C.A. Bayly : The Birth of Modern world (1780-1914)
O βρετανός ιστορικός Christopher Bayly (1945-2015) στο βιβλίο του The Birth of Modern world 1780-1914 (Blackwell, 2004) μελετά τo ζήτημα της γέννησης του μοντέρνου κόσμου. Ο συγγραφέας εξετάζει τη μετάβαση στη νεωτερικότητα ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης γεγονότων και πρακτικών που συντελέστηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην προσέγγισή του, η γέννηση του νέου αυτού κόσμου -που οριοθετείται χρονικά από το 1780 μέχρι το 1914- δεν αποτελεί μετακένωση ιδεών και πρακτικών από ένα ορθολογικό ευρωπαϊκό ή αμερικανικό κέντρο προς την περιφέρεια, αλλά το αποτέλεσμα ποικίλων διαδικασιών που εξελίχθηκαν σε διαφορετικά μέρη και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Στόχος του συγγραφέα είναι να καταδείξει την αλληλεξάρτηση παγκόσμιων γεγονότων που γέννησαν τον μοντέρνο κόσμο, χωρίς αυτό να αναθεωρεί την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της Δύσης, η οποία πολλαπλασίασε την δύναμή της ακριβώς σε αυτήν την περίοδο μετάβασης (οι αναπτυγμένες χώρες της Δύσης άρχισαν να αποκτούν σημαντική οικονομική υπεροχή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Κίνα και άλλες εκτός Δύσης Δυνάμεις μόλις από το 1800 μέχρι το 1900).

Ο συγγραφέας απαντά με τη μελέτη του σε τρείς ιστορικές σχολές. Η πρώτη (και κυρίαρχη) είναι αυτή που ερμηνεύει τη γέννηση της νεωτερικότητας απλώς ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας του βιομηχανικού καπιταλισμού στον κόσμο και της συνακόλουθης εξαγωγής νέων ιδεολογικών ρευμάτων που αυτή προκάλεσε. Η δεύτερη τάση με την οποία αναμετριέται ο Bayly είναι η μεταμοντέρνα θεώρηση περί του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων του κεφαλαίου, του κράτους ή της ιδεολογίας, βασισμένη σε καταγραφές από τη ζωή των απλών ανθρώπων χωρίς πολιτική ή οικονομική εξουσία. Η τρίτη ιστορική σχολή είναι αυτή που βλέπει τη νεωτερικότητα ως την πλήρη επικράτηση της εκκοσμίκευσης (secularization) απέναντι στις θεωρούμενες ως ξεπερασμένες θρησκευτικές πρακτικές.
Ο Bayly καταδεικνύει ότι οι κινήσεις μεταξύ των ιδεολογιών και των οικονομιών των κρατών δεν ήταν πάντα συγχρονισμένες. Η Γαλλική Επανάσταση, λόγου χάρη, ξέσπασε πριν από τη ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη, η οποία τοποθετείται γύρω στα 1840. Στην πραγματικότητα η ιδεολογική σύγκρουση έχει προηγηθεί της οικονομικής ομοιομορφίας στο σύνολο σχεδόν του κόσμου. Η επέκταση του γαλλικού επαναστατικού κράτους προκάλεσε παγκόσμιες αναταράξεις. Έτσι, δυνάμεις όπως η Κίνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Ιαπωνία και φυσικά τα ευρωπαϊκά αποικιοκρατικά κράτη έπρεπε να επεκτείνουν με τη σειρά τους την κυριαρχία τους σε μέχρι τότε αυτόνομες περιοχές. Αυτή η επέκταση, με τη συνακόλουθη εξάπλωση του εμπορίου, της τεχνολογίας, της γρήγορης πληροφορίας και της κοινής γλωσσικής ορολογίας, οδήγησε σε μία πολύπλοκη παγκόσμια αλληλεπίδραση μεταξύ ιδεών, πολιτικής οργάνωσης και οικονομίας. Επίσης, οδήγησε στη διάδοση ενός κοινού lifestyle και στην αύξηση των προσδοκιών των ανθρώπων για ζητήματα που άπτονται της διεκδίκησης της εξουσίας, της ιδιοκτησίας, της δικαιοσύνης ή της αγιότητας.
Στην επέκταση αυτή, φυσικά, κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτισαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες προώθησαν τη βιομηχανική τους ανάπτυξη με μονοπωλιακές επιχειρήσεις μέσω και της συνδρομής του πολεμικού τους στόλου. Ωστόσο, η εκβιομηχάνιση, σύμφωνα με τον συγγραφέα, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται αποκλειστικά ως μία ευρωατλαντική διαδικασία. Βιομηχανικές παράλληλες προσπάθειες υπήρξαν για παράδειγμα, κατά τον 19ο αιώνα, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Κίνα, οι οποίες κάμφθηκαν κυρίως από γραφειοκρατικές παρεμβάσεις των ισχυρών ευρωπαϊκών δυνάμεων και από εσωτερικές αδυναμίες. Παρόλα αυτά, η Κίνα κατά τη δεκαετία 1870-1880 δημιούργησε μία αξιοσημείωτη σύγχρονη βιομηχανία άνθρακα και οπλοστάσια, ενώ η Ιαπωνία το 1895 ήλεγχε το 1% της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής. Επιπλέον, πριν από τη βιομηχανική επανάσταση, η Περιφέρεια είχε αναπτύξει ιδιαίτερα τη βιοτεχνική παραγωγή μικρής κλίμακας, ενώ κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις εκσυγχρονίστηκαν με επιτυχία και επιβίωσαν μέχρι και τη μεταβιομηχανική εποχή. Σύμφωνα με τον Bayly αλλά και άλλους ιστορικούς, η συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγάλα εργοστάσια δεν ήταν μία αναγκαία και εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση εκσυγχρονισμού.
Αντιπαραβαλλόμενος και προς τη μεταμοντέρνα θεώρηση, ο Bayly θεωρεί ότι η καταγραφή της ζωής του απλού λαού είναι αναγκαίο να συνδυαστεί με την εξέταση των πόρων, των στρατηγικών και των συγκρούσεων των κυρίαρχων ομάδων σε παγκόσμιο επίπεδο. Τέλος, ο Bayly απορρίπτει μία πλήρως εκκοσμικευμένη και αποθρησκειοποιημένη πρόσληψη της νεωτερικότητας, καθώς η τελευταία αντιμετωπίζεται και προσλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τις κατά τόπους προσαρμογές της. Στο πλαίσιο αυτό αρκετοί θρησκευτικοί θεμελιοκρατικοί (fundamentalist) μετασχηματισμοί, στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, εκλαμβάνονται ως μοντέρνοι φορείς της κοινωνικής αλλαγής (πχ. ισλαμιστές δάσκαλοι που διέδωσαν τον Νόμο στη Δυτική Αφρική). Για τον συγγραφέα η θρησκεία είναι ένα φαινόμενο που ενισχύθηκε στον νεωτερικό κόσμο, συνδέθηκε με την εμφάνιση της εθνικής ταυτότητας και προκάλεσε σε ένα βαθμό την παραγωγή κοσμικών ιδεολογιών αντίστοιχου σωτηριολογικού περιεχομένου.
Μ.Ρ.