Του Κώστα Ράπτη
Προτού πέσει το Κίεβο έπεσε το… Βερολίνο. Τη μείζονα γεωπολιτική ανατροπή που ο Βλαντιμίρ Πούτιν φιλοδοξεί να εξασφαλίσει με την “αλλαγή καθεστώτος” στην Ουκρανία την προκατέλαβε η Δύση, επιτυγχάνοντας τον τερματισμό της αμφίσημης γερμανικής πολιτικής έναντι της Ρωσίας. Αποδεικνύοντας έτσι ότι το κυριότερο επίδικο της ουκρανικής κρίσης δεν είναι τόσο η πολύπαθη Ουκρανία κατά βάθος, όσο η Γερμανία – η χώρα που έχει αποκληθεί “πολύ μεγάλη για την Ευρώπη και πολύ μικρή για τον κόσμο”.
Η Γερμανία των Γκέρχαρντ Σρέντερ και Άγκελα Μέρκελ ζούσε στον καλύτερο των δυνατών κόσμων. Συνδύαζε την Κίνα ως προνομιακή εξαγωγική αγορά, την Ρωσία ως αξιόπιστη πηγή φθηνής ενέργειας και την Αμερική ως πάροχο ασφαλείας, οικοδομώντας έτσι τεράστια πλεονάσματα και ηγεμονεύοντας στην Ευρώπη. Η εποχή αυτή μόλις τελείωσε με τις εξαγγελίες του καγκελαρίου Σολτς για τη δρομολόγηση ενός προγράμματος εξοπλισμών ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ και τη διατήρηση των αμυντικών δαπανών εφεξής σε επίπεδα πάνω από το 2% του ΑΕΠ, περισσότερο δηλαδή από την Γαλλία και την Βρετανία.
Πρόκειται για μία επιλογή η οποία οριστικοποιεί την αποξένωση από την Ρωσία, εκπληρώνει μία πάγια αμερικανική απαίτηση που αποτελούσε αιτία διατλαντικών τριβών, τροποποιεί τους συσχετισμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως σπάει ένα μεγάλο μεταπολεμικό ταμπού.
Αρκεί και μόνο να θυμηθούμε ότι το 2010 ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Χορστ Κέλερ παραιτήθηκε υπό το βάρος της κατακραυγής που ξεσήκωσαν οι δηλώσεις του υπέρ της γερμανικής εμπλοκής στο Αφγανιστάν, με το επιχείρημα ότι η Γερμανία ως μεγάλη οικονομική δύναμη έχει ενδιαφέρον για την ασφάλεια των διεθνών εμπορικών οδών.
Αποτελεί αξιοσημείωτη σύμπτωση το γεγονός ότι το προηγούμενο μεγάλο βήμα αποτίναξης της γερμανικής ενοχής, με την ανάληψη στρατιωτικής δράσης εκτός συνόρων κατά τη γιουγκοσλαβική κρίση, έφερε το στίγμα του Γιόσκα Φίσερ, ηγέτη τότε των Πρασίνων, οι οποίοι μόλις επανέκαμψαν μετά από μακρά απουσία στη διακυβέρνηση. Όμως το άλλοτε αντισυμβατικό κόμμα, που ανδρώθηκε εν πολλοίς μέσα από τις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’80 κατά της εγκατάστασης αμερικανικών πυραύλων στην Ευρώπη, αποτελεί πλέον συνεπή φορέα ατλαντιστικών ιδεών, με την επίκληση μιας “πολιτικής αρχών” απέναντι στον ευρασιατικό αυταρχισμό.
Για τους Σοσιαλδημοκράτες η μετατόπιση ήταν λιγότερο εύκολη. Διόλου τυχαία, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ επαίρεται για τη φιλία του με τον Πούτιν και προεδρεύει με το αζημίωτο της κοινοπραξίας του ρωσικού αγωγού NordStream2, την αδειοδότηση του οποίου μόλις έβαλε ο Σολτς στο ράφι.
Οι κατά τη γερμανική δημοσιογραφική γλώσσα Russlandversteher, δηλαδή οι έχοντες κατανόηση για τις θέσεις της Ρωσίας, αποτελούν σημαντικό ρεύμα στη γερμανική πολιτική σκηνή, που περιλαμβάνει και Χριστιανοδημοκράτες, όπως ο υποψήφιος καγκελάριος στις τελευταίες εκλογές Άρμιν Λάσετ.
Πρόκειται για μία τάση η οποία δεν προκύπτει μόνο από στενά μερκαντιλιστικούς υπολογισμούς, αλλά από μία ορισμένη ερμηνεία της γερμανικής ιστορίας και γεωγραφίας, που θέλει την εθνική ακμή να εξασφαλίζεται από σχέσεις συνεννόησης με τη Ρωσία και τις εθνικές καταστροφές να σημαδεύονται από συγκρούσεις με αυτήν. Από την εποχή του Μπίσμαρκ μέχρι την Ostpolitik του Βίλι Μπραντ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, το μοτίβο επανέρχεται διαρκώς.
(Όμως η αμφισημία υπήρξε πάντοτε παρούσα την τελευταία δεκαετία, αν κρίνουμε και από τον ρόλο που έπαιξε η Γερμανία στη δρομολόγηση της ουκρανικής κρίσης με το Ευρωμαϊντάν, την μη υλοποίηση των Συμφωνιών του Μινσκ που διαμόρφωσε και συνυπέγραψε ο νυν πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαγιερ, φτάνοντας μέχρι την προχθεσινή επείγουσα απομάκρυνση από το ουκρανικό έδαφος του αρχηγού των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος προφανώς εκτελούσε αποστολή).
Με αυτήν την έννοια, αποτελεί ανοιχτό ερώτημα το αν ο επανεξοπλισμός που ανακοίνωσε ο καγκελάριος Σολτς αποτελεί μιαν ορισμένη αυτοθυσιαστική χειρονομία που υπαγορεύει η ανάγκη συσπείρωσης της Δύσης απέναντι στην απειλή του Πούτιν ή ενέχει το σπέρμα μιας μελλοντικής “ενηλικίωσης”, έξω από τη διατλαντική σχέση όπως τη γνωρίζουμε.
Βέβαια, ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας δεν θα αφήσει αμέτοχες τις αμερικανικές επιχειρήσεις, ενώ η αναγόρευση της Γερμανίας σε partner in leadership (ούτως ειπείν ηγεμόνα της Ευρώπης και της περιφέρειάς της, αλλά με “υπεργολαβική” σχέση με τις ΗΠΑ) χρονολογείται από την εποχή του Μπαράκ Ομπάμα.
Όμως παρά τις δηλώσεις διατράνωσης της ευρωπαϊκής συνοχής, το φάσμα μιας επανεξοπλισμένης Γερμανίας δεν μπορεί παρά να ανησυχεί πολλούς εταίρους της – κατεξοχήν δε τη Γαλλία, η οποία από ειρωνεία της τύχης αυτή τη στιγμή ασκεί την ευρωπαϊκή προεδρία.
Τα ερωτήματα των εκκρεμοτήτων του Brexit, της περαιτέρω εμβάθυνσης της ευρωζώνης και της μεταπανδημικής ανάκαμψης (που πλέον μάλλον παίρνει τη μορφή “πολεμικού κευνσιανισμού”) αναγκαστικά θα τεθούν σε νέα βάση.