του Ιωάννη Κουζίου, Πολιτισμολόγου
Στα 1600 π.Χ. ανατέλλει μια νέα περίοδος σημαντικών πολιτισμικών αλλαγών και μεγάλων καινοτομιών στον ελλαδικό χώρο, είναι η περίοδος του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα τεκμήρια που έχουμε για τον μυκηναϊκό πολιτισμό προέρχονται κυρίως από τους τάφους οι οποίοι είναι λακκοειδής, θολωτοί και θαλαμοειδής και τα κτερίσματα τους, τα οποία μαρτυρούν ανθρώπους με μεγάλη οικονομική δύναμη. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός βρίσκεται στην μέγιστη ακμή του, από το 1400 π.Χ.- 1200 π.Χ,, περίοδος που η Μινωική επίδραση υποχωρεί, η μινωική θαλασσοκρατία φθίνει και η Κνωσσός παρουσιάζει πτώση. Τότε εξαπλώνονται στη Μεσόγειο οι Μυκηναίοι, τότε οικοδομούνται τα ανάκτορα στα μυκηναϊκά κέντρα και ανεγείρονται τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών (Πυργάκη Μ., 2002, σελ: 116).
ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΚΗΝΩΝ
Κέντρο του μυκηναϊκού κόσμου ήταν η πόλη των Μυκηνών, κτισμένη στα βορειοανατολικά της αργολικής πεδιάδας, έτσι ώστε να ελέγχει τους οδικούς άξονες και την θαλάσσια περιοχή του Ναυπλίου. Στα ογκώδη τείχη και τους μεγάλους δρόμους της, οφείλει τις ονομασίες «κυκλώπεια» και «ευρυάγυια». Η ακρόπολη των Μυκηνών, άρχισε να κτίζεται τον 14ο π.Χ. αιώνα, έχει επιφάνεια 30.000 τ.μ., τα τείχη της έχουν περίμετρο 900μ. και η επίσημη είσοδος της, είναι η Πύλη των Λεόντων (1250 π.Χ.), σύμβολο δύναμης και εξουσίας. Στο εσωτερικό της ακρόπολης κοντά στην Πύλη των Λεόντων βρίσκεται ο Ταφικός Κύκλος Α, (1600 π.Χ.- 1500 π.Χ.), είναι λακκοειδής βασιλικός τάφος και περιείχε 19 ταφές. Οι μυκηναίοι συμπεριέλαβαν τον Ταφικό Κύκλο Α εντός της ακρόπολης, καθώς οι βασιλείς του 14ου αιώνα πίστευαν ότι οι άνθρωποι που είναι θαμμένοι εκεί είναι προγονοί τους. Τον Ταφικό Κύκλο ανακάλυψε το 1876 ο Henriche Schliemann (1822-1890), μαζί με τα ανάκτορα. Επίσης η ακρόπολη περιλαμβάνει διάφορες οικίες π.χ. «Οικία της Ακροπόλεως» που χρησίμευαν ως κατοικίες αξιωματούχων, ιερέων και αρχόντων. Στην ακρόπολη βρισκόταν και το Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών, που περιελάβανε ναό, κατοικίες ιερέων και διάφορα κτίρια, όπως π.χ. το «Κτίριο των Ειδώλων», το «Κτίριο των Τοιχογραφιών, την «Οικία του Αρχιερέως», που χρονολογούνται γύρω στο 1250 π.Χ. (Πυργάκη Μ., 2002, σελ: 116-119), (Πλάτων Ν., 1970, σελ. 51-56).
ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Το ανάκτορο των Μυκηνών βρίσκεται στην κορυφή του λόφου, κτίστηκε σε δύο φάσεις, α) το 1350 π.Χ., β) το 1250 π.Χ. και ανακαλύφθηκε το 1885 από τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα (1857-1934). Το ανάκτορο αποτελούσε το πολιτικό, στρατιωτικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο των Μυκηνών. Εκεί βρισκόταν η κατοικία του βασιλιά ο οποίος βρισκόταν στην κορυφή της κοινωνίας που μάλλον ήταν οργανωμένη κατά γένη. Στο ανακτορικό κέντρο υπήρχαν οι άρχοντες, αξιωματούχοι, οι αυλικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι που φρόντιζαν για την κρατική οργάνωση αλλά και οι τεχνίτες, οι γεωργοί και οι δούλοι, γεγονός που μαρτυρά την ύπαρξη κοινωνικής ιεραρχίας. Μέσα επίσης στα ανάκτορα υπήρχαν τα βασιλικά εργαστήρια στα οποία οι καλλιτέχνες επεξεργάζονταν πολύτιμα μέταλλά π.χ. χρυσός, για την κατασκευή βασιλικών κοσμημάτων με σκοπό την επίδειξη της δύναμης τους. Το ανάκτορο των Μυκηνών ήταν οργανωμένο σαν ένα ομοσπονδιακό σύστημα, ασκούσε τον έλεγχο στις πόλεις που βρίσκονταν γύρω του π.χ. Άργος, Ναύπλιο, ενώ ταυτόχρονα τους παρείχε προστασία και εμπορικά προνόμια (Πυργάκη Μ., 2002, σελ:119-120).
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Το ανακτορικό κέντρο λειτουργούσε συγκεντρωτικά και με την ανεπτυγμένη γραφειοκρατική διοίκηση οργανώνει και ελέγχει την ανταλλακτικής μορφής οικονομία και το εμπόριο που αναπτύσσεται τόσο με τα νησιά του Αιγαίου όσο και με τις χώρες τις Εγγύς Ανατολής π.χ. Αίγυπτο, Συρία προς τις οποίες, εξάγουν αγροτικά προϊόντα, αγγεία, όπλα και εισάγουν μέταλλα, πολύτιμους λίθους, πορφύρα, ελεφαντόδοντο κ.α. Οι Μυκηναίοι, θα βελτιώσουν σημαντικά την ναυτιλία τους, θα ιδρύσουν εμπορικούς σταθμούς σε νησιά και θα εξαπλωθούν εμπορικά έως την Ιταλία και την Μάλτα, όπου θα ιδρύσουν και τις πρώτες ελληνικές αποικίες (Πυργάκη Μ., 2002, σελ:122,155).
ΤΑΦΟΙ
Εκτός της ακρόπολης βρίσκονταν οι κατοικίες των μυκηναίων. Πολλές οικίες πήραν το όνομα τους από τα αντικείμενα που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή π.χ. «Οικία των Ασπίδων». Εκτός της ακρόπολης εκτεινόταν και το νεκροταφείο των Μυκηνών, εκεί βρίσκεται ο Ταφικός Κύκλος Β που χρονολογείται μεταξύ των ετών 1650 π.Χ.- 1550 π.Χ., και περιέχει εικοσιτέσσερις τάφους, από αυτούς οι δεκατέσσερις είναι λακκοειδής και οι δέκα είναι κιβωτιόσχημοι. Τα κτερίσματα που έχουν ανακαλυφθεί μαρτυρούν ανθρώπους με μεγάλη οικονομική δύναμη. Κοντά στον Ταφικό Κύκλο Β, βρίσκονται επίσης οι Τάφοι της Κλυταιμνήστρας, του Αίγισθου και του Ατρέα (Πυργάκη Μ., 2002, σελ:120).
ΤΕΧΝΕΣ
Στον τομέα της τέχνης οι Μυκηναίοι έχουν δεχθεί ισχυρή επίδραση από τους Μινωίτες. Παρατηρείται όπως και στην μινωική τέχνη ανάπτυξη της τοιχογραφίας, παραγωγή από πήλινα και λίθινα αγγεία, κατασκευή πολύτιμων κοσμημάτων, μεταλλικές δημιουργίες, και σφραγίδες. Η μυκηναϊκή τέχνη μετά τον 14ο αιώνα και το τέλος της Μινωικής Κρήτης, εξαπλώνεται σε όλο τον αιγαιακό χώρο (Πυργάκη Μ., 2002, σελ:125).
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Οι Μυκηναίοι, λάτρευαν τους θεούς τους στα ιερά, στις οικίες τους, στους βωμούς και στα ανάκτορα (Αίθουσα του θρόνου), μέσα από την τελετουργική προσφορά καρπών και ζώων. Υπήρχε οργανωμένο ιερατείο όπως πιθανόν και στην μινωική θρησκεία από την οποία δέχθηκαν επιδράσεις και υιοθέτησαν πολλά θρησκευτικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά θα προστεθούν στην λατρευτικές συνήθειες των Μυκηναίων και μέσα από τον συγκερασμό τους θα δημιουργηθεί η Μυκηναϊκή θρησκεία που όμως είναι διαφορετική από την Μινωική.(Μυλωνάς Γ., 1970, σελ.102).
ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β
Οι πληροφορίες που έχουμε για όλους τους τομείς της μυκηναϊκής ζωής, από την οργάνωση των ανακτόρων έως την αγροτική παραγωγή, προέρχονται μέσα από τις πινακίδες της Γραμμικής Β, που ανακαλύφθηκαν στην Κνωσσό και στην Πύλο. Οι πινακίδες διασώθηκαν χάρη στο ψήσιμο από την φωτιά των ανακτόρων της Κνωσσού (1375 π.Χ.) και η ανακάλυψή τους οφείλεται στον Arthur Evans το 1904. Η γραφή αυτή αποτελεί συνέχεια της Γραμμικής Α, είναι μία μορφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (αρχαϊκή) και η ανακάλυψή της μαρτυρά την συνέχεια της ελληνικής γλώσσας από τον 13ο αιώνα π.Χ. Η αποκρυπτογράφηση των πινακίδων έγινε από το 1952 από τον αρχιτέκτονα M. Ventris και τον καθηγητή φιλολογίας στο Καιμπριτζ J. Chandwick. Το περιεχόμενο των πινακίδων αφορά διοικητικά και λογιστικά έγγραφα, γεγονός που μαρτυρά ανεπτυγμένη μορφή διοίκησης και διαχείρισης. Επίσης οι πινακίδες μας πληροφορούν για την κατανομή των γαιών, την ύπαρξη τεχνιτών στα ανάκτορα, την ολυμπιακή θρησκεία και τις τελετές. Η Γραμμική Β διαδόθηκε μέσα από τους Μυκηναίους αρχικά στην Κρήτη, αργότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα και τέλος έφθασε μέχρι την Ιταλία (Πυργάκη Μ., 2002, σελ:121,151-154), (Mosse C – Gourbelion A., 2012,σελ: 76-80), (Πλάτων Ν. 1970., σελ. 98-100).
Από το 1400 π.Χ. και έπειτα ο μυκηναϊκός πολιτισμός, που αποτελεί και τον πρώτο ελληνικό πολιτισμό, κυριάρχησε στον ελλαδικό χώρο με κοινά χαρακτηριστικά στην τέχνη, στην γλώσσα, στα ήθη, έθιμα, στην θρησκεία και στον τρόπο ζωής, έως περίπου το 1200 π.Χ. που αρχίζει σταδιακά η καταστροφή των Μυκηναϊκών κέντρων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Μυλωνας Γ.,(1970), «Η Μυκηναική Θρησκεία», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Προϊστορία και Προϊστορία, τ. Β, εκδ. Παραπολιτικά, Αθήνα.
-Πλάτων Ν., (1970), «Η Γένεση της Μυκηναϊκής Δυνάμεως», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Προϊστορία και Προϊστορία, τ. Β, εκδ. Παραπολιτικά, Αθήνα.
-Πλάτων Ν., (1970), «Η Γραφή κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή Περίοδο», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Προϊστορία και Προϊστορία, τ. Β, εκδ. Παραπολιτικά, Αθήνα.
-Πυργάκη Μ., (2002), «Η εποχή του Χαλκού στον ελληνικό χώρο», στο Π. Πετρίδης κ.α. Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, Κύρια Αρχαιολογικά Πεδία στον Ελληνικό Χώρο και η Πολιτισμική Αξία τους. τ. Β΄. κεφ. 2, Πάτρα, ΕΑΠ, σσ.85-155.
-Mosse C – Gourbelion A., (2012), «Γένεση – Οι Αρχές του Μυκηναϊκού πολιτισμού», στο ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (2000-31π.Χ.), μτφ. Στεφάνου Λ, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, σσ.66-80.