Οι “βένετοι στασιώτες” στην εποχή του Ιουστινιανού

της Διονυσίας Μίσιου, από το Α’ Διεθνές Συμπόσιο με θέμα “Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο – Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση

Το καθημερινό είναι συνηθισμένο και γνωστό δεν αποτελεί είδηση και έτσι στις πηγές μας οι πληροφορίες για την καθημερινή ζωή των Βυζαντινών σπανίζουν. Οι λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής τότε τραβούν την προσοχή, όταν αλλάζουν ή όταν υπάρχει πρόθεση να αλλάξουν, οπότε και γίνονται αντικείμενο κριτικής. Αυτή είναι η περίπτωση των πατερικών κειμένων, από τις πιο πλούσιες και αξιόλογες πηγές που έχουμε, για την καθημερινή ζωή των Βυζαντινών. Οι Πατέρες της Εκκλησίας καυτηριάζοντας την κοινωνική και οικονομική ανισότητα της εποχής τους δεν περιορίζονται σε μία θεωρητική κριτική, αλλά κάνουν συγκεκριμένες αναφορές στη σύγχρονη τους κοινωνική πραγματικότητα.

Για την πρωτοβυζαντινή εποχή μία άλλη πολύ σημαντική πηγή για την καθημερινή ζωή είναι τα ‘Ανέκδοτα’ του Προκόπιου. Τα ‘Ανέκδοτα’ «είναι μία ανεξάντλητη πηγή από πληροφορίες για κάθε πτυχή της ζωής, της συμπεριφοράς και της νοοτροπίας των Βυζαντινών, από το πώς κουρεύονται μέχρι ποιες είναι οι αντιλήψεις τους γύρω από τον έρωτα, το γάμο, την εξουσία, το Θεό. Κι αυτό γιατί στα ‘Ανέκδοτα’ έχουμε και την αλλαγή και την κριτική, τους δύο εκείνους παράγοντες που χρειάζονται, για να στραφεί η προσοχή μας στα θέματα της καθημερινής ζωής: Ο Προκόπιος ασκεί αρνητική κριτική στις αλλαγές που επέφερε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’. Ενώ οι άλλοι βυζαντινοί αυτοκράτορες εμφανίζονται ως φύλακες και υπερασπιστές της παράδοσης, της τάξης, του κόσμου, ο Ιουστινιανός έρχεται να αντικαταστήσει όλα αυτά, καταγγέλλει ο Προκόπιος, με τη σύγχυση, την αταξία και την ακοσμία. Η κύρια κατηγορία που απευθύνει ο Προκόπιος στον Ιουστινιανό, είναι ότι ο αυτοκράτορας ήταν νεωτεροποιός και διαφθορεύς των ευ καθεστώτων.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς και γιατί ο Ιουστινιανός προχώρησε στην αλλαγή. Για τον Προκόπιο η απάντηση είναι απλή. Γιατί η εξουσία είχε περάσει στους Βένετους. Ο Ιουστινιανός, όπως και η γυναίκα του η Θεοδώρα, υποστήριζε τους Βένετους και μαζί μ’ αυτούς ή μάλλον, κάνει τη διευκρίνιση ο Προκόπιος, μαζί με τους στασιώτες των Βένετων ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα έφεραν τα πάνω κάτω στην αυτοκρατορία. Όταν οι στασιώτες των Πράσινων είδαν την εύνοια του Ιουστινιανού προς τους στασιώτες των Βένετων, αντέδρασαν και η αντίδραση τους γινόταν όλο και πιο έντονη, λέει ο Προκόπιος, καθώς έβλεπαν ότι στους Βένετους είχε δοθεί απεριόριστη ελευθερία, ενώ οι ίδιοι καταδιώκονταν από τις αρχές. Τότε όμως, μας πληροφορεί ο Προκόπιος, και ο Ιουστινιανός φανάτισε και ερέθισε τους Βένετους: τους Βένετους αυτού ριπίζοντος και διαφανώς ερεθίζοντος άπασα κατ’ άκρας η Ρωμαίων αρχή εκινήθη ώσπερ σεισμού ή κατακλυσμού επιπεσόντος ή πόλεως εκάστης προς των πολεμίων αλούσης. Πάντα γαρ εν απασι ξυνεταράχθη και ουδέν εφ’ εαυτού έμεινεν, αλλ’ οι τε νόμοι καί ο της πολιτείας
κόσμος ξυγχύσεως επιγενόμενης ες πάν τουναντίον εχώρησεν.

Και πρώτα πρώτα, συνεχίζει ο Προκόπιος, οι στασιώτες άλλαξαν τον τρόπο που έκοβαν τα μαλλιά τους και τα γένια τους, για να υιοθετήσουν έναν άλλο πού ήταν διαφορετικός από αυτόν που ακολουθούσαν οι άλλοι Ρωμαίοι: απεκείροντο γαρ την κόμην ουδέν ομοίως τοις άλλοις Ρωμαίοις. Το μουστάκι τους και τη γενειάδα τους δεν τα πείραζαν καθόλου,
ενώ τα μαλλιά τους τα έκοβαν μπροστά μέχρι τους κροτάφους και πίσω τα άφηναν μακριά. Και στη συνέχεια, προσθέτει ο Προκόπιος, οι στασιώτες άλλαξαν και την ενδυμασία τους που έγινε πολύ πιο εντυπωσιακή.

Οι μελετητές που σχολιάζουν το χωρίο αυτό του Προκόπιου, αποδίδουν την περιγραφή αυτή γενικά στους στασιώτες, Πράσινους και Βένετους. Αντίθετα η άποψη μου είναι, ότι η περιγραφή αυτή αναφέρεται μόνον στους βένετους στασιώτες κι αυτό (α) γιατί το σχετικό χωρίο ανήκει στην ενότητα που περιγράφει τη δράση των βένετων στασιωτών, αλλά και (β) γιατί έρχεται ως επεξήγηση της μεθόδου που ακολούθησε ο Ιουστινιανός, για να ριπίσει και να ερεθίσει τους βένετους στασιώτες του. Αποκτώντας οι βένετοι στασιώτες ιδιαίτερη εμφάνιση αναδεικνύονται σε ομάδα που διακατέχεται από την επιθυμία να κάνει εμφανή την ιδεολογική της ταυτότητα και να εργαστεί, να αγωνιστεί για τη διάδοση και την εφαρμογή της ιδεολογίας της. Και νομίζω, θα ήταν αδιανόητο να
δεχτούμε ότι Πράσινοι και Βένετοι που έχουν διαφορετικούς κοινωνικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς, ότι θα ήταν δυνατόν να εμφανίζονται με κοινή ενδυμασία.

Οι στασιώτες αντιμετωπίζονται συνήθως από τους νεότερους ερευνητές ως τα ταραχοποιά εκείνα στοιχεία που κάθε εποχή έχει να επιδείξει. Ωστόσο όμως νομίζω ότι υπάρχουν στοιχεία και σημεία που δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε αποδεκτή την άποψη αυτή:

Το ξεχωριστό σχήμα που αποκτούν οι βένετοι στασιώτες δε μας επιτρέπει να τους θεωρήσουμε ως απλά ταραχοποιά άτομα. Με την ξεχωριστή τους αυτή εμφάνιση οι βένετοι στασιώτες θέλουν να υπογραμμίσουν την ιδεολογική τους ταυτότητα. Οι βένετοι στασιώτες είναι ο φορέας της νέας ιδεολογίας που εμπνέει τον Ιουστινιανό και την πολιτική του.

Και αυτό ακριβώς είναι το δεύτερο σημείο που δε μας επιτρέπει να αποδεχτούμε την άποψη, ότι οι στασιώτες είναι απλά ταραχοποιά στοιχεία. Η ερμηνεία αυτή δε λαμβάνει υπόψη της ότι οι στασιώτες και στην προκειμένη περίπτωση οι στασιώτες των Βένετων, δεν δρούσαν ανεξάρτητα και ατομικά αλλά συλλογικά και ως όργανα του αυτοκράτορα,
ο οποίος είναι και ο προστάτης τους.

Η σχέση του Ιουστινιανού με τους Βένετους χρονολογείται, όπως μας πληροφορεί ο Προκόπιος, πριν από την ανάρρηση του στο θρόνο και όπως μαθαίνουμε από το Περί βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ο Ιουστίνος όφειλε την αναγόρευση του στην υποστήριξη του δήμου των Βένετων. Βέβαια τελικά στην εκλογή του Ιουστίνου συναίνεσαν και οι Βένετοι και οι Πράσινοι, όμως οι Βένετοι ήταν εκείνοι που είχαν αντιδράσει και είχαν ματαιώσει την υποψηφιότητα του τριβούνου Ιωάννη, που είχε προηγηθεί. Πίσω από όλες αυτές τις παρασκηνιακές ενέργειες που κατέληξαν στην ανάρρηση του Ιουστίνου στον αυτοκρατορικό θρόνο, βρισκόταν ο Ιουστινιανός, ο οποίος επίσης είχε προταθεί ως νέος αυτοκράτορας και που τελικά έκρινε πως ήταν συμφερότερο να παραιτηθεί υπέρ του θείου του Ιουστίνου.

Αλλά και στην περίπτωση που οι νεότεροι ερευνητές λαμβάνουν υπόψη τη σχέση του Ιουστινιανού με τους Βένετους, ερμηνεύουν το φαινόμενο με σημερινά δεδομένα, χωρίς να προσπαθήσουν να το εντάξουν μέσα στην κοινωνία και την πολιτική του 6ου αιώνα:

«Με την πείρα που έχουμε σήμερα, λέει ο C. Mango, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε
αυτές τις συμμορίες από νεαρούς με μακριά μαλλιά, ντυμένους επίτηδες με βαρβαρικό τρόπο, που συμπλέκονται μεταξύ τους, όταν δεν κακοποιούσαν αθώους πολίτες».

Το ίδιο κάνει και ο Α. Gameron, όταν αποδίδει την ιδιαίτερη ενδυμασία και εμφάνιση των στασιωτών σε νεανικούς εκκεντρισμούς.

Τέλος οι ερμηνείες αυτές, αναγνωρίζοντας ως κύριο χαρακτηριστικό των στασιωτών την εγκληματικότητα και τη βία, δεν ξεφεύγουν από την εικόνα που θέλει να μας δώσει ο Προκόπιος για τους βένετους στασιώτες. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι τα ‘Ανέκδοτα είναι ένας λίβελλος και ότι ο Προκόπιος μας δίνει μία συγκεκριμένη εικόνα της εποχής
του, τη δική του, που υπαγορεύεται από την αντιπολιτευτική του θέση, που είναι ταυτόχρονα και η θέση της συγκλητικής τάξης και των Πράσινων που κυρίως θίγονται από την πολιτική και τα μέτρα του Ιουστινιανού.

Νομίζω ότι για την ώρα μπορούμε να μείνουμε στη διατύπωση της Αικατερίνης Χρίστοφιλοπούλου, ότι ο Ιουστινιανός ήταν ο αυτοκράτορας εκείνος «που ενσυνειδήτως επιδίωξε να χρησιμοποιήσει ως κομματικό όργανο τους δήμους, εν προκειμένω τον δήμο των Βένετων».

Κύριο στοιχείο της ξεχωριστής εμφάνισης που απέκτησαν οι βένετοι στασιώτες στην εποχή του Ιουστινιανού, ήταν η μακριά γενειάδα, μια και όπως είδαμε, αυτό δεν αποτελούσε συνήθεια των Ρωμαίων ( = Βυζαντινών). Ας σταθούμε λίγο περισσότερο στο στοιχείο αυτό.

Οι αρχαίοι Έλληνες έτρεφαν γενειάδα, την οποία μάλιστα θεωρούσαν στολίδι του άντρα, το κατεξοχήν αντρικό σύμβολο. Από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου αρχίζει η συνήθεια του ξυρίσματος η οποία και διαδόθηκε και επεκράτησε σε όλη την ελληνιστική περίοδο.

Οι Ρωμαίοι στα χρόνια της δημοκρατίας το είχαν ντροπή να αφιερώνουν χρόνο για την περιποίηση τους. Η συνήθεια του ξυρίσματος ίσως εγκαινιάστηκε από τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, διαδόθηκε όμως στα χρόνια της δικτατορίας, που δείχνει, όπως έχει ήδη λεχθεί, ότι «το πνεύμα του ελληνιστικού πολιτισμού, από το οποίο παρά τη θέληση της εμπνεόταν, είχε επεκτείνει την επίδραση του από τα θεμέλια του πολιτικού καθεστώτος στις πιο μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής».

Η διαδικασία του ξυρίσματος είχε πάρει για τους Ρωμαίους τη μορφή καθήκοντος, από το οποίο και παραιτούνταν μόνον σε περίπτωση πένθους, και ιδιαίτερα εθνικού πένθους, ύστερα δηλ. από μία μεγάλη ήττα του ρωμαϊκού στρατού, ή όταν ήθελαν να εκφράσουν διαμαρτυρία τους.

Θα πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι το ξύρισμα ήταν μία συνήθεια της ανώτερης μόνον τάξης. Βέβαια, τόσο στη Ρώμη όσο και στις άλλες πόλεις, υπήρχαν άφθονα κουρεία στα οποία σύχναζαν άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων, ενώ υπαίθρια κουρεία εξυπηρετούσαν μια πιο λαϊκή πελατεία. Όλοι αυτοί όμως πήγαιναν στα κουρεία για μια γενική περιποίηση της κόμης, δηλ. κούρεμα μαλλιών και γενειάδας, ενώ το ξύρισμα
και πολύ περισσότερο το καθημερινό ξύρισμα ήταν αποκλειστικότητα της ανώτερης τάξης.

Με το ελαττωματικό υλικό και την απλοϊκή τεχνική που διέθεταν οι Ρωμαίοι, ήταν αδύνατο να ξυρίζεται κανείς μόνος του, αλλά ήταν υποχρεωμένος να παραδίδεται στα έμπειρα χέρια των ειδικών, των τονσόρων, που έπρεπε να διαθέτουν μία ιδιαίτερη επιδεξιότητα και να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί. Διαφορετικά ήταν πολύ εύκολο να προκαλέσουν πληγές στο πρόσωπο του πελάτη τους. Χαρακτηριστικά ο Μαρτιάλης
αναφέρει ότι απ’ όλα τα ζώα το πιο έξυπνο είναι ο τράγος που ζει με τη γενειάδα του αποφεύγοντας έτσι το δήμιο.

Οι πιο φημισμένοι κουρείς ήταν συγχρόνως γνωστοί και για τη βραδύτητα τους, που εξασφάλιζε εξάλλου και το αναίμακτο ξύρισμα. Συνηθισμένο αστείο της εποχής ήταν ότι, ώσπου να τελειώσει το ξύρισμα, στο μάγουλο του πελάτη φύτρωνε καινούρια γενειάδα. Ο Αύγουστος, που δεν ήθελε ούτε μία μέρα να περάσει χωρίς να έχει ξυριστεί, την ώρα που
τον περιποιόταν ο κουρέας του, έπαιρνε κάτι για να γράψει ή να διαβάσει, ώστε να μην πάει χαμένος τόσος χρόνος.

Παράλληλα το ξύρισμα χρεωνόταν και ακριβά, και στις Σάτιρες του Γιουβενάλη εμφανίζεται συχνά ο τύπος του κουρέα που χάρη στα πλούτη που του εξασφαλίζουν τα έσοδα του επαγγέλματος του, ανεβαίνει στις υψηλότερες κοινωνικές βαθμίδες.

Το ξύρισμα απαιτούσε λοιπόν χρόνο και χρήμα που μόνον οι άντρες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων μπορούσαν να διαθέσουν. Αλλά ακόμη και για αυτούς η διαδικασία του ξυρίσματος δεν ήταν πολύ ευχάριστη. Έτσι όταν ο αυτοκράτορας Αδριανός αποφάσισε να αφήσει γενειάδα, για να καλύψει μάλλον κάποια ουλή που είχε στο πρόσωπο του, βρήκε αμέσως μιμητές. Για πάνω από 150 χρόνια οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες με λίγες εξαιρέσεις όπως ο Καρακάλας ή ο Ελεγάβαλος, τρέφουν γένια.

Από τον Μ. Κωνσταντίνο οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ακολουθούν τη ρωμαϊκή συνήθεια και ξυρίζονται, με εξαίρεση τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, ο οποίος όμως ήταν λάτρης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και αυτοκράτορας φιλόσοφος (Σημείωση NovoScriptorium: για το κατά πόσο ήταν πραγματικά ‘φιλόσοφος’ ο Ιουλιανός παραπέμπουμε τον αναγνώστη στα αναρτημένα για αυτόν άρθρα του ιστολογίου μας) και σ’ όλη αυτή την περίοδο οι φιλόσοφοι ποτέ δεν έπαψαν να φέρουν γενειάδα.

Εκτός όμως από τον Ιουλιανό όλοι οι άλλοι βυζαντινοί αυτοκράτορες από τον Μ. Κωνσταντίνο, όπως και γενικά τα μέλη της ανώτερης βυζαντινής τάξης ξυρίζονται, και η γενειάδα είναι ένα εμφανές στοιχείο των κοινωνικών διακρίσεων της εποχής. Και μάλλον αυτός ήταν ο κύριος λόγος που από.τη μεριά των μοναστικών και εκκλησιαστικών κύκλων υπήρχε μία έντονη κριτική κατά του ξυρίσματος.

Ύστερα από όσα είπαμε ως τώρα, μπορούμε, νομίζω, να προχωρήσουμε στην υπόθεση, ότι η γενειάδα των βένετων στασιωτών είχε μία ιδιαίτερη σημασία’ έδειχνε τη διαμαρτυρία των βένετων στασιωτών προς την υπάρχουσα κοινωνική δομή και ότι οι βένετοι στασιώτες τάσσονταν με τις κατώτερες τάξεις της αυτοκρατορίας. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται μέσα στην επόμενη περίοδο.

Με το θάνατο του Ιουστινιανού η εξουσία πέρασε στους Πράσινους. Οι Βένετοι θα ξανακερδίσουν την εξουσία με την επανάσταση του Φωκά το 602.

Στη διδακτορική μου διατριβή εξέτασα την επανάσταση του Φωκά όπως την είδαν οι αντίπαλοι του, οι συγκλητικοί κύκλοι, οι οποίοι και τον εκθρόνισαν, για να ανεβάσουν στο θρόνο τον Πράσινο Ηράκλειο. Στη συνέχεια προσπάθησα να εξετάσω την επανάσταση του 602 από τη μεριά των ίδιων των επαναστατών και του Φωκά. Δυστυχώς οι πληροφορίες των πηγών προέρχονται μόνον από τους εχθρούς της επανάστασης.
Το μόνο στοιχείο που έχουμε από τον ίδιο τον Φωκά, είναι τα νομίσματα του, στα οποία εμφανίζεται με γενειάδα, σπάζοντας έτσι την παράδοση σύμφωνα με την οποία οι βυζαντινοί αυτοκράτορες εμφανίζονται στα νομίσματα τους αγένειοι. Για αρκετό καιρό τα γένια του Φωκά ήταν ένα δελτίο έρευνας που με ταλαιπωρούσε η λύση του. Ύστερα
όμως από τα όσα είπαμε για την πολιτικοκοινωνική σημασία της γενειάδας, οδηγούμαστε, νομίζω, σε μία ερμηνεία: Ο Φωκάς με τα νομίσματα του, που ήταν το μέσο προπαγάνδας και μαζικής ενημέρωσης, ήθελε να διακηρύξει στους υπηκόους του ότι ο θρόνος της αυτοκρατορίας ανήκε τώρα πια σ’ έναν εκπρόσωπο του λαού, σε έναν Βένετο.

Η κοινωνική σημασία της γενειάδας του αυτοκράτορα Φωκά ενισχύεται και από ένα άλλο στοιχείο. Ο Φωκάς έκτισε στην Κωνσταντινούπολη ναό προς τιμή του συνονόματου του αγίου, του αγίου Φωκά. Η ιδιαίτερη πολιτική σημασία που είχε η ανέγερση του ναού του αγίου Φωκά, αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι ο Ηράκλειος, όταν κατέλαβε την εξουσία,
μετονόμασε το ναό σε ναό του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου. Ο άγιος Φωκάς θεωρούνταν προστάτης των ναυτικών και γενικά των φτωχών και των αδυνάτων έτσι τον παρουσιάζουν οι βιογράφοι του και οι συγγραφείς των ακολουθιών του. Ο αυτοκράτορας Φωκάς προβάλλει λοιπόν και αυτός στα νομίσματα του ως προστάτης των φτωχών και των αδικημένων.

Οι παρατηρήσεις αυτές έρχονται να ενισχύσουν την υπόθεση που κάναμε για τη σημασία της γενειάδας των βένετων στασιωτών του Ιουστινιανού, αλλά και μας υποχρεώνουν να αναθεωρήσουμε την άποψη, ότι οι Βένετοι αντιπροσώπευαν την αριστοκρατία και οι Πράσινοι τις κατώτερες τάξεις, και να δεχτούμε ακριβώς το αντίθετο, ότι οι Πράσινοι
αντιπροσώπευαν την ανώτερη τάξη και οι Βένετοι τα κατώτερα στρώματα. Ήδη ο Α. Cameron έχει υπογραμμίσει την αντίφαση που παρουσίαζε η παλιότερη αυτή άποψη, μια και ο Ιουστινιανός που είναι και ο κατεξοχήν βένετος αυτοκράτορας, ήταν εκείνος που είχε πάρει τα αυστηρότερα μέτρα κατά της συγκλητικής τάξης. Και δεν ήταν μόνον ο Βένετος Ιουστινιανός που πήρε μέτρα κατά της ανώτερης τάξης, αλλά και όλοι οι βένετοι αυτοκράτορες.

Για σχέση των βένετων στασιωτών με τις κατώτερες τάξεις μάς πληροφορεί και ο Προκόπιος, όταν σχολιάζοντας την ενδυμασία των βένετων στασιωτών παρατηρεί ότι ες τα ιμάτια ευπάρυφοι ηξίουν, άπαντες είναι κομπωδεστέραν ή κατά την εκάστου αξίαν ενδιδυσκόμενοι την εσθήτα. Αλλά και γενικά μέσα στα ‘Ανέκδοτα’ υπάρχει ένα είδος ταύτισης ανάμεσα στους πλούσιους και τους Πράσινους, χωρίς αυτό να σημαίνει
βέβαια ότι δεν υπήρχαν και πλούσιοι Βένετοι’53 έτσι εξάλλου, νομίζω, θα πρέπει να εννοήσουμε και τη διευκρίνιση του Προκόπιου, ότι τον Ιουστινιανό δεν τον υποστήριζαν όλοι οι Βένετοι, αλλά μόνον οι στασιώτες των Βένετων.

Ο Ηράκλειος υιοθέτησε και εκείνος στα νομίσματα του τη γενειάδα, για να διασκεδάσει το μήνυμα της, αλλά και για να διευκρινίσει τη βασιλική ιεραρχία των συμβασιλέων υιών του. Ωστόσο όμως ο κοινωνικός συμβολισμός της γενειάδας δεν εξαλείφτηκε” ο επόμενος βένετος αυτοκράτορας που ανέβηκε στο βυζαντινό θρόνο, ήταν ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος.

Όλοι αυτοί οι βένετοι αυτοκράτορες, όπως και οι βένετοι αυτοκράτορες πριν από τον Ιουστινιανό, Πουλχερία – Μαρκιανός και Λέων Α’, ήταν ορθόδοξοι. Έτσι η γενειάδα πέρα από τον πολιτικοκοινωνικό της χαρακτήρα αποκτά και ένα θρησκευτικό περιεχόμενο και δηλώνει τον ορθόδοξο. Η σύνδεση της γενειάδας με την Ορθοδοξία θα γίνει πολύ πιο σαφής αργότερα με την αντιπαράθεση ανάμεσα στους αγένειους λατίνους και τους γενειοφόρους βυζαντινούς ορθόδοξους ιερείς. Παράλληλα όμως θα πρέπει να τονίσουμε ότι η συνήθεια του ξυρίσματος δε σταμάτησε ποτέ στο Βυζάντιο.

Πριν προχωρήσουμε, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι για τους αυτοκράτορες Αναστάσιο και Μαυρίκιο που προηγήθηκαν του βένετου νεωτεροποιον Ιουστινιανού και του βένετου επαναστάτη τυράννου Φωκά, οι πηγές μάς πληροφορούν ότι ξύριζαν πολύ συχνά τα γένια τους.

Η περιγραφή της μορφής του αυτοκράτορα από τις πηγές έχει μεγάλη σημασία, μια και η μορφή του αυτοκράτορα ήταν από τη μια μεριά θέμα μιας σκόπιμης προπαγάνδας, και από την άλλη αντικείμενο μιας επίσης σκόπιμης κριτικής της αντιπολιτευόμενης παράταξης. Περιγραφή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού έχουμε και από τον αντιπολιτευόμενο Προκόπιο, αλλά και από τον Ιωάννη Μαλάλα, ο οποίος μάλλον ήταν
σύμφωνος με την πολιτική του αυτοκράτορα.

Οι δύο περιγραφές, του Μαλάλα και του Προκόπιου, συμφωνούν. Ο Μαλάλας όμως προσθέτει και κάποια επιπλέον στοιχεία και αυτά έχουν όλα σχέση με την κόμη, τα γένια δηλ. και τα μαλλιά του Ιουστινιανού: ο Ιουστινιανός ήταν ουλόθριξ, αναφάλας, μιξοπόλιος την κάραν και το γένειον. Από την άλλη μεριά ο Προκόπιος όταν σε ένα άλλο σημείο των
‘Ανεκδότων επανέρχεται στην εξωτερική εμφάνιση του Ιουστινιανού, τονίζει ότι αυτός δεν είχε τίποτε το βασιλικό επάνω του, αλλά και ούτε κατέβαλε προσπάθεια για να έχει. Μήπως αυτό αποτελεί και υπαινιγμό για το ότι ο Ιουστινιανός σε αντίθεση με τον προκάτοχο του Αναστάσιο, που για τον Προκόπιο είναι ο αντίποδας του Ιουστινιανού, δεν
ξυριζόταν συχνά ; Ας θυμηθούμε ότι και η γενειάδα του αυτοκράτορα Ιουλιανού είχε προκαλέσει την αρνητική κριτική των Αντιοχέων οι οποίοι έβρισκαν ότι δεν ταίριαζε σε έναν αυτοκράτορα να τρέφει γενειάδα. Θα πρέπει όμως παράλληλα να αναφέρουμε ότι ο Ιουστινιανός σε καμιά του παράσταση δεν εικονίζεται γενειοφόρος.

Είδαμε ότι όλοι οι βένετοι αυτοκράτορες ήταν ορθόδοξοι. Βρισκόμαστε σε μία εποχή που κάθε ιδεολογία φέρει ένα θρησκευτικό ένδυμα. Έτσι λοιπόν οι Βένετοι ταυτίζονται με την Ορθοδοξία, ενώ οι Πράσινοι είναι πιο ανεκτικοί απέναντι στις αιρέσεις, μια και η πολιτική τους καθορίζεται από τα συμφέροντα του κράτους και συνεπώς από την επιθυμία τους για διατήρηση μέσα στον κορμό της αυτοκρατορίας των πλούσιων
ανατολικών επαρχιών, οι οποίες έχουν προσχωρήσει στον νεστοριανισμό και στη συνέχεια στον μονοφυσιτισμό. Έτσι η θρησκευτική πολιτική των πράσινων αυτοκρατόρων εξαρτάται από το τι εκτιμάει κάθε αυτοκράτορας και η κυβέρνηση του ότι θα εξασφαλίσει τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας.

Οι Βένετοι όμως ταυτίζονται με την Ορθοδοξία. Και Ορθοδοξία δεν ήταν απλά μόνο μία ιδεολογία, ένα δόγμα, αλλά και ένας τρόπος ζωής που καθοριζόταν σε σχέση με το κοινωνικό πρόβλημα. Ο χριστιανισμός εμφανίστηκε με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Απόδειξη της κοινωνικότητας του χριστιανισμού είναι η κοινοκτημοσύνη της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων προς την οποία έτεινε κάθε χριστιανός και η οποία προκάλεσε το θαυμασμό του λαού αλλά και την εχθρότητα του κράτους, το οποίο υποστήριζε και συντηρούσε την κοινωνική διαίρεση σε πλούσιους και φτωχούς.

Με την αναγνώριση του χριστιανισμού από το κράτος δεν έχουμε ανατροπή της κοινωνικής δομής. Η καθεστώσα κοινωνική διάρθρωση ήταν απολύτως σεβαστή. Έτσι η διαφορά ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς και επί των χριστιανών αυτοκρατόρων ήταν τεράστια. Την κατάσταση αυτή την οποία ανέχεται και συντηρεί το κράτος, επικρίνουν
δριμύτατα οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζοντας ότι η χριστιανική πίστη που συνδέεται με την αναγνώριση ίσης αξίας σε κάθε άνθρωπο, είναι ασυμβίβαστη με την αδιαφορία για την κατάσταση των αδελφών που υποφέρουν.

Οι πλούσιοι βέβαια της εποχής προσπαθούσαν χρησιμοποιώντας χωρία από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της απομόνωσης χωρίων να αποδώσουν την ανισοκατανομή των αγαθών στο Θεό. Η αποδοχή μιας τέτοιας άποψης θα εμπόδιζε τους φτωχούς πιστούς να αντιδράσουν στην αδικία και εκμετάλλευση των πλουσίων,
αφού μια τέτοια αντίδραση θα ερχόταν σε αντίθεση με το σχέδιο του Θεού. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος αναλαμβάνει να διαφωτίσει το λαό αντικρούοντας την απόδοση της ανισοκατανομής των αγαθών στο Θεό και επισημαίνοντας ταυτόχρονα τον πραγματικό τρόπο δημιουργίας του πλούτου που είναι η εκμετάλλευση των αδυνάτων. Σκοπός των Πατέρων ήταν να πειστούν οι πλούσιοι να μοιράσουν τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς. Μάλιστα δικαιολογούν και την άσκηση βίας από μέρους του πεινασμένου φτωχού, μια και αυτή οφείλεται στην ανάγκη.

Σκοπός της ανακοίνωσης μου δεν είναι βέβαια να παρουσιάσω τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας με την οποία άλλωστε ασχολούνται άλλοι μελετητές, αλλά ως ιστορικός να σχολιάσω ορισμένα χωρία του Προκόπιου και να παρουσιάσω το νέο πνεύμα που επικρατεί στην εποχή του Ιουστινιανού και τα πρότυπα που αυτή προβάλλει.

Ο homo novus Ιουστινιανός είναι ο πρώτος αυτοκράτορας που θέτει την αυτοκρατορική του εξουσία για την εφαρμογή του ορθόδοξου ιδεώδους. Ο Ιουστινιανός είναι ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτορας που εγκατέλειψε το ρωμαϊκό πρότυπο της υποταγής της Εκκλησίας στο Κράτος, το οποίο ακολούθησαν όλοι οι προκάτοχοι του αυτοκράτορες που επιδίωκαν τον έλεγχο της Εκκλησίας. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια μπορούμε να εννοήσουμε και την προσπάθεια τους για προώθηση της Κωνσταντινούπολης μέσα στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Η ιδέα της αυτονομίας της Εκκλησίας τους ήταν άγνωστη. Ο Ιουστινιανός είναι ο πρώτος αυτοκράτορας που αναγνωρίζει ότι ιεροσύνη και βασιλεία είναι δύο ισότιμα δώρα του Θεού προς τους ανθρώπους και ο πρώτος που αναγνωρίζει ισχύ νόμου στους εκκλησιαστικούς κανόνες.

Ο Ιουστινιανός είναι αυτός επίσης που χάρισε στην αυτοκρατορία τη μεγάλη εκκλησία, την Αγία Σοφία, που έγινε ένας από τους άξονες της ζωής της πρωτεύουσας αλλά και της αυτοκρατορίας δίνοντας έτσι ξεχωριστό κύρος στους λειτουργούς της Εκκλησίας, και ήταν αυτός επίσης που επέβαλε την ελληνική, τη γλώσσα του Ευαγγελίου, ως την επίσημη
γλώσσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Βέβαια παλιότερα θεωρούσαν τη βασιλεία του Ιουστινιανού ως το καλύτερο παράδειγμα βυζαντινού καισαροπαπισμού, στο μεταξύ όμως η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα περί καισαροπαπισμού του Ιουστινιανού είναι καθαρή νοθεία της ιστορίας και ότι ο Ιουστινιανός ασχολήθηκε με τα δογματικά προβλήματα της εποχής από πραγματικό ζήλο·
η μελέτη των θεολογικών του συγγραμμάτων απέδειξε ότι ο Ιουστινιανός ήταν ο καλύτερος θεολόγος της εποχής του, συνεπής στην ορθόδοξη παράδοση.

Ο Ιουστινιανός ήταν ένας ευσεβής χριστιανός. Η περιγραφή του Μαλάλα, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, κλείνει τονίζοντας ότι ο Ιουστινιανός ήταν μεγαλόψυχος, χριστιανός. Η ευσέβεια του αυτοκράτορα ήταν σε όλους γνωστή. Ο Προκόπιος μας δίνει μία πληροφορία που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στους αντιπολιτευτικούς κύκλους της αυτοκρατορίας: Ο Τριβωνιανός, ο κοιαίστωρ, φοβόταν
μήπως και ο Ιουστινιανός εξαιτίας της μεγάλης του ευσέβειας αναληφθεί ξαφνικά στους ουρανούς.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως πάλι στους βένετους στασιώτες. Η αποδελτίωση των κατηγοριών που απευθύνει ο Προκόπιος κατά του Ιουστινιανού έδειξε ότι η κατηγορία που έρχεται και ξανάρχεται στα ‘Ανέκδοτα’, είναι ότι ο Ιουστινιανός λήστευε και άρπαζε τις περιουσίες των πλούσιων υπηκόων του. Και σε τέτοια κατάντια οδήγησε ο Ιουστινιανός το κράτος, λέει ο Προκόπιος, ώστε η ρωμαϊκή πολιτεία να αποτελείται μόνον από φτωχούς. Όλα τα είχε αρπάξει, όλα τα είχε συγκεντρώσει ο αυτοκράτορας. Ήδη όμως ο Προκόπιος ομολογεί ότι όλα αυτά τα χρήματα ο Ιουστινιανός δεν τα ήθελε για τον εαυτό του, αλλά για να ενισχύσει το δημόσιο ταμείο. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός δεν είχε μεγάλη περιουσία, μας λέει ο Προκόπιος, μα ούτε και κανέναν άλλον άφηνε να έχει. Έμοιαζε
να μην έχει το πάθος της φιλαργυρίας — ο ίδιος ο Ιουστινιανός σε Νεαρά του αναγνωρίζει την φιλαργυρίαν πάντων είναι μητέρα των κακών — αλλά να κατέχεται από το φθόνο για όσους είχαν περιουσία. Συνεργούς και στο έργο του αυτό ο Ιουστινιανός είχε τους βένετους στασιώτες, τους οποίους ο Προκόπιος καταγγέλλει ως ληστές και φονιάδες.

Όπως όμως τονίσαμε και πιο πάνω, το έργο αυτό του Προκόπιου είναι ένα λιβελλογράφημα και επομένως θα πρέπει να σταθούμε προσεκτικοί και κριτικοί στις πληροφορίες που μας δίνει. Μια προσεκτική κριτική ανάγνωση των ‘Ανεκδότων’ μάς αποκαλύπτει, νομίζω, την πραγματική δράση των βένετων στασιωτών.

Οι στασιώτες λήστευαν, μας λέει ο Προκόπιος, τους πλούσιους, δηλ. αποσπούσαν ό,τι πολύτιμο αυτοί έφεραν επάνω τους, κοσμήματα, χρυσές ζώνες και περόνες και πολυτελή ρούχα, έτσι που αυτοί στο εξής κυκλοφορούσαν χωρίς κοσμήματα και φορούσαν ζώνες και περόνες και ρούχα από ευτελέστερο υλικό πολλω ελασσόνως ή κατά την άξίαν ως πλείστοι εχρώντο. Και όλα αυτά γίνονταν χωρίς ο αυτοκράτορας να αντιδράσει παρά το γεγονός ότι ήταν γνώστης όλων αυτών των γεγονότων, μια και αυτά γίνονταν μπροστά στα μάτια του μέσα στον ιππόδρομο.

Έχοντας υπόψη τα όσα έχουμε ήδη παρατηρήσει για τους βένετους στασιώτες, ότι εκπροσωπούσαν τις κατώτερες τάξεις της αυτοκρατορίας και ότι ήταν όργανα του ευσεβούς χριστιανού ορθόδοξου αυτοκράτορα Ιουστινιανού, και γνωρίζοντας το κοινωνικό περιεχόμενο της Ορθοδοξίας, μπορούμε να συνδυάσουμε τις πληροφορίες που αναφέραμε μόλις παραπάνω, και να καταλήξουμε στο εξής συμπέρασμα: οι στασιώτες
των Βένετων έβγαζαν μέσα στον ιππόδρομο λόγο γύρω από την κοινοκτημοσύνη των αγαθών και την ανάγκη να διατεθούν αυτά για την ανακούφιση των χριστιανών αδελφών, και στη συνέχεια προέβαιναν σε έρανο πιέζοντας τους πλούσιους να δώσουν ό,τι πολύτιμο είχαν επάνω τους. Ο έρανος αυτός επεκτεινόταν και στους δρόμους και στα σπίτια των πόλεων της αυτοκρατορίας.

Όπως μας έχει ήδη πληροφορήσει ο Προκόπιος, ο Ιουστινιανός είχε φανατίσει τους στασιώτες του. Μπορούμε, νομίζω, τώρα να προχωρήσουμε και να πούμε ότι ο ευσεβής ορθόδοξος αυτοκράτορας Ιουστινιανός ερέθισε τους στασιώτες του με τα ιδεώδη της Ορθοδοξίας. Άλλωστε και ο ίδιος ο Προκόπιος συνδέει την πολιτική του Ιουστινιανού με την πίστη του στο χριστιανισμό: Δόξαν δε βέβαιον αμφί τω Χριστώ έχειν εδόκει, αλλά — για τον αντιπολιτευόμενο Προκόπιο υπάρχει πάντα ένα αλλά — και τούτο επί φθόρω των κατηκόων,100 όπου φθόρος των κατηκόων, όπως φαίνεται από τις αμέσως επόμενες παραγράφους, είναι η ληστεία που υφίστανται από τη μεριά των ορθόδοξων ιερέων γιατί και για τους ορθόδοξους ιερείς ο Προκόπιος καταγγέλλει επίσης ότι λήστευαν τους συνανθρώπους τους και απολάμβαναν και αυτοί την εύνοια του αυτοκράτορα μάλιστα, τονίζει ο Προκόπιος, θα έλεγε κανείς ότι το δίκαιο υπήρχε για να αρπάζουν οι ιερείς το ξένο βίος και για να κυριαρχούν στους αντιπάλους τους.

Όπως είδαμε η Εκκλησία ασκούσε δριμύτατη κριτική κατά της κοινωνικής αδικίας της εποχής. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν περιορίζονται μόνον σε μία κριτική, αλλά απευθύνονται και στους διαχειριστές της κρατικής εξουσίας με το αίτημα για υιοθέτηση μέτρων υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στην εποχή του Ιουστινιανού ο διάκονος Αγαπητός αφιέρωσε στον αυτοκράτορα το έργο Έκθεσις κεφαλαίων παραινετικών,
όπου μεταξύ άλλων παρακινεί τον αυτοκράτορα να επιβάλει την κοινωνική ισότητα: Σφόδρα μοι δοκεί ατοπώτατον είναι, οτι πλούσιοι και πένητες άνθρωποι εξ ανόμοιων πραγμάτων βλάβην πάσχουσιν ομοίαν. Οι μεν γαρ υπό τον κόρον διαρρήγνννται, οι δε υπο τον λιμον διαφθείρονται. καί οι μεν κατέχουσι του κόσμου τα πέρατα, οι δε ουκ εχουσι
πον στησαι τα πέλματα. Ίνα τοίνυν αμφω της υγείας τύχωσιν, αφαιρέσει και προσθέσει τούτους θεραπευτέον, και προς Ισότητα την ανισότητα μετενεκτέον.

Ο Ιουστινιανός, ο οποίος είχε πολύ μεγάλη ιδέα για την αυτοκρατορία και το αυτοκρατορικό αξίωμα και είχε πάρει πολύ στα σοβαρά τις ευθύνες του ως αρχηγού της χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι αποδέχτηκε τις παραινέσεις του Αγαπητού. Ανάμεσα στις παραινέσεις αυτές είναι και η προτροπή για
την αγρυπνία και ο Ιουστινιανός ήταν πραγματικά ένας αυτοκράτορας που αγρυπνούσε για τα συμφέροντα των υπηκόων του: Απάσας ημίν ημέρας τε και νύκτας συμβαίνει μετά πάσης αγρυπνίας τε και φροντίδος διάγειν αεί βουλευoμέvoις όπως αν χρηστόν τι και αρέσκον Θεώ παρ’ ημών τοις υπηκόοις δοθείη. Και ου πάρεργον την αγρυπνίαν λαμβάνομεν, αλλ’ είς τοιαύτας αυτήν αναλισκομεν βούλας διημερεύοντας τε και νυξίν εν ίσω ταις ήμεραις χρώμενοι, ώστε τους ημετέρους υπηκόους εν ευπάθεια γινεσθαι πάσης φροντίδος απηλλαγμένους, ημών είς εαυτούς τάς ύπερ απάντων μέριμνας αναδεχομένων.

Αλλά έχουμε και πιο άμεση απόδειξη για το ότι ο Ιουστινιανός υιοθέτησε την παραίνεση του Αγαπητού και γενικά της Εκκλησίας για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση της κοινωνικής δικαιοσύνης θεωρείται από την Εκκλησία η αρχή της αυτάρκειας. Ο χριστιανός οφείλει να είναι αυτάρκης, με την έννοια του περιορισμού των αναγκών του στα πραγματικά απαραίτητα. Ο Ιουστινιανός είναι το καλύτερο παράδειγμα. Θυμηθείτε τα πολύ γνωστά χωρία του Προκόπιου που δείχνουν την αυτάρκεια του ανθρώπου, που ενώ ως αυτοκράτορας θα μπορούσε να γεύεται το πιο πλούσιο τραπέζι, αυτός αρκείται μόνο σε νερό και λίγα άγρια χόρτα.

Πληροφορίες για τη δράση των βένετων στασιωτών έχουμε και από τον Ευάγριο, ο οποίος ήταν αντίθετος προς την πολιτική του Ιουστινιανού και του οποίου η κριτική πήρε τέτοιες διαστάσεις που, όπως παρατηρεί ο Irmscher, μπορεί να συγκριθεί με εκείνη που κάνει ο Προκόπιος στα Ανέκδοτα. Αναφέρει λοιπόν ο Ευάγριος ότι οι Βένετοι απολάμβαναν τέτοια εύνοια από τον Ιουστινιανό, ώστε εξήν δε αυτοίς και τοις οίκοις επιέναι και τα εναποκείμενα κειμήλια ληιζεσθαι και τοις ανθρώποις τάς σφών πιπράσκειν σωτηρίας.

Η λέξη σωτηρία του χωρίου μάς πάει κατευθείαν στη χριστιανική διδασκαλία, η οποία αποβλέπει στη σωτηρία των ανθρώπων. Η διδασκαλία της Εκκλησίας για κοινοκτημοσύνη και ισοκατανομή εντάσσεται και αυτή σε μία σωτηριολογική προοπτική. Οι Βένετοι που επισκέπτονταν τα σπίτια, έκαναν κήρυγμα υπέρ της κοινοκτημοσύνης και καλούσαν τους συμπολίτες τους να προσφέρουν στο κοινό ταμείο σώζοντας τις ψυχές τους, εξασφαλίζοντας έτσι την σωτηρία τους.

Μέσα σ’ αυτά τα συμφραζόμενα θα πρέπει να εννοήσουμε το χωρίο του Ευάγριου. Το ότι αμέσως στις επόμενες γραμμές χρησιμοποιεί τη λέξη σωτηρία με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, δεν ανατρέπει την ερμηνεία που δώσαμε, γιατί κάλλιστα θα μπορούσε ο Ευάγριος να παίζει με τις λέξεις και ακριβώς πάνω σ’ αυτό το παιχνίδι με τις λέξεις στηρίζονται πολλές κατηγορίες-συκοφαντίες κατά των χριστιανών π.χ. επειδή οι χριστιανοί μιλούσαν για αγάπη, ονομάζονταν μεταξύ τους αδελφοί και έδιναν τον αδελφικό ασπασμό, κυκλοφορούσαν οι συκοφαντίες ότι στις συγκεντρώσεις τους γίνονταν οιδιπόδειες μείξεις. Στην προκειμένη περίπτωση ανάλογες είναι και οι συκοφαντίες κατά των βένετων στασιωτών. Μία έρευνα που μένει να γίνει για να συμπληρώσει τη μελέτη αυτή, αλλά και που ξεπερνάει τα πλαίσια της ανακοίνωσης αυτής, είναι η σχέση των Ανεκδότων με τα κείμενα των λογίων εθνικών που άσκησαν κριτική στον χριστιανισμό, αλλά και με τα απολογητικά κείμενα των χριστιανών.

Για να επανέλθουμε όμως στο χωρίο του Ευάγριου και στην ερμηνεία που δώσαμε: Η έκφραση του χωρίου τάς σφών πιπράσκειν σωτηρίας μάς πάει σ’ ένα άλλο χωρίο, του Αγαθία αυτή τη φορά, που χαρακτηρίζει ως εμπορία την προσφορά χρημάτων για την εξασφάλιση της σωτηρίας. Όταν το 557 η Κωνσταντινούπολη ταρακουνήθηκε από έναν ισχυρό σεισμό, κυκλοφόρησε η φήμη ότι έφτανε το τέλος του κόσμου. Ο πληθυσμός πανικοβλήθηκε. Τότε μερικοί κατέφυγαν στα βουνά και έγιναν μοναχοί, άλλοι έκαναν δωρεές στις εκκλησίες, και οι πλούσιοι έκαναν ελεημοσύνες στους φτωχούς. Μόλις όμως πέρασε ο κίνδυνος, οι περισσότεροι ξαναγύρισαν στις παλιές τους συνήθειες, που δείχνει, σχολιάζει ο Αγαθίας, ότι δεν οδηγήθηκαν στις αγαθοεργές πράξεις από αίσθημα δικαιοσύνης και ευσέβειας, αλλά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τις πράξεις τους εμπορία σφαλερωτάτη, εφ’ ώ το παρόν δήθεν εκφυγείν και παρακρούσασθαι.

Η πληροφορία αυτή του Αγαθία είναι σημαντική και από την εξής πλευρά για το θέμα μας: Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης έσπευσαν να μοιράσουν τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς, γιατί θεώρησαν το σεισμό ως θεϊκή τιμωρία, μια και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν προβεί στην πράξη αυτή που σημαίνει ότι στην περίοδο που προηγήθηκε, μέσα στη βασιλεία του Ιουστινιανού, θα πρέπει να παρατηρήθηκε μία
ζωηρή κίνηση, μία προπαγάνδα υπέρ της κοινοκτημοσύνης.

Υπήρξαν βέβαια και περιπτώσεις που σημειώθηκαν και παρέκτροπα και σίγουρα δεν θα πρέπει να αμφισβητήσουμε τις πληροφορίες του Προκόπιου ότι σημειώθηκαν ακόμη και φόνοι. Σε μία εποχή πολιτικού και θρησκευτικού φανατισμού, όπως είναι και η εποχή του Ιουστινιανού, τέτοια επεισόδια είναι σχεδόν αναπόφευκτα. ‘Αλλωστε δεν θα είναι η
πρώτη φορά που ζηλωτές χριστιανοί θα προχωρήσουν σε πράξεις βίας.

Από την άλλη μεριά όμως δεν είμαστε και σίγουροι για το ποιοι ήταν οι πραγματικοί δράστες όλων αυτών των επεισοδίων. Οι Πράσινοι κατηγορούν τους Βένετους και οι Βένετοι κατηγορούν τους Πράσινους πως είναι οι δράστες των επεισοδίων, ακριβώς για να συκοφαντήσουν τους Βένετους. Εκείνο που πρέπει πάντως να τονίσουμε είναι ότι τα
επεισόδια αυτά δεν απέκτησαν διαστάσεις, κάτι που και ο ίδιος ο Προκόπιος δεν παραλείπει με τον τρόπο του να ομολογήσει: παρά το γεγονός ότι παραχωρήθηκε στους Βένετους απεριόριστη ελευθερία, αυτοί έδειξαν φρόνηση και δεν εκμεταλλεύτηκαν τη σκανδαλώδη εύνοια που απολάμβαναν από τις αρχές: Καί αυτοί μέντοι προϊόντος ήδη (του δει)νού σωφρονέστατοι έδοξαν είναι ανθρώπων απάντων. Ενδεεστέρως γαρ ή
κατά την εξουσίαν ημάρτανον.

Τέλος ο Προκόπιος μας δίνει και άλλες πληροφορίες για τη δράση των βένετων στασιωτών, που δε συμφωνούν με την εικόνα που θέλει να υποβάλει, ότι οι βένετοι στασιώτες ήταν οργανωμένοι σε ληστρικές συμμορίες.

Οι δικαστές, μας λέει ο Προκόπιος, πιέζονταν να βγάζουν αποφάσεις όχι σύμφωνες με τον νόμο, αλλά σύμφωνες με τις επιθυμίες των βένετων στασιωτών. Πολλοί δανειστές αναγκάστηκαν να επιστρέψουν τα γραμμάτια στους οφειλέτες τους, χωρίς να έχουν πληρωθεί τα χρήματα τους. Πολλοί επίσης αναγκάστηκαν να αφήσουν ελεύθερους τους δούλους τους, όπως επίσης να επιτρέψουν σχέσεις ανάμεσα σε δούλους και ελεύθερες
γυναίκες, ενώ πλούσιοι γονείς αναγκάστηκαν από τα παιδιά τους, που είχαν προσχωρήσει στους στασιώτες, να προσφέρουν σ’ αυτούς τα χρήματα τους.

Όλες αυτές οι ενέργειες εντάσσονται μέσα στα πλαίσια της χριστιανικής διδασκαλίας, που απονομή δικαιοσύνης δε θεωρεί εκείνη που γίνεται με αυστηρά νομικά πλαίσια, που ήταν αντίθετη στον δανεισμό και τον τοκισμό, στη διαίρεση σε ελεύθερους και δούλους και που αποσκοπούσε να πείσει τους πλούσιους να προσφέρουν την περιουσία τους στο κοινό ταμείο υπέρ των αδελφών χριστιανών που είχαν ανάγκη.

Ο Προκόπιος μας πληροφορεί ότι οι βένετοι στασιώτες ως προς την κόμη τους ακολούθησαν την περσική και την ουνική μόδα, και αυτό είδαμε πως δέχονται και οι νεότεροι ερευνητές. Ωστόσο όμως υπήρχαν πολύ πιο κοντινά πρότυπα, οι μοναχοί. Είναι γνωστό ότι οι μοναχοί όχι μόνον έτρεφαν πολύ μακριές γενειάδες, αλλά και η κριτική κατά του ξυρίσματος που ήταν και ο κατεξοχήν καλλωπισμός των αντρών την εποχή εκείνη, προερχόταν, όπως είδαμε, από τους ασκητικούς εκκλησιαστικούς
κύκλους.

Σύμφωνα εξάλλου με τις Αποστολικές Διαταγές οι χριστιανοί έπρεπε να μην κόβουν τα γένια τους και να μετριάζουν κάπως τα μαλλιά τους: Το υπό της φύσεως σου διδόμενον εκ Θεού κάλλος μη προσεπικαλλώπιζε, αλλά ταπεινοφρόνως μετρίασον αυτό προς ανθρώπους ούτω, την τρίχα σου της κόμης μή παρατρέφων, μάλλον δε συγκόπτων και καθαίρων αυτήν. ίνα μή κατακτενιζομένου σο και άσκυλτον τηρούντος τήν κεφαλήν ή καταμμυρισμένου σου, επαγάγης σεαυτω τάς όντως αγρευομένας ή αγρενούσας γνναίκας. . . Χρή δε ουδέ γενείου τρίχας διαφθείρειν και τήν μορφήν τον άνθρωπον παρά φύσιν εξαλλάσσειν ουκ απομαδαρώσετε, φησίν ο νόμος, τους πώγωνας υμών.

Οι βένετοι στασιώτες δέχτηκαν λοιπόν την επίδραση των εκκλησιαστικών και ιδιαίτερα των μοναστικών ασκητικών κύκλων και βέβαια όχι μόνον στην εμφάνιση, μια και είναι γνωστή η κοινωνική δραστηριότητα των βυζαντινών μοναχών και κληρικών. Οι βένετοι στασιώτες δέχτηκαν αλλά και άσκησαν επίδραση στην κοινωνία του Βυζαντίου.

Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, περίοδο διωγμών, δεν ήταν δυνατόν να τεθεί θέμα για ιδιαίτερη εμφάνιση των κληρικών. Με την αναγνώριση όμως του χριστιανισμού εμφανίστηκε μία τάση που απέβλεπε στην εξύψωση του ιερατικού αξιώματος και στη διάκριση των κληρικών από τους υπόλοιπους χριστιανούς. Η τάση
όμως αυτή συνάντησε την αντίδραση της συγκλήτου που με τη συνείδηση ότι διαφυλάσσει τις αρχαιότερες και καλύτερες παραδόσεις της Ρώμης διεκδικούσε για τον εαυτό της μόνον ένα ιδιαίτερο κύρος.

Στην εποχή όμως του Ιουστινιανού μέσα στα πλαίσια της όλης πολιτικής του αυτοκράτορα αλλά και χάρη στην επίδραση των βένετων στασιωτών με τους οποίους, όπως είδαμε, οι κληρικοί είχαν κοινή δράση, το ρεύμα αυτό που απέβλεπε στην εξύψωση του ιερατικού αξιώματος, ενισχύθηκε και οι κληρικοί προβάλλουν ως ξεχωριστή τάξη με ιδιαίτερο σχήμα η ύπαρξη της τάξης αυτής γίνεται από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα
της κοινωνίας του Βυζαντίου.

Θα πρέπει ακόμη να δεχτούμε ότι οι κληρικοί υιοθέτησαν και στοιχεία της εμφάνισης και της ενδυμασίας των βένετων στασιωτών. Η γενειάδα έγινε απαραίτητο στοιχείο των κληρικών της Ανατολικής Εκκλησίας, ενώ από την άλλη μεριά τα φαρδιά μανίκια και το ευπάρυφο που χαρακτηρίζουν την ενδυμασία των στασιωτών, χαρακτηρίζουν και τα ενδύματα των κληρικών.

Στην επίδραση των βένετων στασιωτών και τη δημιουργία της τάξης των κληρικών θα πρέπει να αποδώσουμε, νομίζω, και την καθιέρωση από την εποχή αυτή στη βυζαντινή τέχνη του τύπου του γενειοφόρου Χρίστου. Ο τύπος αυτός είχε εμφανιστεί με την αναγνώριση του χριστιανισμού, τον 4ο αι., συνυπήρχε όμως με τον τύπο του αγένειου Χριστού, ο οποίος και υπερείχε. Από τον 6ο αι. όμως επικρατεί ο τύπος του γενειοφόρου Χριστού. Η μη ύπαρξη ανατολικών στοιχείων στη μορφή ορισμένων απεικονίσεων του Χριστού με γένια δείχνει ότι το ερώτημα «Ρώμη ή Ανατολή» που έθεσε ο J. Strzygowskij δεν αρκεί για να ερμηνεύσει τη βυζαντινή τέχνη. H εισαγωγή ή η καθιέρωση νέου τύπου
είναι δυνατόν να συνδέεται με πολιτικές ή κοινωνικές ανακατατάξεις.

Στην εποχή του Ιουστινιανού η αυτοκρατορία έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα. Εκτός από τα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι διάφορες συμφορές που έπληξαν την αυτοκρατορία. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, ο σεισμός του 526 κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά την Αντιόχεια, και τα θύματα λέγεται ότι έφτασαν τις 250.000. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση η κυβέρνηση του Ιουστινιανού ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει μία αυστηρότερη οικονομική πολιτική. Έδει δέ χρημάτων, τονίζει ο Ιωάννης
Λυδός, και ουδέν ήν άνευ αυτών πραχθήναι των δεόντων.

Οι ιδιαίτερες αυτές οικονομικοκοινωνικές συνθήκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής του Ιουστινιανού, ο οποίος δεν περιορίστηκε μόνον σε κηρύγματα υπέρ της κοινοκτημοσύνης και της ανακατανομής του πλούτου, αλλά προχώρησε σε μέτρα που έπλητταν τις ιθύνουσες τάξεις της αυτοκρατορίας.

Από την άποψη αυτή οι βένετοι στασιώτες μπορούμε να πούμε ότι προετοίμασαν και προπαγάνδισαν τη φορολογική πολιτική του αυτοκράτορα. Από τη στιγμή που τα μέτρα τέθηκαν σε ισχύ, η σκυτάλη πέρασε στους υπαλλήλους της αυτοκρατορίας. Σε Νεαρά του Ιουστινιανού αναφέρεται ότι οι υπάλληλοι «ενώ θα διατηρούν τα χέρια τους καθαρά από
δωροδοκίες θα πρέπει ως εθελοντές φρουροί να προσέχουν το τεράστιο κρατικό εισόδημα πολλαπλασιάζοντας το και εξαντλώντας κάθε δυνατή προσπάθεια για το καλό της αυτοκρατορίας». Σε περίπτωση που οι φορολογούμενοι αρνούνται να καταβάλουν τους φόρους, οι υπάλληλοι θα έπρεπε να τους αναγκάσουν να πληρώσουν. Αν και στη νομοθεσία διατηρήθηκε η διάκριση για τους honesti και humiles (δυνατούς και ευτελείς)
κατά την επιβολή ποινής, στην πράξη φαίνεται ότι η διάκριση καταργήθηκε. Έτσι θα πρέπει να εννοήσουμε όλες αυτές τις πληροφορίες που βρίσκουμε στον Προκόπιο για φυλακίσεις και δαρμούς.

Αν οι υπάλληλοι έδειχναν συμπάθεια προς τους υπηκόους και δεν τους πίεζαν για μεγαλύτερες εισφορές προς το δημόσιο, θεωρούνταν, μας λέει ο Προκόπιος, ότι είχαν αρχαιότροπον φύσιν και ότι ήταν αχρείοι τε και του καιρού το παράπαν αλλόκοτοι και παύονταν από την υπηρεσία. Αντίθετα όσοι από τους υπαλλήλους, συνεχίζει ο Προκόπιος, είχαν να επιδείξουν περισσότερους φόνους και ληστείες, αυτοί αποκτούσαν δόξα. Το γαρ του φονέως τε και λοστού ovoμα ες το του δραστηρίου αυτοίς αποκεκρίσθαι ξυνεβαινεν. Στον κατάλογο των ληστών και των φονιάδων που συμπεριλάμβανε τον Ιουστινιανό, τους βένετους στασιώτες και τους ορθόδοξους ιερείς, προστίθενται τώρα και οι υπάλληλοι. Είναι όλοι αυτοί που εμπνεύστηκαν, προπαγάνδισαν και εφάρμοσαν μια πολιτική που εστρεφετο κατά των ιθυνουσών τάξεων, τις οποίες και εκπροσωπεί ο Προκόπιος.

Η εποχή του Ιουστινιανού χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια για επιβολή του χριστιανικού ιδεώδους. Αν όμως ο κύκλος του Προκόπιου θεωρούσε την προσπάθεια αυτή καταστροφική για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, υπήρχαν άλλοι κύκλοι που διακατέχονταν από έντονη αισιοδοξία, την οποία και βλέπουμε να καθρεφτίζεται στο έργο του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη.

Από την άλλη μεριά η Αγία Σοφία με τον τεράστιο τρούλο της συμβόλιζε αυτό που πολλοί πίστευαν ότι είχε συντελεστεί στην εποχή του Ιουστινιανού, ότι δηλ. είχε επιτευχθεί η μίμηση της ουράνιας βασιλείας, ότι ο ουρανός κατέβηκε στη γη.

novoscriptorium.com , ΕΔΩ ΕΔΩ ΕΔΩ

, , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *