Γιώργος Κόρδης, αγιογράφος – 09/08/2023 – ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ
Έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης, αφού επισκέφτηκε τις ιστορημένες λαξευτές εκκλησιές στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, πως η βυζαντινή ζωγραφική εκτός των άλλων έχει θεατρικότητα. Κι αυτό το έλεγε ως αρετή κι όχι ως ψόγο όπως πιθανώς θα το εξελάμβαναν σήμερα πολλοί εικαστικοί οι οποίοι ταυτίζουν την θεατρικότητα με το ψεύτικο εραστές και θηρευτές, υποτίθεται, οι ίδιοι της«φυσικότητας».
Μου πήρε χρόνια να το καταλάβω. Θαρρώ πως κάτι έχω πια καταλάβει. Ίσως εννοήσω περισσότερο στο μάλλον άμα καταφέρω να αλλάξω λόγο θέασης των πραγμάτων και απεγκλωβιστώ από το πάθος του νατουραλισμού της Αναγέννησης που με έθρεψαν εκ νεότητός μου.
Η βυζαντινή ζωγραφική έχει, θεωρώ, θεατρικότητα γιατί δεν αναπαριστά αλλά γράφει και ιστορεί σε παροντικό χρόνο κατενώπιον θεατών τους οποίους θεωρεί παρόντες κι όχι απόντες.
Στην αναγεννησιακή τέχνη και σε ό,τι ακολούθησε, το έργο τέχνης υπάρχει εξ αντικειμένου και υφίσταται σε αυτόνομο παρελθοντικό χωρόχρονο ερήμην των θεατών οι οποίοι ως τρίτοι μπορούν να έχουν μαζί του διάλογο αλλά δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση τον λόγο υπάρξεως του έργου.
Η εικαστική δηλαδή δομή, αλλά και οι επιμέρους φόρμες του έργου δεν πλάθονται με λόγο τον θεατή, αλλά την σύσταση μιας «ορθής κατασκευής» που αναπαριστά πιστώς τον κόσμο των φαινομένων.
Για το λόγο αυτό μάλιστα προέκυψε ήδη από την εποχή της Αναγεννήσεως και η ανάγκη για επικαιροποίηση των ιστορικών γεγονότων που απεικονίζονται. Εφόσον δηλαδή ο θεατής και το εικονιζόμενο δεν μοιράζονται τις ίδιες χωροχρονικές διαστάσεις, πρέπει το παρελθοντικό, ιστορικό γεγονός να επικαιροποιηθεί, να έρθει στο σήμερα των θεατών για να συμβεί η «συνάντηση» τους.
Έτσι ξεκίνησαν να ντύνουν τα ιστορικά πρόσωπα με στολές τις εποχής της Αναγεννήσεως, και να προσθέτουν ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό τους οι ζωγράφοι στα ιστορούμενα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να φέρουν στο σήμερα το παρελθόν.
Στην βυζαντινή ζωγραφική τα πράγματα έχουν αλλιώς.
Εδώ όσα ιστορούνται, γράφονται ώστε να έχουν αναφορά στον θεατή ο οποίος λογίζεται πως είναι παρών όπως ακριβώς σε μια θεατρική παράσταση. Ο χώρος π.χ στις εικόνες είναι όπως η σκηνή θεάτρου, μια στενή λωρίδα γης όπου πατούν οι «πρωταγωνισταί» και οι «δευτεροαγωνισταί» και όλοι κι όλα κινούνται κι αναφέρονται προς την μεριά του θεατή, αφού αυτός είναι ο μόνος χώρος στον οποίο μπορούν να αναφερθούν.
Ύστερα και ο τρόπος που συντίθενται τα πράγματα είναι θεατρικά, αφού δεν μιμούνται αναπαραστατικά την φαινομενική πραγματικότητα. Συχνά μάλιστα οι ζωγράφοι αδιαφορούν αν όσα ζωγραφίζονται μοιάζουν με τα αντίστοιχα φαινόμενα. Όλα στήνονται ώστε να φαίνονται ωραία και καλά στον θεατή, να επικοινωνούν με τις αισθήσεις του και να μεταφέρουν σε αυτόν τις ποιότητες που θέλει ο ζωγράφος να μεταφέρει.
Οι ποιότητες αυτές δεν είναι κατ᾽ ανάγκη συναισθήματα και ιδέες. Οι ποιότητες αυτές μπορεί να είναι ένα ύφος ή ένα ήθος, ένας τρόπος ύπαρξης των πραγμάτων, πράγματα δηλαδή που στις μέρες μας και στα πλαίσια του δυτικού μας πολιτισμού μοιάζουν αλλόκοτα ή αδιάφορα.
Εν πάσει περιπτώσει, έτσι γράφοντας και συνθέτοντας η βυζαντινή ζωγραφική, δεν προσπαθεί να εξαπατήσει την αίσθηση του θεατή δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του πραγματικού. Δεν προσπαθεί να είναι πειστική.
Γι αυτό και δεν είναι, εκτός λίγων εξαιρετικών στιγμών, δραματική και φορτισμένη συναισθηματικά. Παρουσιάζει δεν αναπαριστά, δείχνει δεν κοροϊδεύει, δεν πείθει αλλά καλεί ολόκληρο τον άνθρωπο σε μετοχή με την καρδιά και το νου και το σώμα. Γι αυτό το νόημα, η μελωδική του χρώματος και των γραμμών και ο ρυθμός όλων των στοιχείων είναι ισορροπημένα και σε θαυμαστή αλληλοπεριχώρηση.
Επειδή, λοιπόν, στην Βυζαντινή-Ελληνική ζωγραφική τα εικονιζόμενα «ζουν» και υπάρχουν σε αέναο παρόν, δεν συντρέχει λόγος επικαιροποίησης των εικονιζόμενων. Κι αυτό διότι η Βυζαντινή ζωγραφική είναι θεατρική γιατί στοχεύει στην μέθεξη με το πραγματικό κι όχι στην αναπαράσταση του πραγματικού.
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)