Σημείωμα Cognosco Team
Με αφορμή την συζήτηση την οποία άνοιξε το Νοέμβριο η εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σχετικά με το αν βρίσκεται σε φάση παρακμής ο Δυτικός κόσμος, το Cognosco Team δημοσιεύει δύο ενδιαφέροντα κείμενα νεαρών συνεργατών μας από την ομάδα Ελλάδος Ανόρθωσις, θέλοντας να συμβάλει στην περεταίρω εμβάθυνση επί του θέματος. Άλλωστε το θέμα μας έχει απασχολήσει και παλιότερα, σε αρκετές δημοσιεύσεις.
Γράφει ὁ Κοσμοκαλόγερος
Ἕνα ἀπὸ τὰ σύνδρομα τῆς (μετα)νεωτερικότητας εἶναι ἀναμφίβολα ἡ ἀμφισβήτηση τῶν πάντων, εἰδικότερα τῶν ὁρισμῶν. Ἡ ἔλλειψη κοινοῦ ἄξονα καθιστὰ προβληματικὴ τὴν διάγνωση ἑνὸς προβλήματος. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ἦταν μία σειρὰ πέντε ἄρθρων τῆς ἐφημερίδας «Καθημερινή», μὲ θέμα τὴν παρακμὴ τῆς Δύσης. Καὶ οἱ πέντε ἀρθρογράφοι ὑπερασπίστηκαν τὸν δυτικὸ τρόπο ζωῆς μὲ ἐπιχείρηματα ὅπως τὸ ὑψηλὸ βιοτικό, ὑγειονομικὸ καὶ ἐκπαιδευτικὸ ἐπίπεδο, τὴν ἐπιστημονικὴ πρόοδο, καθὼς καὶ τὸ προσὸν τῆς αὐτοκριτικῆς ποὺ διαθέτει -χαρακτηρίζοντας βέβαια τὴν παρακμιολογία ὡς λόγο ἀκροδεξιὸ καὶ μισαλλόδοξο-, τονίζοντας βέβαια μία σειρὰ προκλήσεων καὶ προβλημάτων ποὺ ἡ Δύση καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ ἑπόμενα χρόνια (ἀμφισβήτηση τῆς δημοκρατίας καὶ ἄνοδος τῆς ἀκροδεξιᾶς, κλιματικὴ κρίση, ἀλλαγὲς στὴν γεωπολιτικὴ σκακιέρα). Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀρθογράφους φάνηκε νὰ διερωτᾷται γιὰ τὸ ἂν οἱ ἀνάγκες του κάθε λαοῦ μποροῦν νὰ ἱκανοποιηθοῦν ἀπὸ τὸ δυτικὸ πολιτισμικὸ παράδειγμα. Ἐν ἐλλείψει κοινῆς ἐμπειρίας καὶ ὁρισμῶν τὸ ἐρώτημα τοῦ Πιλάτου φαίνεται νὰ παραμένει ἐπίκαιρο: «Καὶ τί ἐστὶν ἀλήθεια;»
Πρὸ ἀμνημονεύτων ἐτῶν, ἄγνωστο πὼς καὶ μὲ ποιά αἰτία, γεννήθηκε στὶς δύο ἀκτὲς τοῦ Αἰγαίου καὶ τοῦ ἐνδιάμεσου ἀρχιπελάγους μία ἀνάγκη ἐπαλήθευσης τῆς γνώσης, διάκρισης τοῦ ἔγκυρου ἀπὸ τὸ μὴ ἔγκυρο, τοῦ σωστοῦ ἀπὸ τὸ λάθος, τοῦ ἀληθοῦς ἀπὸ τὸ ψευδές. Ἡ διαμόρφωση τῆς κριτικῆς σκέψης, τοῦ «κριτηρίου ἀληθείας» κατὰ Ἡράκλειτον ταύτισε ἤδη ἀπὸ τοὺς προσωκρατικοὺς φιλοσόφους τὴν γνώση μὲ τὴν αἰσθητὴ ἐμπειρία, γεγονὸς ποὺ διαπότισε τὴν γλῶσσα. Ἔτσι, ἡ λέξη ἀλήθεια δὲν σήμανε ἁπλῶς τὴν ὀρθότητα, ἕνα τί, ἀλλὰ τὴν μή-λήθη, τὴν ἐμφάνεια, τὴν φανέρωση, ἕνα πὼς οἱ λέξεις ποὺ σημαίνουν τὴν λειτουργία τῆς γνώσεως παραπέμπουν στὶς αἰσθήσεις (θεωρῶ-θεωρία, ἰδέες- ἰδεῖν ἀπὸ τὸ ὁρῶ, φαίνω καὶ φημὶ ἀπὸ τίς ἐτυμολογικὰ συγγενεῖς λέξεις φάος καὶ τὸ φαίνομαι). Ὁ λόγος δὲν περιορίζεται στὴν σημασία τοῦ ὁμιλεῖν, σύλ-λέγει ὅλα ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ κάνουν τὸ μῆλο μῆλο, τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴν σκάφη σκάφη, «τὰ γνωρίσματα ποὺ ὁρίζουν τὴν οὐσία τοῦ ὑπαρκτοῦ, δηλαδὴ τὸν τρόπο μετοχῆς του στὸ εἶναι, στὴν ὕπαρξη». Αὐτὸς ὁ λόγος κάθε ὑπαρκτοῦ μπορεῖ νὰ προσληφθεῖ ἀπό τον κάθε ἄνθρωπο μὲ δύο τρόπους: μπορεῖ εἴτε νὰ ἰδιάσει, νὰ ὑποτάξει δηλαδὴ τὸν λόγο σὲ ἰδιο-τελεῖς σκοπούς, ἢ νὰ κοινωνήσει μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὴν ἐμπειρία του, συντονίζονάς την μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἄλλου. Κριτήριο ἐπαλήθευσης τῆς ἐμπειρίας δὲν εἶναι ἕνα τί, μία κρατοῦσα ἄποψη, κάποια αὐθεντία, ἕνα κοινωνικὸ συμβόλαιο – εἶναι ἡ μετοχὴ στὸν «τρόπο τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως», στὴν ἁρμονία καὶ τὸ κάλλος τοῦ κόσμου-κοσμήματος. Μία φράση ποὺ συγκεφαλαιώνει ἴσως αὐτὴν τὴν ἑλληνικὴ νοοτροπία εἶναι τὸ γνωστὸ ἀπόφθεγμα τοῦ Ἡρακλείτου: «Κάθ´ ὅτι ἂν αὐτοῦ (τοῦ τρόπου της τοῦ παντὸς διοικήσεως) κοινωνήσωμεν, ἀληθεύομεν, ἂ δὲ ἂν ἰδιάσωμεν ψευδόμεθα».
Ἡ μέθεξη στὸ πὼς εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐμπνέει τὸν ἑλληνικὸ τρόπο σὲ ὅλες τίς πτυχές του. Γεννᾷ τὴν ἐτυμολογία, τὴν γραμματική, τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα. Συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς πόλεως, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας μεγαλύτερος οἰκισμὸς ἀνθρώπων μὲ ἀντικρουόμενα συμφέροντα καὶ ἀντίστοιχους διακανονισμοὺς ἀπὸ μία ἀνώτατη ἀρχή. Ἡ φανέρωση τῆς πόλεως μέσῳ τοῦ κοινοῦ τῶν πολιτῶν, εἴτε ὀνομάζεται φάτις δήμου, εἴτε Ἀγορὰ καὶ Ἀπέλλα δηλώνει ἄθλημα ἀλήθειας καὶ στίβο ἀρετῆς, μαρτυρεῖ τὴν ἀλλαγὴ προτεραιοτήτων ἀπὸ τὴν κοινωνία τῆς χρείας στὴν κοινωνία τοῦ ἀληθοῦς. Μέτρο νοηματοδότησης τῆς ζωῆς εἶναι πλέον «ὁ ἔπαινος τοῦ Δήμου καὶ τῶν Σοφιστῶν, τὰ δύσκολα καὶ ἀνεκτίμητα Εὖγε». Καὶ ἐπειδὴ πόλις ἄνευ πολιτισμοῦ δὲν ἔχει λόγο ὕπαρξης, ἡ ἀνάγκη τοῦ κοινωνεῖν γεννᾷ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἀγορὰ τὸ Θέατρο καὶ τοὺς Στεφάνους. Ὅπως τὸ ἄγαλμα, ἔτσι καὶ ἡ τραγωδία καλεῖ τὸν θεατὴ σὲ σχέση μαζί του, σὲ ἀγαλλίαση καὶ σὲ συγκίνηση, σὲ ἔρωτα· «μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας», κάλλος καλόν, καλοῦν καὶ καλούμενον.
Ὁ ἀσπασμὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες δὲν καταργεῖ τὸν τρόπο αὐτό, ἀλλὰ τὸν συμπληρώνει: ἁπλῶς ἀλλάζει ὁ στόχος/στοχασμός. Ὁ Παρθενὼν γίνεται Ἀγιά-Σοφιά, ὁ Πίνδαρος Ρωμανός, ὁ Στησίχορος Κοσμᾶς καὶ Ἀνδρέας Κρήτης, τὸ ἄγαλμα εἰκόνα. Ἡ φωνὴ ζωγραφίζεται μὲ πεταστὲς καὶ κεντήματα, οἱ φρύγιοι καὶ λύδιοι τρόποι τῆς τραγωδίας μεταβάλλονται σὲ κύριους καὶ πλαγίους ἤχους-τόσο ἑλληνικοὺς ὅσο πρέπει- καὶ συνεχίζουν τὴν μνημοκεντρικὴ παράδοση τῶν ραψωδῶν μέσῳ τῶν μουσικῶν θέσεων ἀντὶ τοῦ ποιητικοῦ μέτρου. Ἡ συγκίνηση-κίνηση τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Νυμφίο γίνεται κατάνυξη, ὁ πόθος πάθος, ὁ στέφανος γενέθλιον τοῦ νέου ἀνθρώπου καὶ τῆς καινῆς κτίσεως, μαρτύριον -μαρτυρία ἀνιδιοτελοῦς θυσίας δια τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος-. Ὁ ναός-ἀγορὰ γίνεται ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι σαρκώνουν τὸ κράτος τοῦ δήμου στὴν θεία λειτουργία καὶ δὲν παρακολουθοῦν, ἀλλὰ μετέχουν καὶ κοινωνοῦν τὸ θεῖο καὶ ἱερὸ δρᾶμα, «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» προσφέροντες: ἄρτο, οἶνο, χρώματα, σχήματα, μελωδίες, ρυθμούς, θυμίαμα, κερί: «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός». Οἱ πιστοὶ δὲν προσέρχονται στὴν λειτουργία γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἀτομικὰ αἰτήματα, νὰ ζητήσουν τὴν ἐξάλειψη τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, νὰ προσευχηθοῦν γιὰ ἕναν καλύτερο κόσμο. Ἀποροῦντες ἐκ πάντων ἐξίστανται, βγαίνουν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους προτάσσοντας τὸ «ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς» ἀντί του ἐμέ, ἀποκρινόμενοι τὸ Κύριε ἐλέησον συνεχῶς σὲ κάθε αἴτημα τοῦ διακόνου. Δίχως τὸ Ἀμὴν τοῦ λαοῦ δὲν ὑφίσταται ἡ λειτουργία, δίχως τὴν σύμπραξη κλήρου καὶ λαοῦ, ζώντων καὶ νεκρῶν, Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲν μεταβάλλονται τὰ Τίμια Δῶρα: δίχως τὸν Ἄλλο δὲν εἶμαι σῶος, ὁλόκληρος.
Ἡ (σημαντικὴ) ἔλλειψη πρότερου μεταφυσικοῦ ἄξονα, δηλαδὴ προτεραιότητα ἀναζήτησης του πὼς στὴν κοινωνίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης ἐπηρέασε ριζικὰ τὴν πρόσληψη τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὰ βαρβαρικὰ φῦλα. Προϋπόθεση κοινωνικῆς ἀνέλιξης ἦταν ἡ ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ, δηλαδὴ ἡ ἀποδοχὴ τῶν ὅρων μίας περισσότερο ἐξελιγμένης θρησκείας ποὺ δίδασκε ἕναν νέο κώδικα ἠθικῆς, δηλαδὴ συμπεριφορᾶς καὶ ὄχι τρόπου ὕπαρξης. Ὅπως καὶ ἡ οὐσία, ἡ ἀλήθεια ὁρίζεται ὡς τί καὶ περιορίζεται στὴν ὀρθότητα: φορέας καὶ ἀπόδειξη ὀρθότητας εἶναι μία ἀτομικὴ γνώμη ποὺ θωρακίζεται ἀπὸ τὸ κῦρος τῆς ἐξουσίας καὶ κατοχυρώνεται ἀπὸ ἕνα σύνολο κανόνων. Τὸ μυστήριο ἐλλείπει πλήρως, γίνεται ἀτομικὴ πράξη τοῦ ἱερέως: Σὲ βαπτίζω ἀντὶ τοῦ Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Ἀπαραίτητη προυπόθεση μετοχῆς στὴν ἐκκλησία εἶναι ἡ κατανόηση τοῦ θείου λόγου ἐπιστρατεύοντας τίς τέχνες. Τὰ ἐπιχειρήματα τῶν εὐφραδῶν ρητόρων στὸ θεῖο κήρυγμα ποὺ κατέχει πλέον ἐξέχουσα θέση, ὁ γοτθικὸς ρυθμὸς στὴν ἀρχιτεκτονική, τὸ πολυφωνικὸ ἄκουσμα συνοδεία ὀργάνων, ἑδρασμένο μόνο σὲ δύο κλίμακες καὶ ἀποδίδον μόνο τὸ „τὶ» τῆς μελωδίας μὲ ξερὴ ἀνάβαση καὶ κατάβαση φθόγγων, ὁ νατουραλισμὸς στὴν ζωγραφική: θαυμάσια ἔργα τέχνης ὁπωσδήποτε, ὅμως ὑποβάλλουν, ἐπιβάλλουν καὶ πειθαρχοῦν. Δὲν καλοῦν σὲ «διάβαση ἐπὶ τὸ πρωτότυπον», δὲν ἱδρύουν σχέση. Πλήρης θρησκειοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος.
Ἔκτοτε, δὲν ἄλλαξαν στὴν Δύση καὶ πολλὰ πράγματα. Τὸ δίκαιο παρέμεινε συνυφασμένο μὲ τὸν σωστὸ (Recht – richtig, right-right), ἡ ἐλευθερία ὁρίστηκε ὡς μετάβαση ἀπὸ τὸ cogito ergo sum στὸ εἶμαι ὅ,τι θέλω, ἔγινε νομικὴ κατοχύρωση τοῦ ἀναφαίρετου δικαιώματος τῆς ἐπιλογῆς τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τοῦ κόμματος, τῆς θρησκείας, τοῦ συντρόφου, ἐσχάτως καὶ τοῦ φύλου. Φορέας ὀρθότητας ἔγινε ἡ παπικὴ καθέδρα, τὸ sola scriptura, ὁ ὀρθὸς λόγος, ἡ χρησιμότητα. Ἡ ταύτιση τῆς ἀλήθειας μὲ τὴν ὀρθότητα σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν χρησιμοθηρία γέννησε τὰ ρεύματα τοῦ ἐθνικισμοῦ καὶ τοῦ κομμουνισμοῦ. Ἡ θωράκιση τοῦ ἐγὼ λαμβάνει χώρα σὲ μία μεγαλύτερη μᾶζα: ὁ «περιούσιος λαὸς» λέγεται πλέον τάξη, ἔθνος-κράτος, φυλή. Ἡ κριτικὴ ποὺ ἀσκήθηκε στὴν προτεραιότητα τοῦ ἀτόμου ἐντὸς τῆς Δύσης δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ ἐντελῶς ἀπὸ τίς ἱστορικές της καταβολές, καταλήγοντας εἴτε στὴν μᾶζα εἴτε στὸν μηδενισμό.
Ὅσον ἀφορᾷ τὴν Ἀνατολή, ἡ πρώτη ἐκ τῶν τριῶν ἁλώσεων τοῦ Γένους σηματοδότησε τὸ τέλος τῆς ἐνεργοῦς ἐκπροσώπησης ἑνὸς ἄλλου πολιτιστικοῦ παραδείγματος. Οἱ ὁμολογουμένως λαμπρὲς ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις καὶ ἡ ραγδαία ἐξελισσόμενη κοινωνικὴ καὶ τεχνολογικὴ πρόοδος εἵλκυσαν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ σκλαβωμένου Γένους πρὸς τὰ φῶτα τῶν «πεφωτισμένων καὶ λελαμπρυσμένων ἐθνῶν τῆς Δύσεως», τὸ ὁποῖο ἔσπευσε σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ ´21 μέχρι καὶ τίς μέρες μας νὰ γίνει κράτος καὶ ἔθνος εὐρωπαικόν, νὰ ἀποτινάξει τὰ ῥωμαίικα καὶ νὰ ἐνδυθεῖ τὰ φράγκικα, νὰ διεκδικήσει τὸ ἀρχαῖον κλέος ποὺ περιέσωζε ἡ Δύση ὡς γνήσιος πρόγονος καὶ κληρονόμος. Μοιάζει νὰ ξέχασε αὐτὸς ὁ λαὸς πὼς ἀκόμη καὶ ἐν μέσῳ σκλαβιᾶς διατήρησε τὸ κοινὸν καὶ παρῆξε πολιτισμὸ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου σὲ ἀρχιτεκτονική, ζωγραφική, ποίηση, μουσική.
Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι καὶ τίς μέρες μας, ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν εἶχε πρόβλημα νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ ἄλλους πολιτισμοὺς καὶ νὰ προσλάβει θετικὰ στοιχεῖα: «Ὅ,τι πὲρ ἂν Ἕλληνες Βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται». Εἶχε ὅμως τὴν διάκριση καὶ τὴν σοφία νὰ τὰ προσαρμόσει στὶς δικές του ἀνάγκες. Προβληματισμοὶ καὶ κείμενα σὰν καὶ αὐτὸ δὲν φιλοδοξοῦν νὰ ὑμνήσουν κενὰ ἐθνικὰ λάβαρα, νὰ γίνουν «λόγος ἀντιδραστικός, μισαλλόδοξος καὶ ἀκροδεξιός». Θέλουν ἁπλῶς νὰ θυμίσουν μία ρήση τοῦ Παπαδιαμάντη: «Δὲν ὁμοιάζω οὔτε μὲ τὸν Πόε οὔτε μὲ τὸν Δίκενς οὔτε μὲ τὸν Σαίξπηρ, οὔτε μὲ τὸν Βερανζέ. Ὁμοιάζω μὲ τὸν ἑαυτόν μου. Τοῦτο δὲν ἀρκεῖ;»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Το άλλο άρθρο της αυτής σειράς, “Η Πτώση της Δύσης“
- Λαοί χωρίς ταυτότητα: Οι “φελλάχοι” της μεταμοντέρνας Δύσης
- Μερικές σκέψεις του π.Νικόλαου Λουδοβίκου σχετικά με την υπαρξιακή κρίση της Δύσης και την άνοδο του «Βελούδινου Ολοκληρωτισμού»
- Η παρακμή της Δύσης, Μαρία Κορνάρου
- Το Δυτικό Ζήτημα και οι Μεγάλες Ελληνικές Δυνάμεις
- Από τον σχολαστικισμό στον “βελούδινο ολοκληρωτισμό”: Η “κλειστή ιστορία” της Δύσεως κατά τον π.Νικόλαο Λουδοβίκο
- Είμαστε έτοιμοι για το «δυτικό ζήτημα»;
- Ο εμφυλιοπολεμικός φυλετισμός απειλεί εκ των έσω τη Δύση
- Rene Guenon: Η Δυτική εισβολή