Γεώργιος Σιδηρόπουλος, Παν/μιο Αιγαίου
Άρθρο δημοσιευμένο στα Ιστορικογεωγραφικά τ. 16-17 (2018) 82-89
Επικρατεί η άποψη ότι όταν μελετάμε κάποιο τοπωνύμιο σε παρελθόντα χρόνο, κάνουμε Ιστορική Γεωγραφία. Είναι όμως πραγματικά έτσι;
Η πρώτη πτυχή της ιστορικής γεωγραφίας, συνίσταται στην επικέντρωσή της στην ιστορική διάσταση του σημερινού κόσμου. Αυτός της ο χαρακτήρας όμως, συνιστά προσέγγιση που δεν διαθέτει κάποιο ειδικό αντικείμενο. Δηλαδή η Ιστορική Γεωγραφία αρχικά αποτελεί μία επιστημονική μεθοδολογία (Levy-Lusaault 2003 565). Όταν όμως η συγκεκριμένη μεθοδολογία τίθεται στην υπηρεσία της μελέτης ενός τόπου, αποκτά αντικείμενο και γίνεται η Ιστορική Γεωγραφία του αντικειμένου που μελετά: Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδας, Ιστορική Γεωγραφία του Δρόμου του Μεταξιού, η Ιστορική Γεωγραφία της πόλης Τενοτσιτλάν…
Πώς θα ορίσουμε την Ιστορική Γεωγραφία;
Η Ιστορική Γεωγραφία αποτελεί τομέα της ανθρωπογεωγραφίας που ασχολείται με τις γεωγραφίες του παρελθόντος και πως αυτό το γεγονός επηρεάζει τις γεωγραφίες του παρόντος και το μέλλοντος (Gregory κ.α. 2009 337). Είναι μια μελέτη του «ιστορικού παρόντος» στο οποίο ο γεωγράφος πρέπει να προσπαθήσει να θέσει τον εαυτό του σε πεπερασμένο χρόνο, να προσπαθήσει και να κατανοήσει στο σύνολό της, την γεωγραφία της εποχής, και να δοκιμάσει να την αποκαταστήσει, αναφέρει ο Μackinder (στο Wooldridge – Gordon East 1967). Δηλαδή η Ιστορική Γεωγραφία, αποτελεί αποκατάσταση του γεωγραφικού καθεστώτος μιας δεδομένης περιόδου, με τη χρήση ιστορικών πηγών. Πρόκειται για την μελέτη της εξέλιξης της γεωγραφικής κατάστασης, από χρονική περίοδο σε περίοδο. Το ενδιαφέρον της όμως δεν στρέφεται απλά στη γεωγραφία του παρελθόντος, αλλά και στις αλλαγές των γεωγραφικών πρότυπων της εποχής (Higounet 1982).
Αν δούμε τον όρο Ιστορική Γεωγραφία, από γραμματικής πλευράς, η ανάλυση μας λέει ότι το κύριο όνομα είναι η λέξη Γεωγραφία, ενώ το Ιστορική είναι απλά ο επιθετικός προσδιορισμός. Άρα ο κυρίαρχος παράγοντας, στο δίδυμο Ιστορίας(κή) και Γεωγραφίας, είναι η Γεωγραφία και κατά συνέπεια για να προσδιορισθεί το πλαίσιο της, βασική και αναγκαία απαίτηση είναι η γνώση για του τι είναι η ίδια η γεωγραφία.
Τι είναι η γεωγραφία;
Η επιστημολογία εντάσσει την γεωγραφία στις κοινωνικές επιστήμες. Αρκετές εθνικές σχολές γεωγραφίας κατατάσσουν τη γεωγραφία συγχρόνως και στις ανθρωπιστικές. Οι κοινωνικές επιστήμες έχουν αντικείμενο τη μελέτη των ανθρώπινων κοινωνιών, ενώ οι ανθρωπιστικές επιστήμες μελετούν τους ανθρώπινους πολιτισμούς, την ιστορία και τα επιτεύγματα του ανθρώπινου είδους, τον τρόπο ζωής και την ατομική και κοινωνική συμπεριφορά του.
Οι ανθρωπιστικές / κοινωνικές επιστήμες αντιδιαστέλλονται με τις φυσικές επιστήμες, διότι έχουν αντικείμενο όχι την ανθρώπινη δραστηριότητα. Σε αντίθεση με τις ανθρωπιστικές/κοινωνικές, οι φυσικές επιστήμες ακολουθούν την επιστημονική μέθοδο, με τη διεξαγωγή παρατηρήσεων, πειραμάτων και τον σχηματισμό υποθέσεων και εντάσσονται στις θετικές επιστήμες, αν και καμία επιστήμη δεν εξαιρείται από την έννοια αναζήτησης τους ακριβούς (exact), εφόσον αναζητά τη μοναδική αλήθεια. Κύριο κοινό ζήτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες είναι η μέθοδος που πρέπει να ακολουθήσουν για να επιτύχουν μια σχετική αντικειμενικότητα.
Η γεωγραφία ως επιστήμη προσεγγίζει τη συμπεριφορά, την εξέλιξη των δραστηριοτήτων του ανθρώπου στον χώρο. Ο κάθε χώρος ακολουθεί δυο δυναμικές διαφορετικής τάξης: τη δυναμική των φυσικών φαινομένων (Φυσική Γεωγραφία) και τη δυναμική της εξέλιξης των ανθρώπινων φαινομένων (Ανθρωπογεωγραφία). Αυτό το δισυπόστατο φαίνεται διχαστικό ως προς τον χαρακτήρα της Γεωγραφίας που εμφανίζεται να ασχολείται και με το φυσικό περιβάλλον, ως κοινωνική επιστήμη. Η γεωγραφία δηλαδή απλά, προστρέχει στην βοήθεια της φυσικής γεωγραφίας για να ερμηνεύσει την ανθρώπινη δράση αλλά δεν την μελετά αυτή καθεαυτή, δεν είναι το αντικείμενό της.
Ιστορική Γεωγραφία, είναι η “κοινή” ανθρωπογεωγραφία ειδωμένη απλά στο παρελθόν
Σε κάθε περίπτωση η προσέγγιση του γεωγραφικού γίγνεσθαι μέσα στο χρόνο, ξεκινά πάντα από το παρόν. Για να είναι εφικτή η ερμηνεία των συμβαινόντων στη διαχρονία ξεκινά κανείς από τις σημερινές αναφορές σε κάθε βασικό πεδίο (πληθυσμικά, οικονομικά, οικιστικά) και τις υποδιαιρέσεις του. Οι αναφορές που διαθέτουμε σε κάθε επιστημονικό πεδίο είναι κατά κύριο λόγο οι σύvχρονες. Διότι κυρίως έχουμε γνώση, εμπειρία της υπάρχουσας κατάστασης και των σημερινών επιστημονικών αναλύσεων. Αυτή την εμπειρία σε δεύτερο χρόνο, θα πρέπει να την κάνουμε αναγωγή σε χρόνο παρελθόντα. Η αναγωγή αυτή μετατρέπει όχι μόνο τον χαρακτήρα των ίδιων των ζητουμένων αλλά συχνά και το όνομα τους. Στην μελέτη των οικονομικών μηχανισμών λειτουργίας μίας μεσαιωνικής κοινωνίας και αναζητώντας για παράδειγμα τους τρόπους μεταβίβασης κεφαλαίου στην παραγωγική διαδικασία, θα αναζητήσουμε, με τα δικά μας σημερινά δεδομένα, τον όρο παροχές και επιδοτήσεις, για θα καταλήξουμε σε αυτό που αντιστοιχούσε σ’ αυτές, εκείνη την εποχή, δηλαδή την ελεημοσύνη και την δωρεά (Cipolla 1988 34-39).
Η Ιστορική Γεωγραφία στα πλαίσια την Γεωγραφίας είναι μία από τις προσεγγίσεις, όπως η πολιτική γεωγραφία, η οικιστική, η κοινωνική κ.λπ. Είναι δηλαδή μία συγκεκριμένη μεθοδολογική προσέγγιση του αντικειμένου της γεωγραφίας με τα ιδιαίτερά εργαλεία της. Όμως υπάρχει κάτι που την κάνει ιδιαίτερη, ιεραρχικά αλλά και αξιολογικά υπέρτερη ως προς τις άλλες. Ενώ οι άλλες ασχολούνται με μια από τις πολλές προσεγγίσεις δεν συμβαίνει αυτό με την Ιστορική Γεωγραφία.
Η Ιστορική Γεωγραφία καλείται να ασχοληθεί σφαιρικά και ολοκληρωμένα, όχι με μία μόνο από τις κατευθύνσεις της γεωγραφίας αλλά με όλες συνολικά. Απλά αυτή της η σφαιρική προσέγγιση έχει την ιδιαιτερότητα να αναφέρεται στο παρελθόν. Πρόκειται για «μία απόλυτα γεωγραφική, συγχρονική, προσέγγιση της κοινωνίας και το μόνο που την ξεχωρίζει από οπουδήποτε άλλη μορφή γεωγραφίας είναι ότι ενδιαφέρεται για το χώρο που αυτή αναπτύσσεται στο παρελθόν» (Grataloup στο Boulanger κ.α. 2005 7). Η Ιστορική Γεωγραφία είναι απλά «αναδρομική ανθρωπογεωγραφία» τονίζει ο Dion, ενώ «σε κάθε περίπτωση κάθε γεωγραφία είναι ιστορική γεωγραφία και αντίστροφα» (Santos στο Boulanger κ.α. 2005 8).
Δηλαδή για να έχουμε μία συνολική εικόνα της ιστορικής γεωγρφίας μίας περιόδου για έναν τόπο, δεν μπορούμε να περιοριστούμε μονο σε ζητήματα, για παράδειγμα, οικονομικής γεωγραφίας (τομείς απασχόλησης, μεταφορές, δίκτυα, πόροι κλπ), αλλά θα επρεπε για την ίδια περίοδο, να σαρώσουμε το σύνολο των παραμέτρων που συνιστούν ένα γεωγραφικό καθεστώς στο οποίο μία μόνο από τις παραμέτρους είναι η οικονομική γεωγραφία. Δηλαδή οφείλουμε να προσεγγίσουμε το αντικείμενο μέσω του συνόλου των αξόνων της γεωγραφίας (πληθυσμός, γεωγραφία, κατοικία), για να αποκαταστήσουμε την γεωγραφική κατάσταση της όποιας περιοχής.
Πληθυσμός, οικονομία, κατοικία, συν το φυσικό πλαίσιο και ο σχεδιασμός: βασικοί άξονες μελέτης της γεωγραφίας και ταυτόχρονα της Ιστορικής Γεωγραφίας
Η γεωγραφία του πληθυσμού εστιάζεται στην επιστημονική μελέτη του πληθυσμού, τη χωρική κατανομή του και την πυκνότητά του, εξετάζει την αύξηση και μείωση του πληθυσμού, την κινητικότητα μέσα στον χρόνο, τα οικιστικά μοντέλα, την εγκατάσταση και το πώς οι άνθρωποι διαμορφώνουν τον γεωγραφικό χαρακτήρα ενός τόπου. Η γεωγραφία του πληθυσμού είναι στενά συνδεδεμένη με τη δημογραφία.
Η οικονομική Γεωγραφία είναι η μελέτη της θέσης, κατανομής και της χωροταξικής οργάνωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων στον χώρο. Τα ζητήματα άπτονται, μεταξύ άλλων: της θέσης της οικονομικής παραγωγής, τις οικονομίες των οικισμών, των μεταφορών, του διεθνούς εμπορίου και της ανάπτυξης, της ακίνητης περιουσίας, εθνικών οικονομιών, θεωριών κέντρου-περιφέρειας, οικονομικών της αστικής μορφής, σχέσεων ανάμεσα στο περιβάλλον και την οικονομία, κ.λπ.
Η γεωγραφία της κατοικίας, αναφέρεται στον τρόπο ομαδοποίησης την ανθρώπινης εγκατάστασης (πόλη, χωριό, οικισμός), και στη διαδικασία εγκατάστασης ή διαμονής σε μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή, από άτομα ή ομάδες ανθρώπων από άλλα μέρη. Διερευνά την δομή και το σχήμα της περιοχής του οικισμού και των ανθρώπινων διαδικασιών και διακανονισμών.
Την πιο πάνω βασική δομή (πληθυσμός, οικονομία, κατοικία), ως συνοδευτικά πεδία για την κατανόηση και ανάλυση των κοινωνικών δεδομένων επί του χώρου, συμπληρώνουν η φυσική γεωγραφία και ο σχεδιασμός.
Στο πλαίσιο της Γεωγραφίας (κοινωνική επιστήμη), η φυσική γεωγραφία (θετική επιστήμη), σχετίζεται αυστηρά με τη μελέτη των φυσικών φαινομένων υπό το πρίσμα τής ερμηνείας, ανάλυσης και συμβολής των, για την κατανόηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, εξού και συμπερίληψή της σε μια κοινωνική επιστήμη, την γεωγραφία. Η φυσική γεωγραφία δεν συμμετέχει (στα πλαίσια της ανθρωπογεωγραφίας), παρά για να φωτίσει τις συνθήκες ζωής των διαφόρων ανθρώπινων ομάδων και την μορφή και το βαθμό κυριάρχησης, στον χώρο τους (George 1989 12). Είναι με απλά λόγια το σκεύος στο οποίο απλώνεται, η υπό μελέτη, ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι παραλλαγές της μορφής του σκεύους ωθούν την δραστηριότητα να λάβει διαφορετικό όγκο και σχήμα και την δυναμικής της να εκφραστεί κάθε φορά διαφορετικά.
Ο σχεδιασμός (εφαρμοσμένη έρευνα), ως παρέμβαση του ανθρώπου στον χώρο, αποτελεί το άλλο βασικό συμπληρωματικό πεδίο της γεωγραφίας, ο οποίος είναι εξ ορισμού μία περιγραφική[1] επιστήμη (βασική έρευνα). Αλλά τα ενδιαφέροντα του γεωγράφου επεκτείνονται όχι μόνο στις κατανομές και τις αλληλεπιδράσεις της ανθρώπινης δραστηριότητα στο χώρο, στο παρελθόν και στο παρόν, αλλά και στο μέλλον. Μέσα στα πλαίσια, η γεωγραφία εντάσσει τον σχεδιασμό στα άμεσα συμπλέοντα επιστημονικά πεδία της Ιστορικής Γεωγραφίας.
Σήμερα τα σχέδια προγραμματισμού έχουν διαφορετικές διάρκειες (ετήσια, πενταετή) και μπορούν να αφορούν περιοχές διαφορετικής κλίμακας (διακρατική, εθνική, περιφερειακή, αστική). Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για σχεδιασμό στη διαχρονία; Άλλες φορές ναι και άλλες όχι. Όταν υπάρχουν συντεταγμένοι κρατικοί θεσμοί, ο σχεδιασμός συναντάται περίπου με τους σημερινούς όρους. Ο Ιουστινιανός, καταφέρνει να ανασυστήσει το όραμα της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας μέσω ενός χωροταξικού προγράμματος ανασύστασης των πόλεων (renovatio imperii) (Σιδηρόπουλος 2015 93). Όμως συχνά όταν αναφερόμαστε στο σχεδιασμό σε ιστορικό χρόνο, για εθνικές ή περιφερειακές οντότητες χαμηλότερης κοινωνικο-οινονομικής στάθμης, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε αντιστοιχίες που σχετίζονται με τις βλέψεις, τα οράματα, τις πρακτικές εφαρμογής μη ομολογούμενων και μη καταγραμμένων παρεμβάσεων.
Ο στόχος να αποκατασταθούν συνάφειες χωρικές, πληθυσμιακές, οικονομικές, κοινωνικές… δεν είναι πάντα εύκολος γιατί είναι πολυδιάστατος. Εξ ού και ανάγκη προσφυγής σε εργαλειακές προσεγγίσεις που είναι οι ίδιες διαφοροποιημένες: ποιοτικές, στατιστικές, γραφικές, χαρτογραφικές των οποίων τα αποτελέσματα θα συγκριθούν και θα ενσωματωθούν. Σήμερα ο ιστορικός γεωγράφος όχι μόνο κάνει χρήση ευρύτερων εργαλείων των κοινωνικών επιστημών αλλά και μερικών που είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένα και βρίσκονται σε άλλα επιστημονικά πεδία. Πολλά από αυτά τα εργαλεία έρχονται όλο και πιο κοντά στις ειδικές ανάγκες της γεωγραφίας. Η στατιστική ανάλυση μετακινείται προς την γεω-στατιστική, η χαρτογραφική οπτικοποίηση στη γεω-οπτικοποίηση κλπ.).
Η γεωστατιστική, εστιάζει το ενδιαφέρον της σε χωρο-χρονικά δεδομένα και ενσωματώνει εργαλεία όπως τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS). Όλα τα χωρικά φαινόμενα μπορούν να μελετηθούν με τη χρήση γεωστατιστικής. Εφαρμόζεται σε κλάδους της γεωγραφίας, όπως την επιδημιολογία, την ανάπτυξη του εμπορίου, τον σχεδιασμό στρατιωτικών επιχειρήσεων, την ανάπτυξη χωρικών δικτύων κ.ά.
Η γεωοπτικοποίηση αφορά την οπτικοποίηση γεωγραφικών γνώσεων και αναφέρεται σε μια σειρά από εργαλεία και τεχνικές για την ανάλυση γεωχωρικών δεδομένων με στατικό και διαδραστικό τρόπο. Η γεωγραφική οπτικοποίηση χρησιμοποιεί ένα συνδυασμό δεδομένων και εργαλεία απεικόνισης υπολογιστή για να δώσει τη δυνατότητα θέασης, εξερεύνησης και διερεύνησης του γεωγραφικού χώρου με τρόπους που μέχρι πριν δεν ήταν δυνατοί. Οι εκτυπωμένοι και οι ψηφιακοί χάρτες, οι χάρτες κίνησης, οι διαδραστικοί χάρτες, τα τρισδιάστατα εικονικά περιβάλλοντα είναι μερικοί από τους τύπους γεωοπτικποίησης που συνδέονται άμμεσα πλέον με την μελέτη της Ιστορικής Γεωγραφίας.
Τι διαφοροποιεί την Ιστορική Γεωγραφία ως κλάδος της γεωγραφίας από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής;
Αυτά που διαφοροποιούν την γεωγραφία από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες:
Ο χάρτης είναι ένα «αντικείμενο» με συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, που γίνεται αντιληπτός οπτικά. Αποτελεί για μία μελέτη γεωγραφίας το κατ’ αξοχήν τεκμήριο. Αποτελεί το σημείο εκίνησης αλλά και το αποτέλεσμα, την τελική έκβαση. Τα μηνύματά του, απευθύνονται μονοσήμαντα προς μια μόνο κατεύθυνση θέλοντας να αναδείξουν σχέσεις τάξης, ομοιότητας και αναλογίας. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται η εφαρμογή συγκεκριμένων κανόνων (οπτικές μεταβλητές), που θα επιτρέψουν στην χαρτογραφική εικόνα να αποκτήσει τα απαραίτητα γεωγραφικά χαρακτηριστικά για να γίνει κατανοητή από τον άνθρωπο (Σιδηρόπουλος 2006).
Η γεωγραφία αναζητά την χωρική πληρότητα και συνέχεια. Είναι από αυτή την πληρότητα που ξεχωρίζει από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες και υλοποιείται μέσω του χάρτη. Ο χώρος του γεωγράφου οφείλει να σαρωθεί οριζόντια. Δηλαδή να καταγράψει και να μελετήσει, ότι συναντά μέσα σε ένα γεωγραφικό πλαίσιο. Τόσο τις πυκνώσεις δεδομένων των φυσικών, και ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά επίσης και τα κενά. Τα κενά αποτελούν για τον γεωγραφικό χώρο ότι οι παύσεις στην μουσική. Αποτελούν ενεργό και ζωτικό χώρο της γεωγραφίας. Δεν καταγράφεται άρα μόνον ότι είναι ζωντανό αλλά επίσης και αυτό που εμφανίζεται ως έχων μηδενική δυναμική.
Η γεωγραφία είναι επιστήμη μελέτης χώρων μεγάλης κλίμακας. Η διαχείριση της μεγάλης κλίμακας σημαίνει προσέγγιση υπό ορισμένους όρους και με συγκεκριμένη μεθοδολογία. Σημαίνει μεγάλες ποσότητες: μεγάλες βάσεις στατιστικών δεδομένων που αφορούν συστήματα πόλεων, σειρές εισροών και εκροών, σύνολα διοικητικών διαιρέσεων κλπ. Αυτό σημαίνει ότι για την αντιπροσωπευτικότητα της ανάλυσης, απαιτείται η δυνατότητα άριστης «κύκλωσης» του συνολικού υλικού, πράγμα που απαιτεί την γνώση των μεθόδων και των εργαλείων επεξεργασίας δεδομένων, σε μεγάλες κλίμακες.
Τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν στην ιστορική γεωγραφία: χρόνος, περίοδοι, χρονικότητες…
Οι συμβατικές ιστορικές περίοδοι, αρχαία, μεσαιωνική, μοντέρνα, σύγχρονη στην πράξη ισχύουν μόνο για την Ευρώπη. Η περίοδος της Αρχαιότητας για παράδειγμα, αντιστοιχεί σε ένα σύνολο κοινωνιών της Μεσογείου στη διάρκεια μερικών αιώνων, οι οποίες έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως οι πόλεις κράτη. Δεν μπορούμε όμως να θεωρήσουμε ότι η Αρχαιότητα είναι μία περιοχή του κόσμου ή ότι η ευρωπαϊκή ήπειρος μια ιστορική έννοια. Άλλο κακώς εννοούμενο, είναι ότι οι κοινωνίες περνούν από τα ίδια στάδια ανάπτυξης, αν και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Αυτή η μοντελοποίηση, στηρίζεται στην ιδέα ότι όλος ο κόσμος ακολουθεί μία και νόνο πορεία προόδου, προς περισσότερη δημοκρατία, μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη, κλπ. Αυτό όμως το μοντέλο λειτούργησε στη Δύση, ενώ οι άλλες χώρες αναμένεται να το κάνουν… Στη Κίνα, για παράδειγμα, τα μοντέλα εξέλιξης δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Η λογική της πορείας των διαφόρων λαών και των περιοχών του κόσμου δεν μπορεί κατά συνέπεια να ερμηνευτεί παρά μόνο λαμβάνοντας υπόψη την γεωγραφική τους θέση. Όλες οι ιστορίες έχουν την δικιά τους γεωγραφία. Χώρος και χρόνος είναι άρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες και υπό αυτό το πρίσμα οφείλουν να μελετώνται (Grataloup 2011).
Ποια όμως είναι η αντιμετώπιση του χρόνου από την γεωγραφία; Συνήθως είναι η ιστορία που τεμαχίζει τον χρόνο, η γεωγραφία αντίθετα ανασυνθέτει τα γεωγραφικά τεμάχια που εντάσσονται μέσα στις στις φέτες που ορίσθηκαν από τον ιστορικό. Ο χρόνος της ιστορίας δεν ικανοποιεί σε όλα τα επίπεδα την γεωγραφία. Διότι η περιοδικότητα της ιστορίας δεν επιτρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητή η γεωγραφία (Clavalστο Boulanger κ.α. 2005 46). Με δύο τρόπος πραγματεύεται η γεωγραφία την χρονικότητα. Επιλέγει μία από τις χρονικές στιγμές και συνθέτει έναν «πίνακα» με αυτό που ήταν την δεδομένη στιγμή η περιοχή (κάθετη: η συγχρονική λογική), και σε δεύτερο χρόνο παρουσιάζει την συνέχεια περισσότερων τέτοιων χρονικών στιγμών αποκαθιστώντας την ροή μεταξύ πολλών διαφορετικών εικόνων (οριζόντια: η διαχρονική λογική).
Και τις δύο αυτές τεχνικές χρησιμοποιεί ο (ιστορικός) γεωγράφος Ντάρμπυ (Darby), στο βιβλίο του Νέα Ιστορική Γεωγραφία της Αγγλίας (1976), αλλά συγχρόνως κάνει και κάτι ακόμα, ιδιαίτερα σημαντικό. Δουλεύει σε άλλου είδους χρονικότητες (χρονικότητα: μία από τις στιγμές μίας χρονικής αλληλουχίας), από αυτές που συνηθίζονταν μέχρι τότε, αυτήν με ιστορική-χρονική κατάτμηση. Οι δικές του χρονικότητες σχετίζονται με τις μορφές καλλιεργειών και τα πρώτα ήδη αποξήρανσης των βάλτων που σχετίζονται με αυτές. Δηλαδή δεν εγκλωβίζεται πλέον στις περιοδικότητες που προτείνονται από την ιστορία αλλά χρησιμοποιεί περιόδους που χαρακτηρίζουν την λειτουργία του χώρου, περιόδους που χαρακτηρίζουν τα ίδια τα γεωγραφικά φαινόμενα: χρόνοι καλλιέργειας, περίοδος αποξήρανσης κλπ.
Βασικό ζήτημα στη ανασύσταση της γεωγραφικής κατάστασης είναι επίσης η πληρότητα των δεδομένων. Γεγονός που είναι εφικτό για την μελέτη της Ιστορικής Γεωγραφίας τον 19ο και 20ο αιώνα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όσο κατεβαίνουμε ακόμα πιο πίσω στο χρόνο. Δεν γίνεται λόγος πλέον για τη σύσταση χρονοσειρών, αλλά για διάσπαρτα δεδομένα και βέβαια όχι δημιουργημένα με τα ίδια μεθοδολογικά χαρακτηριστικά και συστηματική καταγραφή και ανανέωση. Πολύ συχνά ο γεωγράφος είναι υποχρεωμένος να αρκεστεί σ’ αυτό το ελάχιστο υλικό που του προσφέρει η φθορά του χρόνου. Το ίδιο όμως διαφορετικά, ασύνδετα μεταξύ τους, εμφανίζονται και τα μεθοδολογικά χαρακτηριστικά. Τον 16ο αιώνα για παράδειγμα οι Οθωμανοί στηρίζουν την φορολογική τους πολιτική στον καπνικό φόρο, θεωρώντας ως ασφαλέστερο τρόπος απογραφής τον καπνό που αναδύεται από τις εστίες κάθε κατοικίας.
Σε μία μελέτη Ιστορικής Γεωγραφίας σημαντικότατο ζήτημα είναι αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στις συγχρονικές τομές. Πρέπει να βρεθούν οι μεταλλάξεις, πράγμα που είναι εύκολο μόνον όταν οι γεωγραφίες των διαφορετικών συγχρονικών τομών έχουν δομηθεί με παρόμοια μεθοδολογικά χαρακτηριστικά και στη συνέχεια πρέπει να αναδειχθεί η διαδικασία υλοποίησης και να ερμηνευτούν οι αλλαγές. Αυτές όμως οι αλλαγές δεν αφορούν γενικά ιστορικές περιόδους, αλλά δεδομένα που συνιστούν μία γεωγραφική κατάσταση, σε κάθε πιθανή εκδοχή (πληθυσμός, οικονομία, κατοικία, φυσικό υπόβαθρο, σχεδιασμός).
Όλοι οι θεωρητικοί της γεωγραφίας και της Ιστορικής Γεωγραφίας συμφωνούν ότι ο χρόνος της γεωγραφίας δεν είναι ο ίδιος με αυτόν της ιστορίας (Claval στο Boulanger κ.α. 2005). O Trochet (1998 5) προτείνει μία κατανομή εθνολογικού χαρακτήρα, που έχει σαν μέτρο τον χρόνο εξέλιξης των παραδοσιακών κοινωνιών μέχρι αυτόν της ανατροπή που επιφέρει η σύγχρονη εποχή (societies traditionelles). Ο μαρξιστής γεωγράφος Milton Santos, ανάγει τη χρονικότητα, στο τρίπτυχο οικονομική, πολιτικο-νομική, ιδεολογική δομή, που του επιτρέπει την συγχρονική και διαχρονική μελέτη των κοινωνιών στην χωρική τους μορφή, …«εφόσον η χρονική διαφορά μεταξύ των τριών φέρει αφ εαυτού μία ιστορική δυναμική» (Boulanger κ.α. 2005 8). Αλλά και άλλοι γεωγράφοι τόσο σε θεωρητικό όσο και σε επίπεδο εφαρμογής, δημιουργούν χρονικές ενότητες ανάλογα με τις θεωρητικές τους καταβολές: κατά κοινωνικο-οικονομικές περιόδους (J. Sion), σε σχέση με την χωροθέτηση του χώρου και του αγροτικού τοπίου (Roge Dion) ή κατά τη πολιτισμική προσέγγιση (M. Abrew, D. Grogrove). Ο Baker χρησιμοποιεί ως χρονικότητες, την κοινωνική ζωή των κεντροδυτικών επαρχιών της Γαλλίας αναλύοντας τις φιλαρμονικές ορχήστρες, τις επιτροπές των εορτών ή τους εθελοντές πυροσβέστες (Baker 1999)! Με αυτόν το τρόπο βρίσκεται κανείς πολύ κοντύτερα στην χρονογεωγραφία του Χάνγκερσταντ (Hagerstrand),οπ ου χρησιμοπούνται απόλυτα καθαρά γεωγραφικές χρονικότητες.
Ο Χάνγκερσταντ, εισάγει την έννοια του χωρο-χρόνου, χωροχρονική γεωγραφία (time geography), στη γεωγραφία, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η χωρο-χρονική διαδρομή του Hagerstrand δείχνει την κίνηση ενός ατόμου στο χωρο-χρονικό περιβάλλον με τους περιορισμούς που του επιβάλλονται από τους δυο παράγοντες: χώρος και χρόνος.
Οι ιδιαιτερότητες των των χρονικοτήτων
Τα ζήτημα πληροφορίας δεν είναι παντού ή ίδια. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το χρόνος μελέτης της Ιστορικής Γεωγραφίας μπορεί να είναι μια χρονική στιγμή που χάνεται στα βάθη της ιστορίας όσο και μία άλλη, ελάχιστα πίσω από την τρέχουσα πραγματικότητα. Αυτοί που ασχολούνται με νεότερα θέματα που εγγίζουν τις παρυφές των δύο τελευταίων αιώνων, κυρίως τη Βόρεια Ευρώπη και στην Αμερική, έχουν να αντιμετωπίζουν διαφορετικά ζητήματα. Η έναρξη του ιστορικού τους χρόνου, είναι πιο πρόσφατη και κατά συνέπεια και η συνέχεια των εθνικών τους διοικητικών δομών, σχετικά συνεχής μέχρι σήμερα. Αυτό δίνει την δυνατότητα σε συστηματικές καταγραφές αλλά και σε υλικό που έχει υποστεί σχετικά μικρές διαρροές και μπορεί να ανασυσταθεί χωρίς μεγάλες απώλειες.
Αντίθετα στις μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας παλαιότερων εποχών, τα δεδομένα είναι ιδιαίτερα κερματισμένα, τυχαία, με όχι ίδιες τεχνικές προδιαγραφές συλλογής και απροσδιόριστο κύκλο καταγραφής. Οι μελέτες τόσο συγχρονικές όσο και διαχρονικές αυτών των εποχών και περιοχών, παρουσιάζουν σαφώς μεγαλύτερη δυσκολία, για την κάθετη ή οριζόντια ανασύσταση της γεωγραφικής κατάστασης. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου η μελέτη εστιάζεται σε μεγάλη διάρκεια και ευρείς γεωγραφικούς χώρους, ο χρονισμός πλησιάζει αυτόν της ιστορίας και απομακρύνεται, από αυτόν, των καθαρά χωρικών φαινομένων (Claval στο Boulanger κ.α. 2005 46).
Σ’ ανάλογες περιπτώσεις επίσης, το μέρος των υποθέσεων, που καλείται να συμπληρώσει τα κενά ανάμεσα στις περιόδους, για να αποκατασταθεί η συνέχεια, είναι μεγαλύτερο. Τέτοια περίπτωση αποτελεί χώρος των Ελλήνων, ο οποίος λόγω της μεγάλης διάρκειας ανάπτυξης στον χώρο και στον χρόνο, παρουσιάζει μεγάλη αποσπασματικότητα, ανόμοιες μεθοδολογίες συλλογής, ενώ η απώλεια υλικού είναι πολύ μεγάλη, κατά περίπτωση. Αντίθετα το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας, όπου η εθνική της συνέχεια είναι σχετικά αδιατάραχτη τις τελευταίες εκατονταετίες, η συστηματικότητα των δεδομένων, επιτρέπει την κατάρτιση σχεδόν ολοκληρωμένων στατιστικών χρονοσειρών. Ένα από τα αποτελέσματα αυτού του γεγονότος είναι η περίπτωση του επτάτομου Μεγάλου Κτηματολογίου του 1088 (Domensaay book), που χρησιμοποίησε ο Darby, για να αναβιώσει της γεωγραφία της Αγγλίας του Γουλιέλμου του Κατακτητή και το οποίο αποτελεί μία λεπτομερή περιγραφή που καλύπτει ένα πολύ μεγάλο τμήμα της επικράτειας. Ο Ντάρμπυ δεν κρύβει τον ενθουσιασμό για την ανέλπιστη έκταση των δεδομένων που ανακαλύπτει. “Και ο γεωγράφος, καθώς γυρίζει τα φύλα, με τα στοιχεία του πληθυσμού, των αρόσιμων γαιών, τα δάση, τα λιβάδια και τους άλλους πόρους, δεν μπορεί παρά να είναι ενθουσιασμένος με την τεράστια ποσότητα πληροφοριών που περνάει μπροστά στα μάτια του” (Darby 1977 12).
Γενικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις
Μία πρώτη ιδιαιτερότητα της γεωγραφίας είναι ότι χρησιμοποιεί ετερογενή διαχρονικά δεδομένα, κατά συνέπεια είναι μεθοδολογικά αναγκαστικά ετερογενής. Η γεωγραφική έρευνα προστρέχει διαδοχικά στις μεθόδους εκείνων των επιστημών με τις οποίες καλείται να συνεργαστεί. Aλλά εκτός αυτού ο γεωγράφος είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος, για να μελετήσει την ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο, να πάει πίσω στο χρόνο, υιοθετώντας την ιστορική μέθοδο (George 1979). Ο Baker, λέει ότι κανένας τομέας έρευνας δεν ανήκει αποκλειστικά στην Ιστορική Γεωγραφία. Αυτή μοιράζεται τις μεθόδους έρευνάς της, με τις μελέτες της ιστορίας και την προβληματική της ερευνάς της, με τις μελέτες της γεωγραφίας (Baker στο Boulanger κ.α. 2005 20). Μερικά συστήματα παιδείας, όπως αυτό της Γαλλίας, ορμώμενα από αυτή την αναγκαία ζεύξη, έχουν ενώσει τα δύο επιστημονικά πεδία σε ένα, σε σπουδές με τίτλο ιστορίας-γεωγραφίας.
Ιστορική Γεωγραφία μια γεωγραφία, που λαμβάνει χώρα, στο παρελθόν
Ο Ιστορικός γεωγράφος ακολουθεί την μελέτη του χώρου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κάνει ένας γεωγράφος για την μελέτη του σήμερα (Mitchel 1967 18). Η μελέτη του παρελθόντος, στο παρόν στην πράξη επιβεβαιώνει οτι οποιαδήποτε γεωγραφία είναι ιστορική γεωγραφία. Αυτό επιβάλει στον μελετητή να εστιάσει περισσότερο στο παρόν παρά στο παρελθόν. Η χρήση του παρελθόντος γίνεται για την κατανόηση του παρόντος και η έμφαση στην μεθοδολογία δίνεται στην μελέτη της σύγχρονης γεωγραφίας περισσότερο από αυτή της ιστορικής (Baker 2003 33).
Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη ανάλυση του γεωγραφικού χώρου, οφείλει μία διαδικασία να προχωρήσει έχοντας σαν πρότυπο το κλασικό πλαίσιο της ανθρωπογεωγραφίας (φυσικογεωγραφικό πλαίσιο, πληθυσμιακή, οικονομική, οικιστική γεωγραφία, σχεδιασμός). Το ίδιο ακριβώς σχήμα σαν σχάρα, θα πρέπει να μεταφερθεί(εται) πίσω στο χρόνο για την έρευνα, την ανάλυση και την μοντελοποίηση του ιστορικού χώρου. Δηλαδή το ίδιο μοντέλο έρευνας ισχύει και στην σύγχρονη αλλά και στην Ιστορική Γεωγραφία. Η Ιστορική Γεωγραφία είναι απλά μια αναδρομική Αθρωπογεωγραφία, επαναλαμβάνει ο Dion (1989 117).
Αυτό που διαφοροποιεί την μία (σύγχρονη), από την άλλη (ιστορική), είναι η ποσότητα της πληροφορίας που μπορούμε να έχουμε ανά χείρας για την μελέτη του αντικειμένου. Στην πρώτη περίπτωση, τη σύγχρονη εποχή, το πληροφοριακό υλικό, μετά και την ανατρεπτική συμβολή των ψηφιακών τεχνολογικών, είναι ιδιαίτερα μεγάλο και το ζήτημα τίθεται πλέον σε επίπεδο διαχείρισης, ενώ στην περίπτωση της ιστορικής γεωγραφίας σε κάθε περίπτωση είναι ελλιπές και το κυρίαρχο ζήτημα είναι η επαρκής συμπλήρωση της συνέχειας των δεδομένων.
Παράλληλα τίθεται ένα εύλογο γενικό ερώτημα, αν παντού τοποθετείται η ίδια σχάρα ανάλυσης, είναι δυνατόν να εξάγονται διαφορετικά αποτελέσματα για κάθε ξεχωριστή περιοχή; Η απάντηση είναι σαφής. Σε καμία περίπτωση δεν έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα διότι αρχικά οι τρεις βασικές (συν δύο), κατευθύνσεις, απαρτίζονται από πολλές υποκατηγορίες. Για παράδειγμα, στη μοντελοποίηση που χρησιμοποιεί στην Ανθρωπογεωγραφία του ο Derruau (1978), η οικονομική γεωγραφία, συγκροτείται από την αγροτική γεωγραφία (στις ζώνες ερήμου, ισημερινού, μεσογειακή ζώνη… της κολεκτιβιστικές μορφές γεωργίας, τους αγροτικούς οικισμούς), τις μη γεωργικές δραστηριότητες (αλιεία, γεωγραφία της βιομηχανίας, τριτογενής δραστηριότητες, εμπόριο, εμπόριο, τουρισμός), την κυκλοφορία (χερσαία, θαλάσσια, αεροπορική, τηλεπικοινωνίες, δίκτυα…). Όπως γίνεται αντιληπτό για την μελέτη της Ιστορικής Γεωγραφίας μίας περιοχής σαν την Αθήνα, ή θα παρέμεναν για εύλογους λόγους, ενεργές μόνο μία σειρά από τις πιο πάνω κατηγοριοποιήσεις, και σε κάποια άλλη πόλη, αυτές θα αναπτύσσονταν ανάλογα με την σημαντικότητά τους. Κάθε τόπος δηλαδή είναι αναπτυγμένος διαφορετικά. Σε άλλους τομείς περισσότερο, σε άλλους λιγότερο και άλλους καθόλου. Συνεπώς η σχάρα διαφοροποιείται κατά περίπτωση. Άλλες κατηγορίες εξαλείφονται άλλες διογκώνονται, άλλες υπάρχουν τυπικά, με αποτέλεσμα πάντα να αναδύεται μία νέα περιφερειακή ταυτότητα για τον κάθε τόπο.
Η προσφυγή σε προτυποποιήσεις, γενικά και επί μέρους
Απώτερος στόχος σε μία μελέτη Ιστορικής Γεωγραφίας είναι η (ανα)σύσταση του γεωγραφικού καθεστώτος μια περιοχής για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η Ιστορική γεωγραφία ενδιαφέρεται όχι απλά για τη γεωγραφία του παρελθόντος, αλλά για τις αλλαγές στα γεωγραφικά πρότυπα της εποχής. Αυτό στην πράξη σημαίνει την αναζήτηση γενικευμένων νόμων (προτύπων, μοντέλων), που διέπουν την λειτουργία ενός γεωγραφικού χώρου. Την τάση αυτή, της επιστημονικής γενίκευσης, πρότεινε ο γεωγράφος Schaefer, ενώ παράλληλα εκδηλώθηκε από τον Hartshorne, μία αντίστοιχη αντίρροπη, που αντιπρότεινε την σημασία της εξαίρεσης για κάθε μοναδική περίπτωση. Η τελευταία άκουγε στο όνομα του εξεψιοναλισμοού (exeptionalisme), που τόνιζε τη δυσκολία γενίκευσης και αναζήτησης μοντέλων και γενικευμένων κανόνων και πριμοδοτούσε την αξιολόγηση της μοναδικότητας. Με την βοήθεια των ψηφιακών τεχνολογικών η δημιουργία μοντέλων έγινε, πολύ αργότερα από τον Schaefer, πιο προσιτή και εύκολη αλλά πρέπει πάντα ο γεωγράφος να έχει κατά νου την σχετική ανεπάρκεια τους και τον ενδεικτικό τους χαρακτήρα και «ότι δεν πρόκειται παρά ένα σημείο εκκίνησης και όχι μία αντιπροσωπευτική εικόνα της πραγματικότητας» (George 1970 9).
Ένα τέτοιο παράδειγμα προτυποποίησης αποτελεί η περίπτωση της μέσης κατοικίας των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Τα κύρια συστατικά ανασχεδιασμού, μίας πόλης είναι το ανάγλυφο και το αστικό υλικό που απαρτίζεται από τα μνημειακά συγκροτήματα, τις υποδομές και την μέση κατοικία. Το ανάγλυφο, τα μνημειακά κτίρια και οι υποδομές, συνήθως λόγω της ανθεκτικής φύσης τους, επιβιώνουν στον χρόνο. Το κύριο ζήτημα εντοπίζεται στην μέση κατοικία. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου πληροφορίες και αρχαιολογικά ευρήματα και η έλλειψη στοιχείων καθιστά αδύνατη την ανασύσταση της αλλά και κατ’ επέκταση την συνολική ανάπλαση-ανασχεδιασμό της πόλης. Επιτυχείς απόπειρες αποκατάστασης της μέσης κατοικίας, έχουν γίνει δυνατές μέσω, της τυποποίησης. Μελέτες έχουν προσωποποιήσει μια μεγάλη σειρά κλασικών πολεοδομικών καννάβων με αποτέλεσμα να είναι εφικτή η δυνατότητα χρήσης τους όπου, υπάρχει αδυναμία ανασύστασης (Hoepfner 2005). Για την αρχαία Μίλητο, έργο του ίδιου του Ιππόδαμου, η αποκατάσταση, του ευρέως γνωστού πολεοδομικού της σχεδίου, έγινε δυνατή, μέσω της χρήσης προτύπων, ενώ στην πράξη μια μόνο κατοικία έχει ανασκαφεί (Sidiropoulos Sideris 2003)!
Δύο διαφορετικές, συμπληρωματικές προσεγγίσεις: συγχρονία – διαχρονία
Οι ειδικοί ιστορικοί γεωγράφοι μελετούν μία ή περισσότερες πτυχές της γεωγραφίας ενός τόπου κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου της ιστορίας (συγχρονική προσέγγιση), ή μία μόνο όψη ή ένα μόνο στοιχείο στην εξέλιξη μιας περιοχής (διαχρονική προσέγγιση). Η συγχρονική προσέγγιση αποκαλύπτει τις συσχετίσεις μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που βρίσκονται στην ίδια θέση σε μια δεδομένη στιγμή και τη ζωή μιας περιοχής σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η διαχρονική προσέγγιση επικεντρώνεται στις διαδικασίες, καθώς και τη σκέψη και τις αλλαγές της ανθρώπινης δραστηριότητας που υπόκειται σε συγκεκριμένα γεωγραφικά πρότυπα. Αυτή μπορεί να νοηθεί, ως η ανασύσταση, μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής, ενός «γεωγραφικού καθεστώτος», το οποίο μπόρεσε να διαφύγει από τον κόσμο της εποχής του. Είναι η ανασύσταση του γεωγραφικού παρελθόντος (Higounet 1982). Η οριζόντια προσέγγιση αποκαλύπτει την αλληλεπίδραση πολλών στοιχείων ενός τόπου σε μια συγκεκριμένη περίοδο και επίσης μελετά την ζωή μιας περιοχής σε μια δεδομένη στιγμή. Η κάθετη προσέγγιση δίνει έμφαση στις διαδικασίες την ανθρώπινη σκέψης και τις δραστηριότητες τονίζοντας στις αλλαγές των γεωγραφικών πρότυπων (Harris -Warkentin 1974).
Δημιουργία αποτελεσματικών αρθρώσεων: Τι όμως συμπληρώνει τα κενά της πληροφορία ανάμεσα στις χρονικές τομές και κάνει περισσότερο εφικτή την ομαλή ιστορική συνέχεια;
Είναι έργου του ιστορικού γεωγράφου να ανασυστήσει τοπία και χώρους του παρελθόντος. Εάν οι χαρτογραφικές αναπαραστάσεις αυτών των γεωγραφιών του παρελθόντος είναι τοποθετημένες διαδοχικά, μία μετά την άλλη, ως διαφορετικές κινηματογραφικές σκηνές, μπορεί να οπτικοποιηθεί η ιστορία της περιοχής, σαν ένα ένα ξεδίπλωμα μίας ταινίας. Και ο Darby (The Domesday Geography of England, 1936), και ο Pounds (An Historical Geography of Europe 450 BC-1330 AD, 1973), χρησιμοποίησαν αυτή την τεχνική στις εμβληματικές τους μελέτες. Αν οι «εικόνες», είναι αρκετά κοντά μεταξύ τους στο χρόνο, μία ψευδαίσθηση μπορεί να δημιουργηθεί από την συνέχεια της ανάπτυξης, όπως ακριβώς μια ταινία δημιουργεί, από τη διαδοχή των διαφορετικών καρέ (στατικές εικόνες). Στην πράξη, η επιλογή των ημερομηνιών για την ανακατασκευή των γεωγραφιών του παρελθόντος, είναι έντονα επηρεασμένη από την διαθεσιμότητα των δεδομένων, εκτός από το αφ’ εαυτού εξαιρετικά δύσκολο έργο της δημιουργίας ενός μεγάλου αριθμού ιστορικογεωγρφικών τομών στενά συνδεδεμένων.
Η οργάνωσης των γεγονότων σε χρονολογική σειρά, είναι από μόνη της προφανώς ανεπαρκής για να δώσει ικανές απαντήσεις παρ’ ότι σήμερα μπορεί να συμπληρωθεί μέσω ποσοτικών εργαλείων. Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο η έρευνα των αρθρώσεων μεταξύ των γεγονότων, πέραν της σχετικής θέσης τους στη γραμμή του χρόνου.
Οι υποθέσεις, είναι αυτές που προσπαθούν να συμπληρώσουν τα κενά, αρθρώνοντας τις διαφορετικές, αποτελεσματικά τεκμηριωμένες εικόνες, ανάμεσα σε περισσότερο ή λιγότερο τεκμηριωμένα γεγονότα. Όταν κανείς ασχολείται με εποχές που λαμβάνουν χώρα πολύ πίσω στο χρόνο οι οποίες συνήθως είναι ελλιπώς τεκμηριωμένες, είναι σχεδόν αναπόφευκτες οι επινοήσεις (Finley 2002), για να μπορούν να συμπληρωθούν τετριμμένα καθημερινά άγνωστα, αλλά και όχι, κενά, της καταγραμμένης ιστορίας. Υποθέσεις ναι, αλλά στις οποίες δεν θα πρέπει να ξεπεραστεί το όριο μεταξύ ιστορίας και μυθιστορίας. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπεισέρχεται ένα άλλο δεδομένο που σχετίζεται με την δομή της ίδιας της ιστορικής γεωγραφίας.
Οι άνθρωποι δεν κάνουν όνειρα από μόνοι τους. Μοιράζονται τις αντιλήψεις της εποχής τους, τους μύθους, τις ιδεολογίες, τις αισθητικές αξίες, τα κοινωνικά αντανακλαστικά. Για να μπορεί κανείς να ανασυστήσει το χρονικό και χωρικό πλαίσιο, η γεωγραφία ανοίχθηκε σε ένα καινούριο πεδίο έρευνας αυτό της γεωγραφίας του πολιτισμού (Claval 1984 283), ώστε να μπορέσει να κατανοήσει την κοινωνική πραγματικότητα σ’ όλη της την πολυπλοκότητα. Σε μία μελέτη ιστορικής γεωγραφίας θα πρέπει στην πράξη η εμπλοκή του πολιτισμικού περίγυρου να να είναι σε τέτοιο βαθμό ενεχόμενη, ώστε να μην ξεχωρίζει η μία από την άλλη. Σήμερα αν με ένα επιστημονικό πεδίο μπορεί να ταυτιστεί περισσότερο από κάθε άλλο η Ιστορική Γεωγραφία, είναι αυτό της Πολιτισμικής Γεωγραφίας.
Ένας άλλος όμως κίνδυνος ελλοχεύει στην προσπάθεια κάλυψης των κενών, του ιστορικού υλικού με στόχο να πλησιάσει κατά το δυνατόν στην πραγματικότητα της εποχής. Είναι ο κίνδυνος μία νέας κοινωνικής κατασκευής, της γεωγραφικής πραγματικότητας της εποχής (Μπέργκερ Λούκμαν 2003). Αν και οι ακραίες απόψεις σολιψισμού, θεωρούν ότι ούτε καν τα γεγονότα δεν αποτελούν παρά υποκειμενικές κατασκευές, πρέπει να σημειωθεί ότι η κοινωνική κατασκευή αφορά κυρίως ιδέες και όχι αντικείμενα και αυτό αφορά και την γεωγραφία (Searle 1995). Μέσα στα πλαίσια, έκφρασης υποθέσεων, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι όντος μερικά υποκειμενικά νοήματα μπορούν να μετατραπούν σε αντικειμενικές κατασκευές, αλλά όπως αυτές είναι σήμερα, κατανοητές. Ένα γεωγραφικό αντικείμενο (μιας κοινωνική οντότητα, μια περιφέρεια, μία πόλη, μια σειρά δραστηριοτήτων…), διαθέτει ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά που το ταυτοποιούν και το κάνουν να διακρίνεται από κάποιο άλλο. Η οποιαδήποτε υποκειμενική κατασκευή αφορά κυρίως ένα φάσμα στοιχείων τα οποία δεν αλλοιώνουν τα ιδιαίτερα δομικά του χαρακτηριστικά, σε αντίθετη περίπτωση χάνεται παντελώς η ίδια του ταυτότητα. Επιπρόσθετα όταν είναι πασίδηλο ότι ένα γεγονός, που είναι το ενδεχόμενο αποτέλεσμα μίας σειράς κοινωνικών διεργασιών, δεν τίθεται ζήτημα κατασκευής (Hacking 1999).
Η σχέση Ιστορίας και Γεωγραφίας και η Γεω-ιστορία
Στη συζήτηση για τις σχέσεις μεταξύ γεωγραφίας και ιστορίας, σε μία πρώτη ματιά, η γεωγραφία λειτουργεί σε σχέση με το χώρο και η ιστορία σε σχέση με το χρόνο, αλλά, όπως επανέλαβε ο Harris (1971), όλα τα γεγονότα συμβαίνουν και στις δύο διαστάσεις και είναι, επομένως, παράλογο να θεωρείται ο χώρος ή ο χρόνος, απο μόνα τους, ως το κυρίαρχο οργανωτικό θέμα. Για το λόγο αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι η ιστορική προσέγγιση ήταν και παραμένει αναπόσπαστο μέρος των περισσότερων μελετών της γεωγραφίας (de Planhol στο Baker 1972). Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν σημαντικοί λόγοι ανάγκης συνυπολογισμού, της ιστορικής προσέγγισης στη γεωγραφία. Εκτός των γρήγορων ρυθμών αλλαγής είναι και η μεγάλη ταχύτητα με την οποία η γνώση καθίσταται πεπαλαιωμένη και αυτό κάνει μεγαλύτερη την ανάγκη για τη γνώση της ιστορίας. Είναι γεγονός ότι η κατανόηση του παρόντος ρίχνει όλο και λιγότερο φως στο παρελθόν εξ ού και η αυτονόητη ανάγκη μελέτης, του παρελθόντος. Παράλληλα, νέα στοιχεία για το παρελθόν έρχονται συνεχώς στο φως και απαιτούν επαναξιολόγηση προηγούμενων εργασιών. Αυτό το έργο καθίσταται διπλά αναγκαίο από την εξέλιξη και των νέων εννοιολογικών πλαισίων.
Στην κλασική αρχαιότητα η ιστορία και η γεωγραφία αναπτύχθηκαν συγχρόνως με τους ιστορικούς-γεωγράφους όπως ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, να φαίνονται ιδιαίτερα σύγχρονοι σε αυτή τους την προσέγγιση. Πολύ αργότερα ο Κάντ μίλησε για τον χώρο και τον χρόνο σαν δύο πρωταρχικές κατηγορίες γνώσης οι οποίες δεν μπορούν να είναι αποσυνδεμένες. Για τον περισσότερο κόσμο το δίδυμο χώρος-χρόνος θυμίζει σίγουρα την σχέση μεταξύ γεωγραφίας και ιστορίας διότι η γεωγραφία μίας περιοχής είναι ακατανόητη αν δεν ληφθεί υπ’ όψιν η εξέλιξη, οι μεταβολές στον χρόνο, για να προγραμματιστεί το μέλλον. Σε κάθε περίπτωση η ιστορία εστιάζει στις εποχές ενώ η γεωγραφία στους τόπους.
Και η Γεω-ιστορία; Όπως στη γεωγραφία υπάρχει η Ιστορική Γεωγραφία στην ιστορία υπάρχει η Γεωιστορία (Γεωγραφική Ιστορία). Στη Γεω-ιστορία αντίθετα από την Ιστορική Γεωγραφία, η γεωγραφία αυτή τη φορά, είναι ο επιθετικός προσδιορισμός και η ιστορία το κυρίως αντικείμενο. Ο όρος εισάγεται από το Λουσιάν Φάμπρ της ομάδας Γάλλων ιστορικών των Ανάλ (οι οποίοι μεταθέτουν την ιστοριογραφική έμφαση από την μεθοδολογία την ιστορίας σ’ αυτή του συνόλου των κοινωνικών επιστημών), πενήντα χρόνια νωρίτερα, αλλά εδραιώνεται από τον Μπρωντέλ ο οποίος κοιτώντας την ιστορία μέσα από την «μεγάλη διάρκειά», διαπιστώνει ότι ο κόσμος ξεπερνά την παραδοσιακή ιστορία, ανοίγοντας την και στις άλλες κοινωνικές/ανθρωπιστικές επιστήμες μεταξύ των οποίων η γεωγραφία είχε σημαντική θέση. Η Γεω-ιστορία σχετίζεται με ένα είδος ιστοριογραφίας που τονίζει την μακροπρόθεσμη (μακρύς χρόνος) κοινωνική ιστορία (Beaujoan 1989 116). Στη Γεω-ιστορία αλλά και στην Ιστορική Γεωγραφία οι πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι, ο χρόνος, ο χώρος και ο άνθρωπος. Η διαφορές της κάθε μίας στην πράξη, είναι αποτέλεσμα του διακριτού επιστημονικού αποθέματος και των προσωπικών προσεγγίσεων των μελετητών.
Διάφορες Ιστορικές Γεωγραφίες
Η ιστορική γεωγραφία σύμφωνα με τους διαφορετικούς ορισμούς, ορίζεται ως γεωγραφία του παρελθόντος. Όμως εκτός αυτής της γενικής προσέγγισης αποδίδονται στην Ιστορική Γεωγραφία πέραν της μίας προσεγγίσεις που συγκλίνουν στον ίδιο στόχο, την μελέτη της γεωγραφίας του παρελθόντος.
O Gilbert το 1932 (στο Baker 2003 32) αποδίδει τουλάχιστον πέντε διαφορετικές έννοιες που μπορούν να αποδοθούν στην Ιστορική Γεωγραφία. Την ιστορία της αλλαγής των πολιτικών ορίων, την ιστορία των ανακαλύψεων και εξερευνήσεων στη γεωγραφία, την ιστορία των γεωγραφικών μεθόδων και ιδεών, την μελέτη της επιρροής στο γεωγραφικό περιβάλλον στην ιστορική εκπαίδευση. Αλλά για τον ίδιο η πραγματική της λειτουργία είναι η ανασύσταση της περιφερειακής γεωγραφίας τους παρελθόντος. Ο Baker (στο Boulanger 2005) μιλάει για την Ιστορική Γεωγραφία των εξαπλώσεων και των κατανομών, την περιβαλλοντολογική ιστορική γεωγραφία, την ιστορική γεωγραφία των τοπίων και την περιφερειακή ιστορική γεωγραφία. Ο Darby (1962), από την πλευρά του λέει ότι η ιστορική γεωγραφία μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις άλλους τομείς που αφορούν: την εξέλιξη των τοπίων, το παρελθόν μέσα στο παρόν, την γεωγραφία του παρελθόντος και την ιστορική γεωγραφία.
Εκτός όμως των παραλλαγών και και των εφαρμοστικών προσεγγίσεων η Ιστορική Γεωγραφία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την μελέτη της κληρονομιάς καλούμενη, εφαρμοσμένη Ιστορική Γεωγραφία (Baker 2005). Αυτό αποτελεί μια μείζονα απασχόληση για πολλούς εξειδικευμένους ιστορικούς γεωγράφους. Ο Newcomb (1981), πρωτοπόρους σ’ αυτό το πεδίο μελέτης, ασχολήθηκε με ζητήματα που άπτονται στη χρήση αναψυχής και τον σχεδιασμό αυτού που αποκαλείται ορατό παρελθόν. Η ερευνά του αφορά τόσο την ελκυστική πλευρά των ιστορικών τοπίων, όσο και τον σχεδιασμό και την διαφύλαξη του παρελθόντος. Θέτει το βάρος στο γεγονός ότι τα μουσεία (ανοικτά ή κλειστά) μπορούν να προβάλλουν την συμβολική έκφραση μιας ιδεολογίας και στον ίδιο χρόνο να πληροφορήσουν και να συμβάλλουν στην μάθηση. Η προσέγγιση της εφαρμοσμένης ιστορικής γεωγραφίας, συνίσταται στην δημιουργία μιας εθνικής συλλογικής μνήμης, την δημιουργία συμβολικών τοπίων και την αναπαράσταση του παρελθόντος μέσα από τον πολιτισμικό τουρισμό όπου κυρίαρχοι άξονες είναι: η ευρύτητα χρήσης της κατανάλωσης της κληρονομιάς σαν πηγής πολιτισμού και οικονομίας, οι τάσεις και οι διαμάχες για την ερμηνεία της κληρονομιάς και οι σχέσεις μεταξύ κληρονομιάς και ταυτότητας σε διάφορες γεωγραφικές κλίμακες (τοπική, περιφερειακή, εθνική, διεθνή).
Καταληκτικά
Είναι η ελληνική κλασική γραμματεία η οποία δίνει το πρώτο παράδειγμα ιστορικογεωγραφικής προσέγγισης. Σ’ αυτό, γεωγραφία και ιστορία αναπτύσσονται παράλληλα και ισοδύναμα. Το γνωστότερο και επιφανέστερο παράδειγμα είναι ο Ηρόδοτος ο οποίος τον 5ο αιώνα πΧ μιλά για τον σχηματισμό του Δέλτα του ποταμού Νείλου και το οποίο αποτελεί από τα πρώτα παραδείγματα Ιστορικής Γεωγραφίας.
Μέχρι τον 17ο αιώνα μΧ η Ιστορική Γεωγραφία φέρεται να είναι από τα πιο υποβαθμισμένα πεδία τη Γεωγραφίας. Στον Φίλιπ Γλόβερ (Philipp Clüver 1580-1622), αποδίδεται ο τίτλος του επαν-εισηγητή της Ιστορικής Γεωγραφίας, ο οποίος στην εξάτομη Εισαγωγή του στην Γενική Γεωγραφία προσεγγίζει τις χώρες με ιστορική λογική. Όσο πλησιάζουμε προς την εποχή μας, είναι αρχικά το έργο του γεωγράφου Ritter (1779 – 1859), ο οποίος για να ανασυστήσει την ιστορία των λαών προστρέχει στην γεωγραφία. Το ίδιο κάνουν οι Ratzel, Reclus και Vidal de La Blache και ο Sauer της λεγόμενης Σχολής του Μπέκλευ, στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι οποίοι αποτελούν τους πρόδρομους της σημερινής Ιστορικής πλέον Γεωγραφίας.
Παρ’ ότι αρχικά η σύγχρονη Ιστορική Γεωγραφία ενθαρρύνθηκε από την ανάγκη ισχυροποίησης των εθνικών ταυτοτήτων, σταδιακά αποστασιοποιείται και γίνεται μία γεωγραφία όλων των κλιμάκων του χώρου, υπό την λογική των κυρίαρχων αξόνων της: άνθρωποι, οικονομία, κατοικία. Αν σήμερα προστεθεί το σωρευτικό επιστημολογικό απόκτημα, της διεπιστημονικής οπτικής εμπλουτισμένης από την δυναμική των ψηφιακών εξελίξεων, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ολιστικό επιστημονικό πεδίο αναγκαίο γιακάθε ανάγνωση του χώρου στο παρόν στο παρελθόν και απαραίτητο για την σχηματοποίηση του μέλλοντος.
Βιβλιογραφία
Μπέργκερ Π, Λούκμαν Τ (2003, 1966). Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας, Νήσος, Αθήνα
Σιδηρόπουλος Γ (2015) Η πόλη στο χρόνο, Παπαζήσης, Αθήνα
Σιδηρόπουλος Γ (2007), Γραφική Σημειολογία, Παπαζήσης, Αθήνα.
Baker Α R (2003). Geography and History: Bridging the Divide, Cambridge University Press, Cambridge
Baker A (1972), Progress in Historical Geography by Alan R. H. BakeGeographical Review Vol. 63, No. 3 (Jul., 1973), pp. 434-436
Baker A (1999) Fraternity among the French Peasantry: Sociability and Voluntary Associations in the Loire Valley, 1815-1914 Cambridge University Press, Cambridge).
Baker A (2005), Refelexion sure les relations entre l’Histoire et la Geographie, στο Boulanger κ. α (de), Où en est la géographie historique? 19-33, L’Harmattan, Paris.
Boulanger P, Trochet J-R, Joseph B (2005), Où en est la géographie historique ? L’Harmattan, Paris
Cipolla C (1988 μτφρ), Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση, Κοινωνία και οικονομία 1000-1700 μ.Χ., Θεμέλιο, Αθήνα
Claval P (1984) Geographie humaine et economique contemporaine, PUF, Paris
Claval P (2005), Geographies et temporalites, στο Boulanger κ. α (ed), Où en est la géographie historique ? 43-63, L’Harmattan, Paris.
Darby H.C. (1977) Domesday England, Cambridge University Press, Cambridge
Darby H.C., “Historical Geography,” pp. 127-157 in: H. P. R. Finberg (Ed.) Approaches to History: A Symposium (London: Routledge & Kegan Paul, 1962, 221 pp.
Derruau M (1978 μτφρ) Ανθρωπογεωγραφία, ΜΙΕΤΕ, Αθήνα
Finley M (2002) The world of Odysseus NYRB Classics, New York
George P (1979) Les Methodes De La Geographie, PUF, Paris
George P (1989) Les homes sur la terre, Seghers, Paris
Grataloup C (2005) Geographie historique et analyse spatiale: de l’ignorance a la fertilisation croisee, στο Boulanger κ. α (ed), Où en est la géographie historique ? 33-43, L’Harmattan, Paris.
Grataloup C (2011) En quoi la géographie peut-elle permettre de mieux comprendre l’histoire du monde ? scienceshumaines.com (Propos recueillis par Martine Fournier 15/06/2011) http://www.scienceshumaines.com/l-invention-des-continents-rencontre-avec-christian-grataloup_fr_24823.html (07.11.2012)
Gregory D κ.α. (ed) (2009), Dictionary of Human Geography, Wiley-Blackwell, UK
Hacking I (1999), The Social Construction of What?: Harvard University Press. Cambridge, MA
Harris R.C Warkentin J, (1974), Canada Before Confederation, Oxford University Press
Higounet C (1982), Atlas historique des villes de France: Mont-de-Marsan, Landes, CNRS, Paris
Hoepfner W (2005), Ιστορία της κατοικίας 5000 π.χ.- 500 μ.χ., University Studio Press, Θεσσαλονίκη
Levy J Lusaault M (2003), Dictionnaire de la géographie et de l’espace des societies, Belin, Paris
Mitchel JB (1967), Historical Geography, English University Press,London
Newcomb R, Planning the Past, Geographical Review Vol. 71, No. 1 (Jan., 1981), pp. 119-121
Pounds NJG (1973), An historical geography of Europe: 450 B.C.-A.D. 1330, Cambridge University Press, Cambridge
Samaran C (επιμ 1989) Ιστορία και οι μέθοδοί της, ΜΙΕΤ, Αθήνα
Satntos
Searle J (1995), The Construction of Social Reality, The Free Press, New York
Sidiropoulos G Sideris A (2003), Requirements and assumptions in Visualization process of urban and surrounding areas (a case study of the Greek city in time), (CAA ed. Doerr M., Sarris M.,), Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology International Conference, Archive of Monuments and Publications, Hellenic Ministry of Cultures.
Trochet J-R (1998), Géographie historique : Hommes et territoires dans les sociétés traditionnelles, Nathan, Paris
Wooldridge S. W, Gordon E W. (1967), The Spirit and Purpose of Geography, Capricorne Books, NewYork.
[1] «Η γεωγραφία είναι περιγραφική από τη φύση και την λειτουργία της» (George 1989 9). Οι περιγραφικές επιστήμες (βασική έρευνα), είναι το αντίθετο των επιστημών σχεδιασμού (εφαρμοσμένη έρευνα), δηλαδή με την, από υπόθεση καθοδηγούμενη έρευνα (hypothesis-driven research), η οποία εστιάζεται στην εξέταση μιας συγκεκριμένης υπόθεσης μέσω πειράματος. Περιγραφικές επιστήμες είναι η κατηγορία των επιστημών που εμπλέκει κυρίως παρατήρηση, καταγραφή, περιγραφή και ταξινόμηση των φαινομένων. Είναι οι επιστήμες που επιδιώκουν να περιγράψουν την πραγματικότητα, ενώ οι επιστήμες σχεδιασμού αναζητούν χρήσιμη γνώση για τις ανθρώπινες δραστηριότητες.