«Ψηλαφητὸν νύκτερον σκότος» : Το Βυζάντιο απέναντι στο ιστορικό του όριο

Βαγγέλης ΣταυρόπουλοςΑΝΤΙΦΩΝΟ

– Λορεντζάτος: Δε νομίζεις πως ορισμένες λέξεις από την δημοτική ή ακόμα κάποιος τόνος του λόγου μας λίγο à lapallicare, μας αρέσουν επειδή ξυπνούν μέσα μας μία χορδή ανδρισμού ή λεβεντιάς που ασυνείδητα συνάπτομε με το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν μας – δεν νομίζεις πως οι λέξεις αυτές ή ο τόνος είναι άσχετες με τον λυρισμό; (…) Είναι λίγο εύκολο να κάνεις μάτια να δακρύσουν ή λαρύγγια να κομπιάσουν θίγοντας χορδές εθνικές ή αρειμάνιες, στις οποίες όλοι είμαστε ακόμα ευαίσθητοι.

– Σεφέρης: (…) Νομίζω σωστά το βλέπεις το πράγμα, αλλά δεν είναι μόνο φαινόμενο δικό μας. Ανάγεται στην κατηγορία της συναισθηματικής συνήθειας. (…) Αν εμάς αυτό μας συγκινούσε γιατί ξυπνά μέσα μας μια χορδή ανδρισμού θα ήταν θαυμάσια τα πράγματα. Αλλά φοβούμαι πολύ πως μας συγκινεί γιατί συγκίνησε άλλους, γιατί πήραμε τη συνήθεια πως είναι συγκινητικό.

Γράμματα Σεφέρη – Λορεντζάτου (1948-1968),

                                                                                          Δόμος, Αθήνα, 1990, 28-31.

Θα ήταν φρόνιμο να παραμερίσουμε – για μία στιγμή – τις γνήσια ιστορικές περιοδολογήσεις και να στραφούμε προς δύο βυζαντινά ποιητικά σημεία.

Το πρώτο, ένας ίαμβος του Ιωάννη Γεωμέτρη, επιγραφόμενος Εἰς τὴν ἀπόστασιν, δηλαδή Στίχοι για την αποστασία – το πραξικόπημα (= ΙΩΑΝΝΗ ΓΕΩΜΕΤΡΗ, Ο τρομερός του νου μου ο έρωτας τυφλώνει, ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ, Γ. (μτφρ.-επ.), Αθήνα, Αρμός, 2012, σελ. 18-21). Το ποίημα του Γεωμέτρη, ο οποίος υπήρξε ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος, γράφτηκε με αφορμή την απόσχιση των δυνάμεων του Βάρδα Σκληρού και την σύνταξη ενός σημαντικού αντικαθεστωτικού μετώπου με σκοπό την ανατροπή του Βασιλείου Β’. Η σύνθεση ετούτη οριοθετεί την μετάβαση από τον μακεδονικό 10ο αιώνα στην πολιτειακή κρίση του 11ου. Παρά την αναφορά του Γεωμέτρη στην εμφύλια διαμάχη, το στιχούργημα αναπτύσσεται σε άλλον νοηματικό άξονα: Το πραξικόπημα δεν είναι παρά η αφορμή για να επισημανθεί η ανάλυση του αυτοκρατορικού χώρου και οι πολυμέτωπες εξωτερικές εστίες. Ο Γεωμέτρης είναι αυστηρός ρεαλιστής, κι αυτό φαίνεται, για παράδειγμα, όταν εκτιμά πως η επέλαση των Σελτζουκιδών στην Μικρασιατική κινητοποιείται από την δυναμική μίας νέας θρησκείας.

Έγραφε: « Μα έγινε σκοτάδι πια ο ήλιος* και της σελήνης κρύφτηκε με μιας το φέγγος* και, νέας θρησκείας παράξενο σημάδι, εφάνη* καινούργιο αστέρι ». Το ερμηνευτικό κλειδί για την πραγματική σημασία του επιγράμματος – Εἰς τὴν ἀπόστασιν –  δίνεται στον αμέσως επόμενο στίχο : « Όμως εγώ δεν συλλογιέμαι* μηδέ τη ραθυμιά, μηδέ τα εγκλήματά μου ». Προφανώς, ο στίχος αυτός σώζει την ειρωνική συντριβή των κατανυκτικών ύμνων, όπου η πρόθεση μετάνοιας υφίσταται, χωρίς την κίνηση προς την μετάνοια. Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν υποδηλώνεται η ταπείνωση του εξομολογούμενου, αλλά η θανάσιμη επιμονή του στην άγνοια. Υπερθεματίζει και καταλήγει: « Μα κοίταξέ με, κοίταξέ με μ’ οίκτο, Λόγε* λυπήσου μας, σταμάτα πια τη φρίκη ετούτη:* σφαγές, αλώσεις πόλεων, μάχες, ανταρσίες,* φυγές, διώξεις, αρπαγές, ποινές και κρίσεις˙* λυπήθηκες τη Νινευή την πολιτεία* και τον λαό που τότε αμάρτησε, το ξέρω.* Το ποίμνιο που εξαγόρασες με το αίμα σου είμαι,* Χριστέ, η μάντρα σου είμαι˙αυτά η δική σου πόλη,* η πόλη σου βοά, των συμφορών της κοίτα* την άβυσσον˙ως πότε θα υποφέρει; ». Με σαφήνεια, η « αποστασία » των Βυζαντινών παραλληλίζεται με εκείνη της Νινευή και λίγο ως πολύ, η ιστορική συνθήκη συνίσταται ως απορροή ενός συνόλου επιλογών και δράσεων, οι οποίες επί τέλους διυλίζονται στον ορίζοντα του φυσικού και του θείου νόμου. Αυτό που λέει εδώ ο Γεωμέτρης δεν αποδίδεται με τον όρο του πραξικοπήματος, αλλά μίας συλλογικής – κοινωνικής και πολιτικής – τυφλότητας.

Δύο αιώνες μετά απ΄την εποχή του Ιωάννη Γεωμέτρη, ο κοιαίστωρας και διδάσκαλος Κωνσταντίνος Στιλβής συνέταξε οκτακόσιους ιαμβικούς στίχους με αφορμή την πυρκαγιά που ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη στις εικοσιπέντε Ιουλίου του 1198. Επιγράφεται : « Ἐπὶ τῷσυμβάντι ἐν Κωνσταντινουπόλει μεγάλῳ ἐμπρησμῷ» (= Cod. Marc. gr. 524, f.10v). Την πυρκαγιά και την ταραχή υποκίνησαν οι Λατίνοι της πρωτεύουσας ως υλικό και ηθικό αντίποινο στον επαμφοτερισμό των Αγγέλων. Κατά έναν τρόπο, ο αναγνώστης, αν και το ύφος του Στιλβή τείνει προς ένα αιωρούμενο ύψος, μπορεί να διακρίνει το στιχούργημα ετούτο ως μία μεταφορά για το τέλος της Αυτοκρατορίας, τουλάχιστον, ως μία ιστορική προοικονομία των όσων ο Νικήτας Χωνιάτης θα αφηγηθεί στα 1204 ή ως τελετουργική επανάληψη εκείνων, που ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης στα 1185, ήδη, κατέγραψε κατά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τις νορμανδικές δυνάμεις. Σημειώνουμε: « Τὴν πατρίδα θρηνῶμεν ἠνθρακωμένην,* τὴν βασιλίδα πενθικῶς ἐσταλμένην* (…) οὐ χάριεν γὰρ πατρίδος καπνὸν βλέπειν* ἢν ἀποθρώσκη δριμὺς ἐκ τῶν καυμάτων ». Οι στίχοι του Στιλβή, κατάσπαρτοι κλασικισμούς, άλλοτε δίνουν την εντύπωση ελπίδας εφήμερης – όσο για παράδειγμα διακρίνει την Αυτοκρατορία όμοια με τον μυθικό φοίνικα – κι άλλοτε πάλι εντυπώνονται ρεαλιστικοί, αν κι όχι χωρίς την δύναμη να αντισταθεί σε λυρισμούς – « Ω πῦρ, βαβαὶ πῦρ, καὶ τρίτον καὶ πολλάκις ». Αυτός ο λυρισμός, ωστόσο, μαρτυρά την λεπτή αισθητική απόλαυση, που οι Βυζαντινοί διανοούμενοι αγαπούσαν να χαίρονται ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές της δικής τους ζωής και της Ιστορίας.

Ανάμεσα στους δύο, Στιλβή και Γεωμέτρη, δύο αιώνες χάσκουν: Ο ενδέκατος που συνδέθηκε με την πολιτική κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, κι ο δωδέκατος που περιγράφεται από την κομνήνεια ανάκαμψη και την ισχυροποίηση της βυζαντινής γεωπολιτικής θέσης. Η Δυναστεία των Κομνηνών, όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης σημείωνε, υπήρξε για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία μία παρατεταμένη άνοιξη – τὸ Κομνηνόθεν ἔαρ –  που διήρκησε έναν ολόκληρο αιώνα, αφήνοντας τους μύθους της να στοιχειώνουν έως και τις ημέρες μας την συλλογική μνήμη και τα πολιτικά μεσσιανικά οράματα λαών σαν τον ελληνικό, συντηρώντας αναλόγως θεσμικές επιπλοκές μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας που εμφωλεύουν σε ύστερες παραδόσεις, όπως ο Δικέφαλος Αετός της αποκαλούμενης ως σημαίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σύμβολο σήμερα, της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, της πλειοψηφίας των υπόλοιπων ορθόδοξων – σλαβικών – κυρίως λαών, χωρίς αυτό να εξαιρεί την Αλβανία, και έρεισμα διάφορων ακροδεξιών συλλογικοτήτων ή ακόμα και ομάδων με απολυτρωτικές αντιλήψεις.

Το τέλος της βασιλείας του Μανουήλ Α’, που συμπίπτει με τον θάνατό του ως μοναχός Ματθαίος, τον Σεπτέμβρη του 1180, σήμανε και την αρχή του τέλους για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Σημείο αναφοράς σε αυτήν την ιστορικά πρωτοφανή υποχώρηση των ζωτικών δυνάμεων υπήρξε η διάλυση των πολιτειακών δομών και η προχωρημένη αποσύνθεση των θεσμών. Επισημαίνω και υπογραμμίζω: Η κατάρρευση αυτή συντελείτο σε μία περίοδο αυξημένης πολιτιστικής κινητικότητας και άνθισης του αστικού βίου. Στην ουσία, είτε το « καθεστώς », δηλαδή τα στενά δυναστικά συμφέροντα, είτε συγκεκριμένες συνομαδώσεις, όπως για παράδειγμα η πολιτική ή η εκκλησιαστική αριστοκρατία, αποτελούσαν εγγενώς φορείς αποσταθεροποίησης των κοινωνικών δομών και της πολιτειακής τάξης.

Ο φιλότιμος αναγνώστης θα έχει εντοπίσει, πως η κατάρρευση του ενδέκατου αιώνα έχει συνδεθεί συντριπτικά, στο επίπεδο της σύγχρονης βιβλιογραφίας, με την ήττα των βυζαντινών δυνάμεων υπό τον Ρωμανό Δ’ Διογενή, από τις δυνάμεις των Σελτζουκιδών στο Μαντζικέρτ (26.VIII. 1071). Το Μαντζικέρτ, στην ουσία υπήρξε το ορατό σημείο της βαθύτατης θεσμικής κρίσης, που διέτρεχε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ήδη από τους χρόνους της διακυβερνήσεως της Μακεδονικής Δυναστείας.  Η πολιτική χρεωκοπία, η αποσύνθεση των θεσμικών δομών, η γεωστρατηγική υποβάθμιση, η ταπείνωση του συλλογικού γοήτρου έφερναν τις κοινωνικές και τις πολιτειακές αντοχές σε οριακά επίπεδα. Αναλόγως όμως, ο αιώνας των Κομνηνών συνδέεται με τρείς ήττες « κλειδιά » στο πεδίο της γεωπολιτικής σκακιέρας: i. 18/Χ/1081: Τα στρατεύματα του Αλεξίου A’ ηττώνται στο Δυρράχιο από τις δυνάμεις του Νορμανδού ηγεμόνα της Σικελίας Ροβέρτου Γυϊσκάρδου. Οι Νορμανδοί προελαύνουν καταλαμβάνοντας τα Ιωάννινα και την Λάρισα, ii. V/1156: Οι Βυζαντινοί συντρίβονται από τις νορμανδικές δυνάμεις στο Πρίντεζι. Η ήττα αυτή σημαίνει το τέλος της θεσμικής βυζαντινής παρουσίας στον χώρο της ιταλιωτικής Μεγάλης Ελλάδας και την υποβάθμιση του ελληνορωμαϊκού στοιχείου, iii. 17/IX/1176: Οι δυνάμεις του Μανουήλ Α’ ηττώνται από τους Σελτζούκους Τούρκους στο εγκαταλελειμένο οχυρό του Μυριοκέφαλου. Ο Αυτοκράτορας οριακά γλιτώνει την αιχμαλωσία και μοιραία συνδέει το γεγονός με την ήττα του 1071. Στο εξής και παρά τις σημαντικές νίκες που ακολούθησαν, οι αντοχές του Μανουήλ Α’ καταρρέουν, πέφτει σε κατάθλιψη με σαφή σημάδια παράνοιας, τρεφόμενης από το βαθύ μεσσιανικό του άγχος.

Οι ήττες αυτές δεν συνεπάγονται την εγγενή αποτυχία του αυτοκρατορικού πολιτικού προγράμματος. Περιγράφουν ωστόσο την κόπωση των ιστορικών αντοχών του Βυζαντίου, παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες προσαρμογής στις καταιγιστικά μεταλλασσόμενες συνθήκες. Πριν από όλα όμως αναγκάζουν σε μία προσεχτική εξέταση των αιτίων αυτής της υποχώρησης. Πιστεύω, πως είναι φρόνιμο, αλλά και η σημερινή πολιτική και κοινωνική συγκυρία το επιβάλλει, να αναζητήσουμε τα αίτια αυτά, όχι στην περίοδο της κατάρρευσης, αλλά στο περιβάλλον εκείνο που τροφοδότησε την αποκαλούμενη ακμή. Στην ακμή λοιπόν ή καλύτερα στην περίοδο ευημερίας, πρέπει να στραφούμε για να αναζητήσουμε τα αίτια της κρίσης. Μήπως ο πυρήνας του προβλήματος πρέπει να αναζητηθεί στην περίοδο του απογείου της ισχύος των Βυζαντινών, στον αιώνα των Μακεδόνων;

Επιλέγοντας το κλασσικό παράδειγμα του Μιχαήλ Ψελλού διαπιστώνουμε, πως από την χρονογραφική αφήγηση της βασιλείας του τελευταίου Μακεδόνα Αυτοκράτορα, του Βασιλείου Β’ (976-1025) δεν έλειπε διόλου η αιχμηρότατη κριτική και τα βαθύτατα ειρωνικά σχόλια. Σταχυολογούμε: « Ο Βασίλειος διακυβερνούσε τα πολιτικά πράγματα όχι σύμφωνα με τους γραπτούς νόμους, αλλά τους άγραφους, εκείνους που βρίσκονταν στο ευφυές πνεύμα του. Γι’ αυτό και δεν έδινε σημασία στους λογίους, αλλά τους περιφρονούσε βαθύτατα. (…) Δεν φρόντισε να διατηρήσει τους παλαιούς θεσμούς, αλλά αφού ταπείνωσε τις πιο σπουδαίες οικογένειες, καθιστώντας τα μέλη τους ίσα με τους υπόλοιπους, άρχισε να διαχειρίζεται την εξουσία με μεγαλύτερη άνεση. Βασικά, μερίμνησε ώστε να έχει γύρω του μια μικρή ομάδα συνεργατών, που δεν διακρίνονταν μήτε για την ευφυΐα τους, μήτε για την ευγενική καταγωγή τους, αλλά ούτε και για την περίοπτη θέση τους στον χώρο των γραμμάτων. Σε αυτούς τους ανθρώπους εμπιστευόταν την εκτέλεση των βασιλικών του διαταγών και τους έκανε κοινωνούς των απορρήτων του κράτους ».

Είναι βέβαιο, πως ο συνεπής μελετητής θα αρθρώσει τις επιφυλάξεις του για την αντικειμενικότητα του Ψελλού. Δεν θα πρέπει όμως να είμαστε βιαστικοί, καθώς η ιστορική αντικειμενικότητα είναι κάρβουνο αναμμένο. Εν προκειμένω, ο Ψελλός δεν παύει να είναι αντικειμενικός επειδή κρίνει, όπως δεν παύει να είναι αντικειμενικός όταν εγκωμιάζει. Ο έπαινος και ο ψόγος πολλές φορές λειτουργούν στην σκέψη των Βυζαντινών ως « καθαρές » συνθήκες κι όχι ως ρητορικά προκαλύμματα. Στην ουσία εκείνο που μας ενδιαφέρει από την παραπάνω παράγραφο είναι η εξής πρόταση: « Ο Βασίλειος διακυβερνούσε τα πολιτικά πράγματα όχι σύμφωνα με τους γραπτούς νόμους, αλλά τους άγραφους, εκείνους που βρίσκονταν στο ευφυές πνεύμα του ». Αυτό συνεπάγεται πως ο Αυτοκράτορας αποδομούσε το Κράτους Δικαίου δίνοντας θεσμική προτεραιότητα στην αυτοκρατορική εικόνα, της οποίας, οι θεσμικές λειτουργίες και εξουσίες σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, έπρεπε να υποτάσσονται με αυστηρότητα στις αρχές του Δικαίου. Αυτό, αποδιδόταν σε πολιτειακές, ηθικές και θρησκευτικές αρχές με εγγενώς δεσμευτικό χαρακτήρα. Καταχρηστικά, μπορούμε να πούμε, πως η μομφή του Ψελλού σήμαινε ότι ο Βασίλειος Β΄ ασκούσε με αντισυνταγματικό τρόπο την εξουσία του.

Μπορεί κανείς να παρατηρήσει, πως η κριτική του Ψελλού προοικονομεί ιδανικά την κριτική του Ιωάννη Ζωναρά προς τον Αλέξιο Α’ και την κριτική του Νικήτα Χωνιάτη προς τον Μανουήλ Α’, εκατό περίπου χρόνια από την εποχή του Βασιλείου Β’. Από την άλλη πλευρά, ο Michael Angold στο έργο του The Byzantine Empire 1025-1204, A political History, ορθά διέκρινε στην πολιτική παρακαταθήκη του Βασιλείου Β’ αρκετούς παράγοντες, που αποδυνάμωναν παρά ενίσχυαν τις δομές του Βυζαντίου. Ακόμη και έτσι όμως, σταθερά διαφεύγει της προσοχής μας, ένας θεμελιώδης παράγοντας, ψυχολογικής τάξεως, που ενίσχυσε την φορά της φθοράς του Βυζαντίου καθ’ όλον τον 11ο αιώνα: Αυτός υπήρξε το αίσθημα της πολιτειακής αυτάρκειας, που λάμβανε διαστάσεις αιωνιοτήτων, υπακούοντας στα προτάγματα του κρατικού μακεδονικού μύθου, σαφών και βαθύτατων παρά-θεολογικών και μετά- πολιτικών ριζωμάτων.

Πριν από αυτά όμως επικρατεί η διάθεση μίας θεσμικής « ελαφρότητας » που αποσυντόνιζε τις κοινωνικές δυνάμεις. Ήδη, η διαδοχή του Βασιλείου Β΄, από τον αδελφό του Κωνσταντίνο Η’ (1025-1028) προδιαθέτει τις πολιτειακές εμπλοκές που θα ακολουθούσαν: « Για τις υποθέσεις του κράτους αδιαφορούσε τόσο όσο ενδιαφερόταν για τους πεσσούς και τους κύβους. Τόσο πολύ τον κυριαρχούσε το πάθος του για αυτό το παιχνίδι και τέτοια τρέλα είχε μ’αυτό, ώστε ακόμα και τους πρέσβεις άφηνε να περιμένουν, αν βρισκόταν στην μέση της παρτίδας, και άλλα αναγκαιότατα παραμελούσε (…). Έτσι λοιπόν τον βρήκε ο θάνατος να παίζει στα ζάρια την αυτοκρατορία ».

Η απόλυτη ακατανοησία της βυζαντινής κοινωνίας και η εμμονική προσήλωσή της στα δυναστικά δίκαια των Μακεδόνων επιβεβαιώθηκε με την διαχείριση του ζητήματος της παραμονής στον θρόνο της Ζωής και της Θεοδώρας, γεγονότα που σφραγίστηκαν από την απάνθρωπη στάση προς τον Μιχαήλ Ε’ τον Καλαφάτη. Η βυζαντινή κοινωνία, κατά την περιγραφή του Ψελλού, συγκλονιζόταν από ένα αίσθημα που θύμιζε μαζικό « δαιμονισμό »: « Κάποιο πνεύμα ανώτερο έμοιαζε να έχει κυριεύσει τους πάντες. Κανείς δεν ήταν πια στην φυσική ψυχική του κατάσταση: το τρέξιμό τους ήταν μανιασμένο, τα χέρια τους πιο δυνατά, τα βλέμματα όλο φλόγα και ενθουσιασμό, οι μύες των σωμάτων σφιγμένοι. Κανείς στον κόσμο δεν ήθελε (…) να επιχειρήσει κάποιον κατευνασμό, κάποια μεταστροφή της γνώμης τους ». Όταν ο Μιχαήλ Ε’ κι ο θείος του Κωνσταντίνος καταφεύγουν ικέτες, κάνοντας χρήση του δικαίου του ασύλου στο Στούδιο, το πλήθος παραβαίνει ακόμη και τους ιερούς κανόνες και τούτο αφού ήδη η Θεοδώρα είχε αποκατασταθεί κατά την απαίτησή τους στον θρόνο. Ο Ψελλός κατέγραφε: « Το αποθηριωμένο πλήθος σήκωσε το χέρι εναντίον τους και, παραβαίνοντας τον ιερό νόμο, πάσχιζε να τους σύρει έξω από τον ναό, ενώ εκείνοι, προσβλέποντας προς το ιερό Ποίμνιο, εκλιπαρούσαν με γοερές κραυγές να μην διαψευστούν στις ελπίδες τους μήτε να εκδιωχθούν τόσο σκληρά από τον οίκο του Θεού όπου είχαν ζητήσει καταφύγιο. Οι περισσότεροι από τους παρευρισκόμενους έσκυψαν το κεφάλι ντροπιασμένοι για τα παθήματα των δύο ικετών, αλλά και δεν τολμούσαν να εναντιωθούν ανοιχτά στη δύναμη του ρεύματος ».

Η τελετουργική αυτή βία δεν υπήρξε σποραδικό φαινόμενο, αλλά μοιάζει να συντονιζόταν από τα αυτοκρατορικά δώματα. Υπήρχε ένας μυστικιστικός δεσμός βίας, που συνέδεε τον Βασιλέα με τους υπηκόους του˙βία, που σε καμία περίπτωση δεν εξέφραζε την υπέρβαση των κοινωνικών ορίων και την άρση των αντοχών της consensusomnium. Το κράτος της βίας ασκείται ως « καθαρή » (merum) βία. Τα παραδείγματα είναι πολλά, ο ενδέκατος αιώνας ωστόσο κι ο ύστερος δωδέκατος αποκρυσταλλώνουν το φαινόμενο, καθώς ο ιστορικός ρεαλισμός το απέδωσε στην πλέον σαφή του μορφή. Αυτός ο κύκλος της βίας, που χάραζε τα ιστορικά περιθώρια μοιάζει να συνιστά τον πυρήνα του σκεπτικισμού των Βυζαντινών απέναντι στις αντοχές του κόσμου του. Κι είναι σημαντικό, πως ετούτο προκύπτει κατά τις περιόδους της « ευημερίας ». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Λέοντος Διακόνου, του όποιου η Ιστορία καταγράφει την βασιλεία των Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννη Τζιμισκή. Η θέση του βρίσκεται ανάμεσα στην σφύρα της Ιστορίας και στον άκμονα του τέλους της. Αφενός, το Βυζάντιο φάνταζε μία Αυτοκρατορία ανεξάντλητη, συνομήλικη των προαιώνιων βουλών του Θεού, που όσο ήκμαζε, τόσο κοντύτερα βρισκόταν προς τα ουράνια αρχέτυπα. Άλλωστε, οι συντεταγμένες των αυτοκρατορικών ιδεολόγων δεν καθορίζονταν πλέον από την δυναμική της Στωικής Κοσμοπόλεως, αλλά από την υπερβατικότητα της Ουράνιας Ιεραρχίας του Αρεοπαγίτη. Γι’ αυτό και κατά κύριο λόγο, η « παρακμή » δεν ερμηνεύεται από τους Βυζαντινούς ως μέρες μίας σαφούς πολιτικής ευθύνης, βουλήσεως και πράξεως, αλλά ως ένα αποτέλεσμα αφηρημένων παρά- θεολογικών συνιστωσών.  Αυτός είναι και ο λόγος, που ιστορικοί του ύψους του Λέοντα Διακόνου διέκριναν ξεκάθαρα στην σκιά των λαμπρότερων ημερών της Αυτοκρατορίας τον άνεμο του τέλους της Ιστορίας, μίας Ιστορίας, όμως, εντός του έργου της οποίας κατοικεί η αλήθεια. Ο Λέοντας σημείωνε επ’ αυτού: « Υπάρχουν πολλά αγαθά που ωφελούν την ζωή. Ωστόσο, υπάρχει μία άλλη επινόηση που δεν είναι λιγότερο χρήσιμη από αυτά αλλά αντίθετα περισσότερο επωφελής και ευεργετική: η ιστορία. Και αυτό γιατί, περιγράφοντας ποικιλόμορφες και παντοδαπές πράξεις, ιδιαίτερα μάλιστα όσες συνήθως εξαλείφει το πέρασμα του χρόνου και των καταστάσεων, αλλά κυρίως η προαίρεση των ανθρώπων που δημιουργούν τις καταστάσεις, η ιστορία νομοθετεί στους ανθρώπους ποιες πράξεις να εγκολπώνονται και να αμιλλώνται, και ποιες να απορρίπτουν και να απαρνιούνται. (…) Το μέγιστο προτέρημα της ιστορίας είναι η αληθογνωσία (τὸ ἀληθίζειν: η τέχνη του να λες την αλήθεια), προσόν άλλωστε που ταιριάζει σ’αυτήν περισσότερο από καθετί άλλο. Ως γνωστόν, οι περί την σύνθεση των λόγων ειδήμονες διατείνονται ότι στην ρητορική τέχνη αρμόζει η δεινότης, στην ποιητική η μυθοποιΐα και στην ιστορία η αλήθεια ». Την ίδια όμως ώρα η σκιά της Ιστορίας καλύπτει την αυτοκρατορική αυτάρκεια συσκοτίζοντας τον ορίζοντα του μακεδονικού αιώνα: « Στην εποχή μου πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά πολλά παράδοξα και αλλόκοτα φαινόμενα, επειδή εμφανίστηκαν φοβερά ουράνια σώματα, επειδή συγκλονίστηκαν τόποι από απίστευτους σεισμούς, επειδή κεραυνοί και ραγδαίες καταιγίδες χτύπησαν την γη, πόλεμοι ξεσηκώθηκαν και στρατεύματα από πολλά μέρη της γης ρίχτηκαν εναντίον μας, επειδή πόλεις και χωριά μετακινήθηκαν – γεγονότα που έκαναν πολλούς να πιστεύουν ότι η ζωή έχει ήδη αρχίσει να αποσυντίθεται και ότι αγγίζει το κατώφλι μας η προσδοκώμενη Δευτέρα παρουσία του Σωτήρος – μου φάνηκε καλό να μην αφήσω να παρασυρθούν από την σιωπή γεγονότα τόσο αξιοθαύμαστα και αξιοπερίεργα, αλλά να τα κοινοποιήσω σε όλους για να αποτελούν παίδευμα των μεταγενεστέρων. Αν βεβαίως δεν έχει οριστεί από την θεία Πρόνοια, να αράξει σύντομα και για πάντα το καραβάκι της ζωής στο λιμάνι του οριστικού τέλους, καταργώντας τη μορφή αυτού του κόσμου ».

Πίσω από αυτά υπήρχε η σταθερή διάθεση των Βυζαντινών να αποδίδουν τις καταστροφές τους στα συλλογικά τους αμαρτήματα. Αυτό, πολλές φορές μοιάζει για το απαίδευτο μάτι με μία άβουλη υπακοή σε έναν Θεό – βασανιστή. Προσεχτικά όμως, αν σταθούμε στην σκέψη τους, θα δούμε πως πίσω από τον φλοιό της χριστιανικής ηθικής διακρινόταν η αντίδραση της Ιστορίας στις μορφές της ύβρεως. Ετούτο δεν είναι καθόλου αστείο, καθώς πράγματι, ο ρυθμός συλλογισμού των Βυζαντινών δικαιολογούσε την καταρράκωσή τους , χωρίς να προκαλεί την δική μας συγκίνηση. Δίνω ένα παράδειγμα: Στην Σύντομη Ιστορία ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος αναφέρεται στην πολιορκία της Περγάμου από τους Σαρακηνούς, που διήρκησε μεταξύ Νοεμβρίου του 715 και Μαρτίου του 717. Ο Νικηφόρος παραποιεί τον ιστορικό χρόνο ή μάλλον τον συντέμνει, καταθέτει ωστόσο την γνώμη του για τον έναν και μοναδικό λόγο που η Πέργαμος τελικά υποχώρησε στον εχθρό: « Από κάποια δαιμονική αντίληψη οι κάτοικοι της πόλεως έπιασαν μία έγκυο κοπέλα, που επρόκειτο να γεννήσει το πρώτο της παιδί και πλησίαζε στον καιρό του τοκετού, άνοιξαν την κοιλιά της και παίρνοντας το βρέφος που ήταν μέσα της, το έβρασαν μέσα σε ένα καζάνι με νερό, στο οποίο βύθισαν τα μανίκια των δεξιών χεριών όσοι προετοιμάζονταν να πολεμήσουν τους εχθρούς. Από αυτό τους βρήκε η οργή του Θεού, γιατί τα χέρια τους δεν μπορούσαν να πιάσουν όπλο και, όπως ήταν ανήμποροι, κατέλαβαν την πόλη οι εχθροί αμαχητί ».

Λοιπόν, στην συλλογική συνείδηση των Βυζαντινών, η 29η Μαΐου 1453 αποτελούσε τον καρπό της θείας Δίκης απέναντι στο γεγονός της ύβρεως, της ηθικής και θεολογικής αποστασίας, που πολιτικά αρθρώθηκε στις πτέρυγες ενωτικών και ανθενωτικών. Όμως θα επιστρέψω καταληκτικά στον Ψελλό, καθώς μας είναι απαραίτητη η παρατήρησή του, καθώς έρχεται ως καρπός τους σκεπτικισμού μίας « ευημερούσας » κοινωνίας που απείχε πέντε αιώνες από το ιστορικό της τέλος : « Ο κόσμος είχε την εντύπωση ότι για πρώτη φορά στις μέρες μας οι γειτονικοί λαοί ξεχύθηκαν ξαφνικά εναντίον των συνόρων των Ρωμαίων και εισέβαλαν απροσδόκητα στα εδάφη μας. Για μένα όμως ένα σπίτι έχει ήδη καταστραφεί από τη στιγμή που θα διαλυθούν οι δεσμοί που το περισφίγγουν. Το ότι ο κόσμος δεν αντιλαμβανόταν τότε την αρχή του κακού, δεν σημαίνει ότι εκείνο δεν φύτρωσε και δεν αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα της πρώτης εκείνης αιτίας: Τα σύννεφα που μαζεύτηκαν τότε προετοίμαζαν τον τωρινό κατακλυσμό ».

Στο κείμενό μου αυτό, όπως και στα περισσότερα, απέφυγα να καταγράψω την δική μου γνώμη. Πιστεύω πως περισσεύει. Σκοπός είναι το μνημόσυνο των όσων έχουν ήδη ειπωθεί, όχι γιατί η Ιστορία κάνει κύκλους, αλλά γιατί το μάθημά της είναι δύσκολο κι η επανάληψη ο μόνος τρόπος να την αντικρύσεις. Άλλωστε δίπλα στους κλασσικούς δεν χωρά τίποτα. Από την άλλη πλευρά υπάρχει ο παράγοντας της ιστορικής αλήθειας, που κρίνεται στα αποτελέσματα. Ετούτο, οι Βυζαντινοί, κουρασμένοι από το βάρος της σκόνης του Χρόνου απέφυγαν να το κοιτάξουν, σκηνοθετώντας δραματικά – ίσως – την έξοδό τους από την Ιστορία. Αυτό όμως, για να επαναλάβω τον Παπαδιαμάντη « ἂν ἐλαμβάνετο ὑπ’ ὄψει (…) ἤθελε προλάβει, ἴσως, τὴν πεπρωμένην καταστροφὴν ἥτις ἔμελλε νὰἐπέλθῃ, λήγοντος τοῦΜαΐου τοῦἔτους ᾳυνγ´».

Κι ήθελε θάρρος τέτοιο, που να μην εξαντλείται ούτε στο αίσθημα της αυτάρκειας, ούτε στους μύθους του παρελθόντος μεγαλείου, ούτε στην δικαίωση του Περιούσιου Λαού από τον Θεό. Άλλωστε, ο άγγελος δεν σήκωσε ποτέ την αγία Σοφία στα Ουράνια και η 30η Μαΐου του 1453 υπήρξε μία ημέρα για την οποία δεν γνωρίζει κανείς τίποτα.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *