Γεώργιος Καλαφίκης* – Clio Turbata
Εισαγωγικό περίγραμμα
Σε δύο προηγούμενα άρθρα είχαμε ήδη ασχοληθεί με τη διαμάχη και σύγκρουση Καρχηδόνας και Συρακουσών για τα πρωτεία και την υπεροχή στην αρχαία Σικελία. Συγκεκριμένα, έχουμε αφηγηθεί τη διεξαγωγή και αναλύσει τα αποτελέσματα των δύο πρώτων Σικελικών Πολέμων το 480 π.Χ. και 409-405/04 π.Χ. αντίστοιχα.[1] Σε άλλα δύο συνεχόμενα άρθρα αφενός θα εξιστορήσουμε τους τρεις καρχηδονιακούς πολέμους του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄, και αφετέρου θα περιγράψουμε τις τρεις επόμενες συγκρούσεις των Συρακούσιων υπό τους Τιμολέοντα, Αγαθοκλή και Πύρρο με τους Καρχηδόνιους. Συνολικά, θα παρουσιάσουμε έξι Σικελικούς Πολέμους, που ξέσπασαν μέσα σε έναν και πλέον αιώνα (περίπου 120 χρόνια) από το 398 π.Χ. έως το 276 π.Χ. Η εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων πλαισιώνεται από την αξιολόγηση και ερμηνεία των κύριων συνεπειών τους, που ακολουθούν στο τέλος κάθε άρθρου.
- Ο Γ΄ Σικελικός Πόλεμος (398-391 π.Χ.): η μεγάλη αντεπίθεση των Συρακουσών εναντίον της Καρχηδόνας
α) Η μεθοδική προετοιμασία του τυράννου Διονυσίου Α΄ για τον πόλεμο
Η στρατηγική συμπίεση που άσκησαν προηγουμένως στον Δεύτερο Σικελικό Πόλεμο οι Καρχηδόνιοι εναντίον των Συρακούσιων, παραδόξως διευκόλυνε τη μελλοντική στρατηγική εξάπλωση των τελευταίων προς δυσμάς. Εκείνα τα τελευταία ειρηνικά χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ. ο τύραννος της πόλης Διονύσιος εκμεταλλεύτηκε την κατάπαυση των εχθροπραξιών, ώστε να σταθεροποιήσει την απόλυτη εξουσία του και να προετοιμάσει μεθοδικά την αντεπίθεση εναντίον της υπερεκτεταμένης ζώνης κυριαρχίας και επικυριαρχίας της Καρχηδόνας στη Σικελία. Καταρχάς, αυτοανακηρύχθηκε ισόβιος κυβερνήτης των Συρακουσών· χωρίς να καταργήσει την εκκλησία του δήμου, θεσμοθέτησε για τον εαυτό του, τους απογόνους και διαδόχους του το αξίωμα του δια βίου άρχοντα. Επιπλέον, ανέλαβε πρωτοβουλίες στο πλαίσιο μιας πολιτικής που στόχευε στη μελλοντική επέκταση του σικελικού κράτους των Συρακουσών προς την Κάτω Ιταλία και στην εγκαθίδρυση μιας νέας ηγεμονικής δυναστείας (Διόδωρος 14.40, 44).
Παράλληλα, ο τύραννος Διονύσιος αξιοποίησε δημιουργικά το ανθρώπινο δυναμικό και τους πόρους που είχαν συσσωρευτεί στην πόλη τα προηγούμενα έτη. Τότε, ένας οικοδομικός και κατασκευαστικός πυρετός συνεπήρε τις Συρακούσες. Ο Διονύσιος οχύρωσε μεθοδικά την πόλη, δίνοντας τον τόνο με το προσωπικό του παράδειγμα συμμετέχοντας ενεργά στις επίπονες και επίμοχθες οικοδομικές εργασίες. Ύψωσε τείχη και ασφάλισε ολόκληρη την περίμετρο του εκτεταμένου υψιπέδου των Επιπολών που δέσποζε πάνω από τις Συρακούσες, εκεί όπου Συρακούσιοι και Αθηναίοι έδωσαν σκληρό αγώνα επικράτησης κατά τη διάρκεια της Σικελικής Εκστρατείας (415-413 π.Χ.). Στη δυτική άκρη των Επιπολών, έχτισε το δεσπόζον κάστρο του Ευρύαλου. Επρόκειτο για οχυρό εντυπωσιακό, επιβλητικό και πανίσχυρο, ιδιαίτερα επιμελημένο όσον αφορά τον σχεδιασμό, χάρη στην ενσωμάτωση καινούργιων τεχνικών κατά την κατασκευή του, και τις αμυντικές δυνατότητες, λόγω της φέρουσας ικανότητας για παροχή αυτοδύναμης και πολύπλευρης αμυντικής κάλυψης. Αντικειμενικά, ο Ευρύαλος ήταν ένα οχυρότατο φρούριο που παρέπεμπε σε πολύ μεταγενέστερες μεσαιωνικές και αναγεννησιακές οχυρώσεις, συνοψίζοντας, ένα αριστούργημα της αρχαίας οχυρωματικής τέχνης.
Ευρύαλος, αναπαράσταση του αρχαίου φρουρίου
Η περιτειχισμένη έκταση των Συρακουσών εξαπλώθηκε σε μήκος περίπου είκοσι οκτώ (28) χιλιομέτρων. Η καινούργια, εκτεταμένη και εξελιγμένου τύπου οχύρωση προσέφερε το απαραίτητο αμυντικό βάθος, κάλυπτε αμυντικά όλες ανεξαιρέτως τις κατοικημένες συνοικίες της πόλης και προστάτευε το σύνολο του πληθυσμού. Έκτοτε, και για δύο περίπου αιώνες, οι Συρακούσες ασφαλίστηκαν με τα ισχυρότερα τείχη του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο πειρασμός του συνειρμού για έναν Βυζαντινολόγο όπως τον γράφοντα είναι μεγάλος: από άποψη λειτουργικής τοπογραφίας, οι Συρακούσες μπορούν να συγκριθούν με την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους που σταδιακά μετεξελίχθηκε στην εξελληνισμένη χριστιανική Ρωμανία (ευρέως γνωστή σήμερα ως Βυζάντιο/Βυζαντινή αυτοκρατορία). Μια αντιπαραβολή στις τοπογραφικές αναπαραστάσεις των δύο ελληνικών μεγαλουπόλεων της αρχαιότητας και του μεσαίωνα τείνει να επιβεβαιώσει την αντιστοιχία.


Αφού, λοιπόν, πρώτα κατοχύρωσε ακλόνητα την εξουσία του και οχύρωσε με απόρθητα τείχη τις Συρακούσες, στη συνέχεια ο Διονύσιος στράφηκε στη συστηματική προετοιμασία της μεγάλης αντεπίθεσης εναντίον των Καρχηδονίων, για την οποία οι Σικελιώτες Έλληνες αδημονούσαν. Συγκέντρωσε, λοιπόν, επιστήμονες, μηχανικούς, τεχνίτες και οπλοποιούς και τους παρώθησε να συνεργαστούν για την επινόηση και κατασκευή καινούργιων οπλικών συστημάτων. Στις Συρακούσες των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. συντελέστηκε μια εκρηκτική άνθηση στη βαλλιστική επιστήμη. Τότε κατασκευάστηκαν τα πρώτα τηλεβόλα του Δυτικού Κόσμου και Πολιτισμού (τῆλε + βάλλω = γενική σημασία: χτυπώ/ρίχνω μακριά· τεχνική σημασία: εκτελώ βολή σε μακρινή απόσταση): ήταν οι οξυβελείς (με βέλη) και λιθοβόλοι (με πέτρες) καταπέλτες, οι οποίοι θα κυριαρχήσουν στα πεδία μαχών και ειδικά στις πολιορκίες διαμέσου αλλεπάλληλων τροποποιήσεων και διαρκών βελτιώσεων για τα επόμενα 2.000 περίπου χρόνια.
Αρχαία ελληνικά τηλεβόλα όπλα
Παράλληλα, την ίδια εποχή, στις Συρακούσες βελτιώθηκαν, επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν εξελιγμένα και μεγαλύτερα πολεμικά πλοία, που βασίζονταν στην ήδη δοκιμασμένη και αποδοτική κλάση των τριήρεων. Ήταν οι περίφημες τετρήρεις και πεντήρεις. Κατά την Ελληνιστική Περίοδο (323-30 π.Χ.), οι τετρήρεις και ειδικά οι πεντήρεις μεσουράνησαν στον ναυτικό πόλεμο στα ύδατα της Μεσογείου, μαζί με τις ακόμη μεγαλύτερες εξήρεις, επτήρεις, οκτήρεις, δεκήρεις, εκκαιδεκήρεις και τις λοιπές πολυήρεις. Οι τελευταίες κλάσεις αποτελούσαν τροποποιημένα, βελτιωμένα και βαρύτερα σχέδια των τετρήρεων και των πεντήρεων.
Το συγκεκριμένο στρατιωτικό εξοπλιστικό πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με την κατασκευή πανοπλιών για το πεζικό και το ιππικό. Τέλος, πολλές χιλιάδες πολίτες, Συρακούσιοι και Σικελιώτες (δηλαδή ελληνικής καταγωγής ή/και ελληνίζοντες κάτοικοι της Σικελίας), καθώς και άλλοι Έλληνες και βάρβαροι μισθοφόροι, ιδίως από την ιταλική χερσόνησο, κατετάγησαν και πύκνωσαν τις τάξεις των στρατευμάτων του Διονύσιου.[2]
Τοιουτοτρόπως, ο πολυμήχανος Διονύσιος και οι Συρακούσιοι επεδίωξαν να αφομοιώσουν ορθολογικά τα διδάγματα από τον τύπο πολέμου που είχαν επιβάλει οι Καρχηδόνιοι εναντίον τους, δηλαδή είτε τις ανελέητες πολιορκίες πόλεων είτε τη συγκρότηση ισχυρών πολεμικών στόλων για την αποστολή και υποστήριξη πολυάριθμων εκστρατευτικών δυνάμεων. Με άλλα λόγια, ικανοποίησαν απτές και δεδομένες στρατηγικές και τακτικές ανάγκες καλύπτοντας αντίστοιχα κενά στη στρατιωτική τους οργάνωση. Απώτερος αντικειμενικός σκοπός ήταν η αποτελεσματική αντιμετώπιση και αποφασιστική υπερκέραση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των Καρχηδονίων τόσο στις πολιορκητικές επιχειρήσεις όσο και στον ναυτικό πόλεμο.[3] Η προς πόλεμο προπαρασκευή του Διονυσίου οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπήρξε άρτια: αφενός «θωράκισε» την πρωτεύουσά του, ώστε να εξασφαλίσει τις Συρακούσες από το απευκταίο ενδεχόμενο της εκπόρθησης από τους έμπειρους και σκληροτράχηλους Καρχηδονίους, και αφετέρου εξόπλισε τις ένοπλες δυνάμεις του, στρατό ξηράς και πολεμικό ναυτικό, με υπερσύγχρονα για την εποχή όπλα και τις επάνδρωσε με πλήθος στρατιωτών. Πράγματι, τα αποτελέσματα εκείνης της μεθοδικής προετοιμασίας δεν άργησαν να καταπλήξουν τον εχθρό και να στεφτούν με τις δάφνες της νίκης.
β) Κήρυξη του πολέμου (398/97 π.Χ.) – εκπόρθηση και ισοπέδωση της Μοτύης (397/96 π.Χ.)
Κατόπιν τούτων, χάρη στην πρότερη εντατική προετοιμασία και με την εξουσία του ασφαλώς εδραιωμένη, ο Διονύσιος καλλιέργησε εντέχνως το άσβεστο μίσος των Ελλήνων κατά των Καρχηδονίων. Οι μνήμες της κτηνώδους καταστροφής που επέφεραν στον Ελληνισμό της Σικελίας οι καρχηδονιακές επιθέσεις κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Σικελικού Πολέμου (409-405/04 π.Χ.) ήταν ακόμη πολύ νωπές. Αθρόες σφαγές Καρχηδονίων και άλλων Φοινίκων αόπλων και ανυπεράσπιστων αμάχων συνέβησαν τότε παντού στη Σικελία από έξαλλους Έλληνες (Διόδωρος 14.45-46). Αυτή η σαφώς υποκινημένη φονική θηριωδία έχει παραλληλιστεί και παρομοιαστεί με τον πολύ μεταγενέστερο «Σικελικό Εσπερινό» το 1282, δηλαδή με τη μαζική σφαγή των Φράγκων (Γάλλων) κυριάρχων από τους εξεγερμένους γηγενείς Σικελούς.[4]
Τελικά, το 398/97 π.Χ. ο Διονύσιος ανακοίνωσε στους εμβρόντητους Καρχηδόνιους ότι θα αγωνιζόταν για την απελευθέρωση των Ελλήνων της Σικελίας από τον εχθρικό ζυγό. Αμέσως μετά κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Καρχηδόνας και λίγο αργότερα εισέβαλε στην καρχηδονιακή επικράτεια της Σικελίας επικεφαλής του μεγαλύτερου και ισχυρότερου ελληνικού στρατού εκστρατείας που είχε ποτέ συγκεντρωθεί ύστερα από τη Μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ. Στην πορεία συσπειρώθηκαν στις τάξεις του ευμεγέθους εκστρατευτικού σώματος των Συρακούσιων χιλιάδες Έλληνες από τις υποτελείς στους Καρχηδόνιους πόλεις-κράτη της Σικελίας. Συγκεκριμένα, παραδίδεται συνολική δύναμη 83.000 ανδρών (3.000 ιππείς, 80.000 πεζοί και βοηθητικοί), που πλαισιώνονταν υποστηρικτικά από εκατοντάδες πολιορκητικές μηχανές, 200 πολεμικά πλοία και 500 άλλα μεταγωγικά σκάφη. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η Πολιορκία και Άλωση της Μοτύης, του οχυρότερου τότε προγεφυρώματος των Καρχηδονίων στη Σικελία (Διόδωρος 14.46-47).

Η φοινικική αποικία της Μοτύης (Mozia) βρισκόταν σε ένα μικρό νησί στο δυτικό άκρο της Σικελίας, περιτριγυρισμένο από λιμνοθάλασσα που δημιουργεί έναν εξαιρετικά προσήνεμο όρμο για τον ελλιμενισμό και τη ναυσιπλοΐα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μικρογραφία της Καρχηδόνας. Η πόλη-νήσος ήταν βαρύτατα οχυρωμένη και διέθετε επίσης έναν μικρό κωδωνόσχημο πολεμικό λιμένα, υπό κλίμακα αντίγραφο του αντίστοιχου περίφημου «Κώθωνα» της Καρχηδόνας. Μάλιστα, οι Καρχηδόνιοι είχαν κατασκευάσει μια υπερυψωμένη οδογέφυρα μήκους περίπου ενός χιλιομέτρου, αληθινό τεχνικό επίτευγμα και θαύμα μηχανικής της εποχής, η οποία ένωνε την οχυρή πόλη με την απέναντι σικελική ακτή. Από τον 8ο αιώνα π.Χ. και εξής, η Μοτύη υπήρξε το σημαντικότερο έρεισμα της Καρχηδόνας και ο «τοποτηρητής» της στη Σικελία, σε συνδυασμό με τη φοινικική αποικία της Πανόρμου (Palermo) βορειότερα· υπήρξε η κύρια ναυτική (εμπορική και στρατιωτική) βάση των Καρχηδονίων στη μεγαλόνησο και συνάμα τόπος διαπεραίωσης και συγκέντρωσης των καρχηδονιακών ναυτικών και πεζικών δυνάμεων από τη Βόρεια Αφρική προς τη Σικελία.

Ο Διονύσιος φιλοδοξούσε με την καταστροφή της απόρθητης ως τότε Μοτύης να εξουδετερώσει διαπαντός το διαχρονικά κυριότερο «πέρασμα και πάτημα» της Καρχηδόνας στη Σικελία, καθότι βρισκόταν σε ευθεία γραμμή διαγωνίως απέναντι από την Καρχηδόνα. Μόλις οι τεράστιες δυνάμεις του τυράννου κατέφτασαν στην πόλη- φρούριο, την έθεσαν σε στενή πολιορκία από όλες τις πλευρές της λιμνοθάλασσας. Παρότι οι Καρχηδόνιοι ταλαιπωρούνταν από χρόνιο λοιμό εκείνη την περίοδο, κατάφεραν να αποστείλουν επικουρία. Ο έμπειρος Καρχηδόνιος στρατηγός Ιμίλκας, που διακρίθηκε στη δεύτερη και τελική φάση του Β΄ Σικελικού Πολέμου (406-405 π.Χ.), έσπευσε με ισχυρή μοίρα στόλου 100 τριήρεων να σπάσει τον αποκλεισμό της Μοτύης. Τελικά, όμως, η επιχείρηση απέτυχε εξαιτίας της συνδυασμένης προβολής ισχύος από τα πολεμικά πλοία και τις βλητικές μηχανές των Συρακούσιων, τις οποίες ο προνοητικός Διονύσιος είχε τοποθετήσει περιμετρικά της λιμνοθάλασσας. Ο Ιμίλκας αναγκάστηκε, λοιπόν, να επιστρέψει άπρακτος στην Καρχηδόνα, εγκαταλείποντας τους πολιορκημένους Μοτυηνούς (δηλαδή τους κατοίκους της Μοτύης· πρβ. Διόδωρος 14.48.2, 14.52.1) στη μοίρα τους.

Στη συνέχεια, ο Διονύσιος μπόρεσε απερίσπαστος να δημιουργήσει ανάχωμα, επί του οποίου τοποθέτησε δεκάδες πολεμικές μηχανές. Σύντομα οι βολές των πολιορκητών προκάλεσαν ανεπανόρθωτες ζημιές και ευρεία ρήγματα στις οχυρώσεις της πόλης. Τότε, οι Συρακούσιοι και λοιποί Σικελιώτες σύμμαχοι εισήλθαν μαχόμενοι στην πόλη, έσφαξαν ή υποδούλωσαν ολόκληρο τον πληθυσμό της Μοτύης, λεηλάτησαν και ισοπέδωσαν την οχυρή πόλη-νήσο, μέσα σε όργιο βιαιοπραγιών και σε λουτρό αίματος. Οι Έλληνες πήραν την ικανοποίηση της μεγάλης αντεκδίκησης που γύρευαν για τα αλλεπάλληλα δεινά που είχαν υποστεί λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα. Αντιθέτως, οι Καρχηδόνιοι απώλεσαν με δραματικό τρόπο τη σημαντικότερη ως τότε βάση τους στη Σικελία, η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς και έκτοτε παρέμεινε ακατοίκητη (397/96 π.Χ.).[5]
γ) Αντεπίθεση των Καρχηδονίων, πολιορκία των Συρακουσών και πανωλεθρία των Καρχηδονίων (396/95 π.Χ.)
Όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει σε τούτη τη σειρά εξιστορήσεων, η έντονη δράση της μίας πλευράς έτεινε σχεδόν αναπόφευκτα να επιφέρει εξίσου έντονη αντίδραση της άλλης. Το επόμενο έτος, 396 π.Χ., οι Καρχηδόνιοι εξαπέλυσαν αντεπίθεση με όλες τους τις δυνάμεις. Υπό την ηγεσία του Ιμίλκα, μεγάλη στρατιά εκστρατείας απεστάλη από την Καρχηδόνα· οι πηγές απαριθμούν με υπερβολή 130.000 έως 300.000 στρατιώτες (επιπροσθέτως, 4.000 ιππικό και 400 πολεμικά άρματα), και ναυτικό αποτελούμενο από 400 πολεμικά και 600 μεταγωγικά πλοία [Διόδωρος 14.54.5-6· παραπέμπει σε Έφορο (F.204) και Τίμαιο (F.108)]. Οι αναμφίβολα πολυάριθμοι Καρχηδόνιοι και οι σύμμαχοί τους παραπλάνησαν μοίρα του στόλου των Συρακούσιων, που ναυλοχούσε και περιπολούσε στην ευρύτερη περιοχή υπό τον ναύαρχο Λεπτίνη – αδελφό του Διονύσιου ακριβώς για να παρεμποδίσει την έλευσή τους. Με αντίτιμο μικρές σχετικά απώλειες σε πλοία, άνδρες και πολεμικό υλικό, προσορμίστηκαν και αποβιβάστηκαν στην αποικία/βάση της Πανόρμου στη βόρεια Σικελία. Από εκεί, ο ευμεγέθης στρατός του Ιμίλκα, συνεπικουρούμενος και με τοπικά στρατολογημένους συμμάχους, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μοτύη, την οποία σύντομα εκπολιόρκησε, εξουδετερώνοντας την ολιγάριθμη ελληνική φρουρά. Στην πορεία του, ο Ιμίλκας υπερκέρασε με επιτυχία τις δυνάμεις του Διονύσιου, οι οποίες πολιορκούσαν την Έγεστα. Ο Διονύσιος απέφυγε να συγκρουστεί με τις μάλλον υπέρτερες δυνάμεις του Ιμίλκα και προτίμησε να υποχωρήσει με ασφάλεια στα γιγάντια τείχη της πρωτεύουσας πόλης των Συρακουσών.
Τότε, ο Ιμίλκας ξεδίπλωσε αριστοτεχνικά μια έμμεση στρατηγική προσέγγιση που εξέπληξε δυσάρεστα τον Διονύσιο. Συγκεκριμένα, περιέπλευσε με στόλο και στρατό αντίστοιχα τις βόρειες ακτές της Σικελίας και κατέλαβε τη Μεσσήνη (Messina). Έτσι, ο Καρχηδόνιος στρατηγός απέκτησε παράλληλα τον έλεγχο των στρατηγικότατων Στενών της Μεσσήνης, ενώ απέκλεισε την επαφή και το ενδεχόμενο υποστήριξης των Συρακούσιων από τους ομοεθνείς τους της υπόλοιπης Μεγάλης Ελλάδας στην Κάτω Ιταλία. Κατόπιν, συνέχισε την προέλασή του νοτιότερα προς τις Συρακούσες κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Σικελίας, ώστε στρατός και στόλος να συμπορεύονται και να αλληλοϋποστηρίζονται.
Ο Ιμίλκας όντως αιφνιδίασε, αλλά δεν πτόησε τον Διονύσιο. Ο τελευταίος κήρυξε πανστρατιά και συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες στρατό και περίπου 250 πολεμικά πλοία. Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν περίπου στο ύψος της Κατάνης. Στη Ναυμαχία της Κατάνης που ακολούθησε, ο καρχηδονιακός στόλος υπό τον Ιμίλκα καταναυμάχησε τον αντίπαλο στόλο των Συρακούσιων υπό τον Λεπτίνη επιφέροντας στους τελευταίους συνολικές απώλειες περίπου 100 πλοίων και 20.000 ναυτών και πεζοναυτών. Υπό τον φόβο άμεσης προώθησης και αποβίβασης καρχηδονιακών ναυτικών δυνάμεων στις Συρακούσες και κατάληψης της πόλης από τα νώτα, ο τύραννος Διονύσιος έδωσε εντολή στον ανέπαφο ακόμη στρατό του να υποχωρήσει εντός της ασφάλειας που παρείχαν οι νέου τύπου εκτενείς οχυρώσεις των Συρακουσών.
Τη στρατηγικού χαρακτήρα οπισθοχώρηση του Διονυσίου ακολούθησε η προέλαση του Ιμίλκα μέχρι τις Συρακούσες. Στρατοπέδευσε με τον στρατό του νοτίως της πόλης επί του ποταμού Ανάπου (Anapo), περίπου στο σημείο όπου είκοσι χρόνια νωρίτερα είχαν στρατοπεδεύσει οι Αθηναίοι πολιορκητές, ενώ ο στόλος του κατέλαβε το μεγάλο λιμάνι των Συρακουσών. Στη συνέχεια, κατασκεύασε τρία οχυρά στις θέσεις Δάσκων, Πλημμύριον και Πολίχνη, ώστε να διασφαλίσει αμυντικά τον έλεγχο του μεγάλου λιμένα. Ο Ιμίλκας είχε διατάξει τις δυνάμεις του έναντι των πολιορκημένων Συρακουσών κατά παρόμοιο τρόπο με τις δυνάμεις του Νικία, του επικεφαλής στρατηγού των Αθηναίων. Άρχιζε όμως την Πολιορκία των Συρακουσών με ένα σημαντικό μειονέκτημα: ο Διονύσιος είχε ήδη προλάβει να τειχίσει και να οχυρώσει ολόκληρο το στρατηγικό υψίπεδο των Επιπολών που δέσποζε πάνω από την πόλη.
Αρχικά, οι Καρχηδόνιοι αποπειράθηκαν μάταια να προσβάλουν τα ανθεκτικά και στιβαρά τείχη. Έτσι, ο Ιμίλκας προετοιμάστηκε για μακροχρόνια πολιορκία ευελπιστώντας να πετύχει την παράδοση των Συρακουσών μέσω στενού αποκλεισμού. Το 395 π.Χ. όμως, οι πολιορκημένοι Συρακούσιοι ενισχύθηκαν από ικανή επικουρία που απεστάλη από τη μητροπολιτική Ελλάδα υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη στρατηγού Φαρακίδα. Στην αντίθετη πλευρά, οι πολιορκητές Καρχηδόνιοι ταλαιπωρούνταν από λοιμό που προκάλεσε χιλιάδες θανάτους στις τάξεις των στρατευμάτων τους.[6] Ενθαρρυμένοι από τα γεγονότα, οι Συρακούσιοι οργάνωσαν θυελλώδη αντεπίθεση εναντίον των Καρχηδονίων. Ανέτρεψαν σχεδόν όλες τις εχθρικές θέσεις πολιορκίας και κατέστρεψαν ολόκληρο τον εχθρικό πολεμικό στόλο. Αίφνης, οι Καρχηδόνιοι βρέθηκαν σε τραγικό στρατηγικό αδιέξοδο παρόμοιο με εκείνο των Αθηναίων είκοσι χρόνια νωρίτερα, αφού μεταβλήθηκαν μέσα σε μία μέρα από πολιορκητές σε πολιορκημένους και κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή να εξολοθρευθούν από τους Συρακούσιους και τους λοιπούς Έλληνες που είχαν στέρξει σε βοήθεια.

Ευτυχώς για τον Ιμίλκα, ο τύραννος Διονύσιος «ανέλαβε» να τον βγάλει από την απόγνωση και τη ζοφερή προοπτική της πανωλεθρίας. Ενώ ήταν δυνατό να επιδιώξει την ολοσχερή σφαγή των Καρχηδονίων, τελικά ο Συρακούσιος τύραννος αποδέχτηκε έπειτα από μυστικές διαπραγματεύσεις να παράσχει ακώλυτη οδό διαφυγής μόνο για τους περίπου 8.000-10.000 Καρχηδόνιους πολίτες/οπλίτες υπό τον Ιμίλκα, αφού όμως πρώτα τού είχαν προσωπικά καταβάλει λύτρα. Σε γενικές γραμμές η μυστική συμφωνία τηρήθηκε. Εντούτοις, οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν επιπρόσθετες απώλειες κατά τη φυγή τους από τις Συρακούσες και τη Σικελία. Οι υπόλοιποι δεκάδες χιλιάδες άτυχοι άνδρες του πολυάριθμου αλλά πλέον εγκλωβισμένου σε εχθρικό έδαφος καρχηδονιακού εκστρατευτικού σώματος αιχμαλωτίστηκαν από τους νικητές Συρακούσιους.
Η τρομερή συμφορά των Καρχηδονίων εξαιτίας της αποτυχημένης πολιορκίας των Συρακουσών προκάλεσε ισχυρούς τριγμούς στο εσωτερικό της Καρχηδόνας. Ο Ιμίλκας κατηγορήθηκε από τους συμπατριώτες του ως υπεύθυνος της συντριβής και εξωθήθηκε σε αυτοκτονία. Διάφορες βορειοαφρικανικές φυλές αποστάτησαν και μόνο με ανταλλάγματα κατόρθωσαν οι Καρχηδόνιοι να τις επαναφέρουν στην ηγεμονία τους. Στη δε Σικελία ο Διονύσιος εκμεταλλεύτηκε με επιτυχία το στρατηγικό κενό. Εκστράτευσε και υπέταξε αρκετές πόλεις συμμάχους των Καρχηδονίων σε ολόκληρη τη μεγαλόνησο, ενώ παρείχε τη δυνατότητα στους πολυπληθείς Σικελιώτες πρόσφυγες να επανέλθουν στις εστίες τους και να αρχίσουν την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων ελληνικών πόλεων.[7]

δ) Τέλος του πολέμου (392/91 π.Χ.) – μέγιστη επέκταση του κράτους των Συρακουσών στη Σικελία
Ο πόλεμος συνεχίστηκε για ορισμένα ακόμη χρόνια. Οι Καρχηδόνιοι αποπειράθηκαν επανειλημμένα να αντιδράσουν στη Σικελία, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία και απτά αποτελέσματα. Ο Διονύσιος, επικεφαλής Συρακούσιων και άλλων Σικελών συμμάχων, νίκησε αντίπαλο συνασπισμό Καρχηδονίων και των δικών τους Σικελών συμμάχων στη Μάχη του Αβάκαινου (Αβάκαινον/Αβάκαινα, κοντά στο σημερινό Tripi) στη βορειοανατολική πλευρά της νήσου. Στη συνέχεια, αναχαίτισε νέα εισβολή Καρχηδονίων στη Μάχη του ποταμού Χρύσα (Dittaino) στην περιοχή της Μοργαντίνης (Morgantina), πόλης των Σικελών στην κεντρική Σικελία. Και οι δύο μάχες διεξήχθησαν γύρω στο 392 π.Χ. Έτσι, το στρατηγικό και τακτικό πλεονέκτημα παρέμεινε στα χέρια του Διονυσίου και των Συρακούσιων, οπότε η πλευρά των Καρχηδονίων αιτήθηκε το πέρας των εχθροπραξιών και την ειρήνευση.
Η συνθήκη ειρήνης του 392/91 π.Χ. θεωρητικά ήταν παραπλήσια με εκείνη του 405/04 π.Χ., αλλά πρακτικά επιβεβαίωσε την ηγεμονία και πρωτοκαθεδρία των Συρακουσών στη Σικελία. Πιο συγκεκριμένα, το έθνος των Σικελών και η πόλη του Ταυρομένιου έγιναν υποτελείς των Συρακουσών. Υπό τον άμεσο έλεγχο ή την επιρροή των Καρχηδονίων απέμειναν οι δυτικές ακτές και η εκεί ενδοχώρα, όπου κατοικούσε το έθνος των Ελύμων, ενδεχομένως και με κάθε επιφύλαξη η περιοχή δυτικά του ποταμού Ύψα (Belice) και της πόλης του Σελινούντα. Ανομολόγητα και διακριτικά, η υπόλοιπη Σικελία αφέθηκε στην κυριαρχία ή επικυριαρχία του Διονυσίου. Οι όροι τούτης της συμφωνίας ειρήνης αποτέλεσαν όντως ένα από τα κυριότερα επιτεύγματα της τυραννίδας του Διονυσίου Α΄.[8]

ε) Απολογισμός του πολέμου
Τον επονομαζόμενο Τρίτο Σικελικό Πόλεμο προκάλεσε αναμφίβολα ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος Α΄. Δυστυχώς για τις τύχες των Σικελιωτών Ελλήνων, εκ του αποτελέσματος διαπιστώνεται πως ο Διονύσιος επέλεξε κυρίως να προωθήσει ίδια οφέλη. Επομένως, δεν άδραξε την ευκαιρία για να περιορίσει δραστικά την ισχύ της Καρχηδόνας στη Σικελία ή ακόμη και να την εκπαραθυρώσει οριστικά από τη μεγαλόνησο. Εντέλει, προτίμησε με υστεροβουλία να τη διατηρήσει ως αντίπαλο δέος, ώστε να συνεχίσει να δικαιολογεί την απόλυτη εξουσία που ασκούσε πάνω στους Συρακούσιους και τους λοιπούς Σικελιώτες.
Εκ πρώτης όψεως, ο Διονύσιος Α΄ έπραξε περίπου όπως ο τύραννος Γέλων μετά από τη νικηφόρα Μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ατυχής επιλογή του Διονυσίου μόνο βραχυπρόθεσμα εξυπηρέτησε τις Συρακούσες. Μεσο-μακροπρόθεσμα απέβη καταφανώς εις βάρος του ευρύτερου συμφέροντος τόσο των Συρακούσιων όσο και των υπολοίπων Ελλήνων της Σικελίας· διότι, ενώ η νίκη του Γέλωνα εξάλειψε πλήρως για επτά ολόκληρες δεκαετίες την απειλή των Καρχηδονίων, η νίκη του Διονύσιου Α΄ εξυπηρέτησε τον ίδιο στόχο μόλις για μία δεκαετία.
Επιπλέον, αξίζει να επισημανθεί ως ενδεικτική της προόδου των Καρχηδονίων στη μεγαλόνησο η εξής σημαντική παρατήρηση: τελικά, ενώ ο Γέλων νίκησε τους Καρχηδόνιους κοντά στα εδάφη τους στη βόρεια Σικελία, αντιθέτως ο Διονύσιος Α΄ απέκρουσε τους Καρχηδόνιους μπροστά στα τείχη της οχυρότατης πρωτεύουσάς του. Η γεωγραφική μετατόπιση των κέντρου βάρους των εχθροπραξιών μεταξύ Καρχηδονίων και Ελλήνων ως τη νοτιοανατολική Σικελία και τις ίδιες τις Συρακούσες αποδεικνύει εμμέσως πλην σαφώς το εύρος της προηγούμενης γενικής ανάπτυξης και επέκτασης της Καρχηδόνας στο νησί αντιστρόφως ανάλογα προς εκείνη των Συρακουσών.
- Ο Δ΄ Σικελικός Πόλεμος (383 – περ. 376 π.Χ.): η επιβεβαίωση του status quo μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών
α) Το απόγειο της ισχύος των Συρακουσών (391-383 π.Χ.)
Την επόμενη δεκαετία, ο τύραννος Διονύσιος αξιοποίησε την ανάπαυλα με τους Καρχηδόνιους, ώστε να πραγματώσει ένα κορυφαίο πολιτικό όραμα: τον σχηματισμό ενός κραταιού ελληνικού κράτους της Μεγάλης Ελλάδας υπό την προσωπική του ηγεμονία, ένα οιονεί «ελληνικό βασίλειο» στη Δύση. Οι Συρακούσες εκείνα τα χρόνια της παντοδυναμίας προσέγγισαν στη μέγιστη ανάπτυξη και στο απόγειο της ισχύος τους σε όλα τα επίπεδα: πολιτικό, στρατιωτικό, ναυτικό, οικονομικό, εμπορικό κ.ο.κ.
Ο Διονύσιος κατόρθωσε να επεκτείνει το κράτος των Συρακουσών πέραν των ορίων της Σικελίας. Καταρχάς, ίδρυσε αποικίες σε διάφορες στρατηγικές τοποθεσίες στα βορειοανατολικά της Σικελίας [Άδρανον (Adrano, δυτικά της Κατάνης/Catania)· Τυνδαρίς (Tindari, ανατολικά των Μύλων/Milazzo)].

Ακολούθως, έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την Κάτω Ιταλία και τις θάλασσες του Ιονίου και της Αδριατικής. Έως το 383 π.Χ., το κράτος του τυράννου Διονυσίου Α΄ των Συρακουσών είχε επεκταθεί εδαφικά στην Κάτω Ιταλία μέχρι τη Λευκανία και τα πρόθυρα του Τάραντα στην Απουλία, ύστερα από μια αλληλουχία κατάληψης των κυριότερων ελληνικών αποικιών στην περιοχή [Καυλωνία (Monasterace Marina, δεν αντιστοιχεί στη σύγχρονη Caulonia), Ιππώνιο (Vibo Valentia), Κρότωνας (Crotone), Ρήγιο (Reggio di Calabria)], μολονότι οι τελευταίες είχαν συστήσει έναν αμυντικό πολιτικο-στρατιωτικό συνασπισμό εναντίον του. Την ίδια περίοδο, ο Διονύσιος Α΄ ίδρυσε διάσπαρτες αποικίες στην Αδριατική [Λισσός (Lezhë: Αλβανία), Ίσσα και Φάρος (Vis, Hvar: Κροατία), Αγκώνα και Αδρία (Ancona, Adria: Ιταλία)], ώστε να κατοχυρώσει τη νομή και εκμετάλλευση αυτής της μεγάλης και προσοδοφόρας θαλάσσιας λεκάνης.

Ο Διονύσιος αξιοποίησε τις τεράστιες προσόδους που απέκτησε από την κατάληψη νέων εδαφών σε Σικελία και Κάτω Ιταλία, τη δημιουργία νέων αποικιών και τον αποτελεσματικό έλεγχο θαλασσίων οδών στην Αδριατική θάλασσα και στο Ιόνιο πέλαγος, ώστε να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις οχυρώσεις της πρωτεύουσάς του, να κατασκευάσει καινούργιους ναυστάθμους για τον τεράστιο στόλο του, καθώς και νέα έμπεδα και οπλοστάσια για τον πολυάριθμο στρατό του. Η συγκεντρωτική ισχύς του κράτους του Διονυσίου έφτασε τότε στον κολοφώνα της.[9] Η προσωπική του εξουσία, βασιλικών ουσιαστικά προδιαγραφών και διαστάσεων, ήταν αδιαφιλονίκητη στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι Συρακούσες έδρεπαν τους καρπούς μιας εκπληκτικής οικονομικής άνθησης και μιας αδιανόητης ως τότε πολιτικής και στρατιωτικής επέκτασης. Φημολογείται ότι εκείνη την περίοδο οι συνολικές στρατιωτικές δυνάμεις των Συρακουσών προσέγγιζαν πλέον τους 100.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και τα 400 πολεμικά πλοία (τριήρεις, τετρήρεις και πεντήρεις), ενώ λέγεται ότι στα οπλοστάσια και στους ναυστάθμους τελούσαν σε αποθήκευση πανοπλίες, εξαρτήσεις και τηλεβόλα για τον εξοπλισμό άλλων τόσων στρατιωτών και πλοίων! Επρόκειτο ασφαλώς για εκπληκτικά και κολοσσιαία μεγέθη στρατιωτικής ισχύος, απολύτως πρωτοφανή έως τότε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.[10]
Ο πολυβόλος καταπέλτης του Διονυσίου
β) Η κήρυξη του πολέμου και τα κυριότερα πολεμικά γεγονότα
Το ίδιο χρονικό διάστημα, η Καρχηδόνα έλειχε ακόμη τις πληγές της προσπαθώντας να συνέλθει από τη συμφορά εμπρός στα απόρθητα τείχη των Συρακουσών. Την εσωστρέφεια των Καρχηδονίων ήρθε να διαταράξει η ασίγαστη ενεργητικότητα και η απέραντη φιλοδοξία του τυράννου Διονυσίου. Το καινούργιο και ενισχυμένο πολεμικό ναυτικό των Συρακούσιων διενήργησε ληστρικές επιδρομές εναντίον καρχηδονιακών και ετρουσκικών στόχων στην Τυρρηνική θάλασσα, απ’ όπου αποσπάστηκαν πλούσια λάφυρα συνολικής αξίας πολλών χιλιάδων ταλάντων. Η πιθανότητα επέκτασης της επιρροής των Συρακουσών και στο Τυρρηνικό πέλαγος θορύβησε την ηγεσία της Καρχηδόνας. Ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών εξαιτίας της αγέρωχης στάσης του Συρακούσιου ηγέτη, ξεκίνησαν εκ νέου οι εχθροπραξίες μεταξύ Συρακουσών και Καρχηδόνας το 383/82 π.Χ. Δυστυχώς, το σωζόμενο σήμερα κείμενο της κύριας πηγής μας, του Διόδωρου Σικελιώτη, είναι λακωνικό και φειδωλό σε πληροφορίες σχετικά με τη διεξαγωγή του Τέταρτου Σικελικού Πολέμου, τα κύρια γεγονότα του οποίου φαίνεται να συμπυκνώνει σε ένα μόλις έτος· αντιθέτως, σήμερα εκτιμάται ότι ο πόλεμος διήρκεσε περίπου έξι ως επτά χρόνια.[11]
γ) Μάχες στα Κάβαλα και στο Κρόνιο: αρχική νίκη Διονυσίου Α΄ – τελική νίκη των Καρχηδονίων
Οι δύο αντίπαλοι, Καρχηδόνιοι και Συρακούσιοι, επέμειναν για καιρό σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με στόχο την αποσταθεροποίηση αδύναμων εκατέρωθεν ερεισμάτων σε Κάτω Ιταλία και Σικελία αντίστοιχα, αλλά με αμφίρροπα αποτελέσματα. Εντούτοις, οι αποφασιστικές συγκρούσεις που έκριναν τη μοίρα εκείνου του πολέμου έλαβαν χώρα στη νοτιοδυτική Σικελία στις Σελινούντιες Θέρμες (Sciacca), μεταξύ Σελινούντα και Ακράγαντα. Συνήθως τοποθετούνται χρονολογικά μεταξύ 379-376 π.Χ., χωρίς να είναι δυνατόν να χρονολογηθούν με περισσότερη ακρίβεια εξαιτίας της ασαφούς και ελλιπούς τεκμηρίωσης βάσει των σωζόμενων πηγών. Μάλλον διενεργήθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ τους, αλλά είχαν διαφορετικό αρχικό και τελικό νικητή. Καταρχάς, στη Μάχη στα Κάβαλα ο Διονύσιος με τον στρατό του υπερίσχυσε επί των δυνάμεων του στρατηγού Μάγωνα. Οι Συρακούσιοι θανάτωσαν 10.000, ενώ αιχμαλώτισαν άλλους 5.000 Καρχηδόνιους. Ο Μάγων αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο οχυρό ημιορεινό του στρατόπεδο στο κοντινό όρος Κρόνιον (μάλλον το σημερινό San Calogero), ενώ ο αντίπαλος κατέλαβε τις Σελινούντιες Θέρμες.
Στη συνέχεια, ο Διονύσιος απαίτησε την ολοκληρωτική και οριστική εγκατάλειψη της Σικελίας από τους Καρχηδονίους για να λύσει τον αποκλεισμό του καρχηδονιακού στρατού. Ο Μάγων προφασίστηκε ότι συζητά τις αιφνίδιες μαξιμαλιστικές αξιώσεις, ώστε να κερδίσει χρόνο και να οργανώσει την αντεπίθεσή του, όντας βέβαιος ότι η πατρίδα του ούτως ή άλλως δεν θα αποδεχόταν ποτέ τόσο συντριπτικούς εις βάρος της όρους ειρήνευσης, γιατί θα την έθεταν μονομιάς και πιθανώς διαπαντός εκτός Σικελίας.
Τελικά, οι Καρχηδόνιοι πραγματοποίησαν μαχόμενοι έξοδο από το καταφύγιό τους στο Κρόνιο όρος, οπότε οι δύο αντίπαλοι στρατοί αναμετρήθηκαν ξανά. Ενώ η πτέρυγα που διοικούσε ο Διονύσιος επικρατούσε, η άλλη που διοικούσε ο αδελφός του Λεπτίνης ανατράπηκε, γιατί ο τελευταίος τραυματίστηκε θανάσιμα κατά τη συμπλοκή και οι στρατιώτες του εγκατέλειψαν πανικόβλητοι το πεδίο της μάχης. Οι Συρακούσιοι έχασαν τελεσίδικα τη Μάχη του Κρονίου αφήνοντας στο πεδίο 14.000 περίπου νεκρούς και τους θριαμβευτές Καρχηδόνιους να στήνουν τρόπαιο νίκης στη θέση τους.
δ) Ειρήνη μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών (περ. 376 π.Χ.)
Η αρνητική τροπή των επιχειρήσεων έπεισε τον τύραννο Διονύσιο ότι δεν διέθετε άλλη εναλλακτική παρά να δεχτεί τους μετριοπαθείς όρους που του πρότειναν οι Καρχηδόνιοι, προκειμένου να λήξει και αυτός ο γύρος αναμέτρησης. Σύμφωνα με βασικό όρο της συγκεκριμένης συνθήκης ειρήνης (περίπου το 376 π.Χ.), η σφαίρα επιρροής και επικυριαρχίας των Συρακούσιων θεωρείται πως περιορίστηκε ανατολικά του ποταμού Αλυκού (αρχ. Ἁλυκός, σημ. Platani ή Platani Alikòs), ενώ η αντίστοιχη των Καρχηδονίων ότι επεκτάθηκε δυτικά του ίδιου ποταμού, πέραν μιας πολεμικής αποζημίωσης 1.000 ταλάντων που όφειλε να αποπληρώσει ο Διονύσιος στη νικήτρια πλευρά του πολέμου. Οι Καρχηδόνιοι ενέταξαν τον Σελινούντα, τις Ιμεραίες Θέρμες (Termini Imerese, είχαν αντικαταστήσει την κατεστραμμένη από το 409 π.Χ. πόλη της Ιμέρας) και τη δυτική επικράτεια του Ακράγαντα μαζί με την Ηράκλεια Μινώα στη σικελική τους «επικράτεια». Όντως, επρόκειτο για ισορροπημένη εδαφική ρύθμιση, που έμελλε να επαναληφθεί σε αρκετές ακόμη περιπτώσεις στο μέλλον μεταξύ των αντιμαχόμενων Καρχηδονίων και Συρακούσιων.[12]
Βίντεο-αναπαράσταση των αρχαίων Συρακουσών
- Ο Ε΄ Σικελικός Πόλεμος (368/67 π.Χ.): το κύκνειο άσμα του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄
α) Στροφή Συρακούσιων και Καρχηδόνιων προς άλλα μέτωπα (375-368 π.Χ.)
Για πολλοστή φορά, οι δύο σπουδαιότερες τότε δυνάμεις της Δυτικής Μεσογείου – Καρχηδόνα και Συρακούσες – είχαν οδηγηθεί σε τέλμα, εγκλωβισμένες καθώς ήταν σε μια παρατεταμένη αλλά ατελέσφορη σύγκρουση για την ολοκληρωτική κυριαρχία στη Σικελία, η παράταση της οποίας φαίνεται πως πλέον απέδιδε για κάθε πλευρά περισσότερο ποταμούς αίματος παρά εδάφη πέραν ορισμένων ποταμών! Επομένως, οι δύο δυνάμεις προτίμησαν να κατοχυρώσουν παρά να επεκτείνουν την επικυριαρχία ή/και κυριαρχία τους, εξαντλημένες καθώς ήταν από τις απανωτές αιματηρές εχθροπραξίες.
Ο μεν τύραννος Διονύσιος των Συρακουσών ασφάλισε και εδραίωσε την κυριαρχία του στην Κάτω Ιταλία, κτίζοντας μακρά τείχη κατά μήκος του στενού «λαιμού» της Καλαβρίας νοτίως του Κρότωνα. Παράλληλα, ενεπλάκη ενεργά στις υποθέσεις της κυρίως Ελλάδας. Υποστήριξε σθεναρά τη φθίνουσα ηγεμονία της Σπάρτης, ενώ παράλληλα άπλωσε την επιρροή του στο βασίλειο των Μολοσσών στην Ήπειρο. Αντιθέτως, ήδη από το 379 π.Χ., η Καρχηδόνα υπέφερε από επιδημία και ταλαιπωρήθηκε από διάσπαρτες ανταρσίες ιθαγενών στη Λιβύη και στη Σαρδηνία, τις οποίες κατέστειλε με δυσκολία. Οι χρόνιες δυσχέρειες που εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει η Καρχηδόνα ήρθαν σε γνώση του Διονύσιου, ο οποίος θεώρησε εκ νέου τις περιστάσεις πρόσφορες ώστε να εκστρατεύσει εναντίον των καρχηδονιακών κτήσεων στη δυτική Σικελία.
β) Αποτυχημένη πολιορκία του Λιλύβαιου (368/67 π.Χ.) και επιστροφή στο status quo ante bellum (367/66 π.Χ.)
Το 368/67 π.Χ., ο ανήσυχος Διονύσιος κήρυξε ξανά τον πόλεμο στην Καρχηδόνα. Συγκέντρωσε πεζική και ναυτική δύναμη από 30.000 πεζούς, 3.000 ιππείς και 300 πολεμικά πλοία και κινήθηκε προελαύνοντας ως το Λιλύβαιο. Διακηρυγμένος αντικειμενικός στόχος ήταν η πολιορκία και κατάληψη του Λιλύβαιου, η απελευθέρωση όλων των ελληνικών πόλεων από το ζυγό της υποτέλειας στους Καρχηδόνιους και η οριστική αποπομπή των τελευταίων από τη Σικελία.
Έπειτα από την καταστροφή της Μοτύης οι Καρχηδόνιοι είχαν καταστήσει το γειτονικό Λιλύβαιο κύρια ναυτική και στρατιωτική τους βάση στη Σικελία. Το οχυρότατο Λιλύβαιο αποδείχτηκε άξιος αντικαταστάτης της Μοτύης. Καταρχάς, η νέα πόλη- φρούριο ήταν σαφώς μεγαλύτερη από τη λιλιπούτεια Μοτύη· συνεπώς, μπορούσε να φιλοξενήσει ισχυρότερες δυνάμεις με περισσότερα εφόδια για μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Επιπλέον, οι Καρχηδόνιοι είχαν επιμεληθεί ιδιαιτέρως τις οχυρωματικές ζώνες του καινούργιου τους προπυργίου. Είχαν υψώσει απρόσβλητα και πανύψηλα τείχη, τα οποία ενισχύονταν από πολλούς πύργους κάθε λίγες δεκάδες μέτρα, ενώ την επιμελημένη οχύρωση συμπλήρωνε βαθιά τάφρος που είχε σκαφτεί περιμετρικά του τείχους. Έτσι, είχαν μετατρέψει ουσιαστικά το Λιλύβαιο σε ένα τεχνητό νησί.[13]

Η οχύρωση και η αντοχή του Λιλύβαιου στην πολιορκία εξέπληξαν δυσάρεστα τον Διονύσιο. Αποφάσισε, λοιπόν, να περισφίξει τον αποκλεισμό της πόλης-φρουρίου από ξηράς και θαλάσσης προσδοκώντας να το κυριεύσει μετά από πόλεμο φθοράς. Ως αντίδραση, η Καρχηδόνα απέστειλε στο απειλούμενο μέτωπο το σύνολο σχεδόν του διαθέσιμου στόλου της, που τον απάρτιζαν 200 πολεμικά σκάφη. Ο καρχηδονιακός στόλος επέπεσε και κατέστρεψε αιφνιδιαστικά τον αντίπαλο στόλο των Συρακούσιων που είχε στο μεταξύ ελαττωθεί σε μόλις 130 πλοία. Ο Διονύσιος είχε αποσύρει μεγάλο τμήμα των ναυτικών του δυνάμεων από την περιοχή, επειδή οι Καρχηδόνιοι είχαν εντέχνως διασπείρει τη φήμη ότι ο πολεμικός τους στόλος κατακάηκε σε πυρκαγιά που εκδηλώθηκε μέσα στον Κώθωνα, τον λιμένα και ναύσταθμο της Καρχηδόνας. Στη συνέχεια και μετά από τη Ναυμαχία του Έρυκα, ο καρχηδονιακός στόλος αποβίβασε χιλιάδες στρατό, ο οποίος έλυσε την Πολιορκία του Λιλύβαιου.

Στα τέλη του 367 π.Χ., ο Διονύσιος Α΄ ο πρεσβύτερος απεβίωσε σε ηλικία περίπου 62 ετών. Ο Διονύσιος Β΄ ο νεότερος (περ. 397-342 π.Χ., τύραννος 367-357 και 346-343 π.Χ.) διαδέχθηκε τον πατέρα του ως ανώτατος άρχων των Συρακουσών και προτίμησε να συνάψει ειρήνη με τους Καρχηδόνιους (περ. 367/66 π.Χ.), βάσει της οποίας οι ποταμοί Αλυκός προς νότο και Ιμέρας (αρχ. Ἱμέρας, σημ. Imera Settentrionale ή Fiume Grande) προς βορρά επαναπροσδιορίστηκαν ως όριο μεταξύ των κτήσεων και της σφαίρας επιρροής Καρχηδονίων και Συρακούσιων στη Σικελία. Έτσι έληξε και ο Πέμπτος Σικελικός Πόλεμος.[14]

Οι σωρευτικές απώλειες για τις δύο αντιπάλους, Συρακούσες και Καρχηδόνα, κατά τη διάρκεια των τριών καρχηδονιακών πολέμων του τυράννου Διονυσίου υπήρξαν αναμφίβολα βαρύτατες. Εντούτοις, ο Διονύσιος Α΄ πέτυχε να αυξήσει σημαντικά την επικράτεια των Συρακουσών στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία. Θεωρείται ότι τότε οι Συρακούσες αναδείχτηκαν στο μεγαλύτερο σε έκταση οργανωμένο κράτος στην ευρωπαϊκή ήπειρο.[15] Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος Α΄ έφερε, ατύπως ή τυπικά, ποικίλα αξιώματα και διάφορους τίτλους, ώστε να διατυμπανίσει την ευρεία και εκτεταμένη εξουσία του ιδίως στη Σικελία αλλά και στην Κάτω Ιταλία.[16] Πράγματι, το κράτος του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου Α΄ στη Μεγάλη Ελλάδα υπερέβη σαφώς και ξεπέρασε εμφανώς τα έως τότε συνήθως πεπερασμένα γεωγραφικά και πολιτικά πλαίσια της αρχαιοελληνικής πόλης-κράτους, συνιστώντας τελικά ένα πρώιμο αρχαιοελληνικό «υπερκράτος».
Ωστόσο, τούτο επρόκειτο περισσότερο για προσωπικό κατόρθωμα του Διονύσιου Α΄ και λιγότερο για συλλογική επιτυχία των Συρακουσών. Ουσιαστικά, οι αδιαμφισβήτητες και πολυσχιδείς ικανότητες του δαιμόνιου Διονύσιου τέθηκαν προπάντων στην εξυπηρέτηση της προσωπικής του φιλοδοξίας και όχι στην υπηρεσία του γενικότερου συμφέροντος των Συρακούσιων και των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας.[17] Βέβαια, ο συνολικός γεωπολιτικός και γεωστρατηγικός αντίκτυπος των τριών πολέμων που εξαπέλυσε ο εν λόγω τύραννος ευνόησε τις Συρακούσες περισσότερο από την Καρχηδόνα.[18] Πάντως, μέχρι το 367 π.Χ. και οι δύο δυνάμεις είχαν λίγο ως πολύ σταθεροποιήσει τις σφαίρες επιρροής και κυριαρχίας τους στη Σικελία, κατά τρόπο που άφηνε και τις δύο πλευρές γενικά ικανοποιημένες.
Ύστερα από τον θάνατο του τυράννου Διονυσίου Α΄, μιας αναμφίβολα ισχυρής προσωπικότητας και ενός χαρισματικού πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη παρ’ όλα τα ελαττώματά του, ματαιώθηκαν και έσβησαν οριστικά τα όποια όνειρα των Συρακούσιων για εκδίωξη των Καρχηδονίων και πλήρη κυριαρχία στη Σικελία. Οι εκ διαμέτρου αντίθετες εξελίξεις στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό μεταξύ των δύο πόλεων- κρατών και ισχυρότερων τότε δυνάμεων της Δυτικής Μεσογείου θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν τη μεταξύ τους σύγκρουση πυροδοτώντας εξελίξεις στην εξωτερική τους πολιτική. Η παραδοσιακή πολιτειακή σταθερότητα των Καρχηδονίων θα μετατραπεί σύντομα σε οιονεί όπλο απέναντι στην παροιμιώδη πολιτειακή αστάθεια ειδικά των Συρακούσιων, και στον ασύγγνωστο πολιτικό κατακερματισμό γενικά των Σικελιωτών Ελλήνων.[19]


Ο Γεώργιος Καλαφίκης είναι διδάκτορας Βυζαντινής Ιστορίας, φιλόλογος Δ.Ε. στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, επιστημονικός συνεργάτης αποσπασμένος στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] «Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. Ο Α΄ Σικελικός Πόλεμος (480 π.Χ.)», Clio Turbata (4/6/2022): https://clioturbata.com/απόψεις/kalafikis-first-sicilian-war/. – «Η ιστορική αναμέτρηση Καρχηδόνας και Συρακουσών με έπαθλο τη Σικελία. O Β΄ Σικελικός Πόλεμος (409-404 π.Χ.)», Clio Turbata (11/6/2022): https://clioturbata.com/απόψεις/kalafikis-second- sicilian-war/.
[2] Πηγές-βοηθήματα: Φίλιστος 28 (34) : Αίλιος Θέων Προγυμν. 17-21: «…τὰ περὶ τὴν παρασκευὴν τὴν ἐπὶ Καρχηδονίους Διονυσίου τοῦ τυράννου, καὶ τῶν ὅπλων καὶ τῶν νεῶν, καὶ τῶν ὀργάνων (δηλ. των πολεμικών μηχανών) τὴν ποίησιν». – Αναλυτικά Διόδωρος 14.41-44. ‖ Jurien de La Gravière 1879: 861-864, 870-873. – Του ιδίου 1887: 179-185, 199-206. – Hulot/Fugères 1910: 177-190. – Warmington 1960: 88-89. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 109-111, 121-123. – Δεσποτόπουλος 1972: 206, 230, 233. – Lloyd 1977: 81-82. – Caven 1990: 80-97. – Campbell 2003: 3-8. – Ross Holloway 2004: 142-147. – Benjamin 2006: 71-72. – Fields 2006: 52. – Μοράκης 2006: 224-225. – CHGRW 2007: 124, 241, 358, 451, 462. – Fields 2007: 21. – Champion 2010: 237-249. – Dummett 2010: 46-50. – Miles 2011: 52, 68. – Steinby 2014: 22-23. – De Angelis 2016: 124-126. – Evans 2016: 163. – Μοράκης 2016: 106-108. – Δρόκαλος 2017: 93-96. – Hoyos 2019: 67-68. – Mignosa 2020: 397-409.
[3] Wilcken 1976: 262-263.
[4] Prag 2010: 61. – Harris 2018: 146-148. Ο «Σικελικός Εσπερινός» ξέσπασε στις 29 Μαρτίου 1282 κατόπιν μυστικής υποκίνησης από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο και τον βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρο Γ΄. Η μηχανορραφία των δύο μεσογειακών ηγεμόνων στρεφόταν κατά του κοινού τους αντιπάλου, Φράγκου βασιλιά της Σικελίας Καρόλου του Ανδεγαυού (Charles d’Anjou) και οδήγησε τους Σικελούς σε ξεσηκωμό και επανάσταση εναντίον των Φράγκων. Οι τελευταίοι εκδιώχθηκαν από το νησί, ενώ παράλληλα ο Κάρολος ο Ανδεγαυός ανατράπηκε και απώλεσε τα εκεί εδάφη και τον θρόνο του. Επιστρέφοντας στο θέμα μας, έχει γενικά παρατηρηθεί ότι οι Σικελικοί Πόλεμοι διεξάγονταν με υπερβολική βιαιότητα τον 4ο αι. π.Χ. (CHGRW 2007: 396).
[5] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 14.48-53. – Πολύαινος Στρατ. 2.6. ‖ Jurien de La Gravière 1879: 873-874. – Του ιδίου 1887: 206-209. – Warmington 1960: 89-91. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 111-113. – Caven 1990: 98-106. – Rainey 2004: 41. – Ross Holloway 2004: 141-142. – Benjamin 2006: 73-74. – Μοράκης 2006: 225-226. – Champion 2010: 249-255. – Lee 2010: 148. – Miles 2011: 53. – Steinby 2014: 44. – Μοράκης 2016: 108-115. – Δρόκαλος 2017: 97-103. – Caruso 2019: 15. – Hoyos 2019: 69-71. – Souza 2020: 130 κ.ε.
[6] Οι αρκετά συχνές και επαναλαμβανόμενες λοιμικές εξάρσεις που ταλαιπωρούσαν τα εκστρατευτικά σώματα των Καρχηδονίων κατά τους Σικελικούς Πολέμους ενδέχεται ως έναν βαθμό να υπέκρυπταν προβλήματα επιμελητείας και λογιστικής υποστήριξης.
[7] Πηγές-βοηθήματα: Ισοκράτης Αρχίδαμος 43-45. – Έφορος F.204 και Τίμαιος F.108 : Διόδωρος 54.5. – Διόδωρος 14.54-78. – Frontinus Strat. 1.1.2 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.10.2), 1.4.12 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 2.11). – Frontinus Strat. 2.5.11 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.8.1). – Πολύαινος Στρατ. 5.2.17, 6.16.2-3. – Justinus 19.2-3. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.236.30-1.237.10 [§118 (: Διόδωρος 14.63.1)-119 (: Διόδωρος 14.76.3)]. ‖ Jurien de La Gravière 1879: 874-879. – Του ιδίου 1887: 210-218. – Warmington 1960: 91-94. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 113-115. – Caven 1990: 106-123. – Μοράκης 2006: 226-228. – CHGRW 2007: 457 σημ. 152. – Evans 2009: 92- 97. – Champion 2010: 256-268. – Miles 2011: 53-54. – Dudziński 2016: 52. – Μοράκης 2016: 115-132. – Δρόκαλος 2017: 103-113. – Hoyos 2019: 71-76.
[8] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 95-96. ‖ Hulot/Fugères 1910: 123-125. – Warmington 1960: 94. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 115-116. – Caven 1990: 124-131. – Rainey 2004: 216. – Champion 2010: 268-272. – Δρόκαλος 2017: 113-115. – Dudziński 2019: 192. – Hoyos 2019: 77-80.
[9] Πηγές-βοηθήματα: Πολύβιος 1.6.2. – Διόδωρος 14.91.1, 14.100-108 και 111-112, 15.6.1, 15.13 και 15.14.1-2. – Frontinus Strat. 3.4.3. – Πολύαινος Στρατ. 5.2.10 (πρβ. Frontinus Strat. 3.4.4), 18, 22. – Justinus 20. – Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.238.17-20 [§ 125 (: Διόδωρος 14.111.4)]. ‖ Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 116-119, 123-125. – Caven 1990: 131-185. – Μοράκης 2006: 228-231. – Champion 2010: 273-283. – Christien 2015: 128-135. – Δρόκαλος 2017: 115-121. – Bearzot 2018: 49-51. – Harris 2018: 136, 139, 148-153. – Hoyos 2019: 80-82.
[10] Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 122-123. – Caven 1990: 245. – Αρεταίος 2015: 96. – De Angelis 2016: 126-129.
[11] Caven 1990: 186-180. – Dudziński 2019: 188-189.
[12] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 15.14.3-4 [πρβ. Κων. Πορφ. de virt. et vit. 1.239.21- 27 (§ 128)], 15.15-17. – Πολύαινος Στρατ. 5.2.21, 6.16.1. ‖ Hulot/Fugères 1910: 125. – Warmington 1960: 95-96. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 119-120. – Caven 1990: 186-201. – Rainey 2004: 216. – Μοράκης 2006: 231. – CHGRW 2007: 283. – Champion 2010: 284-288. – Dummett 2010: 50-53. – Δρόκαλος 2017: 121-124. – Dudziński 2019. – Hoyos 2019: 82-88. Σύγχρονοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει, μάλλον λανθασμένα, ότι τότε η καρχηδονιακή «επικράτεια» στη Σικελία προωθήθηκε ακόμη δυτικότερα κατά μήκος του ποταμού Νοτίου Ιμέρα (Fiume Salso ή Imera Meridionale), και επομένως ότι η ειρήνευση του 376 π.Χ. (περ.) υπήρξε ακόμη δυσμενέστερη για τις Συρακούσες. Πρβ. π.χ. De Vincenzo 2013: 25-26. Αντιπρβ. Dudziński 2019: 192 κ.ε.
[13] Rainey 2004: 81-85. – Miles 2011: 54-55. – Caruso 2019: 20-22.
[14] Πηγές-βοηθήματα: Διόδωρος 23-24, 73. – Frontinus Strat. 1.8.11 (πρβ. Πολύαινος Στρατ. 5.2.9). – Πολύαινος Στρατ. 5.9. ‖ Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 120. – Caven 1990: 202-215. – Μοράκης 2006: 231. – Champion 2010: 288-294. – Δρόκαλος 2017: 124-130. – Hoyos 2019: 88-92.
[15] Πρβ. Jurien de La Gravière 1887: 219-225. – Warmington 1960: 96-97. – Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 126-128 (αρνητική αξιολόγηση Διονυσίου). – Lloyd 1977: 81-85. – Caven 1990: 222-253. – Lewis 2000. – Μοράκης 2006: 231-232. – Champion 2010: 295-298 (αρνητική αξιολόγηση Διονυσίου). – Thatcher 2011: 161-178. – De Angelis 2016: 126-129, 212-217 (θετική αποτίμηση Διονυσίου). – Bearzot 2018. – Harris – Hoyos 2021: 56-58 (συνολικά αρνητικό για την Καρχηδόνα το αποτέλεσμα των πολέμων εναντίον του Συρακούσιου τυράννου Διονυσίου).
[16] Bearzot 2018: 44, 47. Βλ. π.χ. IG II2 18.6-7 (Αττική, 394/93 π.Χ.), 103.19-20 (Αττική, 369/68 π.Χ.): και 105.7-8 (Αττική, 368/67 π.Χ.): «…Διονύσιον τὸν Σικελίας ἄρχοντα…». Betts 1980: 146. – Harris 2018: 151-153. Μάλιστα, ο Λυσίας συγκαταλέγει στον «Κατ’ Ἀνδοκίδου ἀσεβείας» λόγο (Or. VI.6-7) τον Διονύσιο Α΄ ανάμεσα στους «βασιλέας». Betts 1980: 144-150. – Griffin 2005: 225-231.
[17] Πρβ. Ισοκράτης Φίλιππος 65: «Διονύσιος…ἐπιθυμήσας μοναρχίας ἀλόγως καὶ μανικῶς καὶ τολμήσας ἅπαντα πράττειν τὰ φέροντα πρὸς τὴν δύναμιν ταύτην, κατέσχε μὲν Συρακούσας, ἁπάσας δὲ τὰς ἐν Σικελίᾳ πόλεις, ὅσαι περ ἦσαν Ἑλληνίδες, κατεστρέψατο, τηλικαύτην δὲ δύναμιν περιεβάλετο καὶ πεζὴν καὶ ναυτικὴν ὅσην οὐδεὶς ἀνὴρ τῶν πρὸ ἐκείνου γενομένων». Χατζόπουλος/Κολιόπουλος 1972: 128. Πρβ. Λυσίας Ὀλυμπιακός, όπου οι Έλληνες προτρέπονταν να ανατρέψουν την τυραννίδα του Διονυσίου Α΄. Lamb 51967: 680-683. Για όψεις της αντικαρχηδονιακής προπαγάνδας επί Διονυσίου Α΄: Prag 2010: 60-63.
[18] Rainey 2004: 255-258. Για την πολεμική δράση και διάφορα στρατηγήματα του Διονυσίου Α΄: Πολύαινος Στρατ. 2.
[19] Betts 1980: 45 κ.ε. – De Angelis 2016: 132. – Δρόκαλος 2017: 218-220.
ΠΗΓΕΣ
Aelius Théon Progymnasmata, eds.-transl. M. Patillon/G. Bolognesi, [Collection des universités de France. Série grecque 376 – Collection Budé] Paris 1997
Diodorus Siculus Library of History, vol. VI: Books XIV-XV.19, vol. VII: Books XV.20- XVI.65, eds.-transl. C.H. Oldfather, Ch.L. Sherman, [Loeb 399, 389] London/Cambridge MA 1954, 1952
Ephoros von Kyme, F. Jacoby (ed.), Die Fragmente Der Griechischer Historiker (FGrHist) II.A 70, Leiden 1986, σ. 37-109
Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1-2, eds. T. Büttner-Wobst/A.G. Roos, Berlin 1906, 1910
Frontinus The Stratagems and Aqueducts of Rome, ed.-transl. C.E. Bennett, [Loeb 174] London/New York 1925
Inscriptiones Graecae (= IG) vol. II/III², Inscriptiones Atticae Euclidis anno posteriores, ed. J. Kirchner, Pars I. Decreta continens, Fasc. 1. Decreta annorum 403/2– 230/29 a. Chr., Berlin 1913
Isocrates vol. I, ed.-transl. G. Norlin, [Loeb 209] London/New York 1928, Oration V. To Philip: σ. 243-340, Oration VI. Archidamus: σ. 341-411
Justin Abrégé des Histoires Philippiques de Trogue Pompée. Tome II. Livres XI-XXIII, eds. B. Mineo/G. Zecchini, [CUF. Série latine 418] Paris 2020
Lysias, ed.-transl. W.R.M. Lamb, [Loeb 244] Cambridge MA/London 51967, VI. Against Andocides: For Impiety: σ. 112-143, XXXIII. Olympic Oration: σ. 680- 690
Polyaeni Strategematon Libri VIII, edd. E. Woelfflin/J. Melber, [Teubner] Stuttgart
21970
Philistos von Syrakus, F. Jacoby (ed.), FrGrHist III.B 556, Leiden 1964, σ. 551-567 Polybius The Histories, Vol. I: Books I-II, ed.-transl. W.R. Paton, [Loeb 128]
London/New York 1922
Timaios von Tauromenion, F. Jacoby (ed.), FrGrHist III.B 566, Leiden 1964, σ. 581- 658
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρεταίος, Λ. 2015. «Δίων – Τιμολέων (367 – 338 π.Χ.). Οι σωτήρες των Συρακουσών», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 2, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 91-114
Bearzot, C. 2018. «Polybius and the Tyrants of Syracuse», στο: N. Miltsios/M. Tamiolaki (eds.), Polybius and His Legacy, [Trends in Classics – Supplementary Volumes, vol. 60] Berlin/Boston, σ. 43-54
Benjamin, S. 2006. Sicily. Three Thousand Years of Human History, Hanover NH
Betts, D.J. 1980. ‘Stasis’, Political Change and Political Subversion in Syracuse, 415- 305 B.C., MA thesis, Hobart
Campbell, D.B. 2003. Greek and Roman Artillery 399 BC–AD 363, [Osprey, New Vanguard 89] Oxford
Caruso, E. 2019. «Archaeological Landscape of the “Punic Epicracy” of Sicily», στο: E. Caruso/F. M. Raimondo/ G. Domina (eds.), BOCCONEA–28. Proceedings of the Meeting Botany at the intersection of Nature, Culture, Art and Sciences. Archaeological Park, Selinunte (Sicily), 28-30 June 2018, Palermo, σ. 13-25
Caven, B. 1990. Dionysius I War-Lord of Sicily, New Haven/London
Champion, J. 2010. The Tyrants of Syracuse: War in Ancient Sicily, Vol. I: 480–367 BC, [Pen & Sword Military] Barnsley
Χατζόπουλος, Μ. (συν. Κολιόπουλος, Ι.) 1972. «Σικελία και Κάτω Ιταλία (413 – 330 π.Χ.)», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Ι.Ε.Ε.), τ. Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 98-144
CHGRW I 2007 = Ph. Sabin/H. van Wees/M. Whitby (eds.). The Cambridge History of Greek and Roman Warfare, Vol. I: Greece, the Hellenistic world and the rise of Rome, Cambridge
Christien, J. 2015. «Corcyre au IVe siècle entre Sparte et Syracuse: que sont mes vaisseaux devenus?», στο: C. Antonetti/E. Cavalli (eds.), Prospettive Corciresi, [Diabaseis 5] Pisa, σ. 119-144
De Angelis, F. 2016. Archaic and Classical Greek Sicily. A Social and Economic History, [Greeks Overseas] Oxford
Δεσποτόπουλος, Α. 1972. «Η πολεμική τέχνη των Ελλήνων κατά την περίοδο 1100-336 π.Χ.», στο: Ι.Ε.Ε., τ. Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός, Αθήνα, σ. 192-235
De Vincenzo, S. 2013. Tra Cartagine e Roma. I centri urbani dell’eparchia punica di Sicilia tra VI e I sec.a.C., Berlin/Boston
Δρόκαλος, Σ.Φ. 2017. Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων. Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αι. π.Χ.), [Μονογραφίες της «Στρατιωτικής Ιστορίας» 76] Αθήνα
Dudziński, A. 2016. «Diodorus’ use of Timaeus», Ancient History Bulletin 30/1-2, σ. 43-76
Dudziński, Α. 2019. «The Treaty of 376/5 BC – A New Interpretation», Historia 68/2, σ. 188-199
Dummett, J. 2010. Syracuse City of Legends. A Glory of Sicily, London/New York
Evans, R. 2009. Syracuse in Antiquity. History and Topography, Pretoria
Evans, R. 2016. Ancient Syracuse. From Foundation to Fourth Century Collapse, London/New York
Fields, N. 2006. Ancient Greek Fortifications 500 – 300 BC, [Osprey, Fortress 40] Oxford/New York
Fields, N. 2007. Ancient Greek Warship 500–322 BC, [Osprey, New Vanguard 132] Oxford/New York
Griffin, M.J. 2005. The Tyrannies in the Greek Cities of Sicily: 505-466 BC, PhD thesis, University of Leeds
Harris, J.R. 2018. «Continuity through Rupture: Space, Time, and Politics in the Mass Migrations of Dionysius the Elder», στο: S. Montel/A. Pollini (eds.), La question de l’espace au IVe siècle avant J.-C. dans les mondes grec et étrusco- italique : continuités, ruptures, reprises, [Institut des Sciences et Techniques de l’Antiquité (ISTA) 1442] Besançon, σ. 135-157
Hoyos, D. 2019. Carthage’s Other Wars. Carthaginian Warfare Outside the ‘Punic Wars’ Against Rome, [Pen & Sword Military] Barnsley
Hoyos, D. 2021. Carthage. A Biography, [Cities of the Ancient World] London/New York
Hulot, J./Fugères, G. 1910. Sélinonte. Colonie dorienne en Sicile. La Ville, l’Acropole et les Temples, [Librairie générale de l’architecture et des arts décoratifs] Paris
Jurien de La Gravière, E. 1879. «La marine de Syracuse», Revue des deux mondes (Sept. 2/2), σ. 861-885
Jurien de La Gravière, E. 1887. La Marine des Anciens, 2ème Partie : La Revanche des Perses. Les Tyrans de Syracuse, Paris
Lee, J.W.I. 2010. «Urban Warfare in the Classical Greek World», στο: V. Davis Hanson (ed.), Makers of Ancient Strategy. From the Persian Wars to the Fall of Rome, Princeton/London, σ. 138-162
Lewis, S. 2000. «The tyrant’s myth», στο: Chr. Smith/J. Serrati (eds.), Sicily from Aeneas to Augustus. New Approaches in Archaeology and History, [New Perspectives on the Ancient World 1] Edinburgh, σ. 97-106
Lloyd, A. 1977. Destroy Carthage! The Death Throes of an Ancient Culture, London
Mignosa, V. 2020. «When war changes a city. 14. Fortifications and urban landscapes in tyrant-ruled Syracuse», στο: M. Jonasch (ed.), The Fight for Greek Sicily Society, Politics, and Landscape, Oxford/Philadelphia, σ. 380-419
Miles, R. 2011. Carthage Must Be Destroyed. The Rise and Fall of an Ancient Mediterranean Civilization, New York
Μοράκης, Α. 2006. «Έλληνες της Δύσης», στο: Ιστορία των Ελλήνων τόμος 3: Κλασικοί Χρόνοι, Αθήνα, σ. 202-241
Μοράκης, Α. 2016. «Η εκστρατεία του Διονυσίου στη Δυτική Σικελία και η πολιορκία των Συρακουσών από τους Καρχηδονίους (398-396 π.Χ.)», στο: Μάχες της Αρχαιότητας Τόμος 4, εκδ. Β. Καμπάνης, [Στρατιωτική Ιστορία] Αθήνα, σ. 105- 132
Prag, J. 2010. «Tyrannizing Sicily: The Despots who cried ‘Carthage!’», στο: A.J. Turner/J.H.K.O. Chong-Gossard/F.J. Vervaet (eds.), Private and Public Lies: The Discourse of Despotism and Deceit in the Graeco-Roman World, [Impact of Empire vol. 11] Leiden, σ. 51-71
Rainey, S. 2004. The Nature of Carthaginian Imperial Activity: Trade, Settlement, Conquest, and Rule, PhD thesis, University of Canterbury
Ross Holloway, R. 2004. The Archaeology of Ancient Sicily, London/New York
Souza, R. 2020. «Enslavement and redemption in Classical Sicily», στο: M. Jonasch (ed.), The Fight for Greek Sicily Society, Politics, and Landscape, Oxford/Philadelphia, σ. 121-141
Steinby, Chr. 2014. Rome versus Carthage. The War at Sea, [Pen & Sword Maritime] Barnsley
Thatcher, M.R. 2011. A Variable Tapestry: Identity and Politics in Greek Sicily and Southern Italy, PhD thesis, Brown University, Providence RI
Warmington, B.H. 1960. Carthage, London
Wilcken, U. 1976. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφ. Ι. Τουλουμάκος, Αθήνα