Δημήτριος Τσάκωνας
[από το περιοδικό “Ελληνική Δημιουργία”, τεύχος 112 (1/10/1952), Αφιέρωμα στον Ίωνα Δραγούμη, σσ. 391-392]
Το δράμα του Δραγούμη ήταν η εξαίρεσις. Ήθελε να ζήσει ως εξαίρεσις στην καθολική ύπαρξη της Πολιτείας που η όποια της κανονικότητα βρισκόταν έξω από την ελληνική παράδοση. Η εξαίρεσις του Δραγούμη αρχίζει απ’ την στιγμή που στνειδητοποιεί την αντίθεσή του προς την Εξουσία. Ο Δραγούμης βαθύτατα Ελληνικός αντιτίθεται σε μια εξουσία που εν ονόματι του Ελληνικού Λόγου, απεργάζεται την αστική επικράτησι. Προς αυτήν κατευθύνει τους κεραυνούς της οργής Του, απ’ αυτήν αυτοπεριορίζεται στον ένθεο χώρο μιας αβαστάκτου Μοναξιάς, και αυτήν τελικώς θα ζητήσει να κατασυντρίψει απ’ την στιγμή που η εξαίρεσις θα γίνει καθολικότης. Διότι η εξαίρεσις, σηκώνεται στους ώμους του, με τη συνείδηση πως θα πραγματοποιήσει το καθολικό. Η εξαίρεσις στον Δραγούμη υπάρχει ως αποστολή, δηλαδή ως δρόμος, που είναι επάνω γραμμένο να πραγματοποιηθεί μια μοναδική πραγματοποίηση, είναι ο δρόμος όπου ο εξαιρετικός, -έστω και χωρίς να το θέλει κατά τον Γιάσπερς- πρέπει αναγκαστικά να πορευθεί και μάλιστα ενάντια σε κάθε τι το γενικό και κανονικό που εκφράζει η παραστρατημένη Εξουσία.
Ο δρόμος της εξαίρεσης είναι φλεγόμενος, γιατί Εκείνος που τον ακολουθεί κινδυνεύει να γίνει εξώκοσμος ή να καεί με τις ίδιες του τις φλόγες. Έτσι κάηκε και ο Δραγούμης. Ακριβώς γιατί ήταν μοναδικός εκπρόσωπος της αληθείας, γιατ’ ήταν πρότυπο αληθείας, μισήθηκε απ’ τους πολλούς, με τον τρόπο που η ανευθυνότης ξέρει να μισεί τις διαλεχτές φύσεις του Πνεύματος. Αλλ’ αυτή ακριβώς ήταν η Μοίρα του: Προδρομική. Να υπάρξει και να σβύσει ως εξαίρεσις σαν τέτοια εξαίρεσις που να κοινοποιήσει τον Εαυτό της στους άλλους, να γίνει εξαίρεσις που να εμπνεύσει κάτι γενικό, να γίνει μεταδοτός εις Κοινωνίαν με τους άλλους, κι έτσι σύμβολο που προσέρχεται και μας αγγίζει όχι πάντα σαν κάτι καθ’ αυτό∙ απόλυτο, μα σαν μια ιστορική πάντα συγκριτοποίηση που διαφωτίζεται και μας απωθεί ως συνειδητοποίηση στον ίδιο τον εαυτό μας. Χάρις στην εξαίρεση του Δραγούμη η Νεοελληνική Ιστορικότητα λαμβάνει υπόσταση που η συγκλονιστική παρουσία Του θα την προβάλει δραματικά: Διευκολύνοντας τους άλλους (τους ανίερους) στην αυτοκαταστροφή Του. Έτσι ο Δραγούμης, όπως και ο Συκουτρής, έδωσε το μέτρο της γνησιότητος της εξαίρεσης, που δεν ήταν αυθαίρετη, αλλά άρρηκτα συνυφασμένη με τον χρονικό προσδιορισμό, με το περιβάλλον Του. Έπρεπε να πεθάνει συμβολικά. Κι έπρεπε να Τον σκοτώσουν, όπως ακριβώς τον δολοφόνησαν οι ανεύθυνοι, η ίδια η Εξουσία. Διότι τον Δραγούμη, δεν τον δολοφόνησαν οι Πολιτικοί του αντίπαλοι, αλλά η ίδια η Εξουσία. Χάρις σ’ αυτό η θεωρία θ’ αναγόταν σε Μύθο. Η εξαίρεση ματαιώθηκε απ’ την αλήθεια της ζωής, απ’ την ουσία του Προφήτου.
Στην ερημία της Κορσικής συνυπάρχει με τον Μεταξά και τον Γούναρη. Ο πρώτος προσπαθεί να μαθητεύσει κοντά Του, ενώ ο δεύτερος χωρίζεται απ’ το χάος μαζί Του. Κι είναι περίεργο στην ιστορία του αντιβενιζελισμού ότι ο Δραγούμης χωρίζεται απ’ τον Γούναρη με την ίδια απόσταση που τον χωρίζει απ’ τον Βενιζέλο. Ο Γούναρης και ο Βενιζέλος είναι οι Ευρωπαίοι, ενώ Αυτός είναι ο Ελλαδικός. Ο Σοσιαλισμός του Γούναρη και ο αστισμός του Βενιζέλου είναι τα σημεία της αντιμαχίας Του. Γιατί κι οι δυό, Γούναρης και Βενιζέλος, γεννιώνται πνευματικά απ’ τις όποιες αντιθέσεις της Αστικής Κοινωνίας (που ‘ναι σύνολον ανθρώπων που συνδέονται, όπως στην Ευρώπη, από συμφέρον)∙ ενώ Αυτός, ωσάν Πιστός της Ελληνικής Παράδοσης, δεν ζει απλώς την Κοινότητα των Ελλήνων, όπως ελέχθηκε -που είναι ο ψυχικός τους δεσμός- αλλά υψώνεται κάθετα στο κοινόβιο, απηχεί την Ιδέα μιας ισχυράς ηθικής ενότητος του Ελληνισμού που είναι στυγνή και βαριά, όπως η ορθόδοξη μεταφυσική και δεν χωρίζεται απ’ την Δικαιοσύνη. Και η Δικαιοσύνη πέρα από έξαρση είναι και πράξις. Κι ακριβώς γιατί η Πράξις στερεώνει την Δικαιοσύση που είναι ο Λόγος της Πολιτείας γι’ αυτό και το κοινόβιο, πέρα απ’ το μυστικό του νόημα που μας συνδέει με το Βυζάντιο και τον Μυστρά, είναι, από κοινωνιολογική άποψη, ο κοινωνικός σχηματισμός που πραγματοποιεί το Μεσαιωνικό δέον του Ελληνισμού και προσδίδει στη ζωή των ανθρώπων την αξιώτερη δυνατή πλήρωση. Παράστησαν τον Δραγούμη αντιδραστικό όσοι από άγνοια ή από συμφέρον συνειδητά αγνόησαν το βαθύτερο νόημα της στάσης Του που κείται μεταξύ κοινότητος και κοινοβίου. Κάπου μεταξύ της ψυχικής αδελφότητος των Ελλήνων και του δέους προς την Πολιτεία κείται η Συνείδησις του Δραγούμη. Κι ακριβώς γιατί υπάρχει το δεύτερο, γι’ αυτό και η Πολιτική Ελευθερία, σε λαό που έχασε το δρόμο της Παράδοσης και συνεπώς στερείται της ιστορικής του αυτοσυνειδησίας, το δέος προς την Πολιτείαν αντικαθιστά την Πολιτικήν Ελευθερία και ο υπερατομικός σχηματισμός της Κοινότητος αναλαμβάνει την ζωήν και την δυνατοποίησιν των Ελλήνων ως αυταξίων σκοπών του Έθνους. Αυτός ο συγκεντρωτισμός είναι η δύναμίς Του. Ό,τι όμως χαρακτηρίζει τον Δραγούμη είναι, ότι ο συγκεντρωτισμός Του είναι προοδευτικός, γιατί μέσα στα κατάλοιπα της Φεουδαρχίας της εποχής του μιλά για εκ των κάτω συγκέντρωση με τελικό σκοπό την κοινοβιακότητα των μέσων παραγωγής. Είναι πρωτοπόρος και προοδευτικός γιατί γνωρίζει και ζει την Παράδοση. Όποιος γνωρίζει την Παράδοση δεν καταφεύγει στα υστεραία φλάμπουρα της παρακμής για να την υποστηρίξει. Αντίθετα μάλιστα, τίθεται από κοινωνική άποψη στ’ αριστερότερο σημείο της εποχής του, χωρίς να φοβάται, χωρίς να διστάζει, όταν μάλιστα οι ώμοι του μπορούν να τον στεργιώσουν βαθύτερα στην Εθνική του Υπόσταση, την Παράδοση της Γής του, στο Χώμα του. Γιατί αυτή είναι η δύναμη της Παράδοσης: να συγχρονίσει την επένδυση του στοχασμού της, να ανανεώσει τη φόρμα, την μορφή, με την οποίαν εκφράζεται. Αυτό δεν είναι απλό σχήμα, αλλά βαθύτερη ανάγκη του Δημιουργού να δει τον στοχασμό του δοκιμασμένο στην πραγματικότητα, σ’ επαφή με το ιστορικό «γίγνεσθαι», με την Ζωή. Γιατί όταν η Ιδέα τίθεται ως πραγματικότης και οι αντινομίες της τεχνικής ενέργειας εκβιάζουν σ’ αυτοσυνείδηση την μεγάλη μάζα των ανθρώπων, τότε ο διανοούμενος, απ’ άλλους δρόμους εκκινώντας (την ηθική του ελευθερία και όχι την ανάγκη) θα συνθέσει Παράδοση και Κοινωνικό Παρόν, θέτοντας την Ανάγκη ως Ελευθερία και την Ελευθερία ως αναγκαιότητα. Αυτή τη σύνθεση έκαμε ο Δραγούμης. Ενώ ήταν βαθύτατα Εθνικός και Πατριωτικός ο Λόγος του, Ελλαδική πέρα για πέρα η Συνείδησή Του, την τελευταία στιγμή αγκάλιασε κοινωνικά τη Σοσιαλδημοκρατία για να διδάξει την μεταποίηση του κοινωνικού σχήματος σε κοινοτική συνείδηση, να υποτάξει ένα Ευρωπαϊκό σχήμα στη Κοινοβιακή Παράδοση του Γένους, έτσι που να το μεταποιήσει, να το αφομοιώσει, να το συνθλίψει κάτω απ’ τον όγκο της βαθιάς ηθικής Συνείδησης του Γένους αυτού, που με την ηθική του δύναμη πολλούς αιώνες πριν από την γένεση της μηχανής, ζούσε κάτω από δικαιότερες κοινωνικές μορφές (το κοινόβιο). Έτσι η εξαίρεσις, προδρομική και φωτισμένη πάντα υπερακοντίζει τα όποια δέοντα της Ιστορίας όταν μπορεί να βρίσκει το Λόγο τους στην Παράδοση, όταν μπορεί να τ’ αφομοιώνεικαι να τα προβάλλει ως συνέχεια του παρελθόντος. Αλλά η μάζα δεν καταλαβαίνει την εξαίρεση, η εξουσία την καταδιώκει. Έτσι τυφέκισε η εξουσία τον Δραγούμη. Και το Σταυρό του τον χάλκευσαν άνθρωποι βαθύτατα αντιδραστικοί, που η μόνη τους ευφυία, ως εκπροσώπων της εξουσίας ήταν το πρακτορεύειν, η εθνικά απάδουσα και ατιμωτική αυτή ενέργεια. Αλλ’ αυτοί είχαν κι άλλο ένα προσόν που το φορούσε η Εξουσία: αυτοδείχνονταν «προοδευτικοί» ενώ ήταν σκληρότατοι Αστοί, ή κοσμοπολίτες Ευρωπαίοι που με το μέστωμα του χρόνου έγιναν βάναυσοι αντιδραστικοί ή σκορποχώρια Σοσιαλκοσμοπολιτάδων. Ενώ ο Δραγούμης ως εξαίρεσις, ήταν, έμεινε και έπεσε ως Ιδέα, εις γενέθλιον ώρα της ηθικής ενδυναμώσεως του Ελληνισμού. Και η ώρα αυτή γεννάται μαζί Του.
Η εξαίρεσις ζει παράφορα με την αίσθηση της βαθύτατης απόστασης που την χωρίζει από το Ιδανικό. Και το Ιδανικό το φθάνει ή με ηρωικούς καλπασμούς προς τη Νίκη, ή με την περιφορά της στους Τάφους, με την συνύπαρξη και την συναναστροφή των Νεκρών. Όταν ο Δραγούμης επιστοποίησε την ηθικήν αδυναμία του Ελληνισμού, ν’ αντιμετρήσει την ίδιαν του την δύναμη, επήγε ο ίδιος να κλάψει στους Τάφους. Η ζωή Του στην Βασιλεύουσα στάθηκε μυθική. Η εξαίρεσις πλησιάζει τον χώρον όπου ζει ως καθολικότις. Αμφισβητεί, τρομάζει, γοητεύει. Ως εραστής δείχνει τώρα σταθερότητα, παλμό, όλα φθάνουν και εγγίζουν την ουσία Του την μεθόρια. Η διάνοια τον πολεμά ως παράλογο και απορριπτέο. Ενώ Αυτός υποστασιακός όπως είναι, βρίσκει πως κατέκτησε την αλήθεια που υπάρχει για τον άνθρωπο μέσα στο χρόνο κι είναι ιστορική. Από εκεί αρύεται την απειλή Του και υψώνει το στήθος Του. Οι άλλοι, οι πολλοί, (ιδίως οι πράκτορες) δεν Τον νοιώθουν. Υψώνει τα τείχη του Μύθου και πολεμά. Πολεμά, γυρίζοντας στην Ελλάδα, χωρίς διακοπή, και καθιερώνεται ως εξαίρεσις. Ούτε η ποίηση, ούτε η φιλοσοφία μπορούν να συζήσουν το δράμα Του, αδυνατούν να αναπλάσουν την αγωνία της Μορφής Του. Και η εξαίρεσις γίνεται βούληση προς ενότητα, σταθμός επικοινωνίας όλων των Ελλήνων που ζητούν να εξασφαλίσουν την δυνατότητα ενός ριζικού ελευθερώματος με την επιστροφή στις γνήσιες πηγές της εθνικής μας ζωής…