συγκεκριμένα λάθη μάλιστα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ίσως οφείλονται στον στοιχειοθέτη, που πιθανόν πέρασε βιαστικά το χειρόγραφο του Κόντογλου κατά το στήσιμο του τεύχους.
Πιο μεγάλη σημασία για το ζήτημα που μας απασχολεί έχει η δεύτερη εμφάνιση του παραθέματος, στην πρώτη έκδοση των Φημισμένων αντρών και λησμονημένων το 1942.[5] Εδώ υπεισέρχονται πολλά επιπλέον σφάλματα: «Haque» αντί του σωστού «Itaque», «ambatus» αντί του σωστού «ambabus», «agrecitur» αντί του σωστού «egreditur», «indicenis» αντί του σωστού «indigenis», «excitur» αντί του σωστού «excipitur», «in tantit» αντί του σωστού «id tantis», «opibua» αντί του σωστού «opibus», «quanta,» αντί του σωστού «quantas», «ornarumque» αντί του σωστού «ornatumque», «admirationam» αντί του σωστού «admirationem», «haefit» αντί του σωστού «haesit», «dugitaxat» αντί του σωστού «duntaxat», «quedam» αντί του σωστού «quaedam», «spe ri» αντί του σωστού «specie», «leorum» αντί του σωστού «leonum», «duosdigres» αντί του σωστού «duos tigres», «iunoxios» αντί του σωστού «innoxios», «raperit» αντί του σωστού «reperit», «Chunrqu;» αντί του σωστού «Quumque», «abeunfem» αντί του σωστού «abeuntem», «aliquod» αντί του σωστού «aliquot», «emblemartis» αντί του σωστού «emblematis», «monilibous» αντί του σωστού «monilibus», «vetut» αντί του σωστού «velut», «aspernaretus» αντί του σωστού «aspernaretur», «abunit» αντί του σωστού «abnuit», «quae, rentem» αντί του σωστού «quaerentem», «nanim» αντί του σωστού «navim», «quanat» αντί του σωστού «quanta». Επιπλέον, κάποιες λέξεις έχουν κολλήσει η μία με την άλλη («abeius» αντί του σωστού «ab eius» κ.ά.) ή έχουν διαχωριστεί λάθος («conspe xit» αντί του σωστού «conspexit» κ.ά.).
Στη νέα έκδοση του έργου, που περιλαμβάνεται στον έβδομο τόμο της συγκεντρωτικής έκδοσης («Αστήρ» – Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1987), προστίθενται και νέα σφάλματα, αυτή τη φορά από τον επιμελητή της έκδοσης και όχι από τον ίδιο τον συγγραφέα, που έχει στο μεταξύ πεθάνει. Εδώ διορθώνεται, ή μάλλον διαλαθώνεται, και το κείμενο της Ιστορίας φοβερής, που επανεκδίδεται στις σελίδες 157-204 του ίδιου τόμου. Τώρα, το παράθεμα στους Φημισμένους άντρες και λησμονημένους και στην Ιστορία φοβερή είναι πλέον πανομοιότυπο και έχει τα ίδια σφάλματα.
Ο Κόντογλου αποδίδει σε γενικές γραμμές σωστά το νόημα του λατινικού αποσπάσματος. Υπάρχουν κάποια σημεία που η μετάφραση δεν είναι απόλυτα ακριβής, αλλά σε γενικές γραμμές η μεταγραφή στα ελληνικά είναι σωστή. Το νόημα αλλοιώνεται ουσιαστικά μόνο στην προτελευταία περίοδο του παραθέματος: Όταν ο αρχηγός των Ινδιάνων θέλει να δώσει κάποια χρυσά κοσμήματα (emblematis) και περιδέραια (monilibus) στον Πέτρο, «Cretensis, velut talia aspernaretur, abnuit, dissimulans se ea quaerentem in eas terras venisse». Ο Κόντογλου μεταφράζει: «ο Κρης, αφού εθαύμασε ταύτα, ηρνήθη, προσποιούμενος ότι θα επανέλθη εις την χώραν ταύτην, να τα ζητήση». Στην πραγματικότητα όμως, το κείμενο λέει το εξής: «ο Κρητικός, σαν να περιφρονούσε τέτοια πράγματα, αρνήθηκε, αποκρύπτοντας ότι είχε έρθει σε αυτές τις χώρες ψάχνοντάς τα». Ο Κόντογλου μεταφράζει το dissimulo ως προσποιούμαι· το ρήμα όμως σημαίνει και αποκρύπτω, και με αυτή την έννοια χρησιμοποιείται εδώ από τον Μπεντζόνι. Έτσι, ο Κόντογλου διαστρεβλώνει τα λεγόμενα του Μπεντζόνι, απαλύνοντας την κατηγορία εναντίον του Πέτρου Κρητικού. Ο Πέτρος, όπως και οι υπόλοιποι κονκισταδόρες, είχε πάει στην Αμερική για να λεηλατήσει και να ληστέψει ανελέητα τον πλούτο των ντόπιων. Γι’ αυτό και κρύβει τα κίνητρά του μπροστά στους Ινδιάνους, ώστε να μην τον υποπτευθούν. Αντίθετα, η μετάφραση του Κόντογλου δίνει την εντύπωση πως επρόκειτο για έναν ευγενικό άνθρωπο, που δεν ήθελε να στενοχωρήσει τον οικοδεσπότη του και προσποιήθηκε ότι θα ξανάρθει για να συναντηθούν και πάλι εν ειρήνη.
Πόσο ευγενικά όμως ήταν τα κίνητρα του Πέτρου και των υπόλοιπων κονκισταδόρων φάνηκε από τη φρικτή συνέχεια της ιστορίας. Ας δώσουμε και πάλι το λόγο στον Κόντογλου, που συνοψίζει ως εξής τα όσα επακολούθησαν:
Η πέννα δεν μπορεί να γράψει σωστά τι αίματα χυθήκανε ίσαμε να σκλαβωθεί αυτή η φτυχισμένη χώρα. Σαν πεινασμένοι λύκοι που πέσανε σ’ ένα μαντρί κι ανεμοσουρίζουνε τα πρόβατα, και κείνα τα καϋμένα πολεμούνε με τα κέρατά τους να γλυτώσουνε τη ζωή τους, με τα δόντια και τα νύχια γλήγορα τα βάζουνε κάτω, έτσι κάνανε κ’ οι ασπρόμουτροι μαυρόψυχοι με τους Αμερικάνους.[6]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ