Μία άποψη που κέρδισε έδαφος στην δυτική διανόηση, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ήταν ότι στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης θα υπάρξει υπέρβαση των εθνικών κρατών και σταδιακή αντικατάστασή τους από πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κρατικές οντότητες. Από την αρχή, το πρότυπο έθνους που προβλήθηκε διεθνώς μέσα από την διαδικασία παγκοσμιοποίησης, ήταν το Αμερικανικό. Οι Αμερικανοί πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να επιβάλουν διεθνώς το δικό τους πρότυπο, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι η δημιουργία των ΗΠΑ στηρίχθηκε εκ γενετής στον πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό τους χαρακτήρα, αφού δημιουργήθηκαν από μετανάστες.
Αυτή η προσέγγιση προκάλεσε υποβάθμιση του ρόλου που έπαιζε η γεωγραφία ως σταθερός παράγων επηρεασμού της εξωτερικής πολιτικής (δηλαδή η γεωπολιτική), η οποία όμως είχε επηρεάσει βαθύτατα την διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, κυριάρχησε στην δυτική πολιτική διανόηση η άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση κατέστησε τους γεωγραφικούς χάρτες του παρελθόντος αναχρονιστικούς, άρα και καταργήσιμους. Οι παγκόσμιες φιλοδοξίες που δημιούργησε τότε ο συνδυασμός του αμερικανικού «ένοπλου φιλελευθερισμού» και της φιλοσοφίας του νεοσυντηρητισμού, περί εξάπλωσης ή και επιβολής της δημοκρατίας, έτειναν να καταστήσουν τις αναφορές στην κλασσική σχολή του ρεαλισμού και της γεωπολιτικής ξεπερασμένες. Κυριάρχησε η ψευδαίσθηση ότι η ιδεολογία των παγκόσμιων ιδανικών θα επισκίαζε την εθνική καταγωγή και τα θρησκευτικά πολιτισμικά στοιχεία. Με αυτό τον τρόπο η ελευθερία των εθνών–κρατών έπρεπε να είναι προσαρμοσμένη στη Νέα Τάξη.
Ήρθε, όμως, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, ο πόλεμος στο Ιράκ, η πυρηνική πρόκληση του Ιράν, η διεθνής επέμβαση στην Λιβύη, η κρίση στην Συρία και η δημογραφική έκρηξη, για να αποκαταστήσουν τον ρεαλισμό και τη γεωπολιτική. Σήμερα, η όποια αναφορά στον νεοσυντηρητισμό προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς. Παραμένει δε επίκαιρη η γνωστή διατύπωση του Βρεταννού γεωπολιτικού αναλυτή Χάλφορντ Μάκιντερ, ότι «τα γεωγραφικά ποσοτικά μεγέθη υπολογίζονται καλύτερα και είναι περισσότερο σταθερά από ό,τι οι ανθρώπινες ιδεολογίες».
Η σοφία της γεωπολιτικής έγκειται στο ότι αναγνωρίζει ότι οι μεγάλες διαμάχες της ανθρωπότητας δεν διεξάγονται χάριν ιδεολογικών σχημάτων, αλλά για τον έλεγχο μίας γεωγραφικής επικράτειας. Η αποδοχή των δυνατοτήτων αλλά και των περιορισμών που επιβάλλει σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής η γεωγραφία, κρίνει και σε μεγάλο βαθμό το πόσο ορθές ή λανθασμένες είναι οι επιλογές που κάνει ένα κράτος σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής.
Στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η επιστροφή της γεωπολιτικής σηματοδοτείται με την στρατηγική προσέγγιση μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Πριν από είκοσι χρόνια, ήταν απαγορευτική για πολλούς μόνο και μόνο η ιδέα αναγνώρισης του κράτους του Ισραήλ. Σήμερα, η γεωπολιτική στροφή της Τουρκίας και η ανάγκη νέων πολιτικών επιλογών στην βάση της γεωγραφίας, όπως ο καθορισμός ΑΟΖ για την κατοχύρωση κυριαρχικών δικαιωμάτων στον θαλάσσιο χώρο και η συνεπακόλουθη εκμετάλλευση του υποθαλασσίου φυσικού πλούτου, δημιούργησαν ένα τοπίο που εξανέμισε αιφνιδίως τους όποιους ιδεολογικούς περιορισμούς που θα έκαναν την σημερινή πραγματικότητα απαγορευτική μόνον και ως σκέψη πριν από δέκα χρόνια.
Η επιστροφή της γεωπολιτικής ανοίγει το πεδίο πιο ρεαλιστικών αποφάσεων στο εθνικό μας θέμα, η ουσία των οποίων έγκειται στην σοφή διαμόρφωση στρατηγικής. Όσοι στο παρελθόν αρνήθηκαν τα στοιχεία της γεωγραφίας και έλαβαν πολιτικές αποφάσεις ερήμην της, μόνον κόστος πλήρωσαν, το οποίο με την σειρά του κατέστησε τους πολιτικούς και τις πολιτικές θύματα της γεωγραφίας.
η στρατηγική της Τουρκίας
Η τακτική της Τουρκίας, με την οποία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία επί ενός αριθμού νήσων του Αιγαίου, καθώς επίσης και η αμφισβήτηση που θέτει επί του Καστελλορίζου, ότι δηλαδή δεν αποτελεί τμήμα της Δωδεκανήσου, όσο και του δικαιώματος να έχει αποκλειστική οικονομική ζώνη, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ούτε ως αποσπασματική πολιτική ούτε ως προϊόν πρόσκαιρης έξαρσης. Πρόκειται για τακτική που εγγράφεται και ερμηνεύεται στην βάση της συγκροτημένης στρατηγικής του «στρατηγικού βάθους», όπως άλλωστε πολύ ευκρινώς ανέλυσε ο ίδιος ο Τούρκος πρωθυπουργός, Αχμέτ Νταβούτογλου, στο ομώνυμο βιβλίο του.
Το ερώτημα στρατηγικής που εγείρεται για την κλιμακούμενη πρόκληση της Άγκυρας στο δεδομένο θέμα, είναι: γιατί η Τουρκία επιδεικνύει τόση ευαισθησία για τον θαλάσσιο χώρο της Ελλάδος και της Κύπρου, την οποία συνοδεύει μάλιστα και με ανοικτές απειλές;
Παρατηρούμε ότι η Τουρκία, τα τελευταία χρόνια, έχει αυξήσει την ένταση σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις της στους θαλασσίους χώρους του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η συμπεριφορά υπαγορεύεται από την στρατηγική προτεραιότητα της Τουρκίας να αυξήσει την θαλασσία ισχύ της, κάτι που θα της επιτρέψει να διευρύνει ακόμη περισσότερο την θεμελιακή έννοια για την εξωτερική της πολιτική, αυτήν δηλαδή του στρατηγικού βάθους.
Η πολυσύνθετη έννοια της ναυτικής ισχύος αναλύθηκε για πρώτη φορά από τον κορυφαίο θεωρητικό της γεωπολιτικής του θαλασσίου χώρου, τον Αμερικανό Άλφρεντ Μάχαν (1840-1914), από τον οποίο επηρεάστηκε και ο Νταβούτογλου. Αυτός προσδιορίζει την ναυτική ισχύ ως την δυνατότητα ελέγχου των θαλασσίων οδών, καθώς επίσης και της νομής και κατοχής των θαλασσίων πόρων, οι οποίοι προσδίδουν πολιτική δύναμη και οικονομική ευρωστία στα κράτη. Ο Μάχαν, αφού αφιέρωσε χρόνια μελέτης στην ιστορία της ανόδου της Μεγάλης Βρεταννίας ως μεγάλης ευρωπαϊκής δυνάμεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η θαλασσία ισχύς μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην μετατροπή ενός κράτους σε ισχυρό, αν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
Αν διαθέτει κατάλληλη γεωγραφική θέση, όπως για παράδειγμα να γειτνιάζει με σημαντικές θαλάσσιες διόδους.
Αν η φυσική διαμόρφωση των ακτογραμμών του τού παρέχει πρόσθετα πλεονεκτήματα, όπως νησιά και φυσικά λιμάνια.
Αν διαθέτει μεγάλη έκταση ακτογραμμής σε σχέση με τον πληθυσμό του.
Αν έχει υψηλό ποσοστό πληθυσμού το οποίο στρέφεται προς την θάλασσα (αλιεία, εμπορικό ναυτικό, ισχυρό πολεμικό ναυτικό)
Αν η πολιτική της κυβέρνησης παρέχει συστηματική και ευφυή καθοδήγηση, με στόχο την ανάπτυξη της θαλασσίας ισχύος.
Αυτό που σήμερα περιορίζει την ανάπτυξη της τουρκικής ναυτικής ισχύος, σε σχέση με τις πέντε προαναφερθείσες προϋποθέσεις, είναι η ανισορροπία που προκαλείται από την ύπαρξη σε μεγάλη έκταση ακτογραμμής της χώρας, που όμως δεν έχει ελεύθερη πρόσβαση σε ανοικτή θάλασσα, τόσο στο Αιγαίο, λόγω του ελλαδικού πλεονεκτήματος, όσο στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω της ύπαρξης της Κύπρου. Αυτή η πραγματικότητα επιβάλλει στην Τουρκία το «σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών», δηλαδή την μειονεκτική γεωπολιτική αίσθηση ότι είναι εγκλωβισμένη στα δικά της χωρικά ύδατα, λόγω του γεγονότος ότι τρία βασικά της λιμάνια (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Μερσίνα) είναι από θαλάσσης αποκλεισμένα, καθώς επίσης ότι δεν διαθέτει πρόσβαση στις ναυτικές οδούς που εξασφαλίζουν διασύνδεση της Τουρκίας με τον δυτικό κόσμο και την Μέση Ανατολή. Ως εκ τούτου, η Τουρκία παραμένει χερσαίο κράτος, όπως επέβαλαν οι δυτικές δυνάμεις με την Συνθήκη των Σεβρών το 1920.
Αυτά αντιφάσκουν με τον στρατηγικό σχεδιασμό των ισλαμιστών του Ερντογάν, σύμφωνα με τον οποίο η Τουρκία φλοδοξεί να αναδειχθεί σε δύναμη διεθνούς εμβέλειας. Πλην όμως το «σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών» αποκόπτει την Τουρκία από τον ζωτικό χώρο της εγγύς θαλασσίας λεκάνης (Μαύρη Θάλασσα, Ανατολική Μεσόγειος, Ερυθρά Θάλασσα και Περσικός Κόλπος), ο οποίος είναι κομβικής σημασίας, κατά τον Νταβούτογλου, για τα μακροχρόνια σχέδια της χώρας του.
Επιπλέον παράγοντες οι οποίοι αναγκάζουν την Τουρκία να κινηθεί προς την κατεύθυνση απόκτησης ναυτικής ισχύος είναι: α) η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης, η οποία αυξάνει τις προϋποθέσεις του διεθνούς εμπορίου, και μάλιστα διά θαλάσσης, β) η ραγδαία αύξηση των παγκοσμίων ενεργειακών αναγκών, γεγονός που καθιστά τόσο τις υποθαλάσσιες ενεργειακές πηγές όσο και τις θαλάσσιες ενεργειακές οδούς του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου μείζονος σημασίας γεωστρατηγικά εργαλεία, ιδιαίτερα αν δει κάποιος αυτόν τον παράγοντα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές προσπάθειες απεξάρτησης της Ευρώπης από τα ρωσσικά ορυκτά καύσιμα.
Ο Νταβούτογλου τεκμηριώνει γεωπολιτικά την άποψή του ως εξής: Η Τουρκία δεν είναι περιφέρεια, αλλά γεωπολιτικό κέντρο. Κατέχει κεντρική θέση μεταξύ Ευρώπης–Ασίας–Αφρικής, με αστείρευτο γεωγραφικό βάθος, το οποίο εκτείνεται σε τρεις επάλληλες γεωγραφικές ζώνες: την εγγύς χερσαία λεκάνη (Βαλκάνια, Καύκασος, Μέση Ανατολή), την εγγύς θαλασσία λεκάνη (Μαύρη Θάλασσα, Αν. Μεσόγειος, Κασπία, Ερυθρά Θάλασσα και Περσικός Κόλπος) και την εγγύς ηπειρωτική λεκάνη (Ευρώπη, Β. Αφρική, Κεντρική και Ανατολική Ασία).
Ο Νταβούτογλου, με το δόγμα του στρατηγικού βάθους, εισάγει στην σύγχρονη τουρκική εξωτερική πολιτική κεντρικές γεωπολιτικές έννοιες, όπως της εγγύτητας, της ενδοχώρας και του κεντρικού βάρους. Κατά τον Νταβούτογλου, η Τουρκία δεν θα μπορέσει ποτέ να αυξήσει την επιρροή της στην ενδοχώρα, δηλαδή στην Κεντρική Ασία και Μέση Ανατολή, εκεί που βρίσκονται οι πλούσιες ενεργειακές πηγές, αν πρώτα στην εγγύς θαλασσία λεκάνη (γεωπολιτική εγγύτητα) δεν υλοποιήσει μία στρατηγική υπεροχής θαλασσίας ισχύος. Γι’ αυτό, εισηγείται η Τουρκία να γίνει η κύρια ναυτική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, Μαύρη Θάλασσα, Αδριατική, Ερυθρά Θάλασσα μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κομβική σημασία για την ανάπτυξη της τουρκικής ναυτικής ισχύος αποτελούν οι θαλάσσιοι χώροι του Αιγαίου και αυτοί γύρω από την Κύπρο. Αυτοί, δηλαδή, που η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία προσπαθούν μέσω διακρατικών συμφωνιών να οριοθετήσουν ως περιοχές Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών, σύμφωνα με την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θαλάσσης (1982).
Για την περίπτωση της Κύπρου, ο Νταβούτογλου το αναλύει ευκρινώς στο βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος» (σελ. 175 της τουρκικής έκδοσης) ως εξής: «Η Κύπρος διαθέτει κεντρική θέση μέσα στην παγκόσμια ήπειρο, αφού βρίσκεται σε ίση απόσταση από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Μαζί με την Κρήτη ευρίσκεται σε μία γραμμή, πάνω στην οποία διασταυρώνονται οι θαλάσσιες οδοί. Η Κύπρος κατέχει θέση μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν Ευρώπη και Ασία, και της Διώρυγας του Σουέζ, που χωρίζει Ασία και Αφρική, ενώ ταυτοχρόνως έχει την θέση μίας σταθερής βάσης και ενός αεροπλανοφόρου, που θα πιάνει το σφυγμό των θαλασσίων οδών του Άντεν και του Χορμούζ, μαζί με τις λεκάνες του Κόλπου και της Κασπίας, που είναι οι πιο σημαντικοί οδοί σύνδεσης Ευρασίας-Αφρικής».
Καταλήγοντας, ο Νταβούτογλου, υποστηρίζει: «Μία χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές».
Κομβική σημασία για την κατανόηση της γεωπολιτικής σκέψης του Νταβούτογλου, και κατ’ επέκτασιν της σημερινής Τουρκικής διπλωματίας, έχει η σημασία την οποία αποδίδει ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών στην θεωρία της ναυτικής ισχύος, σύμφωνα με την οποία αυτή εξασφαλίζει τον μέγιστο βαθμό ελέγχου με τον ελάχιστο βαθμό επιβολής. Η ουσία αυτής της γεωπολιτικής προσέγγισης βρίσκεται στην αντίληψη ότι ο έλεγχος επί των ηπειρωτικών περιοχών απαιτεί πλήρη επιβολή στους τοπικούς πληθυσμούς. Ενώ, αντιθέτως, η κυριαρχία στους θαλασσίους χώρους απαιτεί, όχι πλήρη έλεγχο και συνεχή στρατιωτική παρουσία, όπως στις ηπειρωτικές περιοχές, αλλά αποτελεσματικό έλεγχο επί των θαλασσίων χώρων και οδών. Πάνω σε αυτήν την γεωπολιτική λογική συγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε η Βρεταννική αυτοκρατορία σε παλαιότερες εποχές.
Συνεπώς, ένα κράτος, το οποίο περιβάλλεται από θαλάσσιο χώρο, έχει φυσικό αμυντικό πλεονέκτημα έναντι των όποιων ηπειρωτικών του εχθρών. Ταυτοχρόνως, έχει και το πρόσθετο πλεονέκτημα να μπορεί να αιφνιδιάζει τους αντιπάλους του. Επιπλέον, ένα ναυτικό κράτος μπορεί με μικρότερο κόστος να ελέγχει μεγαλύτερο χώρο, σε σύγκριση με ένα ηπειρωτικό κράτος που θα πρέπει να έχει αποτελεσματική αμυντική προετοιμασία έναντι των άλλων γειτόνων του, ιδιαίτερα αν είναι περικυκλωμένο από παντού.
Επομένως, θα ήταν παιδαριώδες σφάλμα στρατηγικής να μη θεωρείται ως πηγή των τουρκικών διεκδικήσεων και ηγεμονικών αξιώσεων επί του Αιγαίου και των θαλασσίων χώρων της Κύπρου ο γεωπολιτικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας, καθώς επίσης και η συνεχής διεύρυνση του χάσματος στο γεωπολιτικό δυναμικό των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά να εκλαμβάνεται λανθασμένα ως πηγή του τουρκικού επεκτατισμού ο τριτοκοσμικός και αυταρχικός χαρακτήρας του κεμαλικού κράτους. Σε περίπτωση που κάποιος υιοθετήσει το δεύτερο, οδηγείται στο παραπλανητικό και αφελές συμπέρασμα ότι η ενσωμάτωση της Τουρκίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα την εκδημοκρατικοποιήσει και θα την αναγκάσει να εγκαταλείψει τις στρατιωτικές απειλές και την καταναγκαστική διπλωματία, υποκαθιστώντας τις με οικονομικές δραστηριότητες, οπότε εκ των πραγμάτων θα εξαλειφθούν και οι απειλές εκ μέρους της!
Συνεπώς, οι διεκδικήσεις της Τουρκίας επί των θαλασσίων χώρων του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου είναι συγκροτημένες και δομημένες και μπορούν να υλοποιηθούν μέσω της απόκτησης ναυτικής ισχύος και υπηρετούν το φιλόδοξο στρατηγικό στόχο της διεύρυνσης του στρατηγικού βάθους της χώρας και της μετατροπής της σε περιφερειακό ηγεμόνα.
του Χρήστου Ιακώβου, Διευθυντού του Κυπριακού Κέντρου Μελετών. Η Νέα Πολιτική