Χρήστος Μουτσούρης – 12/01/2012 – HISTORICAL QUEST
Ίσως ο τίτλος αυτός να ξενίζει πολλούς εκ πρώτης όψεως, οι οποίοι έχουν κατά νου τη γενικά συντηρητική εικόνα των Βαυαρών. Εντούτοις, διαφεύγει της προσοχής συχνά ότι πρόκειται για μια κοινωνία με μεγάλη καθολική πλειοψηφία, η οποία παρά την αλματώδη μεταπολεμική εκβιομηχάνιση, παραμένει σε μεγάλο βαθμό αγροτική. Από την άλλη, αδιάσειστα στοιχεία για το δημοκρατικό φρόνημα τους, αποτελούν τόσο το γεγονός ότι κορυφαίοι αντιστασιακοί κατά του Εθνικοσοσιαλισμού όπως ο κόμης Stauffenberg και ο πασίγνωστος θεατρικός συγγραφέας Berthold Brecht, καταγόταν από την Σουηβία, περιοχή του κρατιδίου, όσο και η-προσωρινή έστω- εγκατάσταση στην κωμόπολη Penzberg της Άνω Βαυαρίας, κέντρο της πισσανθρακορυχείας, αυτοδιαχειριζόμενης διοίκησης από Σοσιαλιστές και Κομμουνιστές τον Απρίλιο του 1945.
Σύμφωνα με τον Max Domarus, οι ιστορικοί της –πρώην- Ανατολικής Γερμανίας, παρουσίαζαν τα γεγονότα του 1918/19 στη Βαυαρία, σαν έκφραση της πρόθεσης των εξεγερμένων μαζών να σταματήσουν τον πόλεμο και να ανατρέψουν το παλιό καθεστώς. Αντίθετα, ο Αμερικάνος ιστορικός Alan Mitchell τα θεωρεί ως την τελευταία φάση μεταρρυθμίσεων που είχαν ήδη προχωρήσει. Πολύ σημαντική πηγή, ιδιαίτερα για τη μελέτη της Βαυαρικής Ιστορίας αλλά και γενικότερα τρανή ένδειξη για τη σημασία παρόμοιων πληροφοριών για την ιστορική έρευνα θεωρούνται, κατά τον γράφοντα, τα Πρακτικά του Βαυαρικού Υπουργικού Συμβουλίου 1919-1945, κοινό έργο της Επιτροπής Βαυαρικής Ιστορίας της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών και της Γενικής Διεύθυνσης των Κρατικών Αρχείων της Βαυαρίας. Η περίοδος 1918/19-1933 ιδιαίτερα εξετάζεται πολύ καλά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί μολονότι η Βαϊμάρη είναι από τις πιο ερευνημένες περιόδους της γερμανικής Ιστορίας, κάθε άλλο παρά ισχύει αυτό για τη Βαυαρία.
Η ιστορική έρευνα δεν συμμερίζεται την άποψη ότι στο κρατίδιο υπήρχαν τάσεις απόσχισης από το Βερολίνο εντονότερες από ότι σε άλλες περιοχές. Μια ερμηνεία των γεγονότων που εξετάζονται εδώ, χωρίς ταυτόχρονη προσέγγιση της κατάστασης τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης γενικά, θα ήταν τουλάχιστον ελλιπέστατη διότι θα αγνοούσε το γενικότερο πλαίσιο κάτω από το οποίο αυτά έλαβαν χώρα. Ο πρώτος Παγκόσμιος, έχει τελειώσει. Η Γερμανία όχι μόνο ηττήθηκε, αλλά βάσει της παραγράφου 218 της Συνθήκης των Βερσαλλιών καλείται να καταβάλει υπέρογκες αποζημιώσεις και να παραχωρήσει και να αποστρατιωτικοποιήσει νευραλγικές και για την οικονομία της περιοχές(Ρηνανία/Ρούρ). Το γόητρο του λαού της πληγώθηκε πάρα πολύ. Από την άλλη, η Οκτωβριανή Επανάσταση έδωσε ελπίδες στις καταπιεσμένες μάζες των εργατών του χεριού και του πνεύματος, των μικρομεσαίων και των νέων.
Εκείνος ο παράγοντας που κατά τον Hurten υπήρξε το στοιχείο της τόσο έντονης διαφοροποίησης των εξελίξεων στη Βαυαρία σε σχέση με τα υπόλοιπα γερμανικά κρατίδια ήταν η προσωπικότητα του πρωθυπουργού Kurt Eisner. Γεννημένος στις 14.5.1867 στο Βερολίνο, γιος προμηθευτή στρατιωτικών ειδών της Αυλής, σπούδασε εκεί Γερμανική Φιλολογία και Φιλοσοφία και μεταπήδησε στη δημοσιογραφία χωρίς να τελειώσει επίσημα. Επηρεασμένος από τον νεοκαντιανό Hermann Cohen τον οποίο είχε γνωρίσει προσωπικά σαν αρχισυντάκτη στο Marburg και είχε στενότερες σχέσεις, ασπάστηκε μια αντίληψη επηρεασμένη από τον Γερμανικό Ιδεαλισμό, σύμφωνα με την οποία μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να πραγματώσει την καντιανή ηθική. Ανέπτυξε πλούσια πολιτική δραστηριότητα στην αρχή στα πλαίσια της ενιαίας SPD και μετά τη διάσπαση το Δεκέμβριο του 1918, με τους Ανεξάρτητους Σοσιαλδημοκράτες (USPD). Συνοπτικά κατά το δυνατόν, θα μπορούσε να ειπωθεί για την πολιτική του ότι διακατεχόταν από τα εξής κυρίαρχα στοιχεία: Καταρχήν, υπερασπίστηκε με σθένος έναν ιδιαίτερο βαυαρικό δρόμο. Μάλιστα, ήταν τόσο προσηλωμένος σε αυτόν ώστε αν και όπως ειπώθηκε ανωτέρω, αποσχιστικά φαινόμενα υπήρξαν στη Βαυαρία όχι περισσότερα από ότι αλλού, δε δίστασε να φτάσει στα άκρα όταν ένοιωσε ότι το Βερολίνο απειλεί το δρόμο αυτό. Σαφέστατα είχε επηρεαστεί από τη Rosa Luxemburg και τον Karl Liebknecht και εν πολλοίς από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ας σημειωθεί δε ότι από την εμπειρία του γράφοντα από την τετραετή παραμονή του στο κρατίδιο, χρειάζεται ιδιαίτερη παρρησία και πολιτικό θάρρος για να ακολουθήσει κανείς μια τέτοια πολιτική. Είχε επίσης σαφή φιλειρηνική στάση και επέκρινε ανοιχτά τη φιλοπόλεμη πολιτική ορισμένων κύκλων του Ράιχ.
Ποιοι ήταν όμως οι στόχοι και ποιες οι ελπίδες της βαυαρικής πολιτικής;
Καταρχήν, η πολιτική νομιμοποίηση του νέου καθεστώτος ήταν ασαφής. Ενώ από τη μια πλευρά ο Eisner δήλωνε ότι το Προσωρινό Συμβούλιο Εργατών, Στρατιωτών και Αγροτών θα αντικαθίστατο από ένα οριστικό, το απόγευμα της 8.11.1918 συνεδρίαζε στο τοπικό Κοινοβούλιο ένα σώμα αποτελούμενο κατά το ήμισυ από μέλη του Συμβουλίου και βουλευτές. Εκεί ανακοινώθηκε η ίδρυση του Προσωρινού Εθνικού Συμβουλίου. Αυτό το σώμα στις τάξεις του εμπεριείχε και 50 μέλη των Συμβουλίων, καθώς επίσης τις μέχρι τότε κοινοβουλευτικές ομάδες των Σοσιαλδημοκρατών και του Αγροτικού Συνδέσμου και τρία μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας των Φιλελευθέρων, από τα οποία ο ιστορικός Ludwig Quidde που σαν πρόεδρος της Γερμανικής Φιλειρηνικής Ένωσης ήταν φιλικά προσκείμενος στον Eisner, ανέλαβε τα καθήκοντα του Αντιπρόεδρου. Παρόλα αυτά, ο Eisner υπαναχώρησε και δεν αναγνώρισε τα Συμβούλια ή το Προσωρινό Εθνικό Συμβούλιο ως το κέντρο της εξουσίας. Στις προγραμματικές δηλώσεις αναφερόταν ότι η νέα Κυβέρνηση κρατάει την εκτελεστική εξουσία στα χέρια της και μόνο οι δικές της οδηγίες πρέπει να θεωρούνται έγκυρες. Ο Eisner χαρακτήρισε την Κυβέρνηση “επαναστατική εκτελεστική επιτροπή” η οποία δε μπορεί να λογοδοτεί σε προσωρινά όργανα, ενώ καθήκον των Συμβουλίων είναι να συμβουλεύουν την Κυβέρνηση και να καταδεικνύουν στο Κοινοβούλιο αλλά και στο λαό την κατεύθυνση του νέου κράτους. Για τους σκοπούς αυτούς θα δημιουργείτο ένα παρακοινοβούλιο (Nebenparlament) και θα πολλαπλασιαζόταν ο αριθμός των Συμβουλίων αφού θα προσθέτονταν περισσότερα από τα επιμέρους επαγγέλματα.
Αυτά κατά τον Hurten ήταν λιγότερο προγραμματικές δηλώσεις και περισσότερο πρόγραμμα εκδημοκρατισμού ενός λαού, για την επιτυχία του οποίου χρειαζόταν η υποστήριξη όλης της κοινωνίας. Αυτή όμως, μολονότι η νέα Κυβέρνηση έτυχε ευρείας κοινωνικής αποδοχής, δε μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη διότι οι οπαδοί της Δεξιάς και του Κέντρου άρχισαν σκληρή αντιπολίτευση. Το πολιτικό σύστημα της εποχής του Eisner αλλά και η πρακτική πολιτική του διέφεραν από των άλλων γερμανικών κρατιδίων. Η κατάρτιση και ψήφιση του νέου συντάγματος προσδιορίστηκε να γίνει από ένα αργότερα εκλεγμένο τοπικό Κοινοβούλιο. Οι νομικοί κανόνες περιλάμβαναν ελάχιστα θεμελιώδη δικαιώματα. Αλλά ο σημαντικότερος παράγοντας της αποτυχίας του Eisner ήταν το ότι δεν πρόβλεψε να δημιουργήσει Σώματα Ασφαλείας για την διαφύλαξη της εσωτερικής ειρήνης. Έτσι, άνοιξε κυριολεκτικά τους ασκούς του Αιόλου για τη δημιουργία παραστρατιωτικών ομάδων, κάτι που εκμεταλλεύτηκαν ιδανικά οι Εθνικοσοσιαλιστές.
Οι Δημοκρατίες Των Συμβουλίων (Σοβιέτ)
Το βαυαρικό Κοινοβούλιο έχασε την ευκαιρία να γίνει το κέντρο άσκησης εξουσίας. Αλλά και η Κυβέρνηση δε μπόρεσε να αποτελέσει αποτελεσματικό αντίβαρο στην ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αριστεράς. Οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες (USPD) κάλεσαν σε γενική απεργία για να σωθεί η Επανάσταση. Στο Μόναχο επιβλήθηκε κατάσταση πολιορκίας και όποιος ενεργεί η προτρέπει σε πράξεις κατά της Κυβέρνησης απειλείται με εκτέλεση. Ως καθοδηγητικό όργανο ιδρύεται το Κεντρικό Συμβούλιο της Δημοκρατίας της Βαυαρίας με πρώτο Πρόεδρο τον Σοσιαλδημοκράτη Ernst Niekisch,νεαρό δάσκαλο πρόεδρο του Συμβουλίου του Augsburg. Επιτρέπεται η επαναλειτουργία του Κοινοβουλίου και της Κυβέρνησης, μόνο όμως με τη μορφή ενός «σοσιαλιστικού Υπουργείου». Το Κεντρικό Συμβούλιο παρέμεινε, αλλά μόνο σα συμβουλευτικό όργανο. Η επαπειλούμενη από αυτό φυλάκιση αστών ομήρων δεν πραγματοποιήθηκε, η κατάσχεση αστικών εφημερίδων αντικαταστάθηκε με λογοκρισία, ενώ η ίδρυση εργατικού στρατού(Arbeiterwehr) συνέβαλε ώστε να διογκωθεί η ανεξέλεγκτη οπλοκατοχή των αμάχων.
Έτσι, το Συνέδριο των Βαυαρικών Συμβουλίων έγινε υπό την πίεση των οπαδών του σχετικού συστήματος. Απορρίφθηκε αίτηση να ανακηρυχθεί η Βαυαρία «Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία » (Sozialistische Raterepublik). Αποφασίστηκε να συγκληθεί το Κοινοβούλιο με αντικείμενο τον ορισμό Υπουργών για τα χαρτοφυλάκια που είχαν ήδη ανακοινωθεί. Τα κόμματα όμως δεν ήταν πρόθυμα για κάτι τέτοιο χωρίς να πληρούνται κάποιες προυποθέσεις. Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες, Πλειοψηφούντες Σοσιαλδημοκράτες, Σύνδεσμος Αγροτών και Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα δέχτηκαν τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία, αλλά πρέσβευαν την άποψη ότι ο διορισμός της Κυβέρνησης ήταν αρμοδιότητα της Βουλής. Τα δύο σοσιαλιστικά κόμματα και ο Αγροτικός Σύνδεσμος συμφώνησαν την επομένη στη Νυρεμβέργη σε ένα Βραχυπρόθεσμο Πρόγραμμα Δράσης, σχηματισμό ενός σοσιαλιστικού Υπουργικού Συμβουλίου, ψήφιση καινούργιου Συντάγματος από το τοπικό Κοινοβούλιο, επανεκλογή των Συμβουλίων αλλά και αφαίρεση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας από αυτά. Τα μέτρα αυτά τελικά ψηφίστηκαν και από το Συνέδριο των Συμβουλίων. Ακολούθησαν μεγάλοι κλυδωνισμοί μεταξύ των οπαδών των Ανεξάρτητων Σοσιαλιστών. Το Κοινοβούλιο συνήλθε στις 17 και 18 Μαρτίου. Εξέλεξε τον Johannes Hoffmann των Πλειοψηφούντων Σοσιαλδημοκρατών ως καινούργιο Πρωθυπουργό, ο οποίος την επομένη παρουσίαζε το Υπουργικό Συμβούλιο του, που είχε ελάχιστες διαφορές με το προηγούμενο. Η Βουλή ψήφισε ακολούθως τον «Προσωρινό Ιδρυτικό Νόμο του Κράτους»(Vorlaufiges Staatsgrundungsgesetz), το “Νόμο για την εξουσιοδότηση της Κυβέρνησης για λήψη νομοθετικών μέτρων (Gesetz zur Ermachtigung der Regierung an gesetzgeberischen Ma?nahmen) και έναν αναγκαστικό νόμο για τη διεκπεραίωση του Προϋπολογισμού (Notgesetz uber die Weiterfuhrung des Staatshaushalts). Με ένα μεταβατικό νόμο, εξασφάλισε τη νομική συνέχεια του Κράτους, και κατάργησε τους ευγενείς. Μετά, ανέβαλε για αόριστο χρόνο, έτσι η Κυβέρνηση στα πλαίσια της νεοδημιουργημένης νομιμότητας είχε αρκετή ελευθερία.
Εν τούτοις, αυτό δεν ήταν αρκετό. Δε μπόρεσε να κρατήσει την πολιτική πρωτοβουλία απέναντι στο Κεντρικό Συμβούλιο που στηριζόταν στη μεγάλη κοινωνικοποίηση, εμβάθυνε τις κοινωνικές εντάσεις και δε μπόρεσε να αντιπαρατεθεί στις ενωτικές τάσεις του Βερολίνου με την ίδια αποφασιστικότητα όπως ο Eisner. Ταυτόχρονα, δυνάμωναν όλο και περισσότερο οι απαιτήσεις για την εισαγωγή της Δημοκρατίας των Συμβουλίων, σαν εναλλακτική λύση έναντι του κοινοβουλευτισμού. Το Κεντρικό Συμβούλιο, ο Πρόεδρος του οποίου παρίστατο στο Υπουργικό Συμβούλιο και που απειλείτο κι αυτό, εμπόδισε στις 4.4.1919 συνεδρίαση του Κοινοβουλίου προγραμματισμένη για τις 8.4. Έτσι, τα Συμβούλια έρχονταν σε ανοικτή αντιπαράθεση με την κοινοβουλευτική Κυβέρνηση. Αντιπρόσωποι των κομμάτων της Αριστεράς συναντήθηκαν με σκοπό την ανακήρυξη της Σοβιετικής Δημοκρατίας, αλλά η απόφαση αναβλήθηκε γιατί θέλησαν να πληροφορηθούν το κλίμα στην επαρχία. Ο Hoffmann ήταν στο Βερολίνο και το κόμμα του χωρίς καθοδήγηση. Η KPD υπό τον Eugen Levine ο οποίος αντίθετα με τον προκάτοχο του Max Levien αρνούταν κάθε συνεργασία με τους Ανεξάρτητους Σοσιαλδημοκράτες και τους αναρχικούς, αρνήθηκε να συνεργαστεί και με τους Πλειοψηφούντες Σοσιαλδημοκράτες. Η απόφαση της ανακήρυξης της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας πάρθηκε χωρίς να ληφθεί υπόψη η διάθεση του κόσμου στην επαρχία, σε μια συνέλευση των Αριστερών στις 6.4.
Ο Πρωθυπουργός που βρισκόταν στο Βερολίνο απέρριψε τις ειδήσεις για παραίτηση της Κυβέρνησης του και αξίωσε την ανώτατη εξουσία, σε απεριόριστο βαθμό. Μετέφερε το Υπουργικό Συμβούλιο, από το οποίο αποχώρησαν οι Ανεξάρτητοι στο Bamberg τής Άνω Φρανκονίας. Η κυβέρνηση του Ράιχ αναγνώρισε την κυβέρνηση του Hoffmann ως τη νόμιμη κυβέρνηση της Βαυαρίας. Έτσι, η Κυβέρνηση των Συμβουλίων βρήκε μια τελείως περιορισμένη αναγνώριση. Στη Νυρεμβέργη, το Wurzburg, το Aschaffenburg το Schweinfurt και το Lohr οι οπαδοί του Hoffmann κατέλαβαν την εξουσία Μόνο στη νότια Βαυαρία από το Rosenheim μέχρι το Augsburg και το Garmisch-Partenkirchen, βρήκε η κυβέρνηση των Συμβουλίων κάποια στήριξη. Αλλά ο ψυχοπαθής Υπουργός Εξωτερικών της Lipp και ο Πληρεξούσιος για τα Οικονομικά Sylvio Gesell, την εξέθεσαν με τη συμπεριφορά τους. Οι επαφές με τη Μόσχα που γίνονταν κυρίως μέσω Ουγγαρίας διακόπηκαν. Η Οργάνωση Μονάχου της KPD -που δεν συμμετείχε στην Κυβέρνηση των Συμβουλίων- τη χαρακτήρισε «εικονική». Κατά την άποψη της, «μόνο μια κομμουνιστική δημοκρατία θα μπορούσε να απελευθερώσει την εργατιά από την ένδεια και τη συμφορά».
Η Κυβέρνηση Hoffmann παρέλειψε να δημιουργήσει μια έμπιστη στρατιωτική δύναμη και ήλπιζε ότι θα αντιμετωπίσει τους αντιπάλους της με οικονομικά αντίποινα, χωρίς αίμα. Αλλά ο Πρόεδρος του Ράιχ Ebert προειδοποίησε ότι η εξέγερση στη Βαυαρία θα αντιμετωπιστεί με τη βία, αν η Κυβέρνηση των Συμβουλίων συνεχίσει να υφίσταται επί μακρόν. Η Κυβέρνηση Hoffmann για να μην εξαρτάται αποκλειστικά από την εξωτερική βοήθεια, συγκέντρωσε 2.000 εθελοντές, αλλά μέχρι τα μέσα Απριλίου του 1919 είχε συγκεντρώσει μόνο 8.000 άνδρες. Ένα πραξικόπημα των Ρεπουμπλικάνων σε συνδυασμό με τις δυνάμεις απέξω στις 13.4, είχε στόχο να αποκαταστήσει την κυριαρχία της Κυβέρνησης του Bamberg. Απέτυχε όμως, μετά από πολύμερες εχθροπραξίες γύρω από το σταθμό, κατά τις οποίες σκοτώθηκαν είκοσι.
Η Πρώτη Δημοκρατία των Συμβουλίων κατά Hurten καταλύθηκε λόγω της τακτικής των Κομμουνιστών. Αμέσως μετά το προαναφερθέν πραξικόπημα, συνεστήθη μια συνέλευση στο Hofbrauhaus (σημ.=Η παλιότερη μπυραρία στο Μόναχο), ως αντιπροσωπεία των Συμβουλίων και όρισε μια Επιτροπή Δράσης (Aktionsausschu), που με τη σειρά του όρισε ένα Εκτελεστικό Συμβούλιοβ (Vollzugsrat) από τέσσερα μέλη με τους Levine και Levien. Έτσι σχηματίστηκε η Κυβέρνηση της 2ης Δημοκρατίας των Συμβουλίων. Ένα feuille –volant γνωστοποιούσε στους Βαυαρούς στρατιώτες και εργάτες ότι η νέα κυβέρνηση είναι η δικτατορία του προλεταριάτου: “Καθήκον της δικτατορίας είναι η ολοκληρωτική καταστροφή της κεφαλαιοκρατικής τάξης και η δόμηση του σοσιαλισμού. Πρόθεση των Συμβουλίων είναι η δημιουργία Ερυθρού Στρατού, ο αφοπλισμός των αστών και η ανάληψη του ελέγχου στα μέσα παραγωγής. Η καινούργια Κυβέρνηση αναλώθηκε σε βραχυπρόθεσμα και δρακόντεια -συχνά- μέτρα. Δεν υπήρξε καμμία προοπτική να ξεπεραστεί η οικονομική ένδεια, γιατί καμία από αυτές τις Δημοκρατίες εκτός των σοβιετικών συνόρων δε μπόρεσε να ορθοποδήσει, ούτε πολύ περισσότερο να στηρίξει τη Βαυαρία.
Στις 14.4. η Κυβέρνηση του Bamberg κάλεσε στο σχηματισμό Λαϊκού Στρατού (Volkswehr), συνεπικουρούμενη από την εκδήλωση προθυμίας από την κυβέρνηση της Βυρτεμβέργης να την ενισχύσει στρατιωτικά. Ο Υπουργός Στρατιωτικών του Ραίχ Noske τέθηκε προσωπικά επικεφαλής της εκστρατείας των στρατευμάτων του κατά της Κυβέρνησης των Συμβουλίων. Ο ταξίαρχος von Mohl ονομάστηκε “Αρχηγός της Βαυαρικής Φρουράς”, αλλά δεν διέθετε στρατεύματα διότι ακόμα και το Σώμα Βαυαρών Εθελοντών του συν/ρχη von Epp το οποίο στάθμευε στο Oberdorf της Θουριγγίας και ήταν υπεύθυνο για τη φύλαξη των ανατολικών συνόρων, ήταν μια μονάδα της οποίας οι δραστηριότητες είχαν απαγορευτεί από την Κυβέρνηση του Bamberg. Αυτή θεωρούσε ότι ο Σοσιαλδημοκράτης δικηγόρος από τη Νυρεμβέργη Karl Ewinger ήταν κατάλληλος να μεσολαβήσει στους απεσταλμένους του Βερολίνου. Ο Υπουργός Στρατιωτικών Schneppenhorst τόνισε ότι η επέμβαση της Reichswehr προβλεπόταν από το Σύνταγμα του Ράιχ και σήμαινε την παρέμβαση ενάντια στην αυτονομία της Βαυαρίας. Η πορεία προς το Μόναχο συνεχιζόταν. Στις 20.4 κατελήφθη το Augsburg. Ο Ερυθρός Στρατός υπό την καθοδήγηση του φοιτητή Ernst Toller που διαδέχθηκε τον Niekisch και προσπάθησε να σχηματίσει εσωτερική αντιπολίτευση στους Κομμουνιστές ηγέτες των Συμβουλίων, σημείωσε μια τελευταία νίκη στο Dachau. Όμως, ήταν ήδη αργά. Ο Hoffmann ζήτησε την πλήρη παράδοση του Μονάχου.
Παρά την εκλογή καινούργιας Διοίκησης, η τύχη της πόλης βρισκόταν ακόμα στα χέρια του Ερυθρού Στρατού, υπό τον 28χρονο ναυτικό Rudolf Eglhofer, ο οποίος παρά την απουσία κάθε προοπτικής, συνέχισε τον ένοπλο αγώνα με βίαιες αντιδράσεις. Όπως και ο Noske στις συγκρούσεις του Μαρτίου στο Βερολίνο, ο εκπρόσωπος της Βαυαρικής Κυβέρνησης διέταξε τη θανατική καταδίκη όποιου αντιστέκεται ένοπλος στα κυβερνητικά στρατεύματα. Οι στρατιώτες ήταν ακόμα σκληρότεροι. Τα νέα για την υπερβολική τους σκληρότητα έφτασαν ως το Μόναχο και αύξησαν την οργή των περικυκλωμένων. Στις 26.4 συνελήφθησαν μέλη μιας εταιρείας ονόματι Thule με την κατηγορία του μαζικού σφετερισμού και προώθησης αγαθών στα οποία υπήρχε έλλειψη, ζωοειδών και οχημάτων και κρατήθηκαν ως όμηροι. Οκτώ από αυτούς και δύο κυβερνητικοί στρατιώτες εκτελέστηκαν χωρίς δίκη, σαν αντίποινα για τις απώλειες του Ερυθρού Στρατού. Η πράξη αυτή επέφερε γενική απελπισία. Τα Συμβούλια εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους και οι προελαύνουσες δυνάμεις έφτασαν την Πρωτομαγιά στο Μόναχο. Σε μερικές συνοικίες συνάντησαν σφοδρή αντίσταση, χρησιμοποίησαν όλα τα στρατιωτικά μέσα και άσκησαν την υψίστη βία. Ο von Eglhofer σκοτώθηκε κατά την ανάκριση. Ο Landauer δολοφονήθηκε βίαια κατά τη μεταφορά του στη φυλακή, πολλοί άγνωστοι εξολοθρεύτηκαν λόγω οπλοκατοχής ή ύστερα από απλή καταγγελία. Η τυφλή δολοφονία 21 μελών της καθολικής Οργάνωσης που θεωρήθηκαν Σπαρτακιστές, και μάλιστα χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αποτελεί ένα ακόμα κλασσικό ενδεικτικό στοιχείο. Παρά την απειλή του Ανωτάτου Στρατιωτικού Διοικητή, τα στρατιωτικά και πολιτικά δικαστήρια τους οπαδούς της Δημοκρατίας των Συμβουλίων τους αντιμετώπισαν με πολύ μεγαλύτερη σκληρότητα από ό,τι του οπαδούς της Δεξιάς. Ο Levine καταδικάστηκε σε θάνατο. Το βαυαρικό Υπουργικό Συμβούλιο υπό την πίεση των Στρατιωτικών επικύρωσε την καταδίκη με αποχή των Σοσιαλδημοκρατών και απουσία του Hoffmann και η εκτέλεση έγινε στις 5 Ιουνίου. Τα τελευταία του λόγια πριν από την εκτέλεση: “Οι Σοσιαλδημοκράτες ξεκινάνε, μετά το βάζουν στα πόδια και μας προδίδουν. Οι Ανεξάρτητοι καταπίνουν το δόλωμα, έρχονται μαζί μας, μετά μας εγκαταλείπουν και εμείς οι κομμουνιστές στηνόμαστε στον τοίχο. Οι κομμουνιστές είμαστε νεκροί με αναστολή. Αυτό το γνωρίζω πολύ καλά.” Ο δολοφόνος του Eisner, Arco-Valley καταδικάστηκε μεν σε θάνατο το 1920, αλλά μετατράπηκε η ποινή του σε ισόβια και το 1924, αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή. Ταυτόχρονα με το Μόναχο, η εξέγερση κατεστάλη στο Rosenheim και στο Kolbermoor, στο Lindau κατεστάλη στις 17.5. Η επίδειξη δύναμης εκ μέρους της Πολιτείας, δε σταμάτησε εκεί. Επί έξι βδομάδες ο ταγματάρχης Hierl, ο μετέπειτα Αρχηγός της Αυτοκρατορικής Υπηρεσίας Εργασίας (Reichsarbeitsdienst), δρούσε με τις δυνάμεις του για την αποκατάσταση της τάξης. Η Κυβέρνηση Hoffmann, γύρισε στο Μόναχο στις 17.8.
Δ. ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1) TENFELDE KLAUS PROLETARISCHE PROVINZ RADIKALISIERUNG UND WIDERSTAND IN PENZBERG/ OBERBAYERN IN BROSZAT MARTIN-FROHLICH ELKE –WIESEMANN FALK BAYERN IN DER N-S ZEIT INSTITUT FUR ZEITGESCHICHTE MUNCHEN-BERLIN
2) DOMARUS MAX BAYERN ^1805-1933. ^NACH DOKUMENTEN IM BAYERISCHEN HAUPTSTAATSARCHIV WURZBURG ^1979
3) KATJA KLEE-EVA RIMMELE DIE PROTOKOLLE DES BAYERISCHEN MINISTERRATS ^1919-1945 ^EIN EDITIONSPROJEKT DER KOMISSION FUR BAYERISCHE LANDESGESCHICHTE BEI DER BAYERISCHE AKADEMIE DER WISSENSCHAFTEN UND DER GENERALDIREKTION DER STAATLICHEN ARCHIVE BAYERNS JAHRBUCH DER HISTORISCHEN FORSCHUNG ^2001 ^OLDENBURG VERLAG MUNCHEN
4) HURTEN HEINZ REWOLUTION UND ZEIT DER WEIMARER REPUBLIK IN SCHMIDT ALOIS ‘(ΕΠΙΜ) HANDBUCH DER BAYERISCHEN GESCHICHTE 4ος ‘ ΤΟΜΟΣ DAS NEUE BAYERN 1ος ‘ΗΜΙΤΟΜΟΣ STAAT UND POLITIK VERLAG C H BECK MUNCHEN ΣΕΛ. 440-497 ΙΔΙΩΣ ΣΕΛ. 440-465
5 Στο ίδο σελ. 445-450
6.Στο ίδιο σελ.446
7.Στο ίδιο σελ. 460
8. Στο ίδιο σελ. 461
9.Στο ίδιο σελ. 462-465,εδώ σελ. 462′
10 Ο.π.
11.Chris Harman «Η χαμένη Επανάσταση. Γερμανία 1918-1923» Μετ/ση Λέανδρος Μπόλαρης σελ.235