γράφει ο Ιωάννης Παγουλάτος, Αρθρογράφος Νομικός & Δημοσιογράφος
Μέσω της τηλεόρασης, των εφημερίδων και άλλων ΜΜΕ, οι Έλληνες είναι κάπως εξοικειωμένοι με διάφορους τίτλους ευγενείας που ισχύουν στο εξωτερικό. Πολλοί έχουν ακούσει π.χ για τον Δούκα του Μπάκιγχαμ, τον Δούκα του Εδιμβούργου, τον Δούκα του Κεντ… Πόσοι όμως γνωρίζουν για τον Δούκα της Σπάρτης; Ο τίτλος αυτός ήταν πραγματικός και ίσχυσε κανονικότατα στην Ελλάδα, όχι κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, αλλά στα τέλη του 19ου αιώνα.
Στις 21 Ιουνίου 1868, ο βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος Α΄ απέκτησε το πρώτο του παιδί. Ήταν ένα αγόρι το οποίο πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Η βάπτισή του έγινε στις 22 Αυγούστου του 1868, σε μια πολυτελή τελετή η οποία θεωρήθηκε από πολλούς υπερβολική. Η κολυμβήθρα που χρησιμοποιήθηκε ήταν πανάκριβη, κοστίζοντας 100.000 χρυσά φράγκα. Το νερό στο οποίο βαπτίστηκε το βασιλικό βρέφος είχε μεταφερθεί από τον ποταμό Ιορδάνη ειδικά για την περίσταση. Την ίδια μέρα, ο μικρός Κωνσταντίνος αναγορεύτηκε με βασιλικό διάταγμα σε «Δούκα της Σπάρτης». Η πράξη αυτή έμελλε να προκαλέσει αντιδράσεις από μερίδα του πολιτικού κόσμου και έντονες αντιπαραθέσεις εντός της Βουλής.
Τον Σεπτέμβριο του 1868, ο βουλευτής Αττικής Τιμολέων Φιλήμων αμφισβήτησε την νομιμότητα του βασιλικού διατάγματος της 22ας Αυγούστου και ζήτησε εξηγήσεις από τον πρωθυπουργό Δημήτριο Βούλγαρη. Τον ρώτησε αν πράγματι είχε αποσταλεί εγκύκλιος από το Υπουργείο Εσωτερικών προς τους νομάρχες, η οποία επιβεβαίωνε ότι ο νεογέννητος Κωνσταντίνος αποκτούσε τον τίτλο του Δούκα της Σπάρτης. Ο Βούλγαρης απάντησε καταφατικά και έτσι ο Φιλήμων κατέθεσε σχετική επερώτηση στην Βουλή, επικρίνοντας το επίμαχο βασιλικό διάταγμα. Η ένσταση του στηριζόταν στο άρθρο 3 του τότε ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο όριζε πως «εις πολίτας Έλληνας τίτλοι ευγενείας ή διακρίσεως ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται».
Ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε διαφορετική άποψη. Κατά την συζήτηση της επερώτησης στην Βουλή, ο Βούλγαρης υποστήριξε ότι η συγκεκριμένη συνταγματική απαγόρευση δεν επεκτεινόταν στα μέλη της βασιλικής οικογένειας, γιατί διαφορετικά κάτι τέτοιο θα αναφερόταν ρητά. Ο Φιλήμων αντέτεινε ενοχλημένος ότι όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο, ασχέτως ιδιότητας. Δεν ήταν δυνατόν να γίνουν δεκτές διακρίσεις υπέρ των μελών της βασιλικής οικογένειας, τα οποία, ως Έλληνες πολίτες, όφειλαν να υπακούουν και να σέβονται τις διατάξεις του Συντάγματος.
Ο Φιλήμων βρήκε αρκετούς συμμάχους σε αυτήν την επεισοδιακή συνεδρίαση. Ο βουλευτής Πατρών Ευστάθιος Ηλιόπουλος δήλωσε ότι το βασιλικό διάταγμα της 22ας Αυγούστου παραβίαζε μία ακόμα συνταγματική διάταξη. Το άρθρο 44 όριζε ότι ο μονάρχης είχε μόνο τις εξουσίες εκείνες που του έδινε ρητά το Σύνταγμα. Σε αυτές όμως δεν περιλαμβανόταν το δικαίωμα να απονέμει τίτλους ευγενείας. Συνεπώς, η υπογραφή του επίμαχου διατάγματος από τον βασιλιά ήταν αντισυνταγματική. Με τον Φιλήμονα συντάχθηκε και ο βουλευτής Καλαβρύτων Αθανάσιος Πετμεζάς. Ο Πελοποννήσιος πολιτικός αντέστρεψε το επιχείρημα του Βούλγαρη, υποστηρίζοντας πως αν το Σύνταγμα προέβλεπε εξαίρεση των «βασιλοπαίδων» από την απαγόρευση του άρθρου 3, τότε αυτό θα έπρεπε να αναφέρεται ρητά. Τελικά, παρά την νομική ορθότητα των επιχειρημάτων τους, ο Φιλήμων και οι βουλευτές που τον υποστήριξαν δεν κατάφεραν να πείσουν τους υπόλοιπους συναδέλφους τους. Με ψήφους 78 υπέρ, 26 κατά και δύο λευκές, η Βουλή των Ελλήνων έκρινε πως δεν υπήρχε κάτι το αντικανονικό στο βασιλικό διάταγμα της 22ας Αυγούστου 1868. Το θέμα εξάλλου επισκιάστηκε από άλλα, πολύ κρισιμότερα ζητήματα, όπως η εξέγερση στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη και η συνακόλουθη αντιπαράθεση της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Σήμερα, η όλη ιστορία με τον «Δούκα της Σπάρτης» φαντάζει ως μια ακόμα βασιλική εκκεντρικότητα ή μια αδέξια προσπάθεια πιθηκισμού ξένων εθίμων. Ουσιαστικά όμως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα επικοινωνιακό τέχνασμα. Τόσο ο Γεώργιος Α΄ όσο και οι απόγονοί του, ανήκαν στον οίκο των Γκλύξμπουργκ, με καταγωγή από την Δανία και την Γερμανία. Εντούτοις, επιδίωκαν να αυτοπροβάλλονται ως συνεχιστές των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και όχι φυσικά ως ξένοι μονάρχες από τον Ευρωπαϊκό Βορρά.
Στο πλαίσιο αυτής της επικοινωνιακής πολιτικής εντάσσεται και η αναγόρευση του νεογέννητου Κωνσταντίνου σε «Δούκα της Σπάρτης». Φυσικά, η επιλογή της πόλης δεν ήταν τυχαία. Στην περιοχή της Σπάρτης βρίσκεται ο Μυστράς, ο οποίος αποτέλεσε έδρα των Παλαιολόγων, της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου. Ούτε όμως και το όνομα του βασιλικού βρέφους ήταν τυχαίο. Η ζωή της Βυζαντινή Αυτοκρατορίας είχε ξεκινήσει με έναν Κωνσταντίνο (τον Μέγα) και είχε τελειώσει πάλι με έναν Κωνσταντίνο (τον Παλαιολόγο). Ο νεογέννητος συνονόματός τους κληρονομούσε την θέση τους και αναλάμβανε να ανασυστήσει το χαμένο τους βασίλειο – σύμφωνα πάντα με την προπαγάνδα του παλατιού. Έτσι, ο μικρός διάδοχος αποκτούσε ένα όνομα και έναν τίτλο που το συνέδεαν στην συνείδηση του λαού με την μεγαλοπρέπεια του Βυζαντίου. Οι Γκλύξμπουργκ ήθελαν να δείξουν ότι συνέχιζαν την σειρά των αυτοκρατόρων, η οποία είχε διακοπεί βίαια, με τον θάνατο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453.