Αναστασία Παπαδία-Λάλα
ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1204. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ
ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ (13ος-18ος αι.)*
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους Σταυροφόρους και τους Βενετούς, τον Απρίλιο του 1204, σηματοδότησε την πλήρη ανακατάταξη του πολιτικού χάρτη στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Με την Partitio Terrarum Imperii Romaniae, τη συνθήκη διανομής της βυζαντινής αυτοκρατορίας μεταξύ των νικητών, στον παραδοσιακό ελληνικό χώρο εγκαινιάζεται η μακρά περίοδος της λατινοκρατίας και εγκαθιδρύονται πολυάριθμες, βραχύβιες και εναλλασσόμενες δυτικές κυριαρχίες. Στη νέα ιστορική πραγματικότητα, η Βενετία απέκτησε δεσπόζουσα θέση. Σύμφωνα με την Partitio, απέσπασε, μεταξύ άλλων θέσεων, μεγάλο τμήμα της σημερινής παράκτιας και νησιωτικής Ελλάδας, ενώ τον Αύγουστο του 1204, μετά από συμφωνία με τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, στην επικράτειά της ενσωματώθηκε και η Κρήτη.
Με τον τρόπο αυτό, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του αγίου Μάρκου, πόλη-κράτος, που κατά τη μεσαιωνική περίοδο τυπικά ήταν υποτελής στον βυζαντινό αυτοκράτορα και από αιώνες διατηρούσε στενές εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή, εγκατέστησε σε άλλοτε βυζαντινά εδάφη την πολιτική εξουσία της. Κατά τη μακρά χρονική περίοδο της βενετικής επιβολής, η ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου διατέλεσε συγχρόνως ή διαδοχικώς κάτω και από άλλες αρχές: τη βυζαντινή –από το 1261, όταν ανασυστάθηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία, κατά ένα τμήμα της, έως το 1453–, διάφορες δυτικές και την οθωμανική. Στον ταραγμένο αυτό ιστορικό περίγυρο, το βενετικό «Κράτος της Θάλασσας» (Stato da Mar) αποδείχθηκε το μακροβιότερο από τα δυτικά κράτη της Ανατολής και διατηρήθηκε έως το 1797, όταν η ίδια η Βενετία και, ακολούθως, οι ολιγάριθμες πλέον κτήσεις της στον ελληνικό χώρο παραδόθηκαν στα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα. Ωστόσο, τα γεωγραφικά όριά του δεν υπήρξαν σταθερά και μεταβλήθηκαν επανειλημμένα ως απόρροια του περίπλοκου ιστορικού περιγύρου αλλά και των μεταβαλλόμενων ιδεολογικών θέσεων των εγχώριων, ελληνορθόδοξων πληθυσμών.
Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα, μέσα σε έντονα αντιβενετικό και γενικότερα αντιδυτικό κλίμα, η Βενετία είχε περιορισθεί στην Κρήτη και στις πελοποννησιακές εμπορικές βάσεις της Μεθώνης και της Κορώνης.
Η θέση της, ακόμη και στην εδαφικά συρρικνωμένη αυτή επικράτεια, εμφανιζόταν επισφαλής. Η Κρήτη, επί μακρό χρόνο (13ος αιώνας – μέσα 14ου αιώνα), συνταράχθηκε από επαναστατικές κινήσεις, υπό την αρχηγία παλαιών αρχοντικών οικογενειών του νησιού, με βυζαντινές ρίζες (Αγιοστεφανίτες, Σκορδίληδες, Μελισσηνοί, Βαρούχες, Χορτάτσηδες, Καλλέργηδες κ.ά.), ενώ στο επαναστατικό αυτό κλίμα ιδιαίτερη είναι η σημασία της γνωστής, αποτυχημένης «αποστασίας του Αγίου Τίτου» (1363-1364/6), με πρωτεργάτες βενετικής και ελληνικής καταγωγής, εγχώριους φεουδάρχες. Παράλληλα, τόσο η ανασυγκροτημένη από το 1261 βυζαντινή αυτοκρατορία όσο και άλλες δυτικές δυνάμεις πρόβαλλαν ισχυρές διεκδικήσεις επί των βενετικών εδαφών.
Νέοι όροι εμπέδωσης αλλά και επέκτασης της βενετικής κυριαρχίας άρχισαν να διαμορφώνονται κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, λόγω της τουρκικής προέλασης στην ανατολική Μεσόγειο και τη Βαλκανική. Στην Κρήτη, οι τοπικοί άρχοντες, σχεδόν στο σύνολό τους, είχαν συνθηκολογήσει με τις βενετικές αρχές, έλαβαν γαίες και τίτλους ευγενείας και μετατράπηκαν σε σταθερά φιλοβενετικά στοιχεία. Την ίδια εποχή, ενώ είχε προηγηθεί η προσάρτηση του θεσσαλικού κάστρου του Πτελεού (1322) και των Κυθήρων (1363), εγκαινιάζεται νέα περίοδος της βενετοκρατίας στην Ανατολή. Προ του τουρκικού κινδύνου, με την ανοχή ή και την πρόσκληση των κατοίκων τους, στο βενετικό κράτος ενσωματώθηκαν πολλές περιοχές, είτε βυζαντινές είτε φραγκοκρατούμενες: η Κέρκυρα και το ηπειρωτικό της εξάρτημα, ο Βουθρωτός (1386), το Ναύπλιο και το Άργος (1389 και 1394, αντίστοιχα), η Εύβοια, η Τήνος και η Μύκονος (1390), η Πάργα (1401), η Ναύπακτος (1407), το Ναβαρίνο (1423). Επιπλέον, στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα βραχύχρονη βενετική κυριαρχία γνώρισαν η Πάτρα (1408-1413, 1417-1419) και η Θεσσαλονίκη (1423-1430), ενώ από τον 14ο έως τον 16ο αιώνα σποραδικά και για περιορισμένα χρονικά διαστήματα σημειώνεται άμεση υπαγωγή στη βενετική πολιτεία νησιών του Αιγαίου, που εξουσιάζονταν από δυτικής καταγωγής ηγεμόνες (Αμοργός, Άνδρος, Νάξος, Πάρος).
Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, το 1453, οι Βενετοί στάθηκαν στο πλευρό των Βυζαντινών, όμως, το 1454, ένα σχεδόν χρόνο μετά την Άλωση, έσπευσαν να συνάψουν νέα εμπορική συνθήκη με τους Οθωμανούς. Την ίδια περίοδο, περί τα μέσα του 15ου αιώνα, στην επικράτειά τους εντάχθηκαν ειρηνικά η Αίγινα (1451), η Σκύρος, η Σκιάθος και η Σκόπελος (1454), η Μονεμβασία (1463).
Τέλος, το βενετικό κράτος στην Ανατολή γνώρισε ποικίλες αυξομειώσεις ως συνέχεια των επτά βενετοτουρκικών πολέμων (δεύτερο μισό 15ου αιώνα – αρχές 18ου αιώνα.). Ο πρώτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479), παρά τις περιστασιακές βενετικές επιτυχίες, όπως η προσωρινή κατάληψη ορισμένων πελοποννησιακών θέσεων, της Λήμνου και άλλων νησιών του βόρειου Αιγαίου, είχε ως κατάληξη την απώλεια για τους Βενετούς του Άργους (1463), της βίαια κατακτημένης το 1470 από τα τουρκικά στρατεύματα Χαλκίδας –του βενετικού Negroponte– και, συνακολούθως, ολόκληρης της Εύβοιας, καθώς και του Πτελεού. Την ίδια εποχή, το βενετικό κράτος επεκτάθηκε με την προσάρτηση της Ζακύνθου, υπό τον όρο της καταβολής στους Οθωμανούς φόρου υποτελείας (1484), και με την παραχώρηση της Κύπρου στη Βενετία από την τελευταία βασίλισσά της, τη Βενετή Αικατερίνη Cornaro (1489). Σημαντικές υπήρξαν οι εδαφικές απώλειες των Βενετών κατά τον δεύτερο βενετοτουρκικό πόλεμο (1499-1503). Με τη συνθήκη του 1503 αποδόθηκαν στους Οθωμανούς οι ήδη κατειλημμένες βενετικές βάσεις της Ναυπάκτου στη Στερεά Ελλάδα, καθώς και της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ναβαρίνου στην Πελοπόννησο. Σε αντιστάθμισμα, οι Βενετοί επισημοποίησαν την κατοχή τους στη Ζάκυνθο και απέσπασαν την Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Με τον τρόπο αυτό, όλα τα νησιά του Ιονίου, εκτός από τη Λευκάδα, πέρασαν στη βενετική κυριαρχία και ο χώρος απέκτησε ιδεατή ενότητα. Κατά τον τρίτο βενετοτουρκικό πόλεμο (1537-1540), στο πλαίσιο της «Ιεράς Συμμαχίας» (Santa Lega), οι Βενετοί υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν και επίσημα στους Οθωμανούς τα τελευταία εδάφη τους στην Πελοπόννησο –το Ναύπλιο και τη Μονεμβασία–, την Αίγινα, τη Σκύρο, τη Σκιάθο και τη Σκόπελο, ενώ στις Κυκλάδες μοναδική βενετική κτήση παρέμεινε η Τήνος. Τρεις δεκαετίες αργότερα κηρύχθηκε ο τέταρτος βενετοτουρκικός πόλεμος (1570-1573), κατά τη διάρκεια του οποίου οι οθωμανικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κύπρο (1570-1571). Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των Βενετών, στο πλαίσιο του νέου «Ιερού Συνασπισμού» (Sacra Liga), καθυστέρησαν να τους προσφέρουν τη βοήθειά τους, λόγω των εσωτερικών αντιθέσεών τους, και δεν κατόρθωσαν να εκμεταλλευθούν τη μεγάλη κοινή νίκη τους επί των Οθωμανών κατά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), στην οποία έλαβαν μέρος στο πλευρό των χριστιανικών στρατευμάτων πολλοί Έλληνες από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.
Η μακρά περίοδος ειρήνης που ακολούθησε στον μεσογειακό χώρο διακόπηκε με την έκρηξη του πολυετούς Κρητικού Πολέμου (1645-1669). Η λήξη του, με τη συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα (1669), σήμανε για τη Βενετία την οριστική απώλεια ολόκληρης της Κρήτης, εκτός από τις στρατιωτικές βάσεις της Σούδας, της Σπιναλόγκας και της Γραμβούσας. Είχαν προηγηθεί οι διαδοχικές καταλήψεις από τους Οθωμανούς των Χανιών (1645), του Ρεθύμνου (1646), της Σητείας (1651) και η υπερεικοσαετής πολιορκία του Χάνδακα (1648-1669).
Λίγα χρόνια αργότερα, η Βενετία, με τη συμμετοχή της στον «Ιερό Συνασπισμό του Linz» (1684), έλαβε μέρος στον νέο πόλεμο των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά των Οθωμανών (1684-1699), πέτυχε σημαντικές στρατιωτικές νίκες και, με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), εξασφάλισε και επίσημα την κυριαρχία της στις ήδη κατακτημένες περιοχές της Πελοποννήσου, της Λευκάδας και της Αίγινας, υποχρεώθηκε, ωστόσο, να παραχωρήσει τη Γραμβούσα. Οι νικηφόρες εκστρατείες των Βενετών αμαυρώθηκαν από την καταστροφή που επέφεραν στα μνημεία της Ακρόπολης οι σφοδροί βομβαρδισμοί των βενετικών στρατευμάτων υπό τον Francesco Morosini (1687). Η δεύτερη βενετοκρατία στην Πελοπόννησο έληξε κατά τη διάρκεια του τελευταίου βενετοτουρκικού πολέμου (1714-1718) και η προσάρτηση της περιοχής, όπως και της Τήνου, της Αίγινας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας στην οθωμανική αυτοκρατορία, επικυρώθηκε με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718). Από την άλλη πλευρά, οι Βενετοί, έως και τα τέλη του 18ου αι., παρέμειναν κύριοι των Ιόνιων Νησιών και των ηπειρωτικών εξαρτημάτων τους (Βουθρωτός, Πάργα, Πρέβεζα, Βόνιτσα). Κατά την τελευταία περίοδο της βενετοκρατίας, κυρίαρχο ρόλο στον αντιτουρκικό αγώνα και στα εθνικοαπελευθερωτικά, πλέον, σχέδια ολόκληρου του ελληνικού κόσμου διαδραμάτιζε η ορθόδοξη Ρωσία. Ειδικά στα Ιόνια Νησιά, παρά τις μάταιες προσπάθειες των Βενετών να τηρήσουν στάση ουδετερότητας, αναπτύχθηκε ισχυρό ρωσοφιλικό ρεύμα, ενώ πολλοί από τους κατοίκους τους μετείχαν στους ρωσοτουρκικούς πολέμους και εκμεταλλεύθηκαν τις οικονομικές ευκαιρίες που προσέφερε η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774). Η περιορισμένη αυτή βενετική επικράτεια στον ελληνικό χώρο διατηρήθηκε έως την κατάλυση της βενετικής πολιτείας από τις γαλλικές δυνάμεις, το 1797. Το ίδιο έτος, γαλλικά στρατεύματα αποβιβάσθηκαν στα Ιόνια Νησιά, με την ενθουσιώδη αποδοχή του μεγαλύτερου τμήματος των κατοίκων τους, θέτοντας, έτσι, τέλος στη μακραίωνη περίοδο της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο.
Η βενετική κυριαρχία στις ελληνικές περιοχές συνεπέφερε ριζικές αλλαγές σε όλο το φάσμα της εσωτερικής τους ζωής και συνέβαλε στην ανάδυση νέων ιστορικών πραγματικοτήτων, που είτε επιβλήθηκαν από τους Βενετούς είτε διαμορφώθηκαν σταδιακά, με τη συναίρεση παραδοσιακών, βυζαντινών – τοπικών στοιχείων και δυτικοευρωπαϊκών θεσμών: επιβολή της λατινικής Εκκλησίας, παράλληλα με την κεντρική θέση της ορθόδοξης Εκκλησίας, υιοθέτηση του βενετικού διοικητικού συστήματος, της μεσαιωνικής κοινωνικής οργάνωσης και των φεουδαρχικών θεσμών, ανάπτυξη, περιορισμένων έστω, σε σχέση με την κυρίαρχη αγροτική οικονομία, αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων, εκδήλωση σημαντικών πολιτισμικών φαινομένων στη λογοτεχνία, την τέχνη και τη μουσική, με κορυφαίες εκφάνσεις την κρητική λογοτεχνία και την κρητική ζωγραφική.
Θεμελιακές υπήρξαν οι ανατροπές στην προηγούμενη εκκλησιαστική τάξη. Ο ευρύτερα πολιτικός ρόλος που διαδραμάτιζε η ορθόδοξη Εκκλησία για τους ελληνορθόδοξους υπηκόους της και η καχυποψία με την οποία η Βενετία αντιμετώπιζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, πριν και μετά το 1453, επέδρασαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της βενετικής πολιτικής στο εκκλησιαστικό πεδίο. Στο πλαίσιο αυτό, παρά τη γνωστή –ανεξάρτητη έναντι του πάπα– πολιτική της, η Γαληνοτάτη στις νέες κτήσεις της απέδωσε στη λατινική Εκκλησία περίοπτη θέση. Στον χώρο ιδρύθηκαν λατινικές αρχές, αρχιεπισκοπή και επισκοπές, λειτούργησαν λατινικά μοναστήρια και έδρασαν μοναχικά τάγματα (Φραγκισκανοί, Βενεδικτίνοι, Ιησουίτες). Η απήχησή της, πάντως, υπήρξε περιορισμένη και στην όψιμη βενετοκρατία η λατινική Εκκλησία παρουσίαζε εικόνα παρακμής, με ποιμενάρχες που δεν ανταποκρίνονταν πάντοτε στον πνευματικό ρόλο τους, ολιγάριθμο ποίμνιο, πλημμελή διαχείριση της περιουσίας της. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική των Βενετών απέναντι στην ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπήρξε ενιαία και καθορίσθηκε από τη στάση των κατοίκων κάθε κτήσης.
Χαρακτηριστικά στην Κρήτη, που από τα πρώτα χρόνια της βενετικής εγκατάστασης δοκιμάσθηκε από αντιβενετικές κινήσεις, οι ανώτερες ορθόδοξες αρχές εκδιώχθηκαν, η αρχιεπισκοπή και οι επισκοπές καταργήθηκαν, η περιουσία της ορθόδοξης Εκκλησίας αφαιρέθηκε. Η χειροτονία των ορθόδοξων ιερέων γινόταν έξω από το νησί, σε βενετικές και μη βενετικές περιοχές, όπου έδρευαν ορθόδοξοι επίσκοποι, με χρονοβόρες και περίπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Προϊστάμενοι του ορθόδοξου κλήρου ορίσθηκαν οι λεγόμενοι πρωτοπαπάδες και πρωτοψάλτες, φιλενωτικών τάσεων, που διορίζονταν και μισθοδοτούνταν από την πολιτεία. Αντίστοιχα στην Κέρκυρα, επικεφαλής του ορθόδοξου κλήρου ήταν ο μέγας πρωτοπαπάς, που εκλεγόταν από σώμα 32 κληρικών και λαϊκών από την τάξη των τοπικών ευγενών.
Οι ορθόδοξες επισκοπές εξακολούθησαν να λειτουργούν σε περιοχές, όπου η βενετική επιβολή συνέβη ομαλά (Μεθώνη – Κορώνη, Σκύρος, Σκιάθος, Μονεμβασία, Κύπρος, Ζάκυνθος – Κεφαλονιά, Λευκάδα, Πελοπόννησος κατά τη δεύτερη βενετοκρατία).
Κατά τους τελευταίους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας στην Ανατολή, στο πλαίσιο μιας γενικότερης πολιτικής προσέγγισης, οι Βενετοί αντιμετώπισαν τους ορθόδοξους υπηκόους τους με ηπιότητα· τους προστάτευσαν από τις ποικίλες πιέσεις της λατινικής Εκκλησίας σε ζητήματα όπως οι μικτοί γάμοι μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων ή στην τελικά αποτυχημένη προσπάθεια των Καθολικών να επιβάλουν και στην Ανατολή το γρηγοριανό ημερολόγιο, ενώ οι κάτοικοι των κτήσεων, ιδιαίτερα της Κρήτης, συνέβαλαν στρατιωτικά και οικονομικά στον αγώνα της βενετικής πολιτείας κατά της Αγίας Έδρας (αρχές 17ου αιώνα). Εξάλλου, ενδιαφέρον επέδειξε η Βενετία για την εξύψωση του ηθικού και μορφωτικού επιπέδου του ορθόδοξου όπως και του καθολικού κλήρου, καθώς και για τη διευθέτηση κρίσεων στο εσωτερικό της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στο κλίμα αυτό, στην Κρήτη μετά τον 15ο αι. σημειώνεται άνθηση των ορθόδοξων μοναστηριών, συνολικά στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές παρατηρείται άμβλυνση των αντιθέσεων Ορθοδόξων – Καθολικών, που, μεταξύ άλλων, εκδηλώθηκε με συλλειτουργίες, συμμετοχή σε κοινές γιορτές και λιτανείες, συστέγαση των δυο δογμάτων σε κοινούς χώρους, αποδοχή αγίων του άλλου δόγματος, με χαρακτηριστική περίπτωση τη λατρεία του αγίου Φραγκίσκου από τους ορθόδοξους Κρητικούς.
Στο διοικητικό πεδίο, οι Βενετοί εισήγαγαν στον ελληνικό χώρο στοιχεία του βενετικού διοικητικού συστήματος. Πρόκειται για σύστημα, που, σε αντίθεση με το παράδειγμα του βυζαντινού αλλά και του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου της ίδιας εποχής, δεν γνώριζε την κληρονομική διαδοχή. Οι Βενετοί αξιωματούχοι εκλέγονταν στο σύνολό τους σε αξιώματα μη μεταβιβάσιμα, με θητεία είτε βραχύχρονη είτε, στην περίπτωση του δόγη, ισόβια. Παράλληλα, το δικαίωμα συμμετοχής στην άσκηση της βενετικής διοίκησης περιοριζόταν στις ευάριθμες ευγενείς οικογένειες, που απάρτιζαν το βενετικό Μείζον Συμβούλιο (Maggior Consiglio), με αποτέλεσμα το καθεστώς να εμφανίζει αριστοκρατικό χαρακτήρα. Το διοικητικό αυτό σχήμα, με διάφορες τοπικές παραλλαγές, μεταφυτεύθηκε και στις βενετικές κτήσεις στην Ανατολή.
Η διοίκηση χωρίσθηκε σε δύο επίπεδα, στη βενετική και την εγχώρια. Τα ανώτερα αξιώματα καταλάμβαναν βενετοί ευγενείς, που αποστέλλονταν από τη Μητρόπολη, με ολιγόχρονη θητεία, μεταξύ των δύο και τεσσάρων ετών. Οι αρμοδιότητές τους ήταν προσδιορισμένες σε γενικά κείμενα, τα λεγόμενα καπιτουλάρια, και εξειδικεύονταν με τις εντολές (commisiones), που λάμβαναν κατά την αναχώρησή τους, ενώ μετά το πέρας της θητείας τους υπέβαλλαν στη βενετική Σύγκλητο γραπτές εκθέσεις (relazioni). Στις μεγάλες περιφέρειες τη διοίκηση ασκούσαν τριμελή όργανα (Reggimenti), με εξουσίες πολιτικές, στρατιωτικές και δικαστικές. Οι επικεφαλής των τοπικών Διοικήσεων περιβάλλονταν από δύο συμβούλους και εμφανίζουν διάφορη κατά περιοχές τιτλοφορία: δούκας στον Χάνδακα και ρέκτορας στο Ρέθυμνο και στα Χανιά, βάιλος στην Κέρκυρα και στην Εύβοια, τοποτηρητής (locotenetnte) στην Κύπρο, προνοητής (provveditore) στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά. Τον τίτλο του προνοητή έφεραν οι επικεφαλής των τεσσάρων διαμερισμάτων (provincie) της Πελοποννήσου κατά τη δεύτερη βενετοκρατία, υπό τον ανώτερο διοικητή της περιοχής, τον γενικό προνοητή (Provveditor General dell’Armi in Regno di Morea), και τη Λευκάδα διοικούσαν ο έκτακτος και ο τακτικός προνοητής (provveditor estraordinarioκαι provveditor ordinario). Στις μικρότερες κτήσεις (Μεθώνη, Κορώνη, Κύθηρα Άργος, Ναύπλιο, Τήνος – Μύκονος, Ναύπακτος, Αίγινα, Σκύρος, Σκιάθος, Σκόπελος, Μονεμβασία) τη διοίκηση ασκούσαν –άλλοτε μόνοι και άλλοτε με τη συνεργασία συμβούλων– αξιωματούχοι με τις διάφορες και, κάποτε εναλλασσόμενες, επωνυμίες τoυ φρουράρχου(castellan), του προνοητή, του ποτεστάτου, του ρέκτορα. Ιδιαίτερη θέση στη διοικητική ιεραρχία είχαν οι επικεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών (camere), οι λεγόμενοι camerarii-camerlenghi και οι επικεφαλής των τοπικών γραμματειών (cancellieri).
Στην Κρήτη, από τα μέσα του 16ου αιώνα, μετά τον περιορισμό της εξουσίας του δούκα στο ανατολικό τμήμα της, ανώτερος διοικητής του νησιού αναδείχθηκε ο γενικός προνοητής(provveditor general), έκτακτο αξίωμα, που από το 1569 και στο εξής μετατράπηκε σε τακτικό, λόγω των εξωτερικών κινδύνων. Την ίδια περίοδο στα Ιόνια Νησιά αυξημένες αρμοδιότητες απέκτησε ο γενικός προνοητής της Θάλασσας και, αργότερα, της Ανατολής(provveditor general da Mar / del Levante).
Τέλος, εποπτικές λειτουργίες ασκούσαν ανώτεροι Βενετοί αξιωματούχοι, που κατά διαστήματα περιόδευαν στις κτήσεις, όπως οι σύνδικοι ανακριτές της Ανατολής (sindici inquisitori in Levante).
Από την άλλη πλευρά, συμμετοχή στην κατώτερη διοίκηση ως δικαστές, αγορανόμοι, υγειονόμοι, διευθυντές ευαγών ιδρυμάτων, αλλά και διοικητές μικρών περιφερειών, είχαν οι εγχώριοι, μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και των κατά περιοχές αστικών συμβουλίων. Από τα τοπικά αξιώματα άλλα ήταν έμμισθα και άλλα άμισθα και τιμητικά. Επιπλέον, μια δεύτερη κατηγορία αξιωμάτων, ιεραρχικά υποδεέστερων, αλλά και υπαλληλικές θέσεις καταλαμβάνονταν από τα αποκλεισμένα από τα τοπικά συμβούλια αστικά στρώματα.
Το διοικητικό αυτό σχήμα σχετιζόταν άμεσα με το δυτικοευρωπαϊκό σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, που επέβαλαν οι Βενετοί, μεταφέροντας στον ελληνικό χώρο θεσμικές πραγματικότητες, άγνωστες και κατά την προγενέστερη βυζαντινή εποχή αλλά και σε μεταγενέστερους χρόνους.
Στην ανώτερη κοινωνική βαθμίδα, που σταδιακά ταυτίσθηκε με τα μέλη των κοινοτικών συμβουλίων, ανήκαν στη μεν Κρήτη οι ευγενείς, Βενετοί και Κρητικοί, στις δε υπόλοιπες περιοχές οι πολίτες (cittadini). Στην περίπτωση της Κρήτης προϋπόθεση της συμμετοχής στα κοινοτικά συμβούλια αποτελούσε η κατοχή της ιδιότητας της ευγένειας. Σε άλλες περιοχές οι τοπικές κοινότητες απαρτίσθηκαν κατά την πρώιμη ιστορία τους από το σύνολο του αστικού πληθυσμού, αρχικά του λατινικού, ακολούθως δε και του ελληνικού. Από τον 15ο αιώνα και στο εξής, με πρότυπο τo «κλείσιμο του Μείζονος Συμβουλίου» (serrata del Maggior Consiglio) της Μητρόπολης (1297), σε όλες τις βενετικές κτήσεις στην Ανατολή σημειώθηκαν ανάλογες κινήσεις προς αποκλεισμό από τις κοινοτικές διαδικασίες των κατώτερων αστικών στρωμάτων. Οι διεργασίες αυτές εκδηλώθηκαν σε ολοκληρωμένη μορφή στα Ιόνια Νησιά, και μάλιστα στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο, όπου από το δεύτερο μισό του 16ου αι. παρατηρείται το σταδιακό «κλείσιμο» των τοπικών συμβουλίων, με βάση σωρευτικά κριτήρια αστικότητας, που όφειλε να πληροί κάθε μέλος τους (σχέση με την πόλη, εντοπιότητα, τρεις βαθμοί της αστικότητας, δηλαδή μη άσκηση χειρωνακτικής τέχνης επί τρεις γενεές, γέννηση από νόμιμο γάμο, ευυπόληπτος τρόπος ζωής). Oι κάτοχοι των αστικών κριτηρίων, με την επωνυμία των πολιτών (και αργότερα των ευγενών στην περίπτωση της Κέρκυρας και της Ζακύνθου), καταγράφονταν σε ειδικά μητρώα, τις τοπικές Χρυσές Βίβλους (Libri d’Oro), και αποτελούσαν, ισόβια και κληρονομικά, μέλη των συμβουλίων. Στο γενικό αυτό σχήμα ιδιόμορφη υπήρξε η περίπτωση της κοινοτικής οργάνωσης στην Κεφαλονιά, ενώ, κατά την ύστερη βενετοκρατία, στη Λευκάδα, την Πελοπόννησο, την Πρέβεζα, τη Βόνιτσα επιχειρήθηκε η επιβολή κλειστών, αστικών κοινοτήτων, με μικρό, εξαρχής προσδιορισμένο αριθμό μελών και αυστηρά προσόντα εισαγωγής. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα μέλη των κοινοτήτων, ως απόρροια του προνομιακού κοινωνικού καθεστώτος που απολάμβαναν, είχαν το δικαίωμα να αποστέλλουν ως σώμα πρεσβείες στη Μητρόπολη και να μετέχουν στην τοπική διοίκηση.
Το δεύτερο κοινωνικό στρώμα αντιστοιχούσε σε μια ρευστή κοινωνική κατηγορία, με ελληνική κυρίως καταγωγή, τους πολίτες / αστούς (cittadini) στην Κρήτη ή αστικούς (civili)στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο, που διακρίνονταν μεταξύ των υπόλοιπων κατοίκων των πόλεων για την εξέχουσα κοινωνικοοικονομική θέση τους και καταλάμβαναν ορισμένα αξιώματα στην τοπική υπαλληλία, ωστόσο ήταν αποκλεισμένοι από τα κοινοτικά συμβούλια. Στην τρίτη βαθμίδα, του λαού ή όχλου (popolo – plebe), ανήκαν τα κατώτερα, επίσης σχεδόν συνολικά ελληνικής καταγωγής, στρώματα των κατοίκων των πόλεων, όπως τεχνίτες και μικρέμποροι, συχνά οργανωμένοι σε συντεχνιακές ενώσεις. Τέλος, το πιο πολυάριθμο τμήμα των εγχώριων πληθυσμών απαρτιζόταν από τους ελληνορθόδοξους αγρότες, τους προσαρτημένους στα φέουδα βιλλάνους και τους ελεύθερους, κατόχους γης και, κυρίως, ακτήμονες. Η αυστηρή κοινωνική διαστρωμάτωση γέννησε κοινωνικές αντιθέσεις, που κάποτε εκδηλώνονταν με τη μορφή της ένοπλης σύρραξης και καταπνίγονταν βιαίως από τους Βενετούς. Αγροτικό χαρακτήρα είχαν οι ταραχές στη δυτική Κρήτη, οι γνωστές ως «επανάσταση» του Γεωργίου Γαδανολέου – Λυσσογιώργη (1508-1528), στην Κύπρο τη δεκαετία του 1560, στην Κέρκυρα περί τα μέσα του 17ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, έντονες κοινωνικές συγκρούσεις προκάλεσαν οι αποκλεισμοί από τις αστικές κοινότητες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το λεγόμενο Ρεμπελιό των Ποπολάρων στη Ζάκυνθο (1628).
Το σύστημα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε μεγάλο βαθμό απέρρεε από τη γαιοκτησία. Οι Βενετοί, καίτοι οι ίδιοι δεν γνώριζαν τους φεουδαρχικούς θεσμούς, επέβαλαν στις κτήσεις τους τη φεουδαρχία, με στόχο την αποτελεσματική οργάνωση της άμυνας και της οικονομίας. Η ισχυρή συγκεντρωτικότητα της βενετικής διοίκησης αφαίρεσε από το σύστημα τα αμιγώς φεουδαρχικά χαρακτηριστικά, αλλά διατήρησε στοιχεία που αντιστοιχούσαν στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πραγματικότητες. Αρχικά το φεουδαρχικό σύστημα εφαρμόσθηκε στην Κρήτη. Οι πρώτοι φεουδάρχες ήταν Βενετοί άποικοι, που εγκαταστάθηκαν στο νησί με τους διαδοχικούς αποικισμούς των ετών 1211, 1222, 1233, 1252. Αργότερα, τόσο στην Κρήτη όσο και στις υπόλοιπες κτήσεις, στο σύστημα εντάχθηκαν και εγχώριοι. Ανάλογα με τον κάτοχο, τα φέουδα διακρίθηκαν σε δημόσια, εκκλησιαστικά και ιδιωτικά. Αντίστοιχα, οι καλλιεργητές, παράλληλα με τη βυζαντινή επωνυμία των παροίκων, παρουσιάζονται ως βιλλάνοι (του Δημοσίου, της Εκκλησίας και των ιδιωτών). Σε πολλές περιοχές το φεουδαρχικό σύστημα λειτουργούσε με βάση τον φεουδαρχικό κώδικα των Ασσιζών της Ρωμανίας και, ειδικά στην Κύπρο, των Ασσιζών των Ιεροσολύμων. Στο πλαίσιο της φεουδαρχικής κοινωνίας καθιερώθηκαν τίτλοι ευγενείας (κόμητες ή βαρώνοι) και οι θεσμοί περιβλήθηκαν με τελετουργικά στοιχεία, όπως η περιβολή (investitura), η τελετή κατάληψης του φεούδου από τον νέο φεουδάρχη. Μέρος του συστήματος αποτέλεσαν η ετήσια γενική επίδειξη των τοπικών φεουδαρχών, η mostra generale, αλλά και οι ιπποτικές κονταρομαχίες, οι γραφικές γκιόστρες. Το φεουδαρχικό σύστημα στην όψιμη βενετοκρατία παρουσίασε έκδηλα δείγματα αποσύνθεσης. Στην Κρήτη τα φέουδα έχασαν τον αρχικό στρατιωτικό τους χαρακτήρα και κατανεμήθηκαν σε πολλούς κατόχους, ενώ στα Ιόνια Νησιά ο αριθμός τους παρουσίασε σταδιακή μείωση.
Η Βενετία άσκησε ισχυρές παρεμβάσεις στην τοπική οικονομία, με τη χάραξη μιας συγκεντρωτικής οικονομικής πολιτικής, που αποφασιζόταν από το μητροπολιτικό κέντρο. Αρχικά οι βενετικές κτήσεις είχαν ως αποστολή την εξυπηρέτηση του βενετικού εμπορίου, λειτουργώντας ως εμπορικοί σταθμοί και βάσεις ανεφοδιασμού για τα βενετικά πλοία. Από τον 14ο αιώνα, μετά την ειρήνευση της Κρήτης και τις νέες εδαφικές προσαρτήσεις, οι Βενετοί επιδόθηκαν στην οικονομική αξιοποίηση της επικράτειάς τους στην Ανατολή.
Κυρίαρχη μορφή της οικονομίας υπήρξε η αγροτική. H γεωργική παραγωγή στηριζόταν στα μεσογειακά προϊόντα (δημητριακά, λάδι, κρασί, οπωροκηπευτικά), και λιγότερο στη ζάχαρη και στο βαμβάκι της Κύπρου. Ανάπτυξη γνώρισαν και η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, η υλοτομία, η εκμετάλλευση των αλυκών. Στον 16ο αιώνα, και ιδιαίτερα μετά την απώλεια και της Κύπρου, πάγιο πρόβλημα αποτέλεσε η σιτάρκεια, καθώς η σιτοκαλλιέργεια υποχώρησε υπέρ αποδοτικότερων καλλιεργειών, που εξελίχθηκαν σχεδόν σε μονοκαλλιέργειες: των αμπελιών στην Κρήτη, της ελιάς στην Κέρκυρα, της σταφίδας στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά.
Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής, καθώς και η σύνδεση της υπαίθρου με τις αναπτυσσόμενες πόλεις, συνέβαλαν στην άνθηση των εμπορικών δραστηριοτήτων. Οι εξαγωγές περιλάμβαναν κυρίως αγροτικά προϊόντα. Το κρασί της Κρήτης έφθανε μέχρι τις αγορές της Αγγλίας και της Φλάνδρας, η σταφίδα της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς ήταν περιζήτητη από την αγγλική αγορά και το λάδι της Κέρκυρας εξαγόταν στην ίδια τη Βενετία. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές κάλυπταν τις ανάγκες των τοπικών αγορών σε μεταποιημένα και πολυτελή είδη, ενισχύοντας, έτσι, την εικόνα μιας περιφερειακής οικονομίας. Το εξαγωγικό – εισαγωγικό εμπόριο ελεγχόταν από τους Βενετούς, σταδιακά, όμως, σημειώνεται η διείσδυση και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Στον 16ο αιώνα στην Κρήτη έδρευε Άγγλος πρόξενος, ενώ από το 1583 η Ζάκυνθος αποτέλεσε την έδρα της αγγλικής Εταιρείας της Ανατολής (Levant Company). Επιπλέον, από την πρώιμη ήδη βενετοκρατία μαρτυρείται η ενεργός συμμετοχή στο εμπόριο και στη ναυτιλία εγχωρίων, από τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Εύβοια. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για τη δραστηριότητα των Κρητικών ως εμπόρων, πλοιοκτητών, κυβερνητών πλοίων, ναυπηγών, ενώ ανάλογη εικόνα παρουσιάζεται στον 18ο αιώνα στα Ιόνια Νησιά. Οι πειρατικές επιδρομές καθώς και το λαθρεμπόριο της σταφίδας και του λαδιού συνέβαλαν στη συσσώρευση κεφαλαίων, που, μεταξύ άλλων, επενδύθηκαν στην αναπτυσσόμενη ναυτιλία του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία για τον ακμαίο εμπορικό στόλο της Κεφαλονιάς, που στα τέλη του 18ου αιώνα ανερχόταν σε 200 περίπου πλοία και πολυάριθμα πλοιάρια.
Περιορισμένες υπήρξαν οι βιοτεχνικές δραστηριότητες, κυρίως στο πλαίσιο της συντεχνιακής οργάνωσης, με κύριο στόχο την εξυπηρέτηση των τοπικών αγορών. Μεταξύ των λιγοστών αναπτυγμένων κλάδων μαρτυρούνται η βυρσοδεψία, η βαρελοποιία, η κατασκευή φορητών εικόνων και ξυλογλύπτων στην Κρήτη αλλά και χρυσοΰφαντων μεταξωτών και καμηλωτών στην Κύπρο.
Οι βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές υπήρξαν χώροι ανάδυσης σημαντικών πολιτισμικών φαινομένων, που χαρακτηρίσθηκαν από τη σύνθεση βυζαντινών και δυτικών στοιχείων. Αρχικά στην Κρήτη και ακολούθως στα Ιόνια Νησιά μεταφυτεύθηκε ο δυτικός θεσμός των Ακαδημιών, με πρότυπο την Πλατωνική Ακαδημία. Οι Ακαδημίες, φιλολογικοί σύλλογοι, με μέλη Βενετούς και Έλληνες από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των πόλεων, συνέβαλαν στην προαγωγή της εγχώριας πνευματικής ζωής. Η πρώτη γνωστή Ακαδημία, με την επωνυμία των «Ζωντανών» (Vivi), ιδρύθηκε στο Ρέθυμνο το 1562 από τον βενετοκρητικό λόγιο Φραγκίσκο Barozzi, ενώ σημαντική δραστηριότητα ανέπτυξε σε δύο χρονικές φάσεις (τέλη 16ου αιώνα και περί τα μέσα του 17ου αιώνα) η Ακαδημία των «Αλλοκότων» (Stravaganti) στον Χάνδακα, με ιδρυτή τον ισχυρό βενετό ευγενή και λόγιο Ανδρέα Κορνάρο. Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της «Αγροτικής Ακαδημίας» της Κεφαλονιάς, που ιδρύθηκε το 1791, με στόχο την επιστημονική ανάπτυξη της γεωργίας.
Παρότι στον βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο δεν λειτούργησε τυπογραφείο, είναι γνωστή η διάδοση του έντυπου βιβλίου και η ύπαρξη βιβλιοθηκών, μοναστηριακών και ιδιωτικών. Τα βιβλία, ελληνικά και δυτικά, θρησκευτικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά, προέρχονταν από τη Δύση, και, σε μεγάλο μέρος, από τα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας. Παράλληλα, στις πιο αναπτυγμένες από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές σημειώνεται έντονη εκπαιδευτική δραστηριότητα. Οι νέοι των αστικών, κατά βάση, κέντρων είχαν τη δυνατότητα να διδαχθούν την ελληνική, λατινική ή ιταλική γλώσσα, αλλά και ποικίλους τομείς των τεχνών και της επιστήμης. Η διδασκαλία γινόταν κυρίως μέσω ιδιωτικών διδασκάλων, όπως μαρτυρούν πολυάριθμες συμβάσεις μαθητείας, καθώς και στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, που λειτούργησαν κατά καιρούς. Ενδεικτικά, μνημονεύονται η ελληνική σχολή του Ιακώβου Διασσωρινού στην Κύπρο, στη δεκαετία του 1560, που συνδέθηκε με την αντιβενετική δράση του ιδρυτή της, το διδακτήριο του Βικεντίου Δαμοδού στην Κεφαλονιά (πρώτο μισό 17ου αιώνα) και το βραχύβιο «Κοινό Φροντιστήριο» του Νικηφόρου Θεοτόκη στην Κέρκυρα (μέσα 18ου αιώνα), όπου έμφαση δόθηκε στη διδασκαλία τόσο των κλασικών γραμμάτων όσο και των φυσικών επιστημών. Επιπλέον, πολλοί Έλληνες, από τα ανώτερα ιδιαίτερα στρώματα, συνέχιζαν τις σπουδές στη Δύση, και μάλιστα στο Πανεπιστήμιο της βενετικής επικράτειας, στην Πάδοβα, στους κλάδους της ιατρικής, της φιλοσοφίας και της νομικής.
Στο γόνιμο πνευματικό κλίμα των αναπτυσσόμενων αστικών κέντρων, εκδηλώθηκε το φαινόμενο της «Κρητικής Λογοτεχνίας». Στην πρώιμη φάση (14ος αιώνας – μέσα 16ου αιώνα) εγγράφονται τα ηθικοδιδακτικά, σατιρικά, θρησκευτικά ποιητικά έργα των Στέφανου Σαχλίκη, Λεονάρδου Ντελλαπόρτα, Μαρίνου Φαλιέρου, Ιωάννη Πικατόρου, Μπεργαδή και άλλων επώνυμων και ανώνυμων δημιουργών. Η ώριμη φάση της Κρητικής Λογοτεχνίας (μέσα 16ου – μέσα 17ου αιώνα) κυριαρχείται από την πλούσια, ποιοτική θεατρική παραγωγή, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Γεώργιο Χορτάτση, ο οποίος καλλιέργησε εξίσου την τραγωδία (Ερωφίλη), την κωμωδία (Κατσούρμπος) και το ποιμενικό δράμα (Πανώρια ή Γύπαρης). Κορυφαίο έργο της Κρητικής Λογοτεχνίας είναι το έμμετρο ιπποτικό μυθιστόρημα Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου, στον οποίο παλαιότερα αποδιδόταν και το θρησκευτικό δράμα Η Θυσία του Αβραάμ. Στην πλούσια λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου ανήκουν, μεταξύ άλλων, η Βοσκοπούλα, ανωνύμου, και το ιστορικό έργο Ο Κρητικός Πόλεμος του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή. Τα έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας έχουν χαρακτήρα έντεχνο και πρότυπα δυτικά, τα οποία, όμως, προσαρμόζουν στην τοπική παράδοση και αναπλάθουν με γόνιμο τρόπο, ξεπερνώντας τα συχνά σε δημιουργική έμπνευση. Οι συγγραφείς τους, ορθόδοξοι και καθολικοί, ελληνικής και βενετικής καταγωγής, προέρχονταν από τα ανώτερα και λόγια κοινωνικά στρώματα, αλλά η διάδοσή τους στο κοινωνικό σύνολο υπήρξε ευρύτατη.
Μετά την παράδοση του Χάνδακα (1669), πολλοί Κρητικοί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στα Ιόνια Νησιά και μετέφεραν στις νέες πατρίδες τους το πνευματικό κλίμα της Κρήτης. Στον 18ο αιώνα ο χώρος του Ιονίου σηματοδοτήθηκε από την καλλιέργεια των επιστημών, την υποδοχή των δυτικών διαφωτιστικών ιδεών και την αφομοίωση των αξιών του δυτικού πολιτισμού.
Σημαντική ανάπτυξη γνώρισε στην Κρήτη η τέχνη, στους τομείς της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και της μικροτεχνίας. Ωστόσο, η καλλιτεχνική δημιουργία στην κορυφαία της έκφανση, προϊόν σύνθεσης της βυζαντινής παράδοσης με δυτικά στοιχεία, εμφανίζεται στο πεδίο της ζωγραφικής, θρησκευτικής και κοσμικής, και μάλιστα της φορητής εικόνας. Σύμφωνα με πρόσφατες αρχειακές έρευνες, οι Κρητικοί ζωγράφοι, που ανέρχονταν σε εκατοντάδες, ήταν οργανωμένοι στη συντεχνία του Αγίου Λουκά και ζωγράφιζαν τις θρησκευτικές εικόνες τους εξίσου alla greca και alla latina, ανάλογα με τις απαιτήσεις του αγοραστικού κοινού. Στην Κρήτη εργάζονταν και Δυτικοί καλλιτέχνες. Μεταξύ των σημαντικών Κρητικών ζωγράφων του 16ου αιώνα συγκαταλέγονταν οι Θεοφάνης Στρελίτζας, λεγόμενος Μπαθάς, Γεώργιος Κλόντζας, Μιχαήλ Δαμασκηνός. Στο κλίμα αυτό ανδρώθηκε καλλιτεχνικά ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, αναγνωρισμένος ήδη ζωγράφος στην Κρήτη, πριν από τη μετάβασή του στην Ιταλία και εν συνεχεία στην Ισπανία, όπου και δημιούργησε το έργο που τον ανέδειξε σε έναν από τους κορυφαίους Ευρωπαίους ζωγράφους.
Μετά το 1669 η κρητική τέχνη μεταφέρθηκε στα Ιόνια Νησιά από Κρητικούς πρόσφυγες και άσκησε ισχυρή επίδραση στην τοπική καλλιτεχνική δημιουργία, που σταδιακά απέκτησε αυτοτέλεια, χωρίς, ωστόσο, να κατορθώσει να υπερβεί την Κρητική Σχολή στην ακτινοβολία της.
Αξιόλογη δραστηριότητα, αρχικά στην Κρήτη και ακολούθως στα Ιόνια Νησιά, εμφανίζεται και στον τομέα της μουσικής, βυζαντινής, παραδοσιακής και δυτικής, κοσμικής και εκκλησιαστικής. Από τους πολυάριθμους μουσικούς που μνημονεύονται στις πηγές, ιδιαίτερη θέση κατέχει ο Κρητικός μουσικοσυνθέτης Φραγκίσκος Λεονταρίτης (πρώτο μισό του 16ου αιώνα), ο οποίος έδρασε στην Κρήτη αλλά και στη δυτική Ευρώπη και συνέθεσε έργα που εντάσσονται στη δυτικοευρωπαϊκή μουσική παράδοση.
Κατά τη μακραίωνη κυριαρχία της Βενετίας στον ελληνικό χώρο, μέσα από περίπλοκες ιστορικές διαδρομές αναδεικνύεται ένα νέο, σύνθετο ιδεολογικό τοπίο, που διαμορφώθηκε αφενός από τη διεκδικητική παρουσία στον ίδιο χώρο Βυζαντινών, άλλων Δυτικών και Οθωμανών, και αφετέρου από τις ιδεολογικές θέσεις των εγχώριων πληθυσμών απέναντι στη «Δύση». Πρόκειται για σχήμα με κυρίαρχα εθνοτικοθρησκευτικά γνωρίσματα, που, παράλληλα, καθορίσθηκε από το αυστηρά διαστρωματωμένο κοινωνικό σύστημα των βενετικών κτήσεων.
Σε πρώτο επίπεδο, το ιδεολογικό κλίμα προσδιοριζόταν από μια υποβόσκουσα εσωτερική σύγκρουση με πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Οι κάτοικοι των βενετοκρατούμενων ελληνικών περιοχών, με κριτήριο την ιστορική παράδοση, τη γεωγραφική θέση, το πολιτικό καθεστώς των τόπων τους, εντάσσονταν οργανικά στη σύγχρονη ευρωπαϊκή, και μάλιστα δυτικοευρωπαϊκή, κοινότητα, παράλληλα, όμως, διαχωρίζονταν από αυτήν λόγω της μακροχρόνιας αντιπαράθεσης του καθολικού δυτικού κόσμου με τον ορθόδοξο ανατολικό. Στο πλαίσιο αυτό, η δυτικοευρωπαϊκή Βενετία, εκπροσωπώντας κατά την πρώτη περίοδο της λατινοκρατίας στην Ανατολή τις πολιτικές – εκκλησιαστικές δυνάμεις που είχαν καταλύσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία, συγκέντρωνε την αντίδρασή τους. Η τουρκική προέλαση από τα μέσα του 14ου αιώνα άλλαξε τα δεδομένα. Το δογματικό ζήτημα παρέμενε το καίριο σημείο διαχωρισμών Ελλήνων – Λατίνων και η ανεκτική στάση των Οθωμανών απέναντι στην ορθόδοξη Εκκλησία επέτεινε την ιδεολογική σύγχυση. Ωστόσο, η σταδιακή στροφή προς τις δυτικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων η Βενετία μέχρι το 18ο αιώνα είχε κεντρική θέση, αποτέλεσε μια νέα, ισχυρή πραγματικότητα, που εμπεδώθηκε όχι μόνο στον βενετοκρατούμενο αλλά και στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο και συνδέθηκε με τις πολυάριθμες αντιτουρκικές κινήσεις των Ελλήνων στη δύσβατη διαδρομή προς την εθνική αυτοσυνειδησία.
Από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό των βενετικών κτήσεων σε όλη την περίοδο της βενετοκρατίας η στάση των υποτελών ελληνορθόδοξων πληθυσμών απέναντι στη βενετική κυριαρχία δεν υπήρξε ενιαία και καθορίσθηκε από τις οξείες κοινωνικοοικονομικές διαφορές τους. Γενικευτικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα ανώτερα και αστικά κοινωνικά στρώματα στις βενετικές κτήσεις στην Ανατολή είχαν ταυτισθεί με τη βενετική πολιτική και τήρησαν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σταθερή φιλοβενετική στάση, ενισχύοντας παντοιοτρόπως τους βενετικούς αγώνες. Αντίθετα, οι ελληνορθόδοξοι αγροτικοί πληθυσμοί, βιώνοντας ένα πιεστικό κοινωνικοοικονομικό καθεστώς, σε κρίσιμες για τη Βενετία συγκυρίες αντιμετώπισαν παθητικά μια ενδεχόμενη οθωμανική κυριαρχία, παράλληλα, όμως, σε αρκετές περιπτώσεις κατά τις βενετοτουρκικές συγκρούσεις αγωνίσθηκαν στο πλευρό των ομόθρησκων Βενετών, με σημαία τη χριστιανική πίστη.
Κατά τους έξι αιώνες της βενετοκρατίας οι ελληνικές περιοχές σταδιακά λειτούργησαν ως γέφυρα μεταξύ της δυτικής, καθολικής και της ανατολικής, ορθόδοξης Ευρώπης. Ανήκαν στην «Ανατολή», αλλά επί αιώνες διετέλεσαν τμήμα μιας δυτικής δύναμης, αναδέχθηκαν θεσμούς και πολιτισμικά ρεύματα της δυτικής Ευρώπης, που, σε πολλές περιπτώσεις, σε σύζευξη με τα στοιχεία της τοπικής παράδοσης, μεταπλάσθηκαν δημιουργικά σε κοινά σχήματα.
Από την άλλη πλευρά, η Δύση ήρθε σε άμεση επαφή με την Ανατολή όχι μόνο μέσα από την αρχαία κληρονομιά της αλλά και από τη σύγχρονη ιστορία της. Η αναγκαστική συμβίωση των δύο κοινοτήτων συνετέλεσε, παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, στη γνωριμία, στην κατανόηση και, τελικά, στη δυνατότητα έκφρασης ενός κοινού λόγου σε διάφορα πεδία, ενώ η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του αγίου Μάρκου σταδιακά εξελισσόταν για τους Έλληνες σε χώρο φιλικό, που έδιδε ευκαιρίες πνευματικού και υλικού πλουτισμού και ταυτιζόταν μαζί τους σε ευρύτερες πολιτικές επιδιώξεις. Το σύνθετο αυτό περιβάλλον ο αναπαραστατικός συμβολικός λόγος αποκτούσε τη δική του δυναμική, μετατρέποντας στην ελληνική συνείδηση την εχθρική, κατακτητική δύναμη του 1204 στη «φουμιστή» Βενετία των τρυφερών νανουρισμάτων, των οραμάτων και των προσδοκιών.
*Πρώτη δημοσίευση στον συλλογικό τόμο: «H Τέταρτη Σταυροφορία και ο ελληνικός κόσμος», Ν. Γ. Μοσχονάς (επιστημονική επιμέλεια), Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 2008, σ. 365-381. Το κυρίως κείμενο αναδημοσιεύεται αυτούσιο. Αλλαγές, που συμπεριλαμβάνουν και πρόσφατες εκδόσεις, έχουν επέλθει στη βιβλιογραφία.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Αρβανιτάκης Δ. Δ., Κοινωνικές αντιθέσεις στην πόλη της Ζακύνθου. Το Ρεμπελιό των Ποπολάρων (1628), Αθήνα 2001.
Arbel Β., «Venice’s Maritime Empire in the Early Modern Period», A Companion to Venetian History, 1400-1797, επιμ. E. R. Dursteler, Λέιντεν – Βοστώνη 2013, σ. 125-253.
Γάσπαρης Χ., Η γη και οι αγρότες στη Μεσαιωνική Κρήτη. 13ος-14ος αι., Αθήνα 1997.
Georgopoulou Maria, Venice’s Mediterranean Colonies. Architecture and Urbanism, Cambridge 2001.
Karapidakis Ν., Civis fidelis: L’avènement et l’affirmation de la citoyenneté corfiote (XVIème-XVIIème siècles), Φραγκφούρτη 1992.
Κωνσταντινίδου Κατερίνα, «Το κακό οδεύει έρποντας…» Οι λοιμοί της πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος-18ος αι.), Βενετία 2007.
Λαμπρινός Κ.Ε., Οι cittadini στη βενετική Κρήτη. Κοινωνικο-πολιτική και γραφειοκρατική εξέλιξη (15ος-17ος αι.), Αθήνα 2015.
Lane F. C., Βενετία, η θαλασσοκράτειρα, μετάφρ. Κ. Κουρεμένος, επιστ. επιμ. Γ. Παγκράτης, Αθήνα 2007.
Μάλλιαρης Α.Μ., Η Πάτρα κατά τη βενετική περίοδο, 1687-1715: γη, πληθυσμοί, κοινωνία στη Β.Δ. Πελοπόννησο, Βενετία 2008.
Μαλτέζου Χρύσα (επιμ.), Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούμενου Ελληνισμού.Αρχειακά τεκμήρια, Αθήνα 1993.
Μαλτέζου Χρύσα (επιμ.), Βενετοκρατούμενη Ελλάδα. Προσεγγίζοντας την ιστορία της, επιμ. κειμένων, Δέσποινα Βλάσση – Αγγελική Τζαβάρα, τ. 1-2, Αθήνα – Βενετία 2010.
Ντόκος Κ. – Γ. Παναγόπουλος Γ., Το βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, πρόλογος: B. Παναγιωτόπουλος, Αθήνα 1993.
Παναγιωτάκης Ν. Μ., Ο ποιητής του «Ερωτοκρίτου» και άλλα βενετοκρητικά μελετήματα, Ηράκλειο 1989.
Παναγιωτόπουλος Β., Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος-18ος αιώνας, μετάφρ. Χριστίνα Αγριαντώνη, Αθήνα 1985.
Πανοπούλου Αγγελική, Συντεχνίες και θρησκευτικές αδελφότητες στη βενετοκρατούµενη Κρήτη, Αθήνα – Βενετία 2012.
Παπαδία-Λάλα Αναστασία, Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.). Μια συνθετική προσέγγιση, Βενετία ²2008.
Thiriet F, La Romanie Vénitienne au Moyen Age. Le développement et l’exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles), Παρίσι ²1975.
Τζιβάρα Παναγιώτα, Σχολεία και δάσκαλοι στη βενετοκρατούµενη Κέρκυρα (16ος-18ος αι.), Αθήνα 2003.