της Φωτεινής Βακιτσίδου,
Η μονίμως μαυροφορεμένη γιαγιά, αυτή που έζησε τον πόλεμο χάνοντας παιδιά· από τα άλλα, τα ξενιτεμένα όταν λάμβανε φωτογραφίες, έψαχνε τα «Otsi», δηλαδή τα μάτια τους. Κάποιες φορές ο τόνος ήταν νοσταλγικός, άλλες θυμωμένος όμως τα χείλη της πάντα έσκυβαν πάνω στα άψυχα χαρτιά να τα φιλήσουν. Ο παππούς, αρνιόταν να κοιτάξει αυτές τις φωτογραφίες. Εκείνη όμως επέμενε. Έτσι άρχιζε η δίγλωσσή τους συζήτηση. Σε δυο διαφορετικές γλώσσες αναθυμόταν, σκάλιζαν τον κήπο της μνήμης τους. Στο τέλος, κλαίγανε. Όταν κλαις, τα λόγια χάνονται. Δεν υπάρχει γλώσσα.
Μπροστά σε τρίτους δεν άνοιγαν ποτέ την αγκαλιά τους ο ένας προς τον άλλο. Φοβόντουσαν τα τρίτα μάτια. Ντροπή ήταν. Η ζωή τους όλη κατακλύζοταν κι απ’ τα δυο: φόβο και ντροπή. Τα παιδιά τους αποτυπωμένα σε φωτογραφίες από την Αμερική, την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Γερμανία, διάσπαρτες· όπως οι ζωές τους. Δε φύγανε ποτέ μαζί με τα χελιδόνια. Και κανένα τους δεν επέστρεψε. Κάθε συνάντησή τους, ανέσυρε ποτάμια θυμήσεων, μακρινών και στο κάθε παρόν στις μεγάλες συναντήσεις τα ένωναν σε μια λίμνη…
Η θάλασσα, από εκεί που ήρθαν, ήταν πια μακριά. Ζούσαν μέσα και δίπλα στη λίμνη. Αυτή, πάντα έφερνε τις ψιθυριστές φωνές των παιδιών από τα ξένα· εκείνους τους τόπους που έλιωσαν τα χέρια τους, αυτούς που τους έπλασαν με ιδρώτα ξινό να στάζει τα φορεμένα φορέματα, τα πουκάμισά τους. Σε αυτά τα παιδιά, τα μάτια τους εκεί –ξένα- κοιτούσαν πάντα προς τα πίσω, προς τον τόπο τους, τη μάνα – τον πατέρα. Αναθυμόταν τη γη την αφιλόξενη, με τις πέτρες των πολέμων να έχουν χτίσει τα βουνά γύρω-γύρω. Απόηχοι τώρα. Βουητά στα αυτιά τους. Δηλητήριο στα κόκκαλα, στα πεσμένα γόνατα, τα άκαρπα μάτια τους. Τεντωμένες οι φλέβες.
Οι φωτογραφίες, όλα αυτά τα έκρυβαν καλά. Ως ότου πάλι μάτια με μάτια έψαχναν την ένωση, τη βαθειά αιτία του αποχωρισμού. Η γιαγιά, η μάνα, με αυτά τα βλέμματα κοίταζε τα πρόσωπα των φωτογραφιών, των ξενιτεμένων παιδιών της. Ο παππούς τα χαμήλωνε. Τα δάκρυά του έσταζαν ένα-ένα στο γιακά του. Την ώρα των αποχαιρετισμών, αυτοί που πρόκειται να συναντηθούν σύντομα γελούν, ενώ τα μάτια γεμάτα αδημονία ταξιδεύουν προς έναν ανοιχτό ορίζοντα. Των άλλων, κοινή ομολογία, τσούζουν. Οι κόγχες ζεματιούνται από την πίκρα να χωρίζεις χωρίς να ξέρεις αν ποτέ θα βρεθείτε και πάλι. Τα «otsi» της μαυροφορεμένης γιαγιάς ήταν έτσι πάντα: ζεματισμένα. Έτσι. Kαι μετά τον εμφύλιο μαζί με το παππού έζησαν όλο το υπόλοιπο της κατακερματισμένης ζωής τους – έτσι, ζεματισμένα. Ζωή κι αυτή, αλλά δίχως να κοιτούν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου.
1 thought on “Otsi, ένα διήγημα για την ξενιτιά”