του Μανώλη Χατζημανώλη,
To 1477 ο άρτια εξοπλισμένος με μακροτοξότες (longbowmen), έφιππους κατάφρακτους (gendarmes) και πυροβόλα όπλα στρατός του δούκα της Βουργουνδίας Καρόλου του Τολμηρού συνετρίβη στο Νανσύ από μια δύναμη Ελβετών σαρισοφόρων, με τον ίδιο τον δούκα να πέφτει κατακρεουργημένος από απανωτά πλήγματα αλεβάρδας. Η καταστροφική ήττα του θεωρούμενου ως τότε ισχυρότερου στρατού της δυτικής Ευρώπης από μια δύναμη ορεσίβιων χωρικών προκάλεσε βαθιά εντύπωση στην ευρωπαϊκή αριστοκρατία και κυρίως στον πρίγκιπα Μαξιμιλιανό, τον διάδοχο του Γερμανού Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ’ (1452-1493). Βαθιά επηρεασμένος από τις νίκες των Ελβετών(1) κατά την διάρκεια των λεγόμενων Βουργουνδικών Πολέμων (1476-1477) και έχοντας κληρονομήσει ως γαμπρός του νεκρού δούκα εδάφη σε Φλάνδρα, Λουξεμβούργο και Βουργουνδία, ο Μαξιμιλιανός σύντομα βρέθηκε στην ανάγκη να υπερασπιστεί τις νέες του κτήσεις έναντι του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΑ’ (1461-1483). Πράγματι, στην μάχη της Ζινεγκάτ στις 7 Αυγούστου 1479, οι Φλαμανδοί σαρισοφόροι του Μαξιμιλιανού νίκησαν τους Γάλλους, πείθοντας τον Γερμανό μέλλοντα Αυτοκράτορα ότι την παντοδυναμία στο πεδίο της μάχης των σιδηρόφρακτων έφιππων αριστοκρατών είχε διαδεχθεί πλέον η κυριαρχία της σάρισας και των αγροίκων μεν, αλλά πειθαρχημένων και σκληροτράχηλων πεζών που τις χειρίζονταν.
Έχοντας κατά νου να δημιουργήσει ένα μόνιμο επαγγελματικό στράτευμα που θα μαχόταν κατά τα πρότυπα των Ελβετών σαρισοφόρων, o Μαξιμιλιανός προέβη σε εκτεταμμένη στρατολόγηση ανδρών από την Ρηνανία, την Αλσατία, την Άνω Γερμανία, την Ελβετία και τις Κάτω Χώρες και προσέλαβε Ελβετούς βετεράνους για να τους εκπαιδεύσουν. Μέχρι το 1486, το έτος της εκλογής του ως βασιλέα της Γερμανίας, είχε ήδη στην διάθεσή του δύο συντάγματα των 3-4.000 ανδρών (gevierthaufen=τετράγωνα πλήθη) τα οποία εκπαιδεύονταν στην Μπρυζ, ενώ μέχρι το 1488 σχηματίστηκε και ένα τρίτο στην Φρισία, το οποίο έλαβε το όνομα “Μαύρη Φρουρά” και σύντομα απέκτησε στάτους επίλεκτης μονάδας υπηρετώντας επί 12 χρόνια στις Κάτω Χώρες, στα σύνορα με την Δανία και στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας. Το 1490 άλλη μία στρατιά σχηματίστηκε στην Ανατολή για να πολεμήσει στην Βοημία και στην Ουγγαρία εναντίον των Οθωμανών.

Προκειμένου να εμφυσήσει πνεύμα μονάδας μεταξύ των ανδρών και των αριστοκρατών κατά βάση αξιωματικών τους, ο Μαξιμιλιανός ενθάρρυνε τους βαθμοφόρους του να προελαύνουν και να μάχονται πεζοί ανάμεσα στους στρατιώτες τους, ενώ για να εμπεδώσει στους ιππότες του το νέο πολεμικό ήθος εισήγαγε αγώνες πεζομαχίας στα διεξαγόμενα τουρνουά. Μάλιστα κι ο ίδιος πολέμησε αρκετά συχνά στις τάξεις των σαρισοφόρων του, μπαίνοντας μάλιστα θριαμβευτικά στην πόλη Γκεντ επικεφαλής συντάγματός τους στις 7 Ιουλίου 1485. Έχοντας αποκτήσει με αυτόν τον τρόπο ισχυρό πνεύμα μονάδας, ανάλογο με αυτό των Ελβετών “Reislaufer”, οι Γερμανοί Λαντσκνέχτε (Landsknechte=υπηρέτες της Χώρας) είχαν μόλις γεννηθεί.
Η συντήρηση βέβαια ενός μόνιμου στρατού τον 15ο αιώνα δεν ήταν ούτε εύκολη υπόθεση, ούτε φθηνή. Ως νεοεκλεγείς Γερμανός βασιλιάς ο Μαξιμιλιανός Α’ (1486-1519) χρειαζόταν επειγόντως νέα έσοδα κι αυτά προϋπέθεταν μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της κεντρικής βασιλικής εξουσίας έναντι των ημιαυτόνομων τοπικών δουκάτων που απάρτιζαν την γερμανική Αυτοκρατορία. Στην αυτοκρατορική Δίαιτα της Βορμς το 1495 και προκειμένου να βρεθεί χρηματοδότηση για την ιταλική εκστρατεία που προετοίμαζε ο νέος ηγεμόνας, οι Γερμανοί εκλέκτορες ενέκριναν έναν νέο, “αυτοκρατορικό”, φόρο. Όντας παραδοσιακά καχύποπτοι έναντι της αυτοκρατορικής εξουσίας οι Ελβετοί, που ειχαν συνάψει αμυντική συμμαχία με το δουκάτο της Βαυαρίας ήδη από το 1491, αντέδρασαν συμπεριλαμβάνοντας το 1495 στην συνθήκη αυτή και τον βασιλιά της Γαλλίας Kάρολο Η’. Με τον Μαξιμιλιανό από την άλλη να είναι εξίσου αποφασισμένος να επιβάλει την αυτοκρατορική μεταρρύθμιση και στους Ελβετούς, το 1499 ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Αυτοκρατορίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (Eidgenossenschaft). Η σύγκρουση αυτή, που έμεινε γνωστή ως Σουηβικός Πόλεμος (Ιανουάριος-Σεπτέμβριος του 1499), κατέληξε σε περιφανή νίκη των Ελβετών και αποτέλεσε την αρχή μιας αδυσώπητης έχθρας μεταξύ των ταπεινωμένων Landsknechte και των μισητών “chueschweizer” (σε ελεύθερη απόδοση “γελαδάρηδες τoυ Schwyz”, ένα απ΄τα αρχικά καντόνια της Συνομοσπονδίας από το οποίο τελικά έλαβε την διεθνή ονομασία του το σύνολο της χώρας, Schweiz/Switzerland) που θα διαρκούσε καθ’όλη την διάρκεια του 16ου αιώνα.
Την αναδιοργάνωση των Αυτοκρατορικών θα αναλάμβανε στο εξής ο στρατάρχης Georg von Frundsberg, ο λεγόμενος και “Πατέρας” των Landsknechte. Υπό την ηγεσία του, οι Γερμανοί σαρισοφόροι απέκτησαν νέα, αυστηρά οργανωμένη ιεραρχία, ενώ παγιοποιήθηκαν τα συστήματα στρατολόγησης, διοικητικής μέριμνας και ο δικαιικός τους κώδικας, τα λεγόμενα Άρθρα του Πολέμου, στον οποίο υπάγονταν όλοι οι Λαντσκνέχτε από την στιγμή της στρατολόγησής τους. Παράλληλα, κατά την αυγή του νέου αιώνα εισήχθησαν στις τάξεις τους και τα φορητά πυροβόλα όπλα, τα οποία άρχισαν να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στο πεδίο της μάχης.
Με την Γερμανική Αυτοκρατορία εκείνη την εποχή να μην είναι ουσιαστικά κάτι παραπάνω από μια συνομοσπονδία δουκάτων και πόλεων-κρατών χωρίς κεντρικά οργανωμένο σύστημα στρατολόγησης, την στρατολόγηση των Landsknechte αναλάμβαναν κατόπιν Εντάλματος (Bestallungbrief) έμπιστοι στρατολόγοι/συνταγματάρχες (obrists). Αφού καθορίζονταν με χαρακτηριστική γερμανική μεθοδικότητα οι όροι στρατολόγησης, οι μισθοί των στρατιωτών, το μέγεθος του συντάγματος και η διάρκεια της ένοπλης υπηρεσίας (συνήθως 3 έως 6 μήνες), ο συνταγματάρχης μαζί με το επιτελείο του (συνήθως μέχρι 22 αξιωματικοί) αναλάμβαναν την προσέλκυση ανδρών για την στελέχωση του συντάγματός τους (gevierthauf). Η διαδικασία με την πάροδο του χρόνου έλαβε σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα: αφού οι λοχαγοί του υπό συγκρότηση συντάγματος συγκέντρωναν βετεράνους και νεοσύλλεκτους από διάφορα “στέκια” ανά την επικράτεια (συνήθως κάποια πόλη ή χωριό με τα οποία είχαν προσωπικούς δεσμούς) χτυπώντας τελετουργικά ταμπούρλα που ανήγγειλαν την άφιξή τους και διαβάζοντας υψηλοφώνως το Ένταλμα, έδιναν κατόπιν οδηγίες για συγκέντρωση και επιθεώρηση σε προκαθορισμένο μέρος και χρόνο (συνήθως εντός ενός μήνα). Όταν η ημέρα της κατάταξης έφτανε, οι νεοσύλλεκτοι συγκεντρώνονταν στον συμφωνημένο τόπο και αφού περνούσαν από επιθεώρηση και αξιολόγηση (ο κάθε νεοσύλλεκτος όφειλε να φέρει τον δικό του οπλισμό και να είναι σχετικά εύρωστος για να αντέχει στις κακουχίες μιας εκστρατείας), εντάσσονταν στους λόχους της επιλογής τους. Κατόπιν, αφού ο συνταγματάρχης τούς διάβαζε τα Άρθρα του Πολέμου (ένα σύνολο στρατιωτικών κανόνων τους οποίους οι στρατιώτες όφειλαν να ακολουθούν πιστά και των οποίων οι παραβάτες τιμωρούνταν με ποινές που ποίκιλλαν από ραβδισμούς μέχρι και θάνατο ανάλογα με την βαρύτητα της παράβασης), οι νεοσύλλεκτοι ορκίζονταν “να υπηρετούν τον Αυτοκράτορα καλώς και να υπακούουν στους ανωτέρους τους χωρίς αντίρρηση και καθυστέρηση” και λάμβαναν τον πρώτο τους μισθό (sold).

Κάθε σύνταγμα (gevierthauf) ήταν ένας βαθύς τετράγωνος σχηματισμός που συγκροτείτο από περίπου 10 λόχους (“fahnlein”=”λάβαρα” των 300-500 ανδρών). Κάθε λόχος αποτελείτο από σαρισοφόρους και αλεβαρδιέρους. Επίλεκτοι doppelsoldner, θωρακισμένοι βετεράνοι εξοπλισμένοι με σάρισες ή κυματιστά ξίφη δύο χεριών τύπου “flammberg”, παρατάσσονταν στους πρώτους ζυγούς μάχης (rottmeister) και λάμβαναν τον διπλό μισθό από αυτόν ενός κοινού στρατιώτη. Επικεφαλής του λόχου ήταν ένας λοχαγός, διορισμένος από τον συνταγματάρχη, που πλαισιωνόταν από έναν υπολοχαγό και τον λαβαροφόρο του λόχου. Κάθε λόχος είχε και έναν αρχιλοχία (feldweibel), επιλεγμένο από τον συνταγματάρχη μεταξύ των ανδρών του λόχου για την εμπειρία του, την αξιοπιστία του και την ανδρεία του, για να τηρεί την τάξη μάχης. Υφιστάμενοι του αρχιλοχία ήταν συνήθως δύο λοχίες (gemeinweibel) εξοπλισμένοι με αλεβάρδες, που λάμβαναν θέση στα δύο άκρα του μπροστινού ζυγού. Σε έναν τυπικό λόχο 400 ανδρών, με εύρος 20 στοίχων (rotten) και βάθος 20 ζυγών (glieder), κάθε ένας 20 από τους αμοιβόμενους με διπλό μισθό rottmeister ηγείτο 20 ανδρών, ενώ την τάξη των υπαξιωματικών συμπλήρωναν οι ουραγοί, ο fuhrer (ένα είδος δικηγόρου που αναλάμβανε την υπεράσπιση των ανδρών του λόχου στο στρατοδικείο του συντάγματος) και ο fourier που αντιπροσώπευε τα συμφέροντα του λόχου στον στρατοπεδάρχη. Όλοι οι υπαξιωματικοί από τον βαθμό του λοχία και κάτω επιλέγονταν από τους στρατιώτες με ψήφο για θητεία ενός μήνα.
Καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ των αντίπαλων τμημάτων σαρισοφόρων ήταν εξαιρετικά φονικές, σε κάποια συντάγματα υπήρχε και μια μονάδα “αυτοκτονίας” (“verlorene haufen”), επανδρωμένη κατά κανόνα από καταδίκους ή αιχμαλώτους. Οι άνδρες αυτοί, εξοπλισμένοι κατά κανόνα με βαριές θωρακίσεις και ξίφη δυο χεριών, αναλάμβαναν το δύσκολο έργο της διάρρηξης του τείχους αιχμών του αντίπαλου τετραγώνου σαρισοφόρων. Οργανικά τμήματα βαλλιστροφόρων είχαν ως αποστολές την παρενόχληση με τοξεύματα του εχθρού, καθώς και την προκάλυψη του συντάγματος κατά την πορεία ή την προέλαση μέσα από δύσβατα εδάφη. Με την ένταξη στους ευρωπαϊκούς στρατούς των φορητών πυροβόλων όπλων, από το 1522 τις βαλλίστρες αντικατέστησαν μαζικά τα αρκεβούζια και αργότερα τα μουσκέτα.
Στα ανώτερα κλιμάκια, τον συνταγματάρχη (obrist) πλαισίωνε μια πλειάδα αξιωματικών με κυριότερους τον στρατοπεδάρχη (quartiermeister), τον επικεφαλής της επιμελητείας του συντάγματος (proviantmeister), τον στρατιωτικό δικαστή (schultheiss), τον στρατονόμο (provost), τον φρούραρχο (watchmeister, επικεφαλής για την ασφάλεια του στρατοπέδου και της εφοδιοπομπής), τον επικεφαλής ιατρό εκστρατείας (feldarzt) και τον ταμία (pfennigmeister). Καθώς οργανωμένη επιμελητεία με την σύγχρονη έννοια δεν υπήρχε, κάθε σύνταγμα ακολουθείτο από ένα συνονθύλευμα τεχνιτών, εμπόρων και γυναικών του στρατοπέδου που αναλάμβαναν επί πληρωμή να ικανοποιήσουν κάθε ανάγκη των στρατιωτών.
Σε περίπτωση μεγάλης εκστρατείας όπου συγκεντρώνονταν πολλά συντάγματα, επικεφαλής του στρατού ήταν ένας στρατηγός (feldobrist) ή ακόμα κι ένας στρατάρχης (generalfeldobrist).
Έχοντας αποδείξει την αξία τους πολεμώντας στους Ιταλικούς Πολέμους, στο μέτωπο της ανατολής εναντίον των Οθωμανών (Α’ Πολιορκία της Βιέννης το φθινόπωρο του 1529, μάχες στην Ουγγαρία) και στην βόρεια Αφρική (Πολιορκία Τύνιδας 1535), το κοινωνικό στάτους των Λαντσκνέχτε ανέβηκε κατακόρυφα. Στο απόγειο της ισχύος τους ένας απλός στρατιώτης λάμβανε ως μισθό το ποσό των τεσσάρων γκίλντερ, ποσό διπλάσιο από αυτό που λάμβανε ένας εργάτης. Ενδεικτικές της αναβαθμισμένης θέσης τους στην κοινωνική κλίμακα της εποχής, ήταν και οι φανταχτερές ενδυμασίες τους. Σε μια περίοδο που ο απλός λαός υποχρεωνόταν λόγω κοινωνικών συμβάσεων και ένδειας σε ένα εξαιρετικά συντηρητικό dress code, οι Γερμανοί σαρισοφόροι, ακολουθώντας την τάση που πρωτοεισήγαγαν οι ανυπότακτοι Ελβετοί ομόλογοί τους, ήταν πραγματικά fashion icon της εποχής τους: φορούσαν πολύχρωμες ενδυμασίες, φανταχτερά καπέλα με φτερά στρουθοκαμήλου, κολάν με προκλητικά διογκωμένους καβάλους, ενώ διατηρούσαν επιμελώς μακριές μουστάκες και γένια. Σε παρατήρηση που έγινε προς τον εστεμμένο ως Αυτοκράτορα πλέον Μαξιμιλιανό (στέψη το 1508) από ευγενή του για τον “απρεπή” τρόπο ένδυσης των ανδρών του, εκείνος απάντησε χαρακτηριστικά:
“Άστους. Με τον άθλιο και μίζερο βίο που διάγουν, ας μην τους στερήσουμε λίγη διασκέδαση”.
Αν και η αρχική πρόθεση του Μαξιμιλιανού ήταν να μετατρέψει τους Λαντσκνέχτε σε μόνιμο στρατό της αυτοκρατορίας του, ούτε αυτός ούτε οι διάδοχοί του διέθεταν επαρκή κεφάλαια γι’αυτόν τον σκοπό. Έτσι οι Λαντσκνέχτε σταδιακά άρχισαν να στρέφονται και σε άλλους εργοδότες, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους σε ισχυρούς πολέμαρχους της εποχής τους ή και σε εχθρικές προς την αυτοκρατορία δυνάμεις, όπως τα ιταλικά δουκάτα ή το βασίλειο της Γαλλίας. Mια μονάδα Γερμανών μισθοφόρων με την μακάβρια ονομασία “Μαύρος Λόχος” τέθηκε επί δέκα χρόνια στις υπηρεσίες του Γάλλου βασιλιά Φραγκίσκου Α’, πολεμώντας μάλιστα μέχρις εσχάτων κατά την μάχη της Παβίας (1525), ενώ άλλες βρέθηκαν στην Ισπανία να μάχονται εναντίον των μουσουλμάνων της Βαλένθια (1526). Αυτή η επιτυχημένη μισθοφορική σταδιοδρομία όξυνε την ήδη υπάρχουσα έχθρα με τους Ελβετούς. Τον Σεπτέμβριο του 1515 οι Landsknechte του Φραγκίσκου Α’ της Γαλλίας (1515-1547) πολέμησαν ασταμάτητα επί δύο μέρες(!) εναντίον ενός ελβετικού στρατού στο Μαρινιάνο, ενώ καμία από τις δύο πλευρές δεν συνελάμβανε αιχμαλώτους. Η αγριότητα της σύγκρουσης μεταξύ των δύο ισχυρότερων μισθοφορικών πεζικών δυνάμεων του 16ου αιώνα αποτέλεσε έμπνευση για τους καλλιτέχνες της εποχής, ενώ οι συνηθισμένοι σε άλλο κώδικα ηθικής ευγενείς αναφέρονταν με αποτροπιασμό σε αυτού του είδους τις φονικές συγκρούσεις ως “Κακό Πόλεμο” (εικόνα 2).
Όπως προαναφέρθηκε, η καθυστέρηση των μισθών των μισθοφόρων μπορούσε να προκαλέσει επικίνδυνες καταστάσεις. Το 1490 οι απλήρωτοι Λαντσκνέχτε του Μαξιμιλιανού Α’ αρνήθηκαν να συνεχίσουν την πορεία τους προς την Βουδαπέστη εναντίον των Οθωμανών και επέστρεψαν στα σπίτια τους “φορτωμένοι με λάφυρα”, ενώ οι απλήρωτοι Λουθηρανοί μισθοφόροι του Καρόλου Ε’ (1519-1556) υπό τον στρατηγό Κάρολο ντε Μπουρμπόν λεηλάτησαν άγρια την Ρώμη το 1527, εξοντώνοντας την Ελβετική Φρουρά του Πάπα.
Η εξέλιξη της πολεμικής τέχνης μοιραία επηρέασε και την ιστορική πορεία των Landsknechte. Η ολοένα αυξανόμενη εισαγωγή των πυροβόλων όπλων ήδη από την εποχή των Ιταλικών Πολέμων ανάγκασε τους Γερμανούς μισθοφόρους να προσαρμοστούν αναλόγως, αυξάνοντας την αναλογία των αρκεβουζιοφόρων (κι αργότερα των μουσκετοφόρων) έναντι των σαρισοφόρων στις τάξεις τους. Οι Ιταλικοί Πόλεμοι επίσης αποτέλεσαν την τελευταία μεγάλη σύρραξη κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε τόσο μεγάλος αριθμός μισθοφόρων, καθώς κύριο μέλημα των Ευρωπαίων ηγεμόνων στο εξής θα ήταν η συγκρότηση μόνιμων “εθνικών” στρατών.

Πράγματι, τα οργανωμένα σε μόνιμη βάση και στελεχωμένα σχεδόν αποκλειστικά με Ίβηρες “ισπανικά” συντάγματα των Αψβούργων (tercio) θα επισκίαζαν στο εξής τους άστατους και παραδόπιστους Γερμανούς που από τα μέσα του 16ου αιώνα άρχισαν να χάνουν ραγδαία σε κύρος. Χαρακτηριστικό αυτής της πραγματικότητας άλλωστε είναι και το ότι ο μισθός (sold) ενός μέσου στρατιώτη παρέμεινε σταθερός, παρά τον πληθωρισμό, στα 4 γκίλντερ σχεδόν επί εκατό χρόνια. Παρόλα αυτά γερμανικά μισθοφορικά συντάγματα, θα εξακολουθούσαν να υπηρετούν την αυτοκρατορία μέχρι και τον φονικό Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648), καθώς χιλιάδες επίγονοι των Landsknechte, φέροντας το λιγότερο πομπώδες όνομα soldaten πλέον, θα κατατάσσονταν στους μισθοφορικούς στρατούς του αυτοκράτορα Φερδινάνδου Β’ (1619-1637) υπό τον στρατηγό Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταιν και της Καθολικής Λίγκας υπό τον Γιόχαν Τσερκλαες του Τίλλυ. Αυτή η σύγκρουση υπήρξε και η τελευταία για τους Γερμανούς μισθοφόρους. Οι καταστροφές που προκάλεσαν τα ανεξέλεγκτα μισθοφορικά στρατεύματα κατά την διάρκεια της σύγκρουσης αυτής, καθώς και οι οργανωτικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις που έφεραν πρωτοπόροι όπως ο Σουηδός βασιλιάς Γουστάβος Αδόλφος (1611-1632) και ο Ολλανδός κυβερνήτης Μαυρίκιος του Νασσάου (1618-1625), έπεισαν πλέον τους Αψβούργους πως οι άλλοτε επίφοβοι Landsknechte δεν ήταν παρά ένα παρωχημένο απομεινάρι του παρελθόντος. Την σκυτάλη πλέον θα αναλάμβαναν τα επαγγελματικά, οργανωμένα σε τάγματα τυφεκιοφόρων, “εθνικά” συντάγματα πεζικού.
Σημειώσεις:
Η ονομασία “Ελβετοί” ή “Schweizer” είναι αναχρονιστική καθώς το σύνολο των καντονιών και πόλεων που συγκροτούσαν την Ελβετική Συνομοσπονδία ονομαζόταν τότε Eidgenossenschaft ή απλά Συνομοσπονδία και οι Ελβετοί μισθοφόροι λέγονταν Eidgenossen (Συνομοσπονδιακοί) ή Reislaufer.
Πηγές:
1.John Richards, Landsknecht Soldier. Εκδόσεις Osprey
2.Landsknechts – The Most Sought After Mercenaries in Europe | Late Medieval & Early Modern Warfare:
https://www.youtube.com/watch?v=0gUOSVm2b9E
3.The Italian Wars 1494-1559: War, State and Society in Early Modern Europe
4.Παντελής Καρύκας, Η Χρήση του Πεζικού κατά την Αναγέννηση, Στρατιωτική Ιστορία τεύχος 50.