Πρώτη δημοσίευση: CognoscoTeam
του Νίκου Σοφιανού*
Πληθώρα σχολών φιλοσοφικής σκέψης προσπάθησαν ανά τους αιώνες να δώσουν τον δικό τους ορισμό στην Ηθική, ανάλογα με τις θεωρήσεις και κατευθύνσεις που αυτές αντιπροσώπευαν αλλά και την φύση του Αγαθού έτσι όπως οριζόταν από τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο ορισμός, λοιπόν, της Ηθικής ως έννοιας ήταν πάντα ένα φιλοσοφικό ζητούμενο με τελικό ίσως στόχο και σκοπό, στην σύγχρονη πλέον εποχή, την δημιουργία μιας εφαρμοσμένης ηθικής, ενταγμένης μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της κανονιστικής ηθικής και τον προσδιορισμό μιας πράξης ως «καλής ή κακής». Η προσπάθεια, λοιπόν, προσέγγισης της Ηθικής ντετερμινιστικά την εργαλειοποίησε σε μεγάλο βαθμό μετασχηματίζοντάς την σ’ ένα καλειδοσκοπικό όργανο που αναλόγως την φιλοσοφική διάθλαση (ρεαλισμός, εμπειρισμός, ιδεαλισμός, σχετικισμός, ωφελιμισμός, αλτρουισμός, ηδονισμός, πραγματισμός κτλ.) θα δημιουργούσε πολυποίκιλους φιλοσοφικούς χρωματισμούς, ο πλουραλισμός των οποίων θα φόρτωνε τελικά την έννοια της Ηθικής με ανυπέρβλητα βάρη. Έτσι, τα βαριά φιλοσοφικά ρούχα που ντύσαμε την Ηθική και καλύπτουν το σώμα της εμποδίζουν το μάτι του πνεύματος να διεισδύσει με ενορατική ματιά στην βαθύτερη ουσία της έννοιας αυτής και να εισχωρήσει στο βάθος της αίσθησης που την δημιουργεί, φτάνοντας τελικά στην θέαση του γυμνού και απροκάλυπτου σώματος της.
Ο παρακάτω Διάλογος είναι μια διαλεκτική προσπάθεια ανεύρεσης ενός νέου νοήματος της Ηθικής που όμως δεν περιορίζεται από κανέναν ντετερμινιστικό χαρακτήρα ούτε επιδιώκει μέσα από το νέο αυτό νόημα να ορίσει μια νέα Αλήθεια δίνοντας έναν ακόμα επιπρόσθετο χρωματισμό στην άπειρη φιλοσοφική παλέτα. Η φιλοσοφική πρωτοτυπία του παρακάτω Διαλόγου συνίσταται στο ότι αποφορτίζει την έννοια της Ηθικής από τα βάρη της και προσπαθεί να της αφαιρέσει τα περιττά ρούχα έτσι ώστε να φωτισθεί το γυμνό της σώμα. Ο Διάλογος εκφράζει την εξαιρετικά καίρια αγωνία να απαλλαγεί η Ηθική από την συμβατικότητα, τον κομφορμισμό και την στείρα υποταγή σε κάποιον κώδικα, σε κάποιον άγραφο Νόμο και να αναβαπτιστεί στην Αλήθεια της συνείδησης και της ύπαρξης. Με όπλο τη λογική ο φιλόσοφος Ξενοφάνης (φανταστικό πρόσωπο) θα προσπαθήσει με τον συνομιλητή του, τον Αριστόδικο (επίσης φανταστικό πρόσωπο), να αποδομήσει την έννοια που έχει ο κοινός νους περί Ηθικής. Τόσο η έννοια της Ηθικής όσο και αυτή του Δικαίου θα εξετασθούν παράλληλα και ιδιότυπα και τελικά θα αποκαλυφθεί για ποιόν λόγο ούτε η έννοια του Δικαίου αλλά ούτε κι αυτή της Ηθικής δεν πρέπει να συγχέονται με το σύνολο κάποιων νόμων, κωδίκων ή αρχών γραπτών ή αντίστοιχα άγραφων.
Τα συμπεράσματα στα οποία θα φτάσουν οι δύο συνομιλητές θα ξαφνιάσουν τον αναγνώστη καθώς η αποδόμηση των εννοιών είναι καταλυτική. Ωστόσο με εργαλείο τη λογική και την ενόραση οι έννοιες αναδομούνται σ’ ένα ανώτερο επίπεδο όπως αξίζει σ’ έναν φιλοσοφικό διάλογο. Σύμφωνα με το Ξενοφάνη, η Ηθική διαχωρίζεται από το απόλυτο της αυθεντίας των αξιωμάτων (δηλαδή αρχές, κώδικες, αξίες, αρετές και συμπεριφορικά πρότυπα) και δεν αποτελεί τον φορέα τους ούτε η Ηθική είναι ένα εργαλείο αξιολογικής κρίσης με το οποίο επιλέγουμε την καλή πράξη από την κακή, το σωστό από το λάθος. Η Ηθική πλανάται ανάμεσα στο πραγματικό (ον) και το ιδανικό (δέον γενέσθαι) χωρίς να ταυτίζεται με κανένα από αυτά τα δύο, γεγονός που δεν την κατατάσσει φιλοσοφικά ούτε στον ιδεαλισμό ούτε στον ρεαλισμό. Μέσα από μια γόνιμη σύγκριση της Ηθικής και του Δικαίου ο φιλόσοφος φτάνει τελικά στην ανακάλυψη μια κρυφής αίσθησης που εκφράζει η έννοια της Ηθικής. Αυτή η αίσθηση είναι ένα σφοδρό παλιρροιακό κύμα από έναν σεισμό στο εσωτερικό του ανθρώπου. Η Ηθική του Ξενοφάνη μετασχηματίζεται έτσι σε μια δυναμική αντίδραση που δυναμιτίζει την ύπαρξη φέρνοντας τον άνθρωπο στη θέση ενός τραγικού ήρωα που έρχεται αντιμέτωπος με την κατάρρευση των σταθερών αρχών του για να τις ανανοηματοδοτήσει σ’ ένα βαθύτερο συνειδησιακό γίγνεσθαι.
Φιλοσοφικά ο Διάλογος είναι επηρεασμένος από την Φιλοσοφία του Νου και την Αισθητική Φιλοσοφία καθώς θεωρεί τις έννοιες, ως μία από τις υψηλότερες τέχνες που δημιούργησε το ανθρώπινο πνεύμα προκειμένου αυτές να ντύσουν τις αισθήσεις κι έτσι ο άνθρωπος να τις δει νοητικά – να τις νοήσει. Διαφορετικά, οι αισθήσεις μένουν ως βίωμα, αόρατο για τα μάτια του νου. Πίσω λοιπόν από κάθε έννοια κρύβεται πάντοτε μια αίσθηση. Αλλά η έννοια αυτή δεν συμβολοποιεί την αίσθηση ούτε αποτελεί ταυτολογία της αίσθησης αυτής με την αντίστοιχη έννοια της. Παίζει περισσότερο τον ρόλο του ρούχου που ντύνει το αόρατο σώμα της αίσθησης προκειμένου ο νους να το νοήσει. Ο ρόλος, λοιπόν, του φιλοσόφου είναι να αποδομήσει την Έννοια, να αφαιρέσει δηλαδή το τεχνούργημα της ανθρώπινης διάνοιας και να αφουγκραστεί τους παλμούς του γυμνού σώματος της αίσθησης.
Α. Φίλε μου Ξενοφάνη, με προβληματίζει κάτι που από καιρό ήθελα να μάθω, αλλά δεν ξέρω πώς να κατευθύνω τη σκέψη μου σ΄ αυτό, μα με την βοήθειά σου είμαι σίγουρος ότι θα βρω έναν δρόμο ώστε να βαδίσω σωστά, ή μήπως σου μιλάω μάταια;
Ξ. Μίλα μου Αριστόδικε, και γω θα προσπαθήσω να σου πω αυτά για τα οποία εσύ θα με ρωτήσεις.
Α. Ξέρεις λοιπόν πόσο καλά είναι οργανωμένοι οι Νόμοι της Πολιτείας μας, και είναι το ίδιο καλοί στο να προλαμβάνουν και τις δύσκολες και τις εύκολες μαζί περιπτώσεις.
Ξ. Σωστά μιλάς φίλε μου.
Α. Έτσι λοιπόν ο Νομοθέτης προσπάθησε να διεισδύσει βαθειά στο εσωτερικό των ανθρώπων και των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσά τους, ώστε να μη δημιουργείται κάποιο κενό στην νομοθεσία και να είναι ο Νόμος δίκαιος για όλους και για τους αδύναμους και για τους πιο δυνατούς και για όλους τους άλλους μαζί.
Ξ. Ναι, αλλά που θες όμως να καταλήξεις;
Α. Αφού λοιπόν έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε τόσο τέλειους νόμους, σε τι χρειάζεται η Ηθική, αυτός ο άγραφος κώδικας, που σε παλαιότερες εποχές, όπου ο Νόμος δεν ήταν τόσο καλά νουθεμένος, έπαιζε ίσως το μεγαλύτερο ρόλο στο εσωτερικό του ανθρώπου, και μάλιστα όπως λένε και οι παλαιότεροι, ο γραπτός Νόμος προήλθε από τον άγραφο αυτό κώδικα που ονομάζεται Ηθική;
Ξ. Θα σου κάνω λοιπόν και γω μια ερώτηση.
Α. Σ’ ακούω
Ξ. Πες μου από ποια μεριά πρέπει να παρατηρήσουμε για να εξετάσουμε τα πράγματα, πρέπει δηλαδή να ερευνήσουμε την Ηθική για να δούμε τι είναι Δίκαιο ή πρέπει να ερευνήσουμε το Δίκαιο για να προσεγγίσουμε την έννοια της Ηθικής και τι από τα δύο, το Δίκαιο ή η Ηθική είναι αυτό που προηγείται στον άνθρωπο;
Α. Έτσι λοιπόν όπως μου θέτεις την ερώτηση φαίνεται πράγματι ότι αυτά τα δύο, η Ηθική και το Δίκαιο, έχουν έναν σύνδεσμο τέτοιον ώστε από το ένα να μπορείς να οδηγηθείς στο άλλο και αντίστροφα.
Ξ. Και ποια από τα πράγματα τα οποία γνωρίζεις έχουν αυτήν την διπλή δύναμη, να μπορείς δηλαδή από το ένα να πηγαίνεις στο άλλο;
Α. Νομίζω ότι εννοείς εκείνα τα πράγματα που έχουν κοινή ουσία.
Ξ. Ας θεωρήσουμε λοιπόν ότι το Δίκαιο και η Ηθική έχουν την ίδια κοινή ουσία. Αν όμως είχαν απόλυτα την ίδια ουσία θα ήταν ακριβώς οι ίδιες έννοιες και τότε δεν θα χρησιμοποιούσαμε δύο διαφορετικά ονόματα για το ίδιο ακριβώς πράγμα.. Άρα θα πρέπει να έχουν και κάποιο στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί αυτές τις δύο έννοιες ή δεν είναι έτσι;
Α. Πως όχι;
Ξ. Πάμε να βρούμε λοιπόν πρώτα ποιο είναι το κοινό στοιχείο αυτών των δύο εννοιών και αφού το ανακαλύψουμε θα ψάξουμε μετά το στοιχείο εκείνο το οποίο τις διαφοροποιεί.
Α. Ας αρχίσουμε.
Ξ. Λένε αλήθεια ότι οι γραπτοί Νόμοι που τους ονομάζουν Δίκαιο, προέρχονται από κάποιους άλλους νόμους, τα κοινά ήθη. Και κάτι τέτοιο φυσικά είναι πολύ λογικό, ότι δηλαδή οι γραπτοί Νόμοι προέρχονται από κάποιους άλλους άγραφους. Γιατί στις πρώτες κοινωνίες που δεν υπήρχαν ακόμα γραπτοί κώδικες, οι άνθρωποι είτε από ενόραση είτε από διαίσθηση είτε από την ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνίας τους, έπρατταν πάντοτε σύμφωνα με κάποιους κανόνες άγραφους, που ήταν σεβαστοί απ’ όλη την κοινότητα. Και αυτοί οι κανόνες δεν είναι χαρακτηριστικό μονάχα του ανθρώπινου είδους ή μια ανακάλυψή τους, αλλά όπως το αντιλαμβάνεσαι και συ, νόμοι υπάρχουν σε όλα τα όντα της φύσης, από τα πιο μικρά σωματίδια μέχρι και τους τεράστιους πλανήτες του σύμπαντος μας.
Α. Έτσι είναι, όπως τα λες
Ξ. Επειδή όμως ο άνθρωπος δεν κατευθύνεται μονάχα από το ένστικτο αλλά και από την λογική, και είναι το μόνο πλάσμα του πλανήτη αυτού που δημιουργεί πολιτισμό, και προσπαθεί να αυξήσει την γνώση του για τα πράγματα, χρησιμοποίησε Νόμους γραπτούς, έτσι ώστε κανένας να μην τους παραβαίνει για οποιονδήποτε λόγο, με σκοπό να επιτυγχάνεται η εύρυθμη λειτουργία της κοινότητας. Έτσι λοιπόν θα παρατηρήσεις ότι ο Λευιτικός Νόμος του αρχαίου Ισραήλ παρ’ όλο που ενδύονταν έναν ιερό μανδύα, περιέχει ένα πλήθος από κανόνες που αφορούν στην ζωή ενός συγκεκριμένου λαού για να μπορέσει αυτός ο λαός να επιβιώσει σε αντίξοες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Ή από την άλλη οι Νόμοι του Χαμουραμπί για τους Πέρσες ή τα θεσπίσματα του Δράκοντα και του Σόλωνα για τους Έλληνες. Όλοι αυτοί οι Νόμοι αφορούσαν σε συγκεκριμένες κοινωνίες. Και πολλοί από αυτούς τους Νόμους τους γραπτούς ήταν απόρροια των άγραφων ηθών που υπήρχαν στην κοινωνία, αλλά υπήρχαν και άλλοι, οι οποίοι όχι μόνον δεν ήταν απόρροια των παλιών εκείνων ηθών αλλά ήταν και αντίθετοι απ’ αυτά τα ήθη, κι αυτό γιατί το κοινό συμφέρον ή το συμφέρον μεμονωμένων ανθρώπων έρχονταν σε αντίθεση με κάποια κοινά αισθήματα. Αυτό άλλωστε γίνεται εύκολα εμφανές, στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη», όπου οι άγραφοι Νόμοι της Αντιγόνης συγκρούονται με τους γραπτούς Νόμους της Θήβας.
Α. Πράγματι, έτσι είναι όπως τα λες.
Ξ. Άρα όπως φαίνεται, απ’ αυτά τουλάχιστον που ειπώθηκαν μέχρι τώρα, οι άγραφοι κώδικες αφενός που έχουμε μέσα μας και τους ονομάζουμε Ηθική, και οι γραπτοί κώδικες αφετέρου που τους ονομάζουμε Δίκαιο, έχουν σαν κοινό τους στοιχείο ότι και οι δύο είναι κώδικες με κάποιο κανονιστικό χαρακτήρα.
Α. Βρήκαμε λοιπόν το κοινό τους στοιχείο.
Ξ. Μάλλον. Αλλά πες μου τώρα, αφού το κοινό τους στοιχείο είναι η κανονιστική αρχή, ποια είναι η διαφορά που αντιδιαστέλει την μία έννοια από την άλλη;
Α. Σίγουρα θα είναι κάτι, που ενώ στο ένα θα υπάρχει στο άλλο θα απουσιάζει.
Ξ. Είπαμε προηγουμένως φίλε μου, ότι οι άγραφοι κώδικες έρχονται πολλές φορές σε αντίθεση με τους γραπτούς Νόμους, άρα το γεγονός και μόνον ότι οι μεν είναι γραπτοί ενώ οι άλλοι όχι, δεν φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο. Άρα στην ουσία δεν είναι αυτό το χαρακτηριστικό που τους διαφοροποιεί αλλά κάποιο άλλο.
Α. Σωστά μιλάς.
Ξ. Μήπως το στοιχείο αυτό που ψάχνουμε είναι ότι οι γραπτοί Νόμοι έχουν άλλον σκοπό από τους άγραφους;
Α. Ίσως.
Ξ. Για να δούμε. Ποια από τα δύο αυτά είδη κωδίκων, οι γραπτοί ή οι άγραφοι είναι πιο διαχρονικοί, φαίνεται δηλαδή να διατηρούνται στους κόλπους της κοινότητας πολύ περισσότερο καιρό απ’ ότι οι άλλοι.
Α. Μάλλον οι άγραφοι απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω ότι ισχύει.
Ξ. Και γιατί να συμβαίνει αυτό; Επειδή ίσως ο σκοπός των γραπτών κωδίκων είναι διαφορετικός από τον σκοπό των άγραφων. Οι μεν γραπτοί κώδικες, λειτουργούν με σκοπό να επιλύουν τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και να κρίνουν ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, με άλλα λόγια έχουν μια λειτουργία κυρίως διανεμητικής δικαιοσύνης, ενώ από την άλλη οι άγραφοι Νόμοι δημιουργούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο κάθε άνθρωπος ωριμάζει ως οντότητα και αποκτά τα θεμέλια του. Και οι μεν γραπτοί κώδικες λειτουργούν σύμφωνα με τα συμφέροντα της κοινότητας και γι’ αυτό άλλωστε μπορεί να έχουν μικρή διάρκεια ζωής. Γιατί τα συμφέροντα μιας κοινότητας μπορεί να αλλάζουν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ το ηθικό πλαίσιο στο οποίο μεγαλώνει ένας άνθρωπος έχει ως σκοπό να νουθετήσει τον πολίτη, όχι σύμφωνα με τα συμφέροντα αυτής της κοινότητας αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις, τις κοσμοθεωρίες και τις φιλοσοφικοκοινωνικές σταθερές του πολιτισμού που εκφράζονται διαχρονικά από την κοινότητα. Αυτές όμως οι σταθερές δεν αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη και με καταλυτικό τρόπο, όπως τα συμφέροντα της κοινότητας αλλά είναι μια πορεία μακράς διαρκείας μέσα στον ιστορικό χρόνο. Γι αυτό σου δίνουν την εντύπωση οι άγραφοι Νόμοι ότι δεν αλλάζουν ποτέ αλλά παραμένουν στάσιμοι και διαχρονικοί. Άρα βλέπεις λοιπόν, ότι στην ουσία μιλάμε για δύο τελείως διαφορετικά πράγματα, που το καθένα έχει τελείως διαφορετικούς σκοπούς. Το μεν ένα, ο άγραφος κώδικας, να διαμορφώνει την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου, το δε άλλο, ο γραπτός Νόμος να αποδίδει δικαιοσύνη μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων.
Α. Άρα αυτό που λέγαμε στην αρχή ότι το ένα προέρχεται από το άλλο δεν ισχύει;
Ξ. Δεν νομίζω ότι το ένα προέρχεται από το άλλο, δηλαδή οι γραπτοί Νόμοι προέρχονται από τα ήθη ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλέον σήμερα. Το μόνο που μπορούμε να παρατηρήσουμε πάνω σ΄αυτό το θέμα είναι το ότι οι γραπτοί Νόμοι οφείλουν να μην απέχουν ούτε να παρεκκλίνουν από τους άγραφους διαφορετικά δεν θα είναι εφαρμόσιμοι για την κοινωνία στην οποία προορίζονται να ισχύσουν. Αυτό ίσως μας οδηγεί σε μια επίφαση ότι τάχα οι γραπτοί Νόμοι προέρχονται από κάποιους άλλους άγραφους.
Α. Μάλιστα.
Ξ. Αλλά ας μπούμε στο πεδίο των άγραφων Νόμων για να μελετήσουμε καλύτερα την έννοια της ηθικής.
Α. Ας το αναλύσουμε λοιπόν όσο πιο διεξοδικά μπορούμε.
Ξ. Οι άγραφοι Νόμοι που μας βοηθούν να στηριχτούμε ως οντότητες και να έχουμε μέσα μας έναν ισχυρό ακρογωνιαίο λίθο δεν τους ονομάζουν συνήθως ηθική;
Α. Ναι, έτσι είναι φίλε μου Ξενοφάνη απ’ όσα τουλάχιστον έχω καταλάβει μέχρι τώρα.
Ξ. Για να δούμε λοιπόν αν σωστά ταυτίζουν αυτούς τους άγραφους κώδικες με την έννοια της Ηθικής.
Α. Να το δούμε.
Ξ. Έχεις ακούσει άραγε τα διδάγματα των κατ’ αίσθηση φιλοσόφων, διδάγματα τα οποία και γω ακολουθώ, όπως γνωρίζεις αγαπημένε μου φίλε;
Α. Κάτι έχω ακούσει, αλλά αφού εσύ μου τα εξηγούσες τότε και ’γω με τη σειρά μου θα τα καταλάβαινα καλύτερα. (Εδώ θα χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο μια θεώρηση αναφορικά με την φιλοσοφία των εννοιών – Φιλοσοφία του Νου – για να διευκολυνθεί ο διάλογος. Σύμφωνα μ’ αυτήν οι έννοιες είναι γλωσσικά σχήματα που ντύνουν συγκεκριμένες αισθήσεις τις οποίες δεν θα μπορούσαμε να νοήσουμε αν δεν τις εννοιοποιούσαμε).
Ξ. Θα ’χεις ακούσει λοιπόν ότι οι έννοιες είναι τα ονόματα που δίνουμε εμείς οι άνθρωποι στις αισθήσεις. Αλλά αυτό το όνομα δεν λειτουργεί σαν σύμβολο των αισθήσεων αυτών δεν τις συμβολίζει δηλαδή, αλλά περισσότερο παίζει τον ρόλο των ρούχων που ντύνουν ένα αόρατο σώμα το οποίο δεν θα μπορούσαμε να το δούμε αν δεν τις χρησιμοποιούσαμε. Έτσι, ενώ το όνομα επί παραδείγματι κάποιου ανθρώπου δηλώνει, παραπέμπει απλώς σ’ έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, η έννοια από την άλλη δεν δηλώνει ή εκπροσωπεί κάποια αίσθηση. Η έννοια προσπαθεί να δώσει μορφή σε κάτι που είναι αόρατο για το νου. Γιατί η αίσθηση δεν είναι δυνατόν να νοηθεί, να εκφραστεί λεκτικά αν δεν εννοιοποιηθεί από τον νου του ανθρώπου. Γι αυτό και η έννοια είναι ό, τι πιο ποιητικό έχει δημιουργήσει ο νους του ανθρώπου, μια τέχνη ανυπέρβλητης ομορφιάς, ένα ανθρώπινο τεχνούργημα που ο νους το έπλασε με τα πιο εξευγενισμένα υλικά και η έναρθρη γλώσσα το στόλισε με τους πιο πολύτιμους φθόγγους της. Η έννοια λοιπόν δεν είναι η αίσθηση αλλά μια γλωσσική-λεκτική σύμβαση, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε να νοήσουμε την αίσθηση. Άρα η έννοια είναι κάτι διαφορετικό από την αίσθηση κι απλά τη χρησιμοποιούμε για να νοήσουμε την αίσθηση αυτή. Η έννοια της Ηθικής λοιπόν είναι ένα όνομα που δίνουμε σε μια συγκεκριμένη αίσθηση για να την νοήσουμε. Ποια όμως είναι αυτή η αίσθηση; Σίγουρα αγαπημένε μου φίλε δεν θα θεωρούσες ποτέ έναν κώδικα ως αίσθηση. Άρα έχουν λάθος αυτοί οι οποίοι ονομάζουν το σύνολο των άγραφων αυτών κωδίκων για τους οποίους μιλήσαμε πιο πριν, Ηθική.
Α. Έτσι όπως μιλάς αρχίζω και πιστεύω ότι η Ηθική είναι κάτι παραπάνω από ένα σύνολο αρχών και κωδίκων. Αλλά αλήθεια, ποια είναι η αίσθηση που εκφράζεται από την έννοια της Ηθικής;
Ξ. Πάμε λοιπόν φίλε μου να δούμε ποια είναι εκείνη η αίσθηση που εκφράζει η έννοια της Ηθικής, γιατί όπως έγινε κατανοητό από τα προηγούμενα, δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να είναι η Ηθική ταυτόσημη με κάποιους κώδικες, αφού πρώτ’ απ’ όλα μιλάμε για μια έννοια. Θα μπορούσε λοιπόν κάλλιστα η Ηθική να είναι εκείνη η έννοια που εκφράζει την αίσθηση που μας δίδεται από την τήρηση των άγραφων νόμων και κωδίκων οι οποίοι μας στηρίζουν στη ζωή μας. Ή δεν είναι έτσι;
Α. Μα φυσικά, αυτό θα πρέπει να εκφράζει..
Ξ. Κι όμως φίλε μου, δεν εκφράζει αυτήν την αίσθηση η έννοια της Ηθικής και θα σου εξηγήσω αμέσως το γιατί..
Α. Έλα λοιπόν Ξενοφάνη, περιμένω να μιλήσεις.
Ξ. Άκου λοιπόν προσεκτικά γιατί η Ηθική δεν εκφράζει την αίσθηση που μας δίδει η τήρηση των άγραφων κωδίκων που υπάρχουν μέσα μας. Γιατί φίλε μου, με την Ηθική συμβαίνει το ίδιο πράγμα που συμβαίνει με το Δίκαιο. Όπως λοιπόν το Δίκαιο δεν παίρνει ούτε την ουσία του ούτε το νόημα του από την ύπαρξη των Νόμων, αλλά οι Νόμοι παίρνουν το νόημά τους από την ύπαρξη του Δικαίου, κατά τον ίδιο τρόπο και με την Ηθική, δεν είναι η Ηθική που παίρνει το νόημά της και την ουσία της από τους άγραφους κώδικες αλλά οι ίδιοι οι ηθικοί κώδικες παίρνουν το νόημά τους από την ύπαρξη της Ηθικής. Έτσι δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η Ηθική δημιουργείται από την αίσθηση που μας δίνει η τήρηση των άγραφων νόμων καθώς αυτή η ίδια είναι που νοηματοδοτεί τους κώδικες αυτούς. Έτσι θα ήταν αντίφαση αν λέγαμε ότι αυτό το οποίο νοηματοδοτεί η ίδια η Ηθική αυτό το ίδιο δίνει σ’ αυτήν την έκφρασή της ή δεν είναι έτσι;
Α. Μα το θεό, είναι πολύ λογικά όλα αυτά!
Ξ. Έτσι λοιπόν, η άποψη ότι η Ηθική είναι η έννοια εκείνη που ντύνει την αίσθηση της ακεραιότητας που νιώθουμε από την τήρηση των άγραφων κωδίκων εμπεριέχει αυτήν την λογική αντίφαση που μόλις τώρα κι εσύ συνειδητοποίησες. Αλλά τελικά ποια νομίζεις ότι είναι η αίσθηση που εκφράζει την έννοια της Ηθικής;
Α. Δεν μπορώ πια να σκεφτώ τίποτε, αφού όλα αυτά που πίστευα και τα είχα δεδομένα μέσα μου τώρα διασαλεύτηκαν κατά τέτοιον τρόπο ώστε μου φαίνονται λανθασμένα.
Ξ. Και δεν έχεις βέβαια άδικο πάνω σ’ αυτό, αλλά με την λογική ως δάσκαλο, όπως και πριν, θα προσεγγίσουμε φίλε μου την αλήθεια όπως την αντιλαμβάνεται ο νους, διαισθητικά και λογικά. Γιατί η διαίσθηση δεν είναι, αγαπημένε μου φίλε, τίποτε άλλο παρά ένας εξειδικευμένος τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλός μας κάνει συγκεκριμένους και πολύπλοκους μαζί συνδυασμούς με αποτέλεσμα να μας οδηγεί σε συμπεράσματα τις πιο πολλές φορές σωστά. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει και η λογική σ’ αυτό εδώ το σημείο για να μας δείξει αν η διαίσθησή μας είναι ορθή.
Α. Ως εδώ που φτάσαμε φίλε μου Ξενοφάνη μόνο στην διαίσθηση μπορούμε πια να έχουμε εμπιστοσύνη και στην λογική. Αλλά αν πράγματι αυτή η αντίφαση για την οποία μόλις μίλησες ισχύει με την Ηθική, τότε αυτό συμβαίνει και με την έννοια του Δικαίου η οποία ως αίσθηση επίσης δεν παίρνει την ουσία της και το νόημά της από το σύνολο των γραπτών Νόμων αλλά αντίθετα οι Νόμοι παίρνουν την δύναμή τους από την έννοια του Δικαίου!
Ξ. Ναι, φίλε μου, και είναι μεγάλο λάθος για τους ανθρώπους εκείνους που συγχέουν την έννοια του Δικαίου με το σύνολο των γραπτών Νόμων. Σίγουρα οι Νόμοι δεν είναι άσχετοι με το Δίκαιο αφού ο σκοπός των Νόμων είναι το Δίκαιο εφαρμόζοντας δικαιοσύνη. Η έννοια του Δικαίου όμως εκφράζει την αίσθηση εκείνη σύμφωνα με την οποία νιώθουμε ότι απονέμουμε δικαιοσύνη με σκοπό την εύρεση της πιο δίκαιης λύσης. Όμως άκουσε μια ιστορία, που είμαι σίγουρος ότι την ξέρεις αλλά ίσως δεν είναι γνωστό ακόμα και σε σένα πως έγιναν ακριβώς τα πράγματα, κι ίσως καταλάβεις καλύτερα γιατί η έννοια του Δικαίου δεν παίρνει την ουσία της από τους Νόμους.
Α. Σ’ ακούω λοιπόν
Ξ. Θα ’χεις ακούσει την ιστορία με τον Βασιλιά Σολομώντα και την δίκαιη κρίση του. Εκείνη λοιπόν την ημέρα ο Σολόμωντας έλλειπε από το παλάτι του έχοντας πάει για κυνήγι και είχε αφήσει αντικαταστάτη του για τις υποθέσεις που θα παρουσιαζόντουσαν τον μέγα Αρχιερέα. Τότε ήταν που φάνηκαν οι δύο μητέρες διεκδικώντας και οι δύο το ίδιο βρέφος ως δικό της η κάθε μία. Μόλις άκουσε ο Μέγας αρχιερέας την υπόθεση βρέθηκε σε σύγχυση καθώς έπρεπε να αποδώσει δικαιοσύνη αλλά κάτι τέτοιο ήταν δύσκολο. Τότε οι νομοδιδάσκαλοι πρότειναν να ανοίξουν το ιερό βιβλίο και να βρουν το ανάλογο εδάφιο που αντιστοιχεί σε παρόμοιες περιπτώσεις. Πράγματι μετά από κάποια ώρα βρέθηκε το εδάφιο του Νόμου που έλεγε ότι αν κάτι διεκδικείται από δύο μέρη θα πρέπει να γίνει κλήρωση και βάσει του αποτελέσματος της κληρώσεως να αποδοθεί το διεδικούμενο στον κληρούχο. Μια αίσθηση ανακούφισης απλώθηκε σε όλη την αίθουσα και ο Μέγας αρχιερέας ένιωσε να φεύγει από πάνω του η ευθύνη της κρίσης. Καθώς ετοιμαζόντουσαν να κάνουν την κλήρωση ακούγονται οι βασιλικές σάλπιγγες αναγγέλλοντας ότι ο Βασιλιάς έρχεται. Αμέσως ζητάει να του εξηγήσουν την υπόθεση. Μόλις καταλαβαίνει ο Σολομώντας τι συμβαίνει γυμνώνει το ξίφος του και λέει ότι σύμφωνα με την κρίση του το βρέφος θα τεμαχιστεί και η κάθε μάνα θα πάρει από ένα κομμάτι. Αμέσως η αληθινή μάνα τρέχει παίρνει το μωρό στην αγκαλιά της και το δίνει στην ψεύτικη λέγοντας πάρε το μωρό, καλύτερα με σένα παρά νεκρό. Τώρα όλο το παλάτι ενθουσιασμένο από την εύρεση της αλήθειας ζητο-κραυγάζει, δίκαιος, δίκαιος! Με το τέχνασμα αυτό ο Σολομώντας βρίσκει την αλήθεια, αποδίδει δικαιοσύνη, όχι παίρνοντας δύναμη από τον Νόμο αλλά δίνοντας αξία στο Νόμο.
Α. Τώρα Ξενοφάνη μου φαίνεται ότι ξεκαθαρίζουν κάπως τα πράγματα μέσα μου. Και πράγματι δεν είναι οι Νόμοι ή οι κώδικες που δίνουν αξία στο Δίκαιο αλλά το αντίστροφο. Το ίδιο λοιπόν πρέπει να συμβαίνει και με την Ηθική όπως έλεγες πιο πριν.
Ξ. Σοφά μιλάς. Αλλά αφού προσεγγίσαμε την αίσθηση που εκφράζει η έννοια του Δικαίου, η εύρεση δηλαδή της αλήθειας και της πιο δίκαιης κρίσης, ας ξεκινήσουμε την διερεύνησή μας για την αίσθηση εκείνη η οποία εκφράζεται με την έννοια της Ηθικής.
Α. Είμαι έτοιμος ν’ ακούσω.
Ξ. Ας αντικρύσουμε λοιπόν τα πράγματα όπως εμφανίζονται αίφνης μπροστά στα μάτια μας. Πες μου, για ποιόν λόγο είπαμε πριν ότι έχουμε μέσα μας αυτούς τους άγραφους Νόμους;
Α. Αν θυμάμαι καλά, εξυπηρετούν δύο κυρίως σκοπούς. Μας θωρακίζουν εσωτερικά ως οντότητες και μας φέρνουν σε αρμονία με την κοινότητα στην οποία ζούμε.
Ξ. Σωστά μίλησες Αριστόδικε, και ο λόγος σου είναι πολύ μετρημένος. Αλλά τώρα πες μου, αν κάποιον από τους ηθικούς κώδικές σου δεν τον τηρήσεις θα νιώσεις όμορφα ή θα αισθανθείς μάλλον άβολα και άσχημα επειδή τον παραβίασες;
Α. Το πιθανότερο είναι να νιώσω άσχημα.
Ξ. Πράγματι. Και θα νιώσεις άσχημα, γιατί οι τύψεις σου θα σου υπενθυμίζουν διαρκώς ότι η πράξη σου ήρθε σε αντίθεση με τον κανόνα τον οποίο πρεσβεύεις και με τους άγραφους κανόνες τους οποίους πρεσβεύουν και τα μέλη της κοινότητάς σου. Και είναι αστείο αλήθεια να λέει κάποιος ότι εγώ έχω μέσα μου διαφορετικούς ηθικούς κώδικες από τα ήθη της πολιτείας κι έτσι δεν νιώθω ένοχος αν οι πράξεις μου έρχονται σε αντίθεση με τα ήθη της κοινότητας. Γιατί στην δική μας τουλάχιστον κοινότητα ποιος δεν θα ένιωθε τύψεις αν δεν βοηθούσε έναν γέροντα που βρίσκεται στη μέση του δρόμου. Κι αυτό ακριβώς το πιστοποιεί η ενδόμυχη ντροπή που νιώθουμε αν δεν το πράξουμε. Όλα λοιπόν τα ήθη της κοινότητας έχουν περάσει ως συλλογική συνείδηση σε όλα τα μέλη της. Ενώ αν πηγαίναμε σε κάποιο χωριό ιθαγενών όπου τα κοινά ήθη πρόσταζαν στην γιορτή του γηραιότερου να πίνουν οι κάτοικοι μια κούπα αίμα από κατσίκα, τότε η ενέργεια μας να μην το πράξουμε δεν θα μας γέμιζε καμία απολύτως ενοχή ακόμα κι αν μας απειλούσαν. Κι αν πάλι το κάναμε θα ήταν περισσότερο από σεβασμό παρά από ασυνείδητη υποταγή σε ξένα ήθη. Άρα θα πρέπει να βλέπουμε πάντα τους κώδικές μας σε συνάρτηση με τα ήθη της κοινότητάς μας. Γιατί αυτά τα ήθη μας βομβαρδίζουν από την εποχή που γεννιόμαστε μέχρι την στιγμή που αφήνουμε την τελευταία μας πνοή. Όμως ο άνθρωπος κάθε άλλο παρά ένα υπάκουο και πειθαρχημένο πλάσμα είναι, όχι τόσο επειδή είναι από την φύση του απείθαρχος, όσο επειδή θέλει να γνωρίζει στη ζωή του το κάθε τι, και αυτά τα οποία υπάρχουν απ’ έξω του και αυτά που είναι εντός του. Και πράγματι υπάρχουν λειτουργίες μέσα μας, οι οποίες μας βοηθούν να ανακαλύψουμε ποιος πραγματικά είναι ο κόσμος στον οποίον ζούμε και ποιοι είμαστε εμείς οι ίδιοι. Κα τα πρώτο αφενός είναι πιο εύκολο, γιατί χρειαζόμαστε μονάχα την λογική και την διαίσθηση, αλλά για το δεύτερο, που το θεωρούμε, αν και λανθασμένα, πιο υποκειμενικό, χρειάζεται και ένα τρίτο στοιχείο, δηλαδή η αντίδραση διαφορετικών αισθήσεων μέσα μας που δημιουργούν το συναίσθημα. Ενώ λοιπόν για να γνωρίσουμε τον εξωτερικό μας κόσμο στηριζόμαστε σε μια συλλογή πληροφοριών που μας δίνουν οι μεμονωμένες αισθήσεις (διαίσθηση= δια της αισθήσεως), για να γνωρίσουμε από την άλλη τον εαυτό μας στηριζόμαστε και στην κατανόηση των αντιδράσεων που συμβαίνουν στον εσωτερικό μας κόσμο ανάμεσα σε διαφορετικές αισθήσεις. Κι όσο πιο μεγάλη είναι η αντίδραση που προκαλείται μέσα μας τόσο μεγαλύτερη είναι η συνειδητότητα, η επίγνωση που αποκτούμε για την οντότητά μας. Αλλά τώρα πες μου, συνδυάζοντας βέβαια όλα αυτά που άκουσες. Αν παίρναμε έναν άνθρωπο από μικρό παιδί και του μαθαίναμε μια σειρά από κώδικες, νόμους και αρχές και τον κάναμε τέτοιον ώστε τίποτε άλλο να μην κοιτάει παρά μόνον τους κώδικές του τότε αυτός ο άνθρωπος θα μάθαινε τίποτα γύρω από τον εαυτό του;
Α. Είμαι σίγουρος Ξενοφάνη ότι θα είχε βαθειά μεσάνυχτα κι ότι δεν θα ήξερε τι του γίνεται, όσο κι αν γνώριζε καλά τα πράγματα της πολιτείας του κι ακόμα αν είχε τις γνώσεις όλου του κόσμου. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα διέφερε σε τίποτα από ένα εξελιγμένο ρομπότ που χρησιμοποιεί μαθηματικούς κώδικες και κανόνες λογικής για να μπορέσει να συντηρηθεί και να παραμείνει σε λειτουργία.
Ξ. Άλλη μια φορά μιλάς φίλε μου με τρόπο τόσο λογικό που πολλοί θα ζήλευαν. Κι όμως έναν τέτοιον άνθρωπο που μόλις τώρα εσύ τον χαρακτήρισες βαθειά νυχτωμένο τις πιο πολλές φορές τον ονομάζουν ηθικό. Αλλά εμείς είδαμε προηγουμένως ότι η Ηθική δεν εκφράζει την αίσθηση της ακεραιότητας που νιώθουμε από την τήρηση των κωδίκων γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αντίφαση καθώς δεν είναι οι κώδικες που νοηματοδοτούν την Ηθική, άρα και η τήρησή τους, αλλά η Ηθική νοηματοδοτεί τους κώδικες αυτούς. Άρα λοιπόν ο άνθρωπος, αποκτάει συνείδηση της πράξης του και επίγνωση του εαυτού του, όχι όταν συγκρίνει τις ενέργειές του με τους κανόνες τους οποίους πρεσβεύει, μια πράξη που μπορεί να γίνει κάλλιστα κι από ένα μικρό παιδί, μετά από κατάλληλη υπόδειξη, αλλά όταν αρχίζει να αμφιβάλει και να καταπονεί τον εαυτό του, ερχόμενος σε μια κατάσταση ριζικής αμφισβήτησης των κανόνων και των κωδίκων του, που μέχρι τότε του φαινόντουσαν αυτονόητοι. Το απόλυτο των αρχών και των κωδίκων του εμβαπτίζεται μέσα στην σχετικότητα της πραγματικότητας αφήνοντας την ανθρώπινη ύπαρξη μετέωρη και αποδυναμωμένη μέσα κυκεώνα ψυχικών ερειπίων.
Α. Αυτή όμως Ξενοφάνη, η διάλυση των προσωπικών αρχών δεν είναι κάτι που απεύχεται ο περισσότερος κόσμος και κατακρίνεται όπου συμβαίνει;
Ξ. Πρόσεξε φίλε μου, δεν μίλησα για κατάλυση αρχών και αξιών, αλλά για μια αναδόμησή τους, για μια αναθεώρηση μέσα σ’ ένα πλαίσιο ανώτερης συνειδητότητας σε σχέση με το παρελθόν. Η τελμάτωση των παλαιών κωδίκων και αρχών συμβαίνει όχι για να χαθούν και να εξαφανισθεί το νόημά τους αλλά για να τους ανασχηματίσει ο άνθρωπος στην σφαίρα μιας βαθύτερης ψυχικής επίγνωσης θεμελιωμένης στο γνώθι σ’ αυτόν. Αυτός ο άνθρωπος που βγαίνει νικητής απ’ αυτόν τον αγώνα ως τραγικός ήρωας, ο νικητής αυτής της ολύμπιας δοκιμασίας, μια οντότητα πυρωμένη από την φωτιά του Συνειδέναι, είναι ο ηθικός άνθρωπος, και η Ηθική είναι η αίσθηση εκείνη σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος βάζει σε λειτουργία ένα δυναμικό δίλημμα αμφισβήτησης που θα τον οδηγήσει στην βαθειά επίγνωση των αρχών και των κωδίκων που υπηρετεί γιατί ο ίδιος θα τους έχει δώσει νόημα, αξία και υπόσταση μέσα από αυτήν την διαλεκτική πορεία αναδόμησής τους.
Α. Τώρα Ξενοφάνη νομίζω ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα αφού διαχώρισες με διαυγή τρόπο την έννοια της ηθικής από οποιαδήποτε τήρηση κάποιου κώδικα ή αξιώματος. Άλλωστε από τη συζήτηση αυτή μου φάνηκε ότι η Ηθική οφείλει να προσεγγίζει περισσότερο αυτήν την ανθρώπινη λειτουργία προς το Συνειδέναι, παρά να ταυτίζεται μ’ ένα σύνολο κωδίκων.
Ξ. Έτσι είναι, αν και η ίδια η Ηθική δεν είναι το Συνειδέναι, αλλά μια δυναμική αντίδραση της ύπαρξής μας ώστε να αναθεωρηθεί το παλιό, και να δοθεί στο νέο ένα πιο βαθύ και ουσιαστικό νόημα με σκοπό την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επίγνωση της ύπαρξης μας και των σχέσεών μας με τους άλλους. Ξαναγυρνώντας λοιπόν σ’ αυτό που με ρώτησες στην αρχή, για ποιο λόγο δηλαδή χρειάζεται η Ηθική αφού έχουμε τόσο τέλειους νόμους, έχω να σου απαντήσω με πολύ απλά λόγια ότι χωρίς την Ηθική όσο τέλειοι κι αν είναι οι νόμοι δεν θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε ποτέ ούτε στο ελάχιστο ποιοι πραγματικά είμαστε και τις βαθύτερες αντιδράσεις του ψυχικού μας κόσμου.
Α. Σ’ ευχαριστώ Ξενοφάνη και σου υπόσχομαι ότι θα σκεφτώ όλα αυτά τα οποία συζητήσαμε..
Περαιτέρω σχόλια πάνω στον Διάλογο
Η Έννοια της Ηθικής, όπως συνήθως την αντιλαμβάνεται ο Άνθρωπος είναι αρκετά «βαριά» και φορτισμένη με μία ισχυρή δόση επιταγής. Από τη μια το Δίκαιο, το οποίο είναι ανελαστικό, τουλάχιστον στην Ηπειρωτική Ευρώπη, από την άποψη ότι είναι ένα οριοθετημένο και δεδομένο αποτέλεσμα ετερόνομης και επιτακτικής ρύθμισης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που εκφράζεται μέσα από το Σύνταγμα, κι από την άλλη προτάσσεται η Ηθική, ως ένα άλλο σύστημα κωδίκων οι οποίοι έχουν φυσικά μια πιο υποκειμενική υπόσταση αλλά είναι επίσης επιτακτικοί επειδή επιβάλλονται βάσει κάποιου εθιμικού Δικαίου, το οποίο σε διυποκειμενικό επίπεδο ταυτίζεται με τα «χρηστά ήθη» ή «το κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Αντίθετα στον Διάλογο φαίνεται καθαρά και αποδεικνύεται με διαλεκτικό τρόπο (θέση -αντίθεση- σύνθεση) ότι είναι λάθος να θεωρούμε ότι η Ηθική όσο και το Δίκαιο ταυτίζονται εννοιολογικά με κάποιους κώδικες και, τελικά, κανένα από αυτά τα δύο δεν μπορεί να πάρει το νόημά του από αυτό που γεννάνε, δηλαδή τους κώδικες. Όπως ένα ον δεν λαμβάνει την ύπαρξή του από το παιδί που γεννάει αλλά το αντίθετο έτσι ακριβώς συμβαίνει τόσο με το Δίκαιο όσο και με την Ηθική. Αυτό, βέβαια, μας οδηγεί στο παράδοξο να μην μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έναν άνθρωπο ως ηθικό αν αυτός τηρεί κάποιους ηθικούς κανόνες, αφού η Ηθική δεν είναι η αίσθηση που παίρνουμε από την τήρηση των κανόνων όπως διαφαίνεται στον Διάλογο. Αυτό το παράδοξο, είναι νοητική αυταπάτη, που δημιουργείται στο Νου του ανθρώπου από την ανάγκη συσχέτισης των εννοιών «ηθικός – ανήθικος», «καλός – κακός», καθώς στον ανθρώπινο νου ό, τι δεν είναι ηθικό και έχει σχέση με την ηθική τάξη πρέπει να είναι ανήθικο, και ό, τι δεν είναι καλό και έχει σχέση με την φύση του Αγαθού πρέπει να είναι Κακό. Ο Διάλογος σπάει αυτό το δίπολο της εκφοράς της Αλήθειας μέσα από την διπολικότητα της συσχέτισης των αντιθέτων και ανάγει τον προβληματισμό σε μια δυναμική διεργασία της Συνείδησης έτσι ώστε μέσα από το δίλημμα και την τραγική εσωτερική διεργασία να προέλθει η κάθαρση και η ανανοηματοδότηση του Αγαθού και όχι από την απλή τήρηση κάποιων κανόνων.
Άρα η Ηθική δεν ψάχνει να βρει το Αγαθό μέσω μιας γνωσιοκρατικής, ενορατικής ή πολύ περισσότερο σχεσιοκρατικής θεωρίας αλλά μέσα από την πάλη διαφορετικών δυνάμεων στο εσωτερικό του ανθρώπου. Υπό αυτήν την έννοια ο Διάλογος έχει έντονα στοιχεία μιας αποφατικής θεώρησης του Αγαθού, καθώς, για να βιωθεί αυτό, θα πρέπει να θεαθεί αοράτως και να λεχθεί αρρήτως από την Συνείδηση απεγκλωβισμένη από τα λεκτικά τεχνουργήματα του νου. Η Ηθική είναι τάξη και αταξία μαζί, είναι η έκφραση και των δύο ισοδύναμων και αντίρροπων «εμπεδόκλειων» δυνάμεων της Φιλότητος και το Νεῖκους, με σκοπό να επανέλθει στο σύμπαν του ανθρωπίνου όντος η αρμονία. Η Ηθική μέσα στο πλαίσιο του νόμου της Εντροπίας είναι αυτό που διαταράσσει την ενεργειακή ισορροπία ενός συστήματος, που επιταχύνει την εντροπία του αλλά και δίνει μαζί και την απαραίτητη ενέργεια για να το ανασυστήσει σε ένα ανώτερο πνευματικά δεοντολογικό υπερσύστημα.
* O Νίκος Α. Σοφιανός γεννήθηκε στην Αθήνα. Απόφοιτος της Λεοντείου Σχολής Νέας Σμύρνης, σπούδασε Φιλοσοφία της Επιστήμης στο τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης (ΜΙΘΕ) του ΕΚΠΑ ενώ είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Αναπτυξιακές Σπουδές (mphil in Development Studies) από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης στη Σκοτία (Glasgow University of Scotland) όπου αποφοίτησε το 2005. Κατά τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός. Από το 2007 ασχολείται στον τομέα της ενέργειας. Είναι μέλος της ΔΕ του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρωπης (ΙΕΝΕ), Πρόεδρος της Επιτροπής ΑΠΕ του ΙΕΝΕ, μέλος του Δ.Σ. της εταιρείας Flow Energy και Αντιπρόεδρος του ιστορικού σωματείου Πνευματικό Κέντρο Πειραιώς «Ο Φίλων», ενώ υπήρξε ο ιδρυτής της φιλοσοφικής ομάδας «άοκνος πέτρα».
Πώς γράφτηκε ο Διάλογος «Αριστόδικος ή περί Ηθικής»
Ο Διάλογος που δημοσιεύεται ήταν ένα φιλοσοφικό πόνημα το οποίο γράφτηκε κατά την περίοδο των φοιτητικών χρόνων του συγγραφέα του σε ηλικία 21 ετών ως λογική τεκμηρίωση ενός δοκιμίου με τίτλο «Το Δυναμικό Δίλημμα ως Ανάσχεση στην Κανονιστική Ηθική». Τα δύο αυτά κείμενα, ο Διάλογος και το δοκίμιο ήταν το έναυσμα μιας μεγαλύτερης μελέτης που πήρε την μορφή της Πτυχιακής Εργασίας στο ΜΙΘΕ μετά από τρία χρόνια με υπεύθυνο καθηγητή τον Αριστείδη Χατζή. Η Πτυχιακή με τίτλο «Δίκαιο, Ηθική και Ωφέλεια» απέσπασε εύφημον μνεία από τον υπεύθυνο καθηγητή αλλά και από τον τ. πρύτανη του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Πέτρο Γέμτο και προτάθηκε για διδακτορική διατριβή. Τόσο ο Διάλογος όσο και η αναφερθείσα μελέτη βρίσκονται σε περαιτέρω επεξεργασία προκειμένου να εκδοθούν σύντομα ως ένα ενιαίο σύνολο απόψεων γύρω από την Ηθική, το Δίκαιο και την Ωφέλεια.