Οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, μετά την κατάπτυστη εισβολή της στην Ουκρανία, ολοένα και πληθαίνουν μέρα με τη μέρα, δυσχεραίνοντας εν πολλοίς την οικονομία της χώρας τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Στον χορό αυτό έχει μπει για τα καλά τόσο το ποδόσφαιρο όσο και γενικότερα η αθλητική κοινότητα, που επιχειρεί με έναν άνευ προηγουμένου τρόπο να περιθωριοποιήσει τη Ρωσία από τα σπορ του κόσμου, σε πλήρη εναρμόνιση με το ρυθμό των ημερών.

Οι ποδοσφαιρικές ποινές, με κυριότερη όλων τον αποκλεισμό της Εθνικής Ρωσίας από τα τελικά του προσεχούς Μουντιάλ, κυμαίνονται πράγματι στο ύψος των περιστάσεων και προφανώς είναι κοινώς αποδεκτές. Παράλληλα, ωστόσο, εγείρουν δικαίως ερωτήματα τόσο για την ταμπέλα του «απολιτίκ» που η ίδια η FIFA θέλει να… κοζάρει όσο και για τη γενικότερη μέθοδο που εκείνη ακολουθεί στη διαδικασία λήψης σοβαρών αποφάσεων.
Ο Πούτιν δεν επιτίθεται για πρώτη φορά. Δεν πέσαμε και από τα σύννεφα, προς Θεού. Προσπαθώ ωστόσο να βρω έναν τρόπο να εξηγήσω τι το διαφορετικό είχαν οι προηγούμενες περιπτώσεις συγκριτικά με τη σημερινή ως προς την ανάγνωση. Τι ήταν αλλιώς το 2008, όταν οι Ρώσοι μπήκαν στη Γεωργία, και δεν είχαν κανένα πρόβλημα να διεκδικήσουν και να κερδίσουν τη διοργάνωση του Μουντιάλ του 2018; Τι το διαφορετικό είχε η κρίση της Κριμαίας και η εισβολή στην Ανατολική Ουκρανία το 2014 που οδήγησε τη σήμερα σκληρή FIFA σε σιωπή και κάθε άλλο παρά εμπόδισε τη Ρωσία να κρατήσει στα χέρια της τη διοργάνωση;
Παράλληλα, σκέφτεσαι ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο από το οποίο θα απουσιάσουν οι Ρώσοι ξεκινά σε οκτώ μήνες στα γήπεδα του Κατάρ, μίας χώρας που εγνωσμένα χτίζει πάνω στις πλάτες δούλων εργατών και παραβιάζει κάθε μορφή ελευθερίας των γυναικών και των ομοφυλοφίλων. Η Ρωσία δεν θα συμμετάσχει. Το Κατάρ όμως και εκεί θα παίζει και θα διοργανώνει.
Θα μου πεις, δεν είναι το ίδιο; Να ρωτήσω τότε γιατί οι Ισραηλινοί δεν είχαν ποτέ κανένα πρόβλημα να διεκδικούν προκρίσεις σε μεγάλες διοργανώσεις παρά τη στάση τους απέναντι στους Παλαιστίνιους; Γιατί οι Αμερικάνοι και οι Άγγλοι προχώρησαν φυσιολογικά την ποδοσφαιρική τους ιστορία ενώ εισέβαλαν στο Ιράκ; Γιατί οι Γάλλοι έπαιξαν κανονικά στα Μουντιάλ της δεκαετίας του ’50, ενώ προκαλούσαν αιματοχυσίες στην Αλγερία και την Ινδοκίνα; Γιατί επετράπη στην Αργεντινή να διοργανώσει -κι εν τέλει να κατακτήσει με κάλπικο τρόπο- το Παγκόσμιο του 1978 την ώρα που η δικτατορία του Βιδέλα έκανε αίσχη;
Αυτήν τη στιγμή, οι Ιρακινοί, οι Αφγανοί, οι Παλαιστίνιοι, οι Σύριοι και πολλοί λαοί ακόμη αναρωτιούνται τι στο καλό έχουν παραπάνω από εκείνους οι Ουκρανοί που κάνει τη FIFA (και όχι μόνο) να τους χειρίζεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Η απάντηση κρύβεται κυρίως στην αντιμετώπιση του ζητήματος από την παγκόσμια κοινή γνώμη, που δεν συγκρίνεται επ’ ουδενί με τις άλλες περιπτώσεις και δημιουργεί ένα ξεχωριστό αίσθημα συμπόνοιας στους Ουκρανούς, το οποίο δεν απολάμβαναν οι προαναφερθείσες χώρες. Παράλληλα, για την ποδοσφαιρική ομοσπονδία υπάρχουν διάσπαρτοι σε όλη την Ευρώπη εδώ και χρόνια Ουκρανοί ποδοσφαιριστές παγκοσμίου κλάσης που έχουν άλλο έρεισμα στην κοινή γνώμη. Καλώς ή κακώς, ο Σεφτσένκο και ο Ζιντσένκο «πουλάνε» περισσότερο από έναν δεξιό μπακ-χαφ της ομάδας της Βαγδάτης.
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Ο κόσμος και μάτια έχει και μυαλό. Οι ποινές σε βάρος της Ρωσίας είναι ασφαλέστατα αποδεκτές, ωστόσο επισφραγίζουν για ακόμη μία φορά την υποκρισία της FIFA και την παθογένεια λήψης αποφάσεων κατά το δοκούν. Και αυτές οι αποφάσεις δεν πάρθηκαν επειδή πραγματικά το ήθελε, αλλά επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν υπήρχε επιλογή να μην συμμορφωθούν η FIFA και οι υπόλοιπες αθλητικές αρχές με την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Για να μην είμαστε, ωστόσο, μηδενιστές, θα μπορούσαμε ίσως να το θεωρήσουμε και μία πραγματικά μεγάλη ευκαιρία για τη FIFA, όπως και τις υπόλοιπες μεγάλες αθλητικές ομοσπονδίες, να δημιουργήσουν ένα μακροπρόθεσμο νομικό πλαίσιο, το οποίο δεν θα τιμωρεί με τη μέθοδο της μελέτης περιπτώσεων, αλλά με πραγματική αντικειμενικότητα πάνω σε αδιαπραγμάτευτα γεγονότα.
Θα είναι εξάλλου πολύ δύσκολο να κάνουν ξανά τα «στραβά μάτια» σε ανάλογες περιπτώσεις στο μέλλον. Το ποδόσφαιρο, καλώς ή κακώς, δεν μπορεί να μείνει «απολιτίκ». Θα μπορούσε ωστόσο να υπερασπιστεί μία πολιτική ουδετερότητα και αυτό είναι, στη μεγαλύτερη ανάγνωση, το αίτημα των ημερών.
Μάριος Μάντζος