Γλωσσάρι από τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας

Γλωσσάρι από τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας

Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, μία από τις πιο σημαντικές αρχειακές συλλογές της Βιβλιοθήκης της Βουλής, αποτελούνται από τριάντα οκτώ κώδικες και δέκα χιλιάδες λυτά έγγραφα, τα οποία χρονολογούνται από την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας έως την εκλογή του πρώτου «βασιλέα της Ελλάδος» Όθωνα (1821-1832). Η βασική αυτή ιστορική πηγή μελέτης της Ελληνικής Επανάστασης περιλαμβάνει έγγραφα που σχετίζονται με τις Εθνοσυνελεύσεις και τις τοπικές συνελεύσεις, τα συνταγματικά κείμενα του Αγώνα και τα τοπικά πολιτεύματα, πράξεις του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού Σώματος, έγγραφα της καποδιστριακής περιόδου από και προς τον Κυβερνήτη, τη Γερουσία και το Πανελλήνιο, αλληλογραφία υπουργείων και γραμματειών, καθώς και έγγραφα ιδιωτών προς τη Διοίκηση.

Μέσα στο συμπαγές, αν και όχι πλήρες, σώμα των τεκμηρίων των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας αποτυπώνεται εναργώς τόσο η ίδρυση και η λειτουργία των βασικότερων οργάνων εκπροσώπησης του Έθνους και της Διοίκησης, κατά τη διαδικασία συγκρότησης ανεξάρτητης εθνικής κρατικής οντότητας, όσο και ο αγώνας και τα προσωπικά αιτήματα των αφανών, στο μεταίχμιο της μεταμόρφωσής τους από υπόδουλους σε ελεύθερους πολίτες.

Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, μία από τις πιο σημαντικές αρχειακές συλλογές της Βιβλιοθήκης της Βουλής, αποτελούνται από τριάντα οκτώ κώδικες και δέκα χιλιάδες λυτά έγγραφα, τα οποία χρονολογούνται από την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας έως την εκλογή του πρώτου «βασιλέα της Ελλάδος» Όθωνα (1821-1832).
Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, μία από τις πιο σημαντικές αρχειακές συλλογές της Βιβλιοθήκης της Βουλής, αποτελούνται από τριάντα οκτώ κώδικες και δέκα χιλιάδες λυτά έγγραφα, τα οποία χρονολογούνται από την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας έως την εκλογή του πρώτου «βασιλέα της Ελλάδος» Όθωνα (1821-1832).

Μετά από την πυρκαγιά που έπληξε το 1854 το κτήριο του Κοινοβουλίου και της Γερουσίας, η Βουλή κατανόησε την ανάγκη και τη σημασία έκδοσης των «κατά την ελληνικήν παλιγγενεσίαν εγγράφων», προκειμένου να δημοσιοποιήσει στο ευρύ κοινό αλλά και να διαφυλάξει, από τις φθορές του χρόνου και τις καταστροφές, το περιεχόμενό τους. Επιτροπή με πρόεδρο τον γερουσιαστή Ρήγα Παλαμήδη, ανέλαβε να συγκεντρώσει τα αρχεία της Επανάστασης που φυλάσσονταν στη Βουλή. Ταυτόχρονα, όμως, επεδίωξε και να τα εμπλουτίσει, απευθύνοντας πρόσκληση σε δημόσιες αρχές και ιδιώτες για την κατάθεση σχετικών εγγράφων που είχαν στη διάθεσή τους.

Με τη σημαντική συμβολή και του βιβλιοφύλακα Γεωργίου Τερτσέτη, η δραστηριοποίηση αυτή κατέληξε στη μεταγραφή και την έκδοση δύο τόμων αρχειακού υλικού το 1857 και το 1862 αντίστοιχα, οι οποίοι εγκαινίασαν τη σειρά των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Το εκδοτικό αυτό εγχείρημα συνεχίστηκε, μετά από μακριά διακοπή, έναν αιώνα περίπου αργότερα: το 1971 και 1972 επανακεδόθηκαν οι δύο πρώτοι τόμοι και μέχρι το 1981, μεταγραμμένο αρχειακό υλικό κυκλοφόρησε σε δώδεκα νέους τόμους. Από το 1994 έως το 2012, εκδόθηκαν άλλοι έντεκα τόμοι, ώστε η σειρά να αριθμεί, μέχρι σήμερα, είκοσι πέντε τόμους. Παράλληλα το 2002 κυκλοφόρησε ένα Ανθολόγιο σημαντικών εγγράφων που είχαν περιληφθεί στους είκοσι πρώτους τόμους. Συνολικά έχουν εκδοθεί 7.500 περίπου λυτά έγγραφα και δεκαεπτά κώδικες.

Η Βουλή αξιοποιώντας τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών κυκλοφόρησε το 1999 σε cd-rom και στη συνέχεια ανάρτησε στο διαδικτυακό της τόπο το περιεχόμενο των είκοσι, μέχρι τότε, εκδοθέντων τόμων. Σήμερα, έχουν ψηφιοποιηθεί στο σύνολό τους οι είκοσι πέντε τόμοι και τα κείμενα, τα ευρετήρια και ο πίνακας περιεχομένων των εγγράφων που περιλαμβάνουν είναι ελεύθερα προσβάσιμα στο διαδίκτυο για πλοήγηση και έρευνα.

Ευχαριστώ  τον υποψήφιο διδάκτορα Σ.Μ. που συνέλεξε και κατέταξε το υλικό.

Εραν.

Γλωσσάρι από τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟΝ[1]

chilo(ιτλ.) = κοιλόν, το (μέτρον δημητριακών)

ferie di tribunali = περίοδος διακοπών των δικαστηρίων

Αβαντί, το = συνεννόησις προς συνάντησιν

Αβιζοτάρι, το = μετρητής

Αγγέντης, ο (ιταλ. agente) = πράκτωρ

αγιουτάντες, ο (ιταλ. aiutante) = βοηθός, υπασπιστής

αγροικώ (μσν.) = εννοώ, αντιλαμβάνομαι

αικάντο, το (βένετ. incanto) = πλειστηριασμός

Αίρα, η (αρχ. αίρα) = σύνηθες ζιζάνιον σιτοφόρων αγρών και ο καρπός τούτου

ακόντο, επίρ. (ιταλ. a conto) = έναντι, προκαταβολή, εις λογαριασμόν

ακτιναμές, ο (αραβοτουρκ. aht, ahd) = μαρτυρική απόδειξις

αλαμάνα, η = ιστιοφόρον πλοίον

Αλεκοντίζομαι (τουρκ. alikoymak) = καθυστερούμαι

αλικοτίζω (τουρκ. alikoymak) = εμποδίζω, καθυστερώ

αμανάτι, το (τουρκ. emanet) = ενέχυρον

αμανέτι, το (τουρκ. emanet) = ενέχυρον

αμάντενοι (τουρκ. aman-demek=ζητώ έλεος, χάριν) = εκλιπαρούντες

αμπατζής, ο (τουρκ. abaci) = κατασκευαστής εριούχων ενδυμάτων

ανκοράζια, τα (ιταλ. ancoraggio) = αγκυροβόλια, όρμοι

αντιμάμαλον, το (αντί + μάμαλον) = παλινδρομικόν κύμα

απάλτο, μπάλτον, το (ιταλ. appalto) = επιδίκασις, κατακύρωσις, μονοπώλιον, συνδρομή

απαρθενεύον, το (ιταλ. appartenere) = το ανήκον, το αναλογούν μέρος

απελλάρω, απελλαρίζομαι (ιταλ. appellare) = εγκαλώ, εφεσιβάλλω

απέλλο, το (ιταλ. appello) = έφεσις

απλοκάρω (ιταλ. abbloccare) = πολιορκώ, περικυκλώνω

αρεστάρω (ιταλ. arrestare) = συλλαμβάνω, φυλακίζω

αριβάρω (ιταλ. arrivare) = έρχομαι, φθάνω

αρμάδα, η (βενετ. armada) = στόλος πολεμικός

αρμαμέντο, το (μεσν. εκ του λατιν. armamentum) = πολεμικόν πλοίον

αρτζιχάλι, το (τουρκ. arzihal) = αναφορά, αίτησις

αρχίβια, τα (ιταλ. archivio) = αρχεία

ασάλτο, το (ιταλ. assalto) = έφοδος

ασκέρι, το (τουρκ. asker) = στρατός

αστράχη, η (αρχ. όστρακον) = γείσον, ακρόστεγον οικίας

άττα, τα (ιταλ. atti) = πρακτικά

αυναλί, το (τουρκ. aynali) = τουρκ. νόμισμα

αχαμνά (επίρρ. ) = δειλώς, αδυνάμως

αχαμνόμερο, το = αδύναμον μέλος οικογενείας, οίον χήρα, ορφανόν

Βάρδια, η (βενετ. vardia) = φρουρά

Βασγεστίζω (τουρκ. vazgecmek) = απογοητεύομαι

Βασέλα, η (ιταλ. vascello) = πλοίον

Βασέλλο, το (ιταλ. vascello) = πλοίον

βατζέλι, το (μεσν. βατσέλι) = μέτρον χωρητικότητος ιδίως δημητριακών καρπών

βεκίλης, ο (τουρκ. vekil) = αντιπρόσωπος

βελαγιέτι, βιλαέτι, το (τουρκ. vilayet) = διοικητική περιοχή, περιφέρεια

βέλιουρον, το = αβδελλόχορτον

βενέτικον, το (μεσν. βενέτικος) = χρυσούν νόμισμα της Βενετίας 24 καρατίων

βιζιταρίζω (ιταλ. visitare) = συναντώ

Βιλαέτι, το (τουρκ. vilayet) = διοικητική περιοχή, περιφέρεια

βιτζ – κόνσολος, ο (ιταλ. vice console) = υποπρόξενος

βιτζεκόνσολος, βιτζικόνσολος, ο (ίταλ. vice console) = υποπρόξενος

βοϊβόνδας, ο (σλαβ. voi – voda) = διοικητής επαρχίας ή πόλεως

βολάντε, ο (ιταλ. volante) = ιπτάμενος, πτερωτός, ασταθής, κούφος

βολταζάρω (ιταλ. volteggiare) = περιφέρομαι

βολτάρω (ιταλ. voltare) = περιφέρομαι

βολτιτζάρω (ιταλ. volteggiare) = περιφέρομαι

βουρλότον, το (βενετ. burloto) = πυρπολικόν πλοίον

βρεμβάκτος, ο (πρβλ. τουρκ. evrak=έγγραφον, έγγραφος διαταγή) = πληρεξούσιος.

βριγαντίνον, το (ίταλ. brigantino) = μικρόν πλοίον καταδρομών, κοινώς κουρσάρικο

βρίκ, βρίκιον, ιμπρίκιον, μπρίκιον, brig, το(αγγλ. brig) = πλοίον μέ δύο ιστία

Γαϊτάνι, το (μεσν. γαϊτάνι, λατ. gaitanum, τουρκ. gajtan, αραβ. hitan) = ζώνη

Γαλιότα, η (ίταλ. galeotta) = μικρόν ανιχνευτικόν πλοίον

γαραντίρω  (ιταλ. garantire) = εγγυώμαι

γεμεκλίκια, τα (τουρκ. yemeklik) = τρόφιμα

Γεμελίκια, τα (τουρκ. yemeklik) = τρόφιμα

γεμετζής, ο (τουρκ. yemec) = ναυτικός

γεμιτζής, ο (τουρκ. yemec) = ναυτικός

γενεράλ, ο (αγγλ. general) = στρατηγός

γεντίκι, το (τουρκ. gedik) = επικαρπία

γεντίκι, το (τουρκ. yedek) = ιδιοκτησία;

γιορτάμι, γιορντάνι, το (τουρκ. yordan) = περιδέραιον

γιουρδί, το = ύφασμα δι’ ένδυμα γυναικός

γκενεράλε, ο (ιταλ.. generale) = γενικός (επίθ.), στρατηγός

γκιορνάλι, το (ιταλ. giornale) = εφημερίς, ημερολόγιον

γκιουλέδες, οι (τουρκ. gulle) = οβίδες πυροβόλου

γολέτα, γουλέτα, η (ιταλ. galeotta) = μικρόν ανιχνευτικόν πλοίον

γούμενα, τα (βενετ. gomena) = καραβάσχοινα

γρενάτα, η (ιταλ. granada) = χειροβομβίς, βόμβα

γρόπος, γρούπος, ο (ιταλ. groppo) = δέμα

γρόπος, ο – γροπέτον, το (ιταλ. groppo) = δέμα, μικρόν δέμα

Δάνον, το (ιταλ. danno) = ζημία

Δεβλέτι, το (τουρκ. devlet) = διοίκησις, αρχή, εξουσία

Δεκάτα, η = δεκάτη

δεκάτωσις, η = φόρος δεκάτης

Δεποζιταρίζομαι  (ιταλ. depositare) = κατατίθεμαι

δεποζιτάρω (ιταλ. depositare) = καταθέτω

Δερβέναγας, ο (τουρκ. dervent – aga) = φύλαξ στενών διαβάσεων, Τούρκος αξιωματούχος

δεσκερές, ο βλ. τεσκερές

δεσπάρκον, το (ιταλ. disbarco) = απόβασις, αποβίβασις

δεσχερές, ο (τουρκ. teskere) = έγγραφος κοινοποίησις

διασάκι, το (τουρκ. yasak) = διαταγή απαγορευτική

διβάριον, το (μεσν. βιβάριον) = ιχθυοτροφείον

διβιζιόνε, η (ιταλ. divisione) = τμήμα στρατού, μοίρα στόλου

δικέλλα, η (αρχ. δίκελλα) = δίκρανον

διπλοδέκατον, το = διπλή δεκάτη

δισμπάρκο, το (ιταλ. disbarco) = απόβασις

δογάνα, η (ιταλ. dogana) = τελωνείον, τελωνειακός δασμός

δογάνα, η (ιταλ. dogana) = τελωνείον, τελωνειακός δασμός

δογάνα, νδοάνα η (ιταλ. dogana) = τελωνείον, τελωνειακός δασμός

δογανιέρης, ο (ιταλ. doganiere) = τελώνης

δραγομάνος, ο (ιταλ. dragomanno, αραβ. targoman) = διερμηνεύς

δραμολόγος, ο = ζυγός, ζυγαριά

δρίτον, το (ιταλ. diritto) = δίκαιον, δικαίωμα

Εμανάτι, το (αραβοτουρκ. emanet) = ενέχυρον, παρακαταθήκη

Εμανέτι, το (αραβοτουρκ. emanet) = ενέχυρον, παρακαταθήκη

Εμβαρκαρίζομαι (ιταλ. imbarcare) = επιβιβάζομαι εις πλοίον, φορτώνομαι (επί εμπορευμάτων)

εμβαρκαρίζομαι(ίταλ. imbarcare) = επιβιβάζομαι εις πλοίον, ναυτολογούμαι

εμβαρκάτος, ο (ιταλ. imbarcare) = ο επιβάτης πλοίου

Εμβατοίκια, τα (βυζ. εμβατοίκιον) = ενοριακά και εφημεριακά δικαιώματα του επισκόπου

εμινής, ο (αραβοτουρκ. emin) = ο ελεγκτης

εμπήριον, το (πρβλ. αρχ. πήρα) = φόρτωμα

Ζαβώνω = δυστροπώ

Ζαερές, ζαχερές, ζαϊρές, ζαχιρές, ο (τουρκ. zaire) = εφόδια, τρόφιμα

Ζαερές, ο (τουρκ. jaire) = εφόδια, τρόφιμα

ζαϊφης, ο (τουρκ. zayif) = αδύνατος, καχεκτικός

ζαϊφλίκι, το (τουρκ. zayiflik) = αδυναμία, καχεξία

ζαμπίτης, ο (τουρκ. sahabet) = κυρίαρχος

ζάπι, ζάπτι, το (τουρκ. zapt) = καταπάτησις, ιδιοποίησις δια της βίας

ζάπι, το (τουρκ. zapt) = καταπάτησις, ιδιοποίησις

ζάπτι, το (τουρκ. zapt) = καταπάτησις, ιδιοποίησις

ζαχηρές, ο βλ. ζαερές

ζευγολατίον, το = αρώσιμος γη

ζηντάνι, το (τουρκ. zindan) = μέρος πολύ σκοτεινόν, φυλακή

ζολότα, η (πολων. zlot) = πολωνικόν νόμισμα μικράς αξίας

ζορμπαλίκι, το (τουρκ. zorbalik) = βίαιος τρόπος, χρήσις βίας

Θάτζιον, το βλ. τάτζιον

Ικάντο, το (βενετ. incanto) = δημοπρασία

Ικτιζάμιον, το βλ. ιλτιζάμιον

Ιλτιζάμι(-ον), το (τουρκ. iltizam) = εκμίσθωσις δημοσίων εσόδων

Ιλτιζάμι, ικτιζάμι, το (τουρκ. iltizam) = εκμίσθωσις δημοσίων εσόδων

Ιλτιζάμι, το (τουρκ. iltizam) = εκμίσθωσις δημοσίων εσόδων

Ιλτιζάμιον, ιλτιζίμιον,ικτιζάμιον, το (τουρκ. iltizam) = εκμίσθωσις δημοσίων εσόδων

Ιλτιζαμιτζής, ο (πρβλ. ιλτιζάμι) = ο εκμισθωτής των δημοσίων κτημάτων

ιλτιζαμτζής, ο (πρβλ. ιλτιζάμιον) = εκμισθωτής δημοσίων κτημάτων

ιμπέριον, το (λατιν. imperium) = κράτος

ιμπρίκιον, πρίκιον, μπρίκι, το (αγγλ. brig) = πλοίον με δύο ιστία

ιμπρίκιον, το βλ. βρίκ

ιμτάτι, το (τουρκ. imdat) = βοήθεια

ινβεντάριον, το (ίταλ. inventario) = ευρετήριον, καταγραφή ειδών

ιντερέσ(ι)ο, το (ιταλ. interesse) = συμφέρον

ιντερεσαρίζομαι(πρβλ. ιταλ. interesse) = ενδιαφέρομαι

ιντερεσίο, ιντερέσο, το (ιταλ. interesse) = συμφέρον

ιντερέσιο, το (ιταλ. interesse) = συμφέρον

Ιντερέσο, νιτερέσιο, το (ιταλ. interesse) = συμφέρον

ιντζίρκα (ιταλ. incirca) = περίπου

Καγκελλαρία, καντζελλαρία, κατζελλαρία, η (ιταλ. cancelleria) = δημόσιον γραφείον

Καδής, ο (τουρκ. Kadi) = δικαστής

Καζάς, ο (αραβοτουρκ. kaza) = διοικητική περιφέρεια, επαρχία

καϊμακάμης, ο (τουρκ. kaymakam) = υποδιοικητής

καλαμπαλίκι,  το (τουρκ. kalabalik) = σύνολον αντικειμένων

κάμαρα, η (ιταλ. camera) = κοινοβούλιον

καματερό, το = βούς αροτήρ

καματερό, το = βούς αροτήρ

κάμβια, τα (ιταλ. cambiare) = αλλαγή (νομισμάτων)

καμπάρα, η (ιταλ. gabarra) = φορτηγόν πλοίον

καμπιάλε, η (ιταλ. cambiale) = συναλλαγματική

κανονιέρα, η = κανονιοφόρον πλοίον

καντζιλλιέρης, ο (ιταλ. cancelliere) = ο ανήκων εις την καγκελλαρίαν

καπετάν πασάδες, οι (τουρκ. kaptan pasa = ο καπετάν πασάς) = ο «καπουδάν πασάς», ο αρχηγός του τουρκικού στόλου

καπίκι, το = υποδιαίρεσις του ρουβλίου, μεταφ. μικροδιαφορά

καπινέτο, το (γαλλ. cabinet) = υπουργείον, κυβέρνησις

καπιτάλια, καπετάλια, τα (ιταλ. capitale) = κεφάλαιον, περιουσιακά στοιχεία

καπιτζής, ο (τουρκ. kapici) = φύλαξ της πύλης, θυρωρός

καπράρος, ο (ιταλ. caporale) = υπαξιωματικός

κάρικο, το (ιταλ. carico) = φορτίον

καρμπονάρος, ο (ιταλ. carbonaro) = ιταλός επαναστάτης

κάρτο, το (ιταλ. quarto) = τεταρτημόριον

κάρτον, το (ιταλ. quarto) = τεταρτημόριον

κάσσα, η (ιταλ. cassa) = ταμείον

καστέλλι, το (ιταλ. castello) = φρούριον

κατζελλαρία, η (ιταλ. cancellaria) = δημόσιον γραφείον

κατζιλλιέρος, ο (ιταλ. cancelliere) = ο ανήκων εις την καγκελλαρίαν

κατζιρτώ (τουρκ. Kacirmak) = ερεθίζω, ενοχλώ

κιάρος, ο (ιταλ. chiaro) = καθαρός

κιβάρι, το = σιτηρέσιον

κιλερτζής, ο (τουρκ. kilerci) = αποθηκάριος

κιμέρι, το (τουρκ. Kemer) = ταμείον, βαλάντιον

κιμούσα, η = λωρίς εριούχου υφάσματος (κοιν. τσιμούχα)

κίστι, το (τουρκ. Kism) = δόσις, μερίς, τμήμα

κλάπα, η (μσγν. κλάπα· πρβλ. λατ. clava;) = εξάρτημα θύρας

κλόνος, ο = κλονισμός

κο(υ)μισάριος, ο (ιταλ. commissario) = επίτροπος

κοιλόν, το = μέτρον χωρητικότητος, συνήθως δημητριακών

κόλι, το (τουρκ. kol) = τμήμα, περιφέρεια

κολιγικός, επίθ. = συντροφικός, συνεταιρικός

κολιντζής, ο (τουρκ. kolcu) = φύλαξ

κολόνα, η (ιταλ. colonna) = σώμα στρατιωτικόν βαδίζον προς μάχην

κολονάτα, τα = χρυσά νομίσματα

κολονάτον, το = είδος χρυσού νομίσματος

κολονέλος, ο (ιταλ. colonnello) = συνταγματάρχης

κομανδάντε, κουμαντάντε, ο (ίταλ. comandante) = διοικητής

κομανδάντης, ο (ιταλ. comandante) = διοικητής

κομεντάρω (ιταλ. commentare) = επεξηγώ, ερμηνεύω

κομισάριος, ο (ιταλ. commissario) = επίτροπος

κομισιόν, η (γαλ. commission) = προμήθεια

κομισιόνε, η (γαλλ. commission) = προμήθεια

κομισιόνη, η (γαλ. commission) = προμήθεια

κόμισος, ο = κόμης

κομπασάρω = κομπάζω

κονάκι, κανάκι, το (τουρκ. konak) = οικία, κατάλυμα, αλλά και η παραγγελία δια ταχυδρόμου (πρβλ. τουρκ. konak yollari = οδοιπορικοί σταθμοί)

κονάκι, το (πρβλ. τουρκ. konak yollari=οδοιπορικοί σταθμοί) = παραγγελίαι δια ταχυδρόμου

κονακτζήδες, οι (τουρκ. konakci) = οι εντεταλμένοι δι’ ανεύρεσιν καταλύματος (πρβλ. τουρκ. konak = κατάλυμα)

κονακτζής, κοναχτζής, ο (τουρκ. konakci) = ο εντεταλμένος δι’ ανεύρεσιν καταλύματος

κονσολάτο, το (ιταλ. consolato) = προξενείον

κονσολάτον, το (ιταλ. consolato) = προξενείον

κόνσολος, ο (ιταλ. console) = πρόξενος

κοντραμπάντο, το (ιταλ. contrabando) = λαθρεμπόριον

κοντράτο, το (ιταλ. contratto) = συμβόλαιον, σύμβασις

κοντράτο, το (ιταλ. contratto) = συμβόλαιον, σύμβασις

κοντράτον, το (ιταλ. contratto) = συμβόλαιον, συμβασις

κόντρο προτέστο, το (ιταλ. contro protesto) = ένστασις κατά διαμαρτυρήσεως

κόπια, η (ιταλ. copia) = αντίγραφον

κορβέτα, η (ιταλ. corvetta) = ιστιοφόρον, πολεμικόν πλοίον

κορεντίνα, η (ιταλ. quarantina) = καραντίνα, λοιμοκαθαρτήριον

κορέντο, το (ιταλ. corrente) = ρευστόν χρήμα

κορριέρα, η (ιταλ. corriera) = ταχυδρομική άμαξα

κουαραντίνα, η  (ιταλ. quarantena) = λοιμοκαθαρτήριον

κουβέλι, το (αρχ. σλαβ. kublu) = κόφινος, μέτρον χωρητικότητος δημητριακών

κουβέλιον, το (αρχ. σλαβ. kublu) = κόφινος, μέτρον χωρητικότητος δημητριακών

κουμέρκι, το (μεσν. κουμέρκιον ) = τελωνειακός δασμός

κουμέρκι, το (μσν. κουμέρκιον) = τελωνειακός δασμός

κουραντίον, το = ύφασμα

κουρσούνι, το (τουρκ. kurcun) = βλήμα

κουρσουνιά, η = πυροβολισμός

κούρτη, η (ιταλ. corte) = αυλή, ανάκτορα, δικαστήριον

κρε(ν)διτόρος, ο (ιταλ. creditore) = πιστωτής

κρεδιτάρω, κρετιτάρω (ιταλ. credere – credito) = παρέχω πίστωσιν, πιστώνω

κρέδιτον, το (ιταλ. credito) = πίστωσις

κρεδιτόρος, ο (ιταλ. creditore) = πιστωτής

κρεμέζος, επίθ. (ιταλ. cremisi) = κόκκινος

κρετιτάρω (ιταλ. credere – credito) = παρέχω πίστωσιν, πιστώνω

κρονές, οι (γερμ. kron) = νόμισμα αυστριακόν, κορώνα

Λαπαντέ (ιταλ. lampante) = καθαρός, διαυγής

Λεγαλιτζάτο, (ιταλ. legalizzare) = νομίμως επικυρωμένον

Λέτο, το (ιταλ. letto) = βάσις πυροβόλου

λεύκα, η = είδος πλοίου

Λήνωμα, το = ληνός, πατητήρι

λιβάρι, το (μεσν. βιβάριον) = ιχθυοτροφείον

Λιβάρι, το βλ. διβάριον

λιετνάντ, ο (γαλ. lieutenant) = υπολοχαγός

λίμπρο, το (ιταλ. libro) = βιβλίον

λίνεα, η (ιταλ. linea) = ατμοπλοϊκή γραμμή

λουφές, ο (τουρκ. ulufe) = μισθός στρατιωτών

λουφές, ο βλ. ολουφές

Μαγιόρος, ο (ιταλ. maggiore) = ταγματάρχης

Μαζάτι, μεζάτι, το (τουρκ. mezat) = πλειοδοτικη δημοπρασία

Μάλαγμα, το (μσν. μάλαμα) = χρυσός

μαντζάρικο, το (ουγγρ. magyar) = ουγγρικόν νόμισμα

μαντιμίρω = τροφοδοτώ, φροντίζω

μαξούλιον, το (τουρκ. mahsul) = εσοδεία

μαξούς (τουρκ. maskut) = σκοπίμως, επίτηδες

μαρινάρος, ο (ιταλ. marinaro) = ναύτης, ναυτικός

μαρτίγος, ο = ιστιοφόρον πλοίον

μαρτυρικόν, το = αποδεικτικόν

μαχμουδιές, μαχμου(ν)τιές, ο (τουρκ. mahmudiyye) = χρυσούν νόμισμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’, αξίας 36 γροσίων

μαχμουντιές, ο (τουρκ. mahmudiyye) = χρυσούν νόμισμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’, αξίας 36 γροσίων

μαχμουτιγές, μαχμουτιές, ο (τουρκ. makmudiyye) = χρυσούν νόμισμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’, αξίας 36 γροσίων

μαχμουτιές, μαχμουντιές, μαχμουδιγιές, ο (οι μαχμουτιέδες) (τουρκ. mahmudiyye) = χρυσούν νόμισμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’, αξίας 36 γροσίων

μενζίλι, το (αραβ. mensil) = σταθμός, απόστασις, ταξίδιον

μετερτίκι, το (μετρητίκι) = μονάς μετρήσεως δημητριακών καρπών

μετζοφρεγάδα, η = είδος πλοίου

μισίρια, μισίρικα τα, μισίρικοι, οι (τουρκ. Misir) = αιγυπτιακά νομίσματα

μισίρικα, τα (νομίσματα τουρκ. Misit) = αιγυπτιακά νομίσματα

μισιρλής, ο = Αιγύπτιος

μίστικον, το = μικρόν ιστιοφόρον πλοίον

μιτρητίκια, μετερτίκια τα = μονάς μετρήσεως δημητριακών

μόδιον, το (λατ. modius) = μέτρον χωρητικότητος δημητριακών καρπών

μορασαλές, ο (πρβλ. τουρκ. risale) = διορισμός, δίπλωμα

μορτάρι, το (βενετ. mortaro) = όλμος, βολίς, βλήμα

μουκα(ν)τάς, ο (τουρκ. mukattaa) = βακουφικός φόρος

μουκαεσάς, ο (τουρκ. mukayse) = έκπτωσις φόρου(;)

μουκατάς, ο (τουρκ. mukattaa) = βακουφικός φόρος

μουκατασαϊπήδες, οι (μουκατάς+αραβοτουρκ. sahip) = δικαιούχοι εισπράξεως εσόδων του μουκατά

μουλάς, ο (τουρκ. mula) = ιεροδίκης

μούλκι, το (τουρκ. muelk) = ιδιόκτητον κτήμα, κτηματική περιουσία

μουρασελές, ο (τουρκ. risale) = διορισμός, δίπλωμα

μουσαμολόγος, ο = εξάρτημα πολεμικής ενδυμασίας

μουστερής, ο (τουρκ. muesteri) = αγοραστής, πελάτης

μουφσίτικος (τουρκ. muefsid) = σατανικός

μπακίρι, το (τουρκ. bakir) = χαλκός

μπάλα, η = σφαίρα, βολίς

μπάλτον, το βλ. απάλτο

μπατερία, η (ιταλ. batteria) = πυροβολείον

μπαχτζές, ο (τουρκ. bahce) = κήπος

μπεηζαδές, ο (τουρκ. beyzade) = ο υιός του μπέη

μπεκαές, ο (τουρκ. bekaya) = εισπρακτέον, καθυστερούμενον

μπεσλίκι, πεσιλίκι, το (τουρκ. beslik) = νόμισμα πέντε γροσίων

μπεταάτι, το (τουρκ. bedahet) = αυταπόδεικτον

μπισ(ι)λίκι, το (τουρκ. besibirlik) = πεντόλιρον

μπιτίζω (τουρκ. bitmek) = εξοφλώ

μπλόκος, ο (ιταλ. blocco) = αποκλεισμός

μπόβος, ο = είδος πλοίου

μπογάζιον, το (τουκ. bogaz) = στενόν πέρασμα, δίοδος

μπουγιορδί, το (τουρκ. buyurmak) = εντολή, διαταγή

μπουλούκια, τα (τουρ. boeluek = συντροφιά, λόχος) = ομάς ατάκτων πολεμιστών

μπουρλήτον, το βλ. μπουρλότο

μπουρλότο, το (βενετ. burloto) = πυρπολικόν πλοίον

μπραβέτα, η (ιταλ. brevetto) = τίτλος, δίπλωμα

μπρατζέλλα, η (βενετ. brazzera) = είδος καϊκίου

μπρατζέλλα, η (βενετ. brazzera) = είδος καϊκίου

μπριγαντίνο, το (ιταλ. brigantino) = μικρόν πλοίον καταδρομών, κοινώς κουρσάρικο

μπρίκ(ιο) το βλ. βρίκ

μπρίκι, το (αγγλ. brick) = πλοίον δικάταρτον, πάρων

μπρίκιον, το βλ. ιμπρίκιον

Ναβέτα, η (ιταλ. nave) = πλοιάριον

Ναχαγιές και ναχεγές, ο (τουρκ. nahiye) = περιοχή

νδοάνα, η βλ. δογάνα

Νέμτζοι (σλαβ.) = Γερμανοί

Νιάτα, η (πρβλ. άτι) = φορβάς

Νιζάμι, το (τουρκ. nizam) = τάξις, ευταξία

νιτερέσο, το βλ. ιντερέσιο

νότα, η (ιταλ. nota) = σημείωσις

νοτάριος, ο (μεσν. νοτάριος) = συμβολαιογράφος

νταβίζω (τουρκ. dava) = διεκδικώ δικαστικώς

ντάνο, το (ιταλ. danno) = ζημία

ντελίνι, το (γαλλ. de ligne) = πλοίον της γραμμής, πολεμικόν ιστιοφόρον

ντελόγροσο, το (τουρκ. delik) = τρύπιον γρόσιον

ντεμεσούκι, το (αραβοτουρκ. temessuk) = συμβόλαιον

ντεσκερές, ο βλ. τεσκερές

ντέσω = αντιτείνω, αντιτίθεμαι, εναντιούμαι

ντισπάρκο, το (ιταλ. disbarco) = απόβασις, αποβίβασις

ντοβατζής, ο (πρβλ. ιταλ. dovere = χρέος, υποχρέωσις) = υπόχρεως

ντούπια, η = νόμισμα της Πορτογαλίας

οκαζιόνε, η (ιταλ. occasione) = ευκαιρία

Ολουφές, ο (τουρκ.  ulufe) = μισθός στρατιωτών

οντάς, ο (τουρκ. oda) = αίθουσα, δωμάτιον

ορδί, το (τουρκ. οrdu) = στράτευμα

ορδινία, η – όρδινον, το (ιταλ. ordine) = διαταγή

ορδινία, η (ιταλ. ordine) = εντολή, διαταγή

ορτάκης, ο (τουρκ. ortak) = συνεταίρος

όρχαμος, ο = αρχηγός όρχου (στρατιωτικού σώματος)

οφφικιάλ(ι)ος, ο (μεσν. εκ του λατιν. officialis) = αξιωματούχος

οφφικιάλος, ο (μεσν. εκ του λατ. officialis) = αξιωματούχος

οφφίκιον, το (μέσν. εκ του λατιν. officium) = αξίωμα

Πάγα, η (ιταλ. paga) = πληρωμή

Πακμπότον, το (γαλ. paquebot) = ταχυδρομικόν πλοίον

παλισάδα, η (ιταλ. palizzata) = φράκτης από πασσάλους

Παρασπόρι(χωράφι) = αγρός παραχωρηθείς προς εκμετάλλευσιν

Παρέρε, το (ιταλ. parere) = γνωμοδότησις

παριαχτάρης, ο (τουρκ. bayraktar) = σημαιοφόρος

παριαχταριλίκι, το (τουρκ. bayraktarlik) = η ιδιότης του σημαιοφόρου

παρκαρίζω (ιταλ. imbarcare) = υποχρεώνω εις επιβίβασιν

παρτίδι, το = είδος πλοίου

πάσερα, η = μικρά λέμβος

πασιλίκι, το = η ανήκουσα εις τον πασάν περιοχή, περιφέρεια

παταρία, η (ιταλ. batteria) = ομοβροντία, πρβλ. μπατερία

πεγζανδές, πεγηζαδές, ο βλ. μπεηζαδές

πεζόδρομος, ο = ταχυδρόμος, απεσταλμένος

πεζόδρομος, ο = ταχυδρόμος, απεσταλμένος

πεηζαδές (τουρκ. beyzade) = ο υιός του μπέη

περγαντίνον, το (ιταλ. brigantino) = μυοπάρων

πεσιλίκι, το βλ. μπεσλίκι

πεσινάτι,  το (τουρκοπερσ. pesinat) = προκαταβολή

πέτζα η (ιταλ. pezza) = κομμάτι υφάσματος

πιάνο, το (ιταλ. piano) = σχέδιον

πιττάκιον, το (μεσν. λατ. pittacium) = έγγραφον

πλίκος,  ο (ιταλ. plico) = φάκελος

πλίκος, ο(ιταλ. plico) = φάκελος

πλοιάσια= δια πλοίου

πλόκος, ο (αρχ.) = αποκλεισμός

πλόκος, ο (ιταλ. blocco) = αποκλεισμός

πλόκος, ο βλ. μπλόκος

ποδοκάκη, η (αρχ. ποδοκάκη) = όργανον βασανισμού, φάλαγγα

ποδοκόπι, το = αμοιβη δι’ υπηρεσίαν

πόλιτζα, η (ιταλ. polizza) = συναλλαγματική

πολίτικο, το = είδος νομίσματος

πόλιτσα, η (ιταλ. polizza) = συναλλαγματική

πολλάκα, η = είδος πλοίου

ποντουάλες, επίθ. (ιταλ. puntuale) = ακριβής, συνεπής

πόρσα, η (ιταλ. borsa) = χρηματιστήριον

πορτζιλήδες = εργατοτεχνίται

πόρτο, το (ιταλ. porto) = λιμήν

πόρτον, το (ιταλ. porto) = λιμήν

πόστα, η (ιταλ. posto) = θέσις

πούντος, ο (ιταλ. punto) = κορυφή

πρατζόλι, το (ιταλ. bracciolo) = εξάρτημα πλοίου

πράτικον, το (πρβλ. βεν. pratigare) = συμφωνία

πρέζα, η (ιταλ. presa) = σύλληψις

πρεζονιέρης, ο (ιταλ. prigioniero) = αιχμάλωτος

πρεζονιέρης, ο (ιταλ. prigioniero) = αιχμάλωτος, φυλακισμένος

πρετέζα, η  (ιταλ. pretesa) = διεκδίκησις, απαίτησις

πρετεντάρω, πρετεντέρω (ιταλ. pretendere) = απαιτώ, διεκδικώ

πρετεντέρω (ιταλ. pretendere) = απαιτώ, διεκδικώ

πρετεστάρομαι(ιταλ. pretestare) = επιμαρτύρομαι

πρετεστάρω  (ιταλ. pretestare) = εγκαλώ

πρετεστάρω (ιταλ. pretestare) = εγκαλώ

πρετέστο, το (ιταλ. pretesto) = ένστασις

πρίκιον, το βλ. ιμπρίκιον

πρινοκόκκι, το = καρπός του πρίνου, βελανίδι

προτέστα, η – προτέστο, το (ιταλ. protesto) = διαμαρτυρία

προτέστα, η (ιταλ. protesta) = διαμαρτύρησις

προτεστάρω (ιταλ. protestare) = διαμαρτύρομαι

προτέστο, το (ιταλ. protesto) = διαμαρτύρησις

Ραβάσιο,  το = μήνυμα, επιστολή

Ραβάσιον,  το = μήνυμα, επιστολή

Ραγουζάικο, το = νόμισμα της Ραγούσης

ραζάτον, το = είδος πλοίου

ράτα, η (ιταλ. rata) = δόσις

ρατζιόνη, η (ιταλ. reggere) = στήριγμα, βοήθεια

Ρεβάσι, το (σλαβ. ravas) = έγγραφον

ρεγκέντε (ιταλ. reggente) = νόμισμα ιταλικόν

ρέμπελος, ο (ιταλ. ribelle) = επαναστάτης, ταραξίας

ρεσάλτο, το (βεν. resalto) = εξόρμησις, έφοδος

ρεστάντε, το (ιταλ. restante) = υπόλοιπον χρηματικής οφειλής

ρετζεβούτα, η (ιταλ. ricevuta) = απόδειξις πληρωμής

ριγίνα, η (ιταλ. regina) = νόμισμα

ρικάμβια, τα (ιταλ. ricambiare) = ανταλλαγή (νομισμάτων) πρβλ. κάμβια

ρισάλτο, το (ιταλ. resalto) = έφοδος

ριτζεβούτα, η (ιταλ. ricevuta) = απόδειξις πληρωμής

ριτζεβούτα, η βλ. ρετζεβούτα

ριτσεβούτα, ρετζιβούτα, η (ιταλ. ricevuta) = απόδειξις πληρωμής

ρόβα, η (πρβλ. ρόβι, το) = δημητριακός καρπός

ρουμπεγές, ο (τουρκ. rubiyye) = τέταρτον παλαιού χρυσού τουρκικού νομίσματος

ρουμπιές, ο (τουρκ. rubiyye) = τέταρτον παλαιού χρυσού τουρκικού νομίσματος

ρούπι, το (τουρκ. rub) = τέταρτον νομίσματος

Σαββατίζω = τηρώ την αργίαν του Σαββάτου, σχολάζω, είμαι αργόσχολος

Σάλδο, το (ιταλ. saldo) = υπόλοιπον

Σάλδος, το (ιταλ. saldo) = υπόλοιπον

Σαλούπα, η (βενετ. salupa) = μεγάλη λέμβος, κοινώς σκαμπαβία

σαράφης, ο (τουρκ. sarraf) = αργυραμοιβός, χρηματιστής

σατριαζάμης, ο (τουρκ. sater-a-zam) = μέγας βεζύρης

σεκουεστραρίζομαι (ιταλ. sequestrare) = κατακρατούμαι, καταλογίζομαι

σεκουεστράρω,  σεκουεστραρίζομαι (ιταλ. sequestrare) = κατακρατούμαι

σεκουεστράτο, το (ιταλ. sequestrare) = υπό κατάσχεσιν

σεκουέστρον, το (ιταλ. sequestro) = κατάσχεσις

σεκούντος, ο (ιταλ. secondo) = δεύτερος κυβερνήτης πλοίου

σεκρέτο, το (ιταλ. segreto) = εγγύησις

σεμισάρης, ο (λατιν. semis) = συνεταίρος γεωργού

σέμπρος, ο (σλαβ. sebru) = ο επί συμβάσει καλλιεργητής ξένου κτήματος

σενέτιον, το (τουρκ. sened) = αποδεικτικόν, έγγραφον, τίτλος

σεπέτι, το (τουρκ. cevfet) = καλάθι, κοφίνι

σερασκέρης, ο (τουρκ. serasker) = αρχηγός, αξιωματικός

Σερέτης,  επίθ. (τουρκ. sirret) = δύστροπος

σερμαγιά, η (τουρκ. sermaye) = χρηματικόν απόθεμα

σετάντζα, η (ιταλ. setenza) = απόφασις δικαστική

σετέντζα,  η (ιταλ. setenza) = απόφασις δικαστική

σεχλέτι, το (τουρκ. seklet) = στενοχώρια

σζισζανές, ο (τουρκ. cichane) = όπλον

σιασιρμά, επίρρ. = (cacirmak) = αστόχως, ανεπιτυχώς

σιγούρος, ο (ιταλ. sicuro) = ασφαλής

σιναχιλίκι, το = (τουρκ. acinalik) = δερμάτινον βαλάντιον φερόμενον εις την ζώνην

σκαμπαβία, η (ιταλ. scappavia) = είδος πλοίου

σκαρτάρω (ιταλ. scartare) = αποβάλλω, ξεχωρίζω

σκουάδρα, η = (ιταλ. squadra) = μοίρα στόλου

σοβράνος, ο (ιταλ. sovrano) = ηγεμών

σοδισφάρω (ιταλ. soddisfare) = ικανοποιώ

σοινίκι, το (αρχ. χοίνιξ) = μέτρον χωρητικότητος δημητριακών

σοπρακάρικος, ο (πρβλ. ιταλ. caricare) = πρόσθετος επιβάτης

σοτταβέντο(ιταλ. sottovento) = υπήνεμος

σουδιτάντζα,  η (ιταλ. sudditanza) = υπηκοότης

σουδιτάντζα, η (ιταλ. sudditanza) = υπηκοότης

σούδιτος, ο (ιταλ. suddito) = υπήκοος

σπαηλίκι, το = η ανήκουσα εις τον σπαήν περιοχή

σπαής, ο (τουρκ. sipahi) = ιππεύς, έφιππος εισπράκτωρ

σπαχιλίκι, το = η ανήκουσα εις τον σπαχήν περιοχή

σπεδιτζιόνε, η (ιταλ. spedizione) = αποστολή

σπέζα, η (ιταλ spesa) = δαπάνη

σπέντζα, η (ίταλ. spesa) = έξοδον, δαπάνη

σύγριπος, ο (πρβλ. γρίπος) = σύνεργα αλιείας

συμπερέκει (αντί συμπαρέκει) = εκεί πλησίον

σφογγόμπολα, η = προσόψιον

Ταϊνι (τουρκ. tayin) = τροφή

Ταϊνι, το (τουρκ. tayin – ταγή, η) = τροφή

ταϊφάς,  ο (τουρκ. tayfa) = οπαδός

τάμπια, η (τουρκ. tabya) = προμαχών

ταμπούρον, το (τουρκ. tabur) = τμήμα στρατού, τάγμα

ταξίλι, ταχσίλι, το (τουρκ. tahsil) = είσπραξις

Ταπεστάλικο, το = είδος νομίσματος

ταπί, το (τουρκ. tapu) = τουρκικός τίτλος ιδιοκτησίας

Τάπια, η (τουρκ. tabya) = προμαχών

ταράφι, το (αραβ. taraf) = οπαδός

τασίλι, το (τουρκ. tahsil) = είσπραξις

τασίλι, το (τουρκ. tahsil) = είσπραξις

τάτζιον, το (ιταλ. tassa) = φόρος

ταχιρές, ο (αραβ. zahire) = τρόφιμα

ταχρίριον, το (tahrir) = έκθεσις

ταχριτζής, ο = εφοριακός υπάλληλος

τεκιλίφ(ι), το (αραβ. teklif) = χρηματική απαίτησις, δικαίωμα

τεμπίχι, το (τουρκ. tembih) = σύστασις, απειλητική προειδοποίησις

τερτίπι, το (τουρκ. tetrib) = σχέδιον, τέχνασμα

τεσκερές, ο (τουρκ. teskere) = έγγραφος κοινοποίησις

τεσχερές, ο (τουρκ. teskere) = έγγραφος κοινοποίησις

τζαλούπα, η βλ. σαλούπα

τζαούσης, ο (τουρκ. cavus) = λοχίας

τζεβάπι, το (τουρκ. cevap) = απάντησις

τζελέπικο, το (τουρκ. celeb) = αμοιβή του προμηθευτού των προς σφαγήν ζώων

τζεμχανές, τζιπχανές, ο (τουρκ. cephane) = αποθήκη πυρομαχικών

τζεπχανές, ο (τουρκ. cephane) = αποθήκη πυρομαχικών

τζερεμετίζω (τουρκ. cereme) = ζημιώνω

τζεριμίδες, οι (αντί τζερεμέδες, τουρκ. cereme) = πληρωμαί δι’ αδικαιολογήτους ζημίας

τζεφτιλίκιον, το (τουρκ. ciflik) = αγρόκτημα

τζιλιγκίρης, ο (τουρκ. ciligir) = κλειδαράς

τζιμουχουράτι, το (αραβ. cumhuriyet) = συρφετός, πλήθος

τζιριμόνια, η (ιταλ. ceremonia) = φιλοφρόνησις

τζίρκα, βλ. ιντζίρκα

τζίρκα, επίρρ. (ιταλ. circa) = περίπου

τζορνάλε, το (ιταλ. giornale) = πρόγραμμα, οδηγία

τονελάδα, η (ιταλ. tonnellata) = τόνος, μονάς βάρους

τοπιάτικο,  το = ενοίκιον βοσκοτόπου

τοπιάτικον, το = ενοίκιον βοσκοτόπου

τουνεζίνικον, το = νόμισμα της Τυνησίας

τοψίδας, ο (τουρκ. topcu) = πυροβολητής

τοψίμπασης, ο (τουρκ. topcu+basi) = αρχηγός πυροβολικού

τραβακόλ, τραβάκολον, το (ιταλ. trabaccolo) = ιστιοφόρον πλοίον

τράνσιτον, το (ιταλ. transito) = μεταφόρτωσις

τρασπόρτο, το (ιταλ. trasporto) = μεταγωγικόν πλοίον

τριτοδέκατον, το = το τρίτον του φόρου της δεκάτης

τρίτον, το βλ. δρίτον

Υποκόνσολος, ο (πρβλ. ιταλ. console) = υποπρόξενος

Υπολιετνάντες, ο ανθυπολοχαγός, πρβλ. λιετνάντες

Φαμπρικατόρος, ο (ιταλ. fabbricatore) = κατασκευαστης, τεχνικός

Φελδβέμπερ,  ο (γερμ. Feldwebel) = επιλοχίας

Φελούκα, η (ιταλ. feluca) = είδος βάρκας

φεσέκιον, το (τουρκ. ficek) = μτφ. ελάχιστα χρήματα

φόντα, τα (ιταλ. fondo) = αποθεματικόν κεφάλαιον

φόντα, τα (ιταλ. fondo) = μετρητα

Φορτζέρι, το (αλβαν.) = κιβώτιον, σεντούκι

Φουμάδα, η (ιταλ. fumata) = σήμα δια καπνού

φουντούκι, το = είδος νομίσματος

φριγάτα, η (μεσν. φεργάδα) = είδος πλοίου

Χαβάνι, το (τουρκ. havan) = είδος πυροβόλου όπλου

χαζιές, ο (τουρκ. hazine) = θησαυρός

Χάθι, χάτι, το ( αραβοτουρκ. hat) = διάταγμα, διαταγή, ορισμός

Χαϊρι, το (τουρκ. hayir) = ευεργεσία, προκοπή

χατζιάς, ο βλ. χαζιές

χάτι, το (τουρκ. hat) = έγγραφος ορισμός, εντολή

χαψωμένος, ο (τουρκ. hapis) = φυλακισμένος

χαψώνω = (τουρκ. hapsi) = φυλακίζω

χοσμεκιαραίοι, οι (τουρκ. hizmetkar) = υποτακτικοί, υπηρέται

χοτζιέτι, το (τουρκ. hocet) = δικαστική απόφασις

Ψυχόγροσο, το = προσφορά δια την εκκλησίαν


[1] Αποδίδεται η ειδική εις τα κείμενα σημασία των λέξεων. Επίσης, ως προς τας ξένας λέξεις, ετηρήθη η απλουστέρα γραφή.

Πηγή: http://paligenesia.parliament.gr/periexomena.php?tm=3#

eranistis.net

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *