2 Ιουλίου 963: Ο βυζαντινός στρατός ανακηρύσσει βασιλιά – αυτοκράτορα τον Νικηφόρο Β’ Φωκά στην Καισάρεια

από τη σελίδα Αγιά Σοφιά / Hagia Sophia,

Η μεγάλη μάχη του Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο Κρήτης), τον Μάρτιο του 961, δόξασε τον Νικηφόρο Φωκά. Έγινε ο ήρωας που επανέφερε το μεγάλο και πλούσιο νησί στην κυριαρχία του αυτοκράτορα. Μαζί με τη δόξα του ήρωα, η Κωνσταντινούπολη επεφύλαξε στον Νικηφόρο Φωκά μια θριαμβευτική υποδοχή που αύξησε ακόμα περισσότερο τη δημοτικότητά του. Όμως η αύξηση της δύναμης του Φωκά άρχισε να προκαλεί το φθόνο και την καχυποψία των υψηλότερων κύκλων της Κωνσταντινούπολης, κυρίως των πολιτικών αξιωματούχων της πρωτεύουσας, με προεξάρχοντα τον παρακοιμώμενο του Ρωμανού Β’, τον ευνούχο Ιωσήφ Βρίγγα.

Μετά την ανάκτηση της Κρήτης, ο Νικηφόρος επέστρεψε στη Μικρά Ασία και στο αξίωμα του δομέστικου των σχολών. Στις αρχές του 962 κατέλαβε την Ανάζαρβο. Ήταν το έτος των μεγάλων κατακτήσεων και της μεγάλης δύναμης του Νικηφόρου Φωκά. Την άνοιξη του 962 ανακατέλαβε μεταξύ άλλων τη Γερμανίκεια και τη Δολίχη. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, μαζί με τον συγγενή του Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος ήταν τότε στρατηγός του θέματος των Ανατολικών, πολιόρκησε το Χαλέπι, την πρωτεύουσα του πιο επικίνδυνου εχθρού στην Ανατολή, του εμίρη των Χαμδανιδών Σαΐφ αλ-Ντάουλα.

Στις 15 Μαρτίου του 963 ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β’ πέθανε και ο Νικηφόρος Φωκάς στράφηκε προς την κατάκτηση της εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από συνεννόηση με την αυτοκράτειρα και χήρα του Ρωμανού, Θεοφανώ, ο Νικηφόρος Φωκάς βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη ήδη τον Απρίλιο του 963, για να γιορτάσει στον Ιππόδρομο ακόμα ένα θρίαμβο για τους επιτυχείς πολέμους, παρά τις αντιρρήσεις του Ιωσήφ Βρίγγα. Ήταν πλέον σαφές ότι η σύγκρουση θα ξεσπούσε μεταξύ του Νικηφόρου Φωκά και της αυτοκράτειρας Θεοφανούς με τους οπαδούς τους από τη μία πλευρά και τους οπαδούς του ευνούχου Ιωσήφ Βρίγγα από την άλλη.

Φοβούμενος μια πιθανή αύξηση της δημοτικότητας του Νικηφόρου και της δύναμής του, ο Ιωσήφ Βρίγγας επιχείρησε να τον συλλάβει (και πιθανώς να τον σκοτώσει) στην Κωνσταντινούπολη. Με τη δόξα του νικητή, όμως, ο Φωκάς κέρδισε την υποστήριξη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Πολύευκτου, ο οποίος τον βοήθησε να καταφύγει στο ναό της Αγιάς Σοφιάς. Ο Ιωσήφ Βρίγγας αναγκάστηκε να δεχθεί να έρθει σε συμφωνία με τον Νικηφόρο Φωκά. Ο Φωκάς ορκίστηκε πίστη και αφοσίωση στους γιους του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ (Βασίλειο Β’ [τον μετέπειτα Βουλγαροκτόνο] και Κωνσταντίνο Η’) και του επιτράπηκε η επιστροφή του στην Καππαδοκία.
Η Καππαδοκία όμως και τα στρατεύματά του εκεί ήταν το κέντρο της δύναμης και της επιρροής του Νικηφόρου Φωκά.

Στις 2 Ιουλίου του 963, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, ο Φωκάς ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό, με πρωτοβουλία του Ιωάννη Τσιμισκή. Κατόπιν εξασφάλισε την υποστήριξη των στρατιωτικών διοικητών καθώς και βοήθεια μέσα από τα τείχη της πρωτεύουσας, όπου οι οπαδοί του, με επικεφαλής την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, τον πατριάρχη Πολύευκτο και τον εξώγαμο γιο του Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού, τον παρακοιμώμενο Βασίλειο, κέρδισαν την υπεροχή.

Στις 16 Αυγούστου 963 ο Νικηφόρος Φωκάς εισήλθε επίσημα στην πόλη και στέφθηκε αυτοκράτορας. Ο πατέρας του Βάρδας έλαβε τον τίτλο του καίσαρα, ενώ ο αδελφός του Λέων έγινε κουροπαλάτης (υπεύθυνος για τη διαχείριση/φροντίδα του παλατιού). Ο Νικηφόρος απένειμε επίσης στον Βασίλειο Λεκαπηνό τον τίτλο του προέδρου, ενώ στη θέση του δομέστικου των σχολών της Ανατολής τοποθέτησε τον Ιωάννη Τσιμισκή.
Ο γάμος του με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, που ακολούθησε σύντομα, ήταν άλλος ένας τρόπος να νομιμοποιήσει την εξουσία του ο Νικηφόρος. Αρχικά ο πατριάρχης Πολύευκτος απαγόρευσε αυτόν το γάμο λόγω της «πνευματικής» συγγένειας των νεόνυμφων, καθώς πιστευόταν ότι ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος του ενός γιου της Θεοφανούς. Το εμπόδιο όμως αυτό παραμερίσθηκε και ο Πατριάρχης δέχθηκε να ευλογήσει το γάμο όταν ο πατέρας του Νικηφόρου, Βάρδας, δήλωσε ότι αυτός είναι ο ανάδοχος του μικρού γιου του Ρωμανού Β’ και όχι ο γιος του. Ο Νικηφόρος υποσχέθηκε ότι θα προστατεύει και θα υπερασπίζεται τα συμφέροντα των γιων της Θεοφανώς, του Βασιλείου Β’ και του Κωνσταντίνου Η’.

Ο Νικηφόρος Φωκάς συνέχισε τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις και μετά τη στέψη του, αρνούμενος να κυβερνά από την πρωτεύουσα. Ήθελε να κατακτήσει και να επαναφέρει υπό την κυριαρχία του Βυζαντίου τις χαμένες νότιες επαρχίες, την Κιλικία και τη Συρία, ενώ επιθυμούσε να φθάσει μέχρι την Παλαιστίνη και τον τάφο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ. Καταγόμενος και ο ίδιος από μια συνοριακή περιοχή, στρατιωτικός από κλίση και από οικογενειακή παράδοση, ήταν φυσικό να στρέψει όλη του την ενέργεια σε τέτοιες επιχειρήσεις…

Στη φωτογραφία:
•Αριστερά: Γραμματόσημο που απεικονίζεται ο Νικηφόρος Φωκάς. Προέρχεται από την αναμνηστική έκδοση “Νικηφόρος Φωκάς, 961-1961” για τα 1000 χρόνια της απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Σαρακηνούς. Σχεδιάστηκε από τον Α. Τάσσο και τυπώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1961 στο τυπογραφείο “Ασπιώτη ΕΛΚΑ” σε 963.375 τεμάχια.
•Κέντρο επάνω: Η είσοδος του Νικηφόρου Β Φωκά στην Κωνσταντινούπολη από τη Χρυσή Πύλη το 963. Μικρογραφία από τον 13ο αιώνα Χρονικό Σκυλίτζη (Cod. Vitr. 26-2, folio 145b).
•Κέντρο κάτω: Βυζαντινοί υπό του Νικηφόρου Φωκά πολιορκούν τον Χάνδακα, την πρωτεύουσα του εμιράτου της Κρήτης. Ιστορία του Ιωάννη Σκυλίτζη (Skyllitzes Matritensis, Biblioteca Nacional de España).

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *