Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης
Το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος, που ιδρύθηκε το 1923, αυτοπροσδιοριζόταν ως
το ταξικό κόμμα της αγροτικής τάξης. Η εμφάνισή του στο ελληνικό πολιτικό
σκηνικό ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με ανάλογες εξελίξεις στην Ανατολική
Ευρώπη. Ωστόσο, το ελληνικό Αγροτικό Κόμμα δεν κατάφερε να καταλάβει
δεσπόζουσα θέση στην πολιτική ζωή, αντίθετα με ό,τι συνέβη με τα αδελφά
ανατολικοευρωπαϊκά κόμματα εκείνη την εποχή (δεκ. 1920). Ο λόγος για
αυτήν του την αποτυχία ήταν η ιδεολογική του ανομοιογένεια, οι
αλληλοσυγκρουόμενες προσωπικές φιλοδοξίες των ηγετικών του στελεχών και
κυρίως το γεγονός ότι το μέγιστο μέρος του ριζοσπαστικού πολιτικού
προγράμματός του είχε ήδη υλοποιηθεί από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, με
την αγροτική μεταρρύθμιση του 1917.
I. Η αγροτική τάξη στο πολιτικό προσκήνιο
Η ιστορία των αγροτικών κομμάτων στην Ελλάδα και ευρύτερα στην Ανατολική
Ευρώπη είναι συνδεδεμένη με την πορεία της κοινωνικής χειραφέτησης των αγροτών και
την επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Η υπόσχεση για λύση του αγροτικού ζητήματος
(δηλ. του ζητήματος της μεγάλης γαιοκτησίας και της κατάλυσης των υφιστάμενων
φεουδαλικών δεσμών στις αγροτικές σχέσεις παραγωγής) επείχε κεντρική θέση στα
εθνικο-απελευθερωτικά κηρύγματα του 19ου αιώνα. Η ανάδυση της αγροτικής τάξης στο
πολιτικό προσκήνιο ήταν επίσης κατεξοχήν αποτέλεσμα της διάδοσης της αγροτικής
ιδέας και της μαζικής συμμετοχής των αγροτών στις τάξεις των εμπολέμων στρατών
κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18). Τα αγροτικά κόμματα πρωτοέκαναν την
εμφάνισή τους στην Ανατολική Ευρώπη στο τέλος του 19ου αιώνα –με πρώτο κύριο τη
Βουλγαρική Λαϊκή Αγροτική Ένωση του Αλεξάντερ Σταμπολίνσκυ το 1899– και
μεσουράνησαν κατά την πρώτη «μεταπολεμική» δεκαετία, δηλ. τη δεκαετία του 1920, η
οποία και έχει χαρακτηρισθεί ιστορικά ως η περίοδος της «πράσινης εξέγερσης» (από το
χρώμα της σημαίας των αγροτικών κομμάτων). Η «αγροτική ιδέα» ή ορθότερα ο
αγροτισμός, που αποτέλεσε την κατευθυντήριο ιδεολογική γραμμή των συγκεκριμένων
κομμάτων, προέβαλε τη σημασία της γεωργίας και των αγροτών ως κοινωνικής τάξης για
τη συνολική πρόοδο μιας χώρας. Σε αντίθεση με τον ρομαντισμό του 19ου αιώνα, ο
αγροτισμός δεν έβλεπε τους αγρότες ως μια αξιοπερίεργη αδιαμόρφωτη μάζα και
εξάρτημα της ειδυλλιακής φύσης, αλλά προσέδιδε ταξικότητα στους πληθυσμούς της
υπαίθρου και τους παρακινούσε να συσπειρωθούν γύρω από ένα πολιτικοποιημένο
κίνημα και να πάρουν στα χέρια τους την κρατική εξουσία. Αυτό το κάλεσμα πολιτικής
συστράτευσης είχε ιδιαίτερη απήχηση στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, όπου οι αγρότες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού και συναισθάνονταν όλο
και περισσότερο τις συνέπειες της οικονομικής και τεχνολογικής καθυστέρησης των
χωρών τους και της κοινωνικο-πολιτικής περιθωριοποίησής τους. Τα αγροτικά κόμματα
απέβλεπαν λοιπόν στο να καταστήσουν τους αγρότες ανεξάρτητη κοινωνικο-πολιτική
δύναμη, με συναίσθηση των δικών της ταξικών συμφερόντων και επιδιώξεων (και
μάλιστα πέραν από τα εθνικά όρια), και (συλλογικό) υποκείμενο και διαμορφωτή της
Ιστορίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε η Πράσινη Διεθνής, που ιδρύθηκε στην
Πράγα το 1921. Στην πράξη, βεβαίως, η ισχύς των αγροτικών κομμάτων, σε σχέση με τα
αστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα της μεσοπολεμικής εποχής, υπήρξε μειονεκτική –
δυσανάλογη με το δημογραφικό βάρος των αγροτικών πληθυσμών–, και το μόνο
αγροτικό κόμμα που άσκησε αυτοτελώς την εξουσία ήταν το βουλγαρικό (από το 1919
έως το 1923, οπότε και κατακρημνίσθηκε βιαίως από την κυβέρνηση).
Στην Ελλάδα, ο αγροτισμός διαδόθηκε αυτοτελώς από τον γεωπόνο Σπυρίδωνα
Χασιώτη (1862-1945), μέσα από τις σελίδες των περιοδικών Γεωργική Πρόοδος (1892-
96) και Νέα Γεωπονικά (1900-27). Παρά τα κατά καιρούς φιλοαγροτικά κηρύγματα τον
προηγούμενο αιώνα, π.χ. στον λόγο των Επτανησίων Ριζοσπαστών και των Επιγόνων
τους (όπως του Μαρίνου Αντύπα), δεν υπήρξε τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα μια
συντεταγμένη πολιτική δύναμη που να αντιπροσωπεύει αυτήν καθ’ εαυτήν την αγροτική
τάξη. Οι διάφορες αγροτικές εταιρείες, που λειτουργούσαν τότε, όπως η Κεντρική εν
Αθήναις Γεωργική Εταιρεία (ίδρ. 1864) και η Ελληνική Γεωργική Εταιρεία (ίδρ. 1901),
που είχαν ως σκοπό την προαγωγή της γεωργίας και των αγροτικών βιομηχανιών, την
εισαγωγή των τελειοτέρων μεθόδων καλλιέργειας της γης και την μόρφωση «πρακτικώς
και θεωρητικώς» των γεωργών, στελεχώνονταν και διοικούνταν από γαιοκτήμονες.
Ακόμη και τα γεγονότα του Κιλελέρ (6 Μαρτίου 1910), που ανέδειξαν τον Δημήτριο
Χατζηγιάννη στο δημόσιο προσκήνιο (ως δικηγόρο υπεράσπισης των αγροτών –
διαδηλωτών στα δικαστήρια της Λάρισας), δεν στάθηκαν ικανά να δημιουργήσουν ένα
πανελλήνιο αγροτικό κίνημα. Τα πράγματα άλλαξαν με τη σύσταση του Αγροτικού
Κόμματος Ελλάδος το 1923.
II. Το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος: αρχές και θέσεις
Το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος (ΑΚΕ) ιδρύθηκε στην Αθήνα κατά το Β´ Πανελλήνιο
Αγροτικό Συνέδριο τον Μάρτιο του 1923 (το Α´ Συνέδριο είχε προηγηθεί, ατελέσφορο,
τον Ιανουάριο του 1922). Στο ιδρυτικό Συνέδριο συμμετείχαν περίπου τριάντα
αντιπρόσωποι ενώσεων γεωργικών συνεταιρισμών από όλην τη χώρα, γεωπόνοι,
ανώτεροι υπάλληλοι στου Υπουργείου Γεωργίας και εκπρόσωποι της Εθνικής Τράπεζας.
Στην προσωρινή διοικητική επιτροπή του νέου κόμματος εξελέγησαν οι γεωπόνοι Σπ.
Χασιώτης (ως πρόεδρος), Χρυσός Ευελπίδης και Ιωάννης Καραμάνος, ο αγροτοσυνδικαλιστής της Άρτας) Γρηγόριος Μπάμιας κ.ά..
Ως σήμα του νέου κόμματος επελέγη το άροτρο, ενώ την ίδια χρονιά άρχισε να εκδίδεται και το δημοσιογραφικό του όργανο, η εφημερίδα Αγροτική Σημαία (1923-26). Εξέχουσα θέση στα τεκταινόμενα του
αγροτικού κινήματος είχαν τότε οι γεωπόνοι, μια ανερχόμενη νέα ελίτ τεχνοκρατών και
ειδικών επιστημόνων σε θέματα γεωργίας και αγροτικής οικονομίας. Ο δημόσιος ρόλος
των Ελλήνων γεωπόνων αναβαθμίσθηκε τη δεκαετία του 1920, οπότε ανέλαβαν τη
διεύθυνση της οργανωμένης παρέμβασης του κράτους στον αγροτικό τομέα της εθνικής οικονομίας, με στόχο τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας και την υπέρβαση της αγροτικής
κρίσης που σοβούσε διεθνώς εκείνη την περίοδο.
Σύμφωνα με τον Γρ. Μπάμια, ο γενικός σκοπός του ΑΚΕ ήταν η χειραφέτηση της
αγροτικής τάξης και η προαγωγή των συμφερόντων της. Η Αγροτική Σημαία κήρυξε τη
«χρεωκοπία των προσωπικών κομμάτων» και καταδίκασε τη «φαυλοκρατία των δύο
ανταγωνιζομένων μεγάλων κομματικών παρατάξεων» (των βενιζελικών και των
αντιβενιζελικών) και κάλεσε τους «αγρότες της Ελλάδος» να μουντζουρώσουν (στην
κάλπη) «τους καλαμαράδες των πόλεων, τους κηφήνας αυτούς της Ελληνικής κοινωνίας,
διά να σωθή η αγροτιά».
Το όργανο Τύπου του ΑΚΕ προέτρεψε τους αγρότες «να
στείλουν εις την Βουλήν ως αντιπροσώπους των ανθρώπους πούχουν πρακτικήν
αντίληψιν της αγροτικής ζωής, ανθρώπους που γνωρίζουν τον πόνον του αγρότου,
βγαλμένους από τα σπλάγχνα των ήτοι αγροτικούς». Στην ιδρυτική «προκήρυξή» του, το
ΑΚΕ, απευθυνόμενο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο προς τους «αδελφούς αγρότες»,
υπογράμμισε την αντίφαση ότι, ενώ «στην Ελλάδα τα ογδόντα τοις εκατόν του
πληθυσμού είνε αγρότες», οι αγρότες παρέμεναν «περιφρονημένοι και λησμονημένοι
στην μαύρη τους τύχη» και «διάφοροι επιτήδειοι που παρουσιάζονταν ως προστάτες»
τους τούς «γελούσαν επί εκατόν χρόνια τώρα». Ο λόγος ήταν ότι οι αγρότες, «η αληθινή
δύναμις του λαού», δεν ήταν «ωργανωμένοι» και δεν είχαν καταλάβει τη «δύναμί» τους.
Ως εκ τούτου, η πρώτη από τις (συνολικά δέκα) «θεμελιώδεις αρχές» του ΑΚΕ ήταν ότι
«η πολιτική εξουσία πρέπει ν’ ανήκη εις την αγροτικήν τάξιν της χώρας, η οποία είνε η
αριθμητικώς πολυπληθεστέρα και η μάλλον συμβάλλουσα εις την οικονομικήν ζωήν
αυτής»ꞏ «διά τούτο» οι αγρότες δικαιούνταν «ν’ αναλάβουν την δι’ αντιπροσώπων της
τάξεώς των την Κυβέρνησιν του Κράτους, προς αποτελεσματικήν υποστήριξιν των
γεωργικών συμφερόντων εν αρμονία πάντοτε προς τα γενικά συμφέροντα του έθνους και
της όλης κοινωνίας». Με τη θεμελιώδη αυτή αρχή το Αγροτικό Κόμμα
αυτoπροσδιοριζόταν ως ταξικό κόμμα, αντιπρόσωπος της αγροτικής τάξης.
Το Κόμμα επιδίωκε, μέσω της χειραφέτησης της αγροτικής τάξης («εις τρόπον, ώστε
να καταστή αύτη ικανή ν’ αναλάβη την πολιτικήν εξουσίαν»), «την μετατόπισιν του
κέντρου βάρους της λαϊκής κυριαρχίας από τας πόλεις εις την ύπαιθρον χώραν». Αυτή
όμως η μετατόπιση της εξουσίας θα γινόταν σταδιακά και με ειρηνικό τρόπο, διά της
κοινοβουλευτικής οδού και εντός του πλαισίου του υφιστάμενου πολιτειακού
καθεστώτος. Το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος απέρριπτε λοιπόν κατηγορηματικά «την
δικτατορίαν της αγροτικής τάξεως, ην εφήρμοσε το Αγροτικόν Βουλγαρικόν Κόμμα» (το
1919-23).
Το ΑΚΕ θα διεξήγαγε, επομένως, διμέτωπο αγώνα, κατά της
«κεφαλαιοκρατίας» και κατά «πάσης δικτατορίας, είτε φασιστικής είτε του
μπολσεβικισμού». Το ελληνικό «Αγροτικόν Κίνημα» δεν επρόκειτο να είναι «κίνημα
καθαρώς σοσιαλιστικόν, υπό την επιστημονικήν του όρου σημασίαν», δηλ. κόμμα
μαρξιστικό/κομμουνιστικό, και αντέκειτο a priori στη δικτατορία του προλεταριάτου,
βρισκόμενο εγγύτερα προς τον «εξελικτικόν σοσιαλισμόν της Β´ Διεθνούς»
Οι υπόλοιπες «θεμελιώδεις αρχές» τους Κόμματος αναφέρονταν στη λαϊκή κυριαρχία,
η οποία όφειλε «να είνε πραγματική και απόλυτος», στην ανάγκη υποστήριξης της
εθνικής παραγωγής και ιδίως της αγροτικής, στην ανάγκη «όλα τα τοπικής φύσεως
ζητήματα να κανονίζωνται αμέσως υπό των ενδιαφερομένων περιφερειών, παρεχομένης
προς τούτο πλήρους και πραγματικής τοπικής αυτοδιοικήσεως (κοινοτικής και
επαρχιακής)»ꞏ διατύπωναν επίσης τη ριζοσπαστική αρχή, ότι «η γη πρέπει ν’ ανήκη εις
τους καλλιεργητάς της, καταργουμένων των τσιφλικίων», καθώς επίσης περιελάμβαναν
αντικεφαλαιοκρατικές αιχμές και λάμβαναν θέση υπέρ της κρατικής παρέμβασης στην
(αγροτική) οικονομία («Το Κεφάλαιον πρέπει να βοηθή και όχι να εκμεταλλεύηται τον
παραγωγόν και το Κράτος πρέπει να επεμβαίνη προς ρύθμισιν της οικονομικής ζωής»).
Τα δέκα σημεία του (πολιτικού) «προγράμματος» του ΑΚΕ αφενός εξειδίκευαν τις
«θεμελιώδεις αρχές», διατυπώνοντας π.χ. το αίτημα για «άμεσον σύγχρονον και
ολοκληρωτικήν καθ’ όλον το Κράτος αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν όλων των μεγάλων
αγροτικών κτημάτων, συμπεριλαμβανομένων και των λειβαδίων» και την
«αποκατάστασιν εις αυτά των αγροτών και ποιμένων (ακτημόνων ή εχόντων ανεπαρκή
ιδιοκτησίαν), καθώς και των προσφύγων». Το «πρόγραμμα» τασσόταν επίσης υπέρ της
άμεσης παράδοσης των απαλλοτριωμένων κτημάτων σε συνεταιρισμούς για τη δίκαιη
διανομή και τη συνεταιρική εκμετάλλευσή τουςꞏ και πρότεινε πρακτικά μέτρα για τη
βελτίωση της γεωργίας και την «εξύψωσιν» των αγροτών, όπως την εκτέλεση
αντιπλημμυρικών, αρδευτικών και αποξηραντικών έργων, τη βελτίωση της
συγκοινωνίας, την οργάνωση της αγροτικής πίστης «δι’ ιδρύσεως Γεωργικής Τραπέζης»,
την εμπέδωση της «αγροτικής ασφαλείας», την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης και τον
προσανατολισμό του εκπαιδευτικού προγράμματος «προς τον αγροτικόν χαρακτήρα της
Χώρας» μέσω της «μετατροπής των πλείστων κλασικών Γυμνασίων εις αγροτικά
Λύκεια» και της ίδρυσης γεωργικών και άλλων ειδικών επαγγελματικών Σχολών «καθ’
άπαν το Κράτος». Αφετέρου, το «πρόγραμμα» του ΑΚΕ επεκτεινόταν και σε άλλους
κρίσιμους τομείς, πέραν της γεωργίας, με αιτήματα, όπως η βελτίωση και η ταχύτερη
απονομή της δικαιοσύνης, η επέκταση της «κοινωνικής προνοίας και δημοσίας
αντιλήψεως» στην ύπαιθρο (μέσω της λήψης «επειγόντων και ριζικών μέτρων διά την
αγροτικήν ιδίως υγιεινήν», της ίδρυσης ιατρείων και της δωρεάν διανομής κινίνης «εις
τας ελονοσούσας περιφερείας»), η μεταρρύθμιση της φορολογίας (μέσω της κατάργησης
των έμμεσων φόρων επί των ειδών πρώτης ανάγκης), ο περιορισμός της στρατιωτικής
θητείας καθώς και η καθιέρωση «πολιτικής ειρήνης» (μέσω της «ειλικρινούς
συνεννοήσεως μετά των γειτόνων Κρατών προς επίτευξιν διαρκούς ειρήνης εν τη
Ανατολή» και της σύναψης «ειρηνικών σχέσεων μεθ’ όλων των Κρατών και [της]
λύσεως κάθε διαφοράς διά διαιτησίας»).
.
Η ιδεολογία του ΑΚΕ μπορεί κάλλιστα να προσδιορισθεί ως ριζοσπαστικός
αγροτισμός, συνυφασμένος με στοιχεία «συνεργατισμού» (βλ. παρακάτω) και
«κοινοτισμού» (τον οποίον είχε εισαγάγει λίγο νωρίτερα στην Ελλάδα ο γεωπόνος
Ντίνος Μαλούχος και ανέπτυξε στη συνέχεια ο Κωνστανίνος Καραβίδας). Η
ριζοσπαστικότητα του ΑΚΕ αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός (που διασώζει ο
Χρυσός Ευελπίδης) ότι τον Σεπτέμβριο του 1920 οι αγροτικοί ηγέτες (και μέλλοντες
συνιδρυτές του ΑΚΕ) είχαν σκεφθεί σοβαρά την εκλογική συνεργασία με το ΣΕΚΕ (το
οποίο τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς είχε προσχωρήσει στην Τρίτη Διεθνή).
Η συνεργασία αυτή τελικά ναυάγησε, επειδή Κομμουνιστικό Κόμμα δεν αποδεχόταν την
ατομική ιδιοκτησία. Αντιθέτως, η προστασία της ατομικής μικροϊδιοκτησίας (πιο
συγκεκριμένα, «αι αρχαί του ακατασχέτου, αναπαλλοτριώτου και αδιανεμήτου της
μικράς ιδιοκτησίας» και της «προστασίας της από της πιέσεως του κεφαλαίου και από
της ελευθέρας διανομής αυτής κάτω ενός ορίου εξασφαλίζοντος εκ της καλλιεργείας το
ελάχιστον της συντηρήσεως του καλλιεργητού») αποτελούσε ιερή και απαραβίαστη αρχή
των αγροτιστών διεθνώς, και συνιστούσε την ειδοποιό διαφορά τους από τους
κομμουνιστές/τριτοδιεθνιστές.
Ο Σπ. Χασιώτης επισήμανε το 1924, με νόημα, ότι το
βασικό πλεονέκτημα της μικρής ιδιοκτησία ήταν η εξάλειψη της ακτημοσύνης και της
κατηγορίας «των εργαζομένων ως απλών επί μισθώ εργατών εις ξένα κτήματα» (δηλ.
των αγρεργατών ή παρακεντέδων), με το σκεπτικό ότι οι ακτήμονες εργάτες της γης
«ευκόλως παρασύρονται από τας κομμουνιστικάς προπαγάνδας». Αυτή ωστόσο η αρχή,
του σεβασμού της ατομικής μικροϊδιοκτησίας, διέπνεε αταλάντευτα και τους αριστερούς
αγροτιστές (βλ. παρακάτω).
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου εδώ: https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/ARCH230/Agrotiko%20Komma%20Hellados.pdf
.