Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892)

Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης

Κεφάλαιο 1

  • Α΄ Αθηναϊκή Σχολή

 Οι πρώτοι ποιητές, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν αρχικά στο Ναύπλιο και, στη συνέχεια, στην νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα, κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους[1] Ήταν Φαναριώτες. Άνθρωποι αξιόλογοι, συχνά με ηγετική θέση στην κοινωνία της πρωτεύουσας και με αξιόλογη μόρφωση. Θα αποτελέσουν την «Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή», όπου θα κυριαρχήσουν ο ρομαντισμός και η καθαρεύουσα. Σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής είναι ο Παναγιώτης Σούτσος, ο αδερφός του, Αλέξανδρος, λιγότερο λυρικός, η πολύπλευρη προσωπικότητα του Αλέξανδρου Ρίζου- Ραγκαβή, ο Γ. Ζαλοκώστας, ο Θεόδωρος Ορφανίδης, ο Ηλίας Ταναταλίδης, που δεν εγκατέλειψε ποτέ την Κωνσταντινούπολη, ο Ιωάννης Καρασούτσας, ο Δ. Βαλαβάνης, ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, ο Σπυρίδων Βασιλειάδης και, τέλος, ο Αχιλλέας Παράσχος, ο τελευταίος εκπρόσωπος του ρομαντισμού. Όλοι αυτοί συναποτέλεσαν μία σχολή, η οποία ακολούθησε δυτικά ρεύματα και, κυρίως, της Γαλλίας[2].

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892)
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892)

 Ο ρομαντισμός και η καθαρεύουσα γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν οι ποιητές αυτοί, αναφέρει ότι ίσως αυτά τα δύο χαρακτηριστικά είναι απωθητικά. Όμως, δεν θα έπρεπε για αυτό το λόγο να αφαιρέσουμε πενήντα ολόκληρα χρόνια της ποιητικής μας ιστορίας. Εξάλλου, παρόλη την καθαρεύουσα και παρόλο τον ρομαντισμό, δίπλα σε πολλούς μέτριους ή κακούς ποιητές ξεχωρίζουν οι λίγοι, που αρθρώνοντας μία γνησιότερη λυρική φωνή κατορθώνουν να μεταβάλλουν τον ρομαντισμό και την καθαρεύουσα σε αρετή[3].

 Οι ποιητές αυτοί, συντηρητικοί και ρομαντικοί, ξένοι προς τα πράγματα, ξένοι στο αυτόχθονο λαϊκό πνεύμα, επηρεασμένοι από την ιδεολογία ξένων αυλών στράφηκαν προς το ένδοξο παρελθόν και προτίμησαν την καθαρεύουσα γλώσσα, περιφρονώντας έτσι την λαϊκή[4]. Επίσης, διαπνέονται από μία μελαγχολική και ελεγειακή διάθεση. Ακόμη, η έκφρασή τους είναι αρκετά χαλαρή, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην προχειρολογία. Το ύφος τους είναι πομπώδες.

 Ο ρομαντισμός, στην Ελλάδα, δεν παρουσιάστηκε με κανένα ουσιαστικό κοινωνικό αίτημα και, η παρουσία του υπήρξε μία πομπώδης προβολή των διάφορων συγκινησιακών καταστάσεων. Όμως, τις περισσότερες φορές, οι καταστάσεις αυτές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ακόμη, χαρακτηριστικό παράδειγμα των καταστάσεων αυτών υπήρξε η νεκροφιλία, την οποία διατυμπάνισαν ορισμένοι από αυτούς. Επιπλέον, η χρήση της καθαρεύουσας ως ποιητικής γλώσσας καταδεικνύει την πλήρη αδιαφορία και τον συντηρητισμό των ποιητών της «Α΄ Αθηναϊκής Σχολής» ως προς τα μείζονα εθνικά και, ιδίως, κοινωνικά προβλήματα.

Απαντα τα φιλολογικά / Αλεξάνδρου Ρίζου του Ραγκαβή, Τ. Α': Λυρική ποίησις. Εν Αθήναις: Τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1874.
Απαντα τα φιλολογικά / Αλεξάνδρου Ρίζου του Ραγκαβή, Τ. Α’: Λυρική ποίησις. Εν Αθήναις: Τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1874.

Κεφάλαιο 2

2.1. Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

 Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής γεννήθηκε το 1809 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην Αθήνα το 1892. Είχε συγγενικούς δεσμούς με τους αδερφούς Αλέξανδρο και Παναγιώτη Σούτσο, οι οποίοι ήταν οι «εισηγητές» του ρομαντισμού στην ελληνική ποίηση. Υπήρξε ένας πολυπράγμων άνθρωπος του πνεύματος, ο οποίος φιλοδόξησε, μέσω της πολύπλευρης δραστηριότητάς του, να καλύψει τα πολλά κενά, τα οποία υπήρχαν στην πολιτική και πνευματική ζωή του αρτιγέννητου ελληνικού κράτους.

 Σε νεανική ηλικία, ο Ρίζος Ραγκαβής ταξίδεψε στην Μολδοβλαχία και στην Ρωσία. Στη συνέχεια, φοίτησε στην στρατιωτική ακαδημία του Μονάχου, στην Γερμανία και, στη συνέχεια, αποφοίτησε από αυτή. Το αποτέλεσμα ήταν να κατέβει στην Ελλάδα ως αξιωματικός. Συν τοις άλλοις, η εντυπωσιακή πορεία του Αλέξανδρου Ρίζου- Ραγκαβή κοσμήθηκε και με εντυπωσιακά αξιώματα, όπως αυτό του πρέσβη στην Ουάσινγκτον των ΗΠΑ[5]. Σχετικά με τα υψηλά αξιώματα, τα οποία κατέλαβε, πολύτιμη πηγή αποτελεί ο Παλαμάς.

 Το 1844 αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, μία «χρονιά- σταθμό» για τον Ραγκαβή, διότι έγινε καθηγητής Αρχαιολογίας στο «Οθώνειο» Πανεπιστήμιο. Από την θέση αυτή, ο Ραγκαβής παρήγαγε ένα σημαντικό έργο. Παράδειγμα της πλούσιας του δράσης αποτελεί η συγγραφή εγχειριδίων για την αρχαιότητα και την κλασσική τέχνη. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναστήλωση του μνημείου του Λυσικράτη, το 1845. Χρόνια αργότερα, το 1856, ο Ρίζος Ραγκαβής πείθει τον εύπορο ομογενή από την Ρωσία, Δημήτριο Μπερναρδάκη, να καταβάλλει ένα ποσό για την ανέγερση Αρχαιολογικού Μουσείου στην πρωτεύουσα Αθήνα[6].

 Εκτός από καθηγητής της Αρχαιολογίας, ο Ραγκαβής είχε μία αποφασιστική συμβολή στον καταρτισμό των επίσημων μορφωτικών προγραμμάτων. Σαφέστερα, όταν το 1851 προκηρύχθηκε ο πρώτος ποιητικός διαγωνισμός, η ανάθεση της εισηγητικής έκθεσης στον Ραγκαβή υπήρξε, αναμφίβολα, η φυσική αναγνώριση του κύρους του και, συγχρόνως, της ευαισθησίας του ως προς τα θέματα της επίσημης μορφωτικής πολιτικής.

 Τέλος, ο Ρίζος Ραγκαβής υπήρξε έγγαμος και, δημιούργησε την δική του οικογένεια. Αναλυτικότερα, γιοι του υπήρξε ο λόγιος, ποιητής και διπλωμάτης Κλέων Ρίζος Ραγκαβής (1842-1917)[7] και ο Ευγένιος Ρίζος Ραγκαβής, ο οποίος γεννήθηκε στην Αγγλία το 1850 και, ακολούθησε καριέρα στρατιωτικού.

 2.2. Ο συγγραφέας Ραγκαβής

 2.2.1. Ποιητής

 Ο Ραγκαβής υπήρξε ένας πολυγραφότατος συγγραφέας. Ακριβέστερα, το λογοτεχνικό του έργο εκτείνεται σε 19 τόμους[8]. Το ογκωδέστατο αυτό έργο μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτό του Παλαμά. Παράλληλα με την δική του λογοτεχνική παραγωγή, ο Ραγκαβής ασχολήθηκε συστηματικά και με την μετάφραση σε μία μεγάλη προσπάθεια να φέρει τους συμπατριώτες του σε επαφή με αριστουργήματα του δυτικού πολιτισμού, όπως η «Κόλαση» του Dante, η «Απελευθερωθείσα Ιερουσαλήμ» του Tasso, ο «Φαύστος» του Goethe και το «Νάθαν ο σοφός» του Lessing[9].

 Το 1831 ο Ραγκαβής εξέδωσε το ποίημα «Δήμος και Ελένη». Το έργο δημοσιεύθηκε στο Ναύπλιο την ίδια χρονιά με τον «Οδοιπόρο», του εξαδέλφου του, Π. Σούτσου και αποτελεί ένα από τα καλύτερα έργα του περί ου ο λόγος εκπροσώπου της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής. Στο έργο υπάρχει μία επιρροή του γερμανικού ρομαντισμού, εξ ου και η δημοσίευση του ποιήματος σε δημοτική και τα λαϊκά ονόματα των ηρώων. Ο γερμανικός ρομαντισμός δεν ήταν ξένος στον Ραγκαβή, διότι είχε σπουδάσει στο Μόναχο της Γερμανίας και προέβη σε συγκερασμό του γερμανικού ιδανισμού και της δημοτικής παράδοσης.

 Η φαναριώτικη πρωτοβουλία οδηγεί σε έξαρση των ρομαντικών εκφάνσεων κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1830. Στα 1837 και 1840, οι δύο ογκώδεις τόμοι ποιημάτων του Α.Ρ. Ραγκαβή εμφανίζονται σαν μία συναγωγή, μέρος της οποίας αποτελεί και το δράμα «Φροσύνη». Στο έργο αυτό, ο δεκαπεντασύλλαβος εναλλάσσεται με το δακτυλικό εξάμετρο, η δημοτική γλώσσα με την καθαρεύουσα. Στο λυρικό πεδίο υπάρχουν τα δύο κύρια μοτίβα του ρομαντισμού. Το συλλογικό και ηρωϊκό πνεύμα από τη μία μεριά και την ατομιστική ζοφερή απόγνωση από την άλλη. Ο Ραγκαβής εκφράζει την δυστυχία και τον πεσιμισμό του, με στίχους όπως:

«Της δημιουργίας είμαι αποκεκομμένον μέλος,/ Μόνον και έρημον εντός της, εις τον σκοπόν της ξένον».

 Κλείνοντας, τα δύο αυτά έργα, με τον μεγάλο τους όγκο, εξέφραζαν την επιθυμία του βιογραφουμένου μας να ασχοληθεί με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, με οποιονδήποτε τρόπο.

 Επηρεασμένος από την Νέα σχολή του γραφομένου λόγου, ο Ραγκαβής δημοσιεύει το έργο «Διονύσου πλούς», το 1864. Η υπόθεση του «Διονύσου πλούς» είναι παρμένη από την ελληνική μυθολογία και, σαφέστερα, το επεισόδιο του θεού Διονύσου με τους Τυρηννούς πειρατές, που εικονίζεται στην ζωφόρο του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτη. Ο Ραγκαβής, καθηγητής αρχαιολογίας στο «Οθώνειο» Πανεπιστήμιο, είχε μελετήσει τις εικόνες του έργου και, γοητευμένος από τη θέα και παρακινημένος από την αρχαιολατρεία του, αποφασίζει να μεταφέρει τον μύθο από το μάρμαρο στο χαρτί. Συνεπώς, παρατηρείται μία άμιλλα ανάμεσα στην ποίηση και την αρχαιοελληνική πλαστική. Η γλώσσα είναι επιτηδευμένη και γλαφυρή, αλλά υπεραρχαΐζουσα, σε περίτεχνες πεντάστιχες στροφές. Το αποτέλεσμα είναι ότι το έργο διαθέτει κάποια ψυχρότητα.

«Ως ωρυόμεναι κυνών/ ηκούοντο αγέλαι/ εις τον ευρύν ωκεανόν,/ και πελιδναί των ουρανών/ διέτρεχον νεφέλαι./ Το πνεύμα των τρικυμιών/ το πλοίον αναπνέει/ και, καθώς έμψυχον τι όν/ ορθούται, πίπτει, πνευστιών, / γογγύζει και παλαίει./ Ως λίκνον βρέφους σαλευτόν/ η λαίλαψ το κυλίει/ Σφάλλουσ’ οι πόδες των ναυτών,/ και πάσαν δύναμιν αυτών/σκοτοδινία λύει.

 Επίσης, αξιοπρόσεκτο στοιχείο στην ποίηση του Α. Ρίζου- Ραγκαβή είναι η προσπάθεια που φαίνεται ότι καταβάλλει, κάποτε, για μερικές ποιητικές- μουσικές συνηχήσεις. Οι στίχοι είναι χαρακτηριστικοί

«Ρόδα του έαρος χαρά/ της αύρας φύλλα/ της καλλονής υμών ερά/ η φιλομήλα».

 Με το έργο «Διονύσου πλούς», ο Ραγκαβής έχει απομακρυνθεί από την δημοτική και τον ρομαντισμό της «Ταξιδεύτριας» και του «Δήμου και της Ελένης». Επίσης, αντιτίθεται από την αρχή του στις ρομαντικές θύελλες και φουρτούνες.[10] Τη θέση αυτών των χαρακτηριστικών έχει πάρει ένας νεοκλασικισμός, που καθορίζει όλο και περισσότερο την ζωή του τόπου.

 Από τα ποιήματά του, την μεγαλύτερη επιτυχία είχε και ένα άλλο πολύστροφο, με τον τίτλο «Ο γοργός Ιέραξ», το οποίο εκτυλίσσεται στα δάση του Μισσισιπή, στις ΗΠΑ και, χρονολογείται το 1871. Σήμερα, όμως, είναι δύσκολο να διαβαστεί ολοκληρωμένο, διότι η γλώσσα του είναι σχεδόν αρχαία και, το θέμα του χωρίς καθολικό ενδιαφέρον.

 Σε γενικές γραμμές, ο νεοκλασικισμός του Αλέξανδρου Ρίζου- Ραγκαβή είναι επιφανειακός, αλλά ο ρομαντισμός του είναι βαθύς και φιλοσοφημένος. Η αρχαΐζουσα γλώσσα μερικών έργων μπορεί να του στερεί τη ζωντάνια και την γλαφυρότητα της δημοτικής, αλλά τους προσδίδει μία ρητορική δομή, μία υποβλητικότητα και μία απαράμιλλη καλλιέπεια.

Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/ υπό Αλεξάνδρου Ρ. Ραγκαβή, Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1888.

 2.2.2. Θεατρικός συγγραφέας

 Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής υπήρξε, αναντίρρητα, μία προσωπικότητα με πλατιά ενδιαφέροντα. Εξαιτίας της φύσης του αυτής, δοκιμάστηκε και στην πεζογραφία. Σαφέστερα, εκτός από την ποίηση, καλλιέργησε το θέατρο και το μυθιστόρημα.

 Ο Ρίζος Ραγακβής, σαν θεατρικός συγγραφέας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αξιόλογος, επειδή τα δράματά του έχουν λησμονηθεί[11]. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η κωμωδία «Του Κουτρούλη ο γάμος», η οποία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1845.

 Η υπόθεση του έργου δεν διαδραματίζεται στο εξωτερικό, αλλά στην σύγχρονη του συγγραφέα Ελλάδα. Αναλυτικά, ο Κουτρούλης είναι ένας αγράμματος ράφτης, ο οποίος ερωτεύεται την Ανθούσα, η οποία κατάγεται από αστική οικογένεια. Η Ανθούσα είναι ερωτευμένη με τον Λεωνίδα, τον αστυνομικό. Για να αποφύγει έναν ανεπιθύμητο γαμπρό, που τις έχει επιβάλλει ο πατέρας της, η Ανθούσα βάζει όρο να γίνει ο Κουτρούλης, αν και αγράμματος, υπουργός. Ο Κουτρούλης δέχεται τον όρο της Ανθούσας και, μετά από μία μεγάλη προεκλογική εκστρατεία, υπουργοποιείται. Γρήγορα όμως θα αποδειχθεί ότι η υπουργοποίησή του δεν ήταν αληθινή και ο ράφτης έχει πέσει θύμα των επιτήδειων.

 Η δραματική παραγωγή του Ραγκαβή εξετάζεται από τον Παλαμά. Συγκεκριμένα, ο Παλαμάς αναφέρει ότι το έργο «Του Κουτρούλη ο γάμος» διαθέτει μία ρητορική ευφράδεια. Η ευφράδεια αυτή απηχεί την μεγάλη λαχτάρα ενός λαού, ο οποίος πρόσφατα είχε καταφέρει να αποκτήσει την ελευθερία του.

 2.2.3. Πεζογράφος

 Σημειώνεται ότι, στην εποχή του Αλέξανδρου Ρίζου- Ραγκαβή το ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο κάνει αναδρομή σε μία παλαιότερη εποχή και περιέχει μίση, δολοπλοκίες και πολλά άλλα ισχυρά συναισθήματα, γνώρισε μία ιδιαίτερη άνθηση και, ήταν συμβατό με το γενικότερο κλίμα της εποχής. Τα θέματα του ιστορικού μυθιστορήματος προέρχονταν από την μεσαιωνική εποχή, αλλά και την Επανάσταση του 1821. Βέβαια, τα περισσότερα ιστορικά μυθιστορήματα αποσκοπούσαν στο να τέρψουν ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Ολοκληρώνοντας, ιστορικά μυθιστορήματα έγραψαν ο Σ. Ξένος και ο Κ. Ράμφος.

 Ο Ραγκαβής, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο, δημοσιεύθηκε το 1850 στο περιοδικό «Πανδώρα». Ο τίτλος του μυθιστορήματος του Ραγκαβή ήταν «Αυθέντης του Μωρέως» και, υπάρχει επίδραση από ένα μεσαιωνικό έργο, το «Χρονικό του Μωρέως» και τον «Ιβανόη», του W. Scott[12]. Ακριβέστερα, προσαρμόζει το «σχήμα» του «Ιβανόη» στα πλαίσια της τότε ελληνικής λογοτεχνίας. Το ιστορικό μυθιστόρημα του Ραγκαβή προσφέρεται στους αναγνώστες του μαζί με θέματα της επικαιρότητας, όπως η χρονική εκκίνηση του σιδηροδρόμου και η πρώτη εμφάνιση ενός τεχνολογικού επιτεύγματος, δηλαδή του τηλέγραφου.

 Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στον Μεσαίωνα και, συγκεκριμένα, κατά την διάρκεια της αντίστασης των Ελλήνων στους ιππότες του Βιλλεαρδουίνου. Ο στόχος του ήταν να «ενισχύσει» το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, το οποίο ήταν συναφές με την ιδέα ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

 Στο έργο αυτό, ο Ραγκαβής δεν χρησιμοποιεί την δημοτική. Το αποτέλεσμα είναι ότι υπάρχει μία ψυχρότητα στον λόγο του. Η ψυχρότητα αυτή δεν επιτρέπει να εξελιχθούν τα δύο αναμφισβήτητα προσόντα, δηλαδή η έντεχνη πλοκή και ο ζωντανός διάλογος. Επίσης, ο «Αυθέντης του Μωρέως», παρά το ότι έχει γραφεί από την περισσότερο αξιόλογη προσωπικότητα της τότε ελληνικής κοινωνίας, δεν μπορεί να ξεχωρίσει από τον μέσο όρο της εποχής, όπως για παράδειγμα δύο μεταγενέστερα έργα, δηλαδή ο «Θάνος Βλέκας» του Καλλιγά και η «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη.

 Συνολικά, παρά την εμμονή του στην αρχαΐζουσα και την καθαρεύουσα, ο Αλέξανδρος Ρίζος- Ραγκαβής υπήρξε ένα άτομο, το οποίο δέσποσε με την παραγωγή του στην γραμματεία του 19ου αιώνα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βακαλόπουλου, Α. (1988) Νέα ελληνική ιστορία 1204-1985, Θεσσαλονίκη: Βάνιας

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ΄.

Κόκκορη, Δ. (2015) Τα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως φιλολογικό- διδακτικό υλικό, Θεσσαλονίκη: Ζυγός

Μερακλή, Μ. (1986) Η ελληνική ποίηση: Φαναριώτες, Εποχή Παλαμά Μεταπαλαμικοί, τ. 2, Αθήνα: Σοκόλης

Μπίρη, Μ. & Καρδαμίτση- Αδάμη, Μ. (2001) Νεοκλασσική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα: Μέλισσα.

Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ήλιος, τ. 19, Αθήνα: εκδ. Ι. Πασσά

Παλαμά, Κ. Άπαντα, τ. 1, Αθήνα χ.χ.

Πολίτη, Λ (1983) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ.

Ποσάντζη, Π. (2003) Η λογοτεχνική παραγωγή του μείζονος ελληνισμού και του ελληνισμού της διασποράς κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, (Διδ. Διατριβή) Αθήνα: ΕΚΠΑ

Vitti, M. (1980) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Οδυσσέας

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ  

[1]) Βλ και Ποσάντζη, Π. (2003) Η λογοτεχνική παραγωγή του μείζονος ελληνισμού και του ελληνισμού της διασποράς κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, (Διδ. Διατριβή) Αθήνα: ΕΚΠΑ

«Η Κωνσταντινούπολη, ως το 1922, ήταν δυνάμει πολιτιστική πρωτεύουσα του ελληνισμού. Είχε τροφοδοτήσει άλλωστε την πνευματική ζωή με τους Φαναριώτες ως το 1880, οπότε διαμορφώθηκε η Νέα Αθηναϊκή Σχολή».

[2]) Βλ και Βακαλόπουλου, Α. (1988) Νέα ελληνική ιστορία 1204-1985, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σελ. 152.

[3]) Βλ και Πολίτη, Λ (1983) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ, σελ. 242

[4]) Βλ και Κόκκορη, Δ. (2015) Τα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως φιλολογικό- διδακτικό υλικό, Θεσσαλονίκη: Ζυγός, σελ. 122.

[5]) Βλ και Μερακλή, Μ. (1986) Η ελληνική ποίηση: Φαναριώτες, Εποχή Παλαμά Μεταπαλαμικοί , τ. 2, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 111

[6]) Βλ και Μπίρη, Μ. & Καρδαμίτση- Αδάμη, Μ. (2001) Νεοκλασσική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα: Μέλισσα, σελ. 152.

[7]) Βλ και λήμμα σύνταξης «Ρίζος Ραγκαβής» στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ήλιος, τ. 19, Αθήνα: εκδ. Ι. Πασσά (1976), σελ. 180.

[8]) Βλ και Μερακλή, Μ. (1986) , ό.π, σελ. 112.

[9]) Βλ και Vitti, M. (1980) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Οδυσσέας, σελ. 214.

[10]) Βλ και Π. Μουλλά, «Ο αθηναϊκός ρομαντισμός»στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ΄, σελ. 503.

[11]) Βλ και Μερακλή, Μ. (1986) , ό.π, σελ. 112.

[12]) Βλ και Vitti, M. (1980) , ό.π, σελ. 215.

eranistis.net

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *