Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου του Δημήτρη Μαυρόπουλου, Σχόλια στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2020.
Ἡ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση καὶ ὁ σχολιασμὸς τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκάλυψης ἐπιχειρεῖται μὲ βάση τὸν θεολογικὸ λόγο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί, κυρίως, μὲ βάση τὴ βιούμενη ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Ἀπὸ τὰ ὑπομνήματα ποὺ ἑρμηνεύουν ὅλο τὸ βιβλίο, ἀναφέρω τοῦ Οἰκουμενίου τοῦ Σχολαστικοῦ, λαϊκοῦ θεολόγου (ἀρχὲς 6ου αἰ.), τοῦ Ἀνδρέα ἐπισκόπου Καισαρείας (ἀρχὲς 7ου αἰ.), καὶ τοῦ Ἀρέθα, ἐπίσης ἐπισκόπου Καισαρείας (ἀρχὲς 10ου αἰ.). Ἔχουμε ὅμως πάμπολλες ἀποσπασματικὲς ἀναφορὲς ἄλλων Πατέρων, σὲ μικρὰ ἢ ἐκτεταμένα ἀποσπάσματα, ὅπως τοῦ Ἰουστίνου, τοῦ Εἰρηναίου Λουγδούνου, τοῦ Ἱππολύτου Ρώμης, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, τοῦ
Εὐαγρίου Ποντικοῦ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, τοῦ Μεθοδίου Ὀλύμπου, τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ ἄλλων.
Τί μᾶς λένε ὅλοι αὐτοί; Αὐτοὶ μᾶς λένε ὅτι ὁ καιρὸς τῆς Ἀποκάλυψης ―γιατὶ ὑπάρχει καιρὸς στὴν Ἀποκάλυψη― δὲν εἶναι οὔτε τοῦ παρελθόντος, οὔτε τοῦ παρόντος, οὔτε τοῦ μέλλοντος. Εἶναι ὁ καιρὸς τῆς Ἐκκλησίας, τῆς πάντοτε παρούσης Ἐκκλησίας.

Τί εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη
Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου προσδιορίζει τὸ περιεχόμενό του, ὀνομάζοντάς το «Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (1,1), ἢ «λόγους προφητείας» ― «οἱ ἀκούοντες τοὺς λόγους τῆς προφητείας» (1,8), «ὁ τηρῶν τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου» (22,7). Στὸ Εὐαγγέλιο διαβάζουμε ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κρυπτὸ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ φανερωθεῖ: «οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται» (Ματθ. 10,26), καί: «οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν» (Μάρκ. 4,22). Ἡ ἀντίληψη τῆς βιβλικῆς παράδοσης εἶναι ὅτι ὑπάρχουν κρυπτά, μυστικὰ ἢ μυστήρια, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ γίνονται φανερὰ στοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ μὲ ἄνωθεν βοήθεια καὶ κηρύσσονται στὸν λαὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως «ἀποκάλυψη» εἶναι ἡ φανέρωση ὅσων δὲν βλέπονται καὶ δὲν ἀκούονται μὲ τὶς δυνατότητες ποὺ διαθέτει ὁ ἄνθρωπος. Θυμίζω τὴν ἀποστροφὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού, μιλώντας ἐμμέσως γιὰ τὸν ἑαυτό του, μᾶς περιγράφει μιὰ ὑπερβατικὴ γνώση καὶ ἐμπειρία, ὅταν εἶδε πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἐκφράσει, «ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,4), δηλαδὴ πράγματα τὰ ὁποῖα μάτι
ἀνθρώπου δὲν τὰ βλέπει, αὐτὶ ἀνθρώπου δὲν τ’ ἀκούει καὶ στὸ στοχασμὸ τοῦ ἀνθρώπου δὲν μποροῦν νὰ ἔλθουν, «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. 2,9). Ἐὰν μάλιστα δεχθοῦμε τὴ θέση τῶν Πατέρων ὅτι ἡ γνώση τοῦ ἀκτίστου δὲν εἶναι ἐφικτὴ μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα (εἴτε τὴ θέση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «[Θεὸν] φρᾶσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον», εἴτε τὴ θέση τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «ἄπειρον τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον καὶ μόνον αὐτοῦ καταληπτὸν ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία»), ποὺ εἶναι στάση ζωῆς γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τότε τὸ θέμα «ἀποκάλυψη τῶν κρυπτῶν» μπαίνει σὲ ἄλλο ἐπίπεδο· καὶ αὐτὸ τὸ ἄλλο ἐπίπεδο εἶναι νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴ γνώση ὡς σχέση. Ἡ σχέση φανερώνει τὸ κρυπτό, ἡ
σχέση ὄχι ἡ ἀφηρημένη ἀλλὰ ἡ σχέση ἡ προσωπική, ὅπως ἔχει ἐπισημάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐκ μέρους δὲ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. […] βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην» (Α´ Κορ. 13,9-12).
Ὅλη ἡ εὐαγγελικὴ παράδοση, ὅλη ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας βασίζεται πάνω στὴ σχέση μὲ ἕνα πρόσωπο, τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καὶ κατ᾽ ἐπέκταση μὲ κάθε πρόσωπο, ἐξαιρέτως μάλιστα μὲ καθέναν ποὺ φέρει τὴ σφραγίδα δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ μὲ κάθε βαπτισμένο μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Πιλάτος ρωτάει τὸν Χριστὸ τί εἶναι ἀλήθεια, αὐτὸ τὸ μεγάλο ἐρώτημα ποὺ ἀπασχολεῖ στοὺς αἰῶνες ὅλους τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς δασκάλους, «τί ἐστιν ἀλήθεια», ὁ Χριστὸς δὲν ἀπαντάει, γιατὶ στὴ γλώσσα τοῦ Πιλάτου, δηλαδὴ στὴ γλώσσα τοῦ κόσμου τούτου, δὲν ὑπάρχει δυνατότητα ἀπαντήσεως τοῦ ἐρωτήματος. Τὴν ἀπάντηση, ποὺ δὲν δίνει στὸν Πιλάτο, τὴν ἔχει δώσει στοὺς μαθητές του. Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν Χριστό, ἑπομένως γιὰ τὴν Ἐκκλησία,εἶναιἐνυπόστατη,εἶναι πρόσωπο,εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 14,6). Ἐὰν αὐτὸ δὲν τὸ ἀντιληφθοῦμε, θὰ βρισκόμαστε σὲ μιὰ σύγχυση ὅσον ἀφορᾶ τὸ περιεχμενο τῆς γνώσης, ποτὲ δὲν θὰ γνωρίσουμε τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γνώση. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ πείρα μᾶς λέει ὅτι ἡ γνώση εἶναι σχέση ἐν προσώποις. Ἡ κορυφαία σχέση μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὸν Θεό, καὶ οἱ ἐπιμέρους σχέσεις μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Γνωρίζω κάτι κατὰ τὸ ποσοστὸ ποὺ σχετίζομαι μὲ αὐτό, ποὺ ἔχω σχέση μὲ αὐτό.
ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (30 σελίδες)
Που βρέθηκαν τα γραπτά. Εγώ πιστεύω ότι δεν υπάρχουν εκτος εάν τα έφεραν ταξιδιώτες του χρόνου .