Μυήθηκα στην οργάνωση της ΕΟΚΑ τον Μάιο του 1955, έπειτα από ενημέρωση και προτροπή του Μιχαλάκη Παπαντωνίου. Ορκίστηκα ενώπιον του Κύπρου Παπαδόπουλου και του Ανδρέα Λαμπριανίδη. Σύμφωνα με μαρτυρίες σημαινόντων συναγωνιστών μου, η προσφορά μου συνίστατο στη συμμετοχή μου σε αποστολές δολιοφθοράς, σε ενέδρες, στην κατασκευή βομβών και άλλων εκρηκτικών, στη μεταφορά ανταρτών, πολεμικού και άλλου υλικού, καθώς και στην παραχώρηση του αυτοκινήτου μου, για τις όποιες άλλες ανάγκες της οργάνωσης.
Συνεργάτες μου στην κατασκευή εκρηκτικών μηχανισμών ήταν ο αδελφός μου Αλέκος και ο Πάρης. Η πρώτη νάρκη που κατασκευάστηκε στο εργαστήρι μου, δόθηκε στον Μιχαλάκη Παπαντωνίου και τη χρησιμοποίησε με επιτυχία. Έπειτα από τελειοποίησή τους, οι νάρκες κατέστησαν πιο αποτελεσματικές και πιο ασφαλείς για τους αγωνιστές και η ζήτησή τους ήταν μεγάλη όπως και μεγάλη ήταν και η ζήτηση των βομβών με υδροσωλήνες.
Στο εργαστήρι μου ανταλλάσσαμε πολύτιμες σκέψεις και ιδέες με τον Μιχαλάκη Παπαντωνίου και φτάσαμε στο σημείο να κατασκευάσουμε ΣΤΕΝ και ΜΠΑΖΟΥΚΑ.
Μια μέρα, μετά την επιτυχή επίθεση που κάναμε στην Αστυνομία Κουκλιών, ήλθαν στο σπίτι μου, στην Τίμη, Άγγλοι και Τούρκοι αστυνομικοί και με συνέλαβαν. Μαζί μου συνέλαβαν και τον αδελφό μου Αλέκο. Μας πήραν στο καλούμενο δασάκι της Πάφου, όπου, συναντηθήκαμε και με πολλούς άλλους συντοπίτες μας κρατούμενους και στη συνέχεια, μετά από λίγες μέρες, μας πήραν στα κρατητήρια Πύλας.
Εκεί μετά από λίγες μέρες άκουσα να φωνάζουν από τα μεγάφωνα:
– O DP 1923 Κλεόπας Δημητρίου να παρουσιαστεί αμέσως στο γραφείο.
Πήγα και μου έβαλαν χειροπέδες. Σε λίγο έφεραν και τον συμπολίτη μας καθηγητή Γιάννη Λοϊζίδη. Στη συνέχεια μας έβαλαν μέσα σε ένα αυτοκίνητο και μας μετέφεραν στα κρατητήρια της Ομορφίτας. Αμέσως μας γύμνωσαν από τη μέση και πάνω, μας κούρεψαν το κεφάλι, τελείως, πρώτο νούμερο, μας έδωσαν χαρτί και μας είπαν να γράψουμε. «Αγαπητοί μου γονείς είμαι καλά και σύντομα θα γυρίσω σπίτι». Ίσως, για να δουν τον γραφικό μας χαρακτήρα. Όλη τη μέρα μας άφησαν όρθιους σε ένα τοίχο με τα χέρια ψηλά και το βράδυ άρχισαν να μας βασανίζουν. Με έβαλαν σε ένα κρεβάτι σιδερένιο και έδεσαν με αλυσίδες τα δυο μου πόδια ξεχωριστά και τα δυο μου χέρια, ξεχωριστά, στους τέσσερις στύλους του κρεβατιού. Στη συνέχεια πήραν ένα ρούχο, πανί, και ένα κουβά νερό. Με πότισαν βιαίως όλο το νερό που ήταν στον κουβά και ακολούθως με κτυπούσαν στο στομάχι μέχρι που έκανα εμετό. Το βασανιστήριο αυτό, που το έκαμναν Άγγλοι και Τούρκοι, μου το επαναλάμβαναν πολλές φορές, καθημερινά, για ένα περίπου μήνα και επέμεναν να τους πω ότι εγώ κάμνω τις βόμβες στο Κτήμα (Πάφο). Έφτασα στο σημείο να κάμνω εμετό αίμα καθώς και να ουρώ αίμα. Ταυτόχρονα μου έβαζαν ηλεκτρικό ρεύμα στα γεννητικά μου όργανα, στα πόδια και τα χέρια και οπουδήποτε αλλού.
Έδεναν τα γεννητικά μου όργανα με σχοινί και τα τραβούσαν, με αποτέλεσμα το μέγεθός τους από το φούσκωμα να φθάνει το μέγεθος πορτοκαλιού.
Μία νύχτα με έβαλαν σε ένα δωμάτιο και με έδεσαν καθιστό πάνω σε μια καρέκλα με χιόνι με τα πόδια μου μέσα σε μια μπανιέρα που είχε και αυτή χιόνι. Έγινα όπως το ξύλο και όταν άρχισε στο κορμί μου να ανεβαίνει η θερμοκρασία είχα την εντύπωση ότι το τρυπούσαν με βελόνες. Στο τέλος και όταν βρισκόμουνα σε άθλια κατάσταση εφήρμοσαν τη γνωστή μέθοδο της στεφάνης στο κεφάλι μου.
Μου επαναλάμβαναν συνέχεια πως έφθασε το τέλος μου και πως θα με θάψουν στις Κεντρικές Φυλακές. Όντως το είχα πάρει απόφαση, πως έφτασε το τέλος μου, όμως επέμενα και έλεγα από μέσα μου ότι δεν θα μιλήσω και ας με σκοτώσουν.
Μίαν από αυτές τις νύχτες, που βρισκόμουν μεταξύ ζωής και θανάτου, με επισκέφτηκε μέσα στο κελί μου ο συμπολίτης μου καθηγητής Γιάννης Λοϊζίδης. Του είπα ότι πεθαίνω και αφού πείσθηκε και ο ίδιος από την κατάσταση που με βρήκε, πήρε μια ρόγα από σταφύλι και αφού έψαλε και διάβασε κάποιες ευχές με «κοινώνησε» και έφυγε. Την άλλη μέρα το πρωί με πήραν χέρια πόδια και με ρίξανε μέσα σε ουρητήριο. Εκεί άρχισαν όλοι να ουρούν στο στόμα μου και πάνω σε όλο μου το κορμί. Με άφησαν να φουσκώνω μέσα στα ούρα όλη τη μέρα και τη νύχτα, καθώς και όλη την άλλη μέρα.
Η συνέχεια από την ηχογραφημένη μαρτυρία του αείμνηστου αγωνιστή της ΕΟΚΑ Κλεόπα Δημητρίου .Αργά το βράδυ μου έφεραν και μου φόρεσαν το πουκάμισό μου και τα παπούτσια μου. Με έβαλαν μέσα σε ένα αυτοκίνητο, όπου πρόσεξα ότι βρισκόταν μέσα και ο Γιάννης ο Λοϊζίδης, σε άθλια κατάσταση και αυτός, και μας μετέφεραν στις Κεντρικές Φυλακές. Αφού μείναμε εκεί λίγες μέρες μας μετέφεραν πάλι πίσω στα κρατητήρια. Εκεί οι παλιοί μας συγκρατούμενοι δεν μας αναγνώρισαν από την παραμόρφωση και τις κακουχίες που υπέστησαν τα πρόσωπα και τα σώματά μας.
Επάνω εκεί, στην απελπισία και την απόφαση που πήραν όλοι οι συγκρατούμενοί μου πως θα έφευγα από τη ζωή, έδειξε τη δυναμική του παρουσία ο Σύνδεσμος της Oργάνωσης. Ανέλαβε προσωπικά την περίθαλψή μου ο γιατρός Δημήτρης Ησαΐας από το χωριό Ξερό. Δίπλα μου ήταν ο Στέλιος Μαύρος από τις Πλάτρες ο οποίος άρχισε να με εμψυχώνει και μαζί του να με ενθαρρύνουν όλοι οι άλλοι κρατούμενοι. Ο γιατρός, θυμάμαι, έσπαζε με την πέτρα το κέλυφος των αυγών και μου το πότιζε. Ζήτησε επίμονα φάρμακα απέξω και μου τα φέρνανε και έτσι σιγά-σιγά άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου.
Μετά από ένα περίπου μήνα ήλθε διαταγή να πάω στο Γενικό Νοσοκομείο με άλλο όνομα για να με παραλάβει κάποιος Κούππας για θεραπεία. Πράγματι πήγα με το όνομα Αλέκος Δημητρίου που ήταν το όνομα του αδελφού μου. Εκεί που περίμενα πάνω στο φορείο, για να μεταφερθώ σε ιατρείο άρχισε η περίφημη Μάχη του Νοσοκομείου. Αμέσως, τότε, οι Άγγλοι άρχισαν πάλι να με κτυπούν άγρια και στη συνέχεια χωρίς να μου γίνει καμία ιατρική εξέταση με έφεραν πίσω στα κρατητήρια. Ύστερα από δύο περίπου μήνες, με μετέφεραν στο Μάμμαρη και στη συνέχεια στην Κοκκινοτριμιθιά, όπου κρατήθηκα μέχρι τον Μάρτιο του 1959 που απολύθηκα.
Τελειώνοντας την κατάθεσή μου αυτή, για τα φριχτά και απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστηκα για ένα και μισό περίπου χρόνο από τους Άγγλους, θέλω να εκφράσω τις απεριόριστες ευχαριστίες μου προς όλους εκείνους τους συναγωνιστές μου, που με στήριξαν αφάνταστα τις δύσκολες εκείνες ώρες που περνούσα. Τους ευχαριστώ όλους από τα βάθη της καρδιάς μου, είτε τούτοι βρίσκονται σήμερα στη ζωή, είτε έχουν φύγει. Τα λόγια των συναγωνιστών μου, μετά την απελευθέρωσή μας: «Κλεόπα, για να βρισκόμαστε σήμερα εμείς στη ζωή και να έχουμε οικογένειες και εγγόνια, το οφείλουμε σε εσένα που δεν μίλησες», με συγκινούν αφάνταστα, με κάνουν περήφανο και αισιόδοξο να προσβλέπω με ελπίδα το μέλλον
Ο Δημητρίου, έφυγε πλήρης ημέρων στις 31/12/2021