Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923. Μέρος Α΄: H δολοφονία του Στρατηγού Tellini

Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος – 26/08/2023 – CLIO TURBATA

O βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κερκύρας από τον ιταλικό στόλο το καλοκαίρι του 1923 είναι καταχωρημένα στην ελληνική και τη διεθνή ιστοριογραφία σαν ένα από τα πρώτα θερμά επεισόδια της περιόδου του Μεσοπολέμου. Την εποχή κατά την οποία συνέβη, συνετάραξε την παγκόσμια κοινή γνώμη, κυρίως διότι ο βομβαρδισμός και η κατάληψη της ανοχύρωτης νήσου θεωρήθηκαν πράξεις δυσανάλογες με την προσβολή, την οποία είχε υποστεί η Ρώμη. Η ανθρωπότητα έφθασε εκ νέου στο χείλος μίας παγκοσμίου συρράξεως για πρώτη φορά μετά τον «Μεγάλο Πόλεμο» του 1914-1918 και μάλιστα για τον ίδιο ακριβώς λόγο, την προάσπιση της εθνικής τιμής.

Ως γνωστόν, η Ιταλία συγκαταλεγόταν μεταξύ των συσταθέντων κατά τις δεκαετίες 1860 και 1870 κρατών όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ρουμανία. Αυτή ενοποιήθηκε (στο μεγαλύτερο τμήμα της) υπό την συνταγματική μοναρχία του Οίκου της Σαβοΐας, το 1870. Πριν καν ολοκληρωθεί η ενοποίηση αυτή, διάφοροι Ιταλοί αξιωματούχοι άρχισαν να εκφράζουν κατακτητικές φιλοδοξίες γι’ άλλες περιοχές, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατείχε η Κέρκυρα.

Από τις αρχές του 1866, ξεκίνησε η άφιξη πολλών Ιταλών στη νήσο. Σύντομα, αυτοί κατέστησαν φανερές τις προθέσεις τους, επιδιδόμενοι σε προπαγανδιστικές ενέργειες «υπέρ της ενώσεως της Κερκύρας μετά της μητρός Ιταλίας», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Ο απώτερος στόχος τους ήταν η διοργάνωση ενός συλλαλητηρίου για να διατρανώσουν οι κάτοικοι τα υποτιθέμενα φρονήματά τους προς τη Ρώμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Επτάνησα είχαν ενωθεί με την Ελλάδα μόλις προ διετίας και την περίοδο εκείνη η ελληνική κυβέρνηση είχε στρέψει την προσοχή της στη νέα εξέγερση των Κρητών (η οποία κατέληξε στο ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου).

Ευτυχώς, η συγκεκριμένη προσπάθεια των Ιταλών δεν ευοδώθηκε και οι πράκτορές τους απελάθηκαν, δίχως αυτό να σημαίνει ότι έπαψε το «ενδιαφέρον» της Ρώμης για τη νήσο. Λίγους μήνες μετά, το ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε προς όλες τις αντιπροσωπείες του στο εξωτερικό μία απόρρητη εγκύκλιο, συνιστώντας τους να υπενθυμίζουν πάντοτε ότι οι κτήσεις των Γενουατών και των Ενετών στην Εγγύς Ανατολή ήταν φυσική και αναφαίρετη κληρονομιά των Ιταλών. Την αυτή περίοδο, ο βουλευτής Petrucelli, αρθρογραφώντας στη γαλλική εφημερίδα Le Journal des Debats, διεκήρυξε ότι «η Εγγύς Ανατολή είναι για την Ιταλία ότι οι Ινδίες για την Αγγλία».

Η επόμενη προσπάθεια των Ιταλών έλαβε χώρα το 1870. Τότε, η Ευρώπη συγκλονιζόταν από τον πόλεμο μεταξύ της Γαλλίας και της Πρωσίας. Η ιταλική διπλωματία θεώρησε την περίοδο αυτή κατάλληλη για να επαναφέρει το θέμα, εκμεταλλευόμενη μία τυχαία σύρραξη στην Κέρκυρα μεταξύ ενός τάγματος εθνοφυλάκων και λίγων μεθυσμένων κατοίκων. Το ιταλικό προξενείο της νήσου ξεκίνησε μία «βιομηχανία» συντάξεως αναφορών δήθεν «αγανακτισμένων» (Καθολικών και εβραίων) Κερκυραίων με αντικείμενο το επισφαλές της θέσεώς τους και με αίτημα την προστασία τους από την Ιταλία. Στην Κέρκυρα, δημιουργήθηκε σάλος και τα έντυπα κατασχέθηκαν από την Αστυνομία. Οι αντιδράσεις της ελληνικής κυβερνήσεως υπήρξαν έντονες και η Ρώμη υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τον πρόξενό της από τη νήσο.

Το 1878, μετά τη λήξη των εργασιών του Συνεδρίου του Βερολίνου, η ελληνική κυβέρνηση πληροφορήθηκε με έκπληξη αλλά και οργή τις δηλώσεις του Ιταλού πρέσβη  στην  Αγία  Πετρούπολη,  με  τις  οποίες  ο  ίδιος  εξέφραζε  το  έντονο «ενδιαφέρον» της χώρας του τόσο για την Κέρκυρα όσο και για την Ήπειρο. Τον Μάιο του 1879, ο Έλληνας επιτετραμμένος στο Λονδίνο Ιωάννης Γεννάδιος τηλεγράφησε στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ότι «αι φήμαι αι σχετικαί προς τας ιταλικάς βλέψεις επί της Κερκύρας ανανεώθησαν ενταύθα». Οι δηλώσεις και οι φήμες αυτές συντηρούσαν το θέμα στην επικαιρότητα και προλείαναν το έδαφος για την επόμενη δυναμική κίνηση της ιταλικής διπλωματίας μόλις οι περιστάσεις το επέτρεπαν. Η κατάλληλη ευκαιρία παρουσιάστηκε τον Απρίλιο του 1891.

Τότε, σοβαρές ταραχές συνεκλόνισαν τη νήσο λόγω της δολοφονίας ενός οκτάχρονου κοριτσιού, το πτώμα του οποίου ευρέθη στην εβραϊκή συνοικία της πόλεως. Οι Καθολικοί έλεγαν ότι το κορίτσι ήταν τέκνο Καθολικής οικογενείας και είχε δολοφονηθεί από εβραίους. Οι τελευταίοι υπεστήριζαν ότι το θύμα ήταν εβραιοπούλα, που είχε βρει τον θάνατο από χριστιανούς (Καθολικούς ή Ορθοδόξους) και το πτώμα του τοποθετήθηκε στη συνοικία τους για να κατηγορηθεί η κοινότητά τους. Η δεύτερη εκδοχή φαίνεται πως ήταν η πιθανότερη σύμφωνα και με την έκθεση του ανακριτή.

Σε κάθε περίπτωση, η δολοφονία αυτή οδήγησε σε επεισόδια και βιαιοπραγίες κατά μελών της εβραϊκής κοινότητος, που επεκτάθηκαν και στα άλλα Επτάνησα. Επί ημέρες, ο ιταλικός Τύπος δημοσίευε κείμενα Επτανησίων εβραίων, με αντικείμενο τα παθήματά τους από τους Έλληνες, τα οποία τους υποχρέωναν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Τα ισραηλιτικά σωματεία ανά την Ευρώπη ξεσηκώθηκαν και η κυβέρνηση της Ρώμης εξέφρασε την πρόθεσή της να αποβιβάσει στρατεύματα στην Κέρκυρα για να αποκαταστήσει την τάξη και να «διασώσει» τους Καθολικούς και τους εβραίους της νήσου. Το όλο εγχείρημα, όμως, ματαιώθηκε ύστερα από την έντονη αντίδραση τόσο της βρετανικής όσο και της ρωσικής κυβερνήσεως.

Η εξέλιξη αυτή προβλημάτισε τη Ρώμη, η οποία αποφάσισε να ακολουθήσει στο εξής ηπιότερη πολιτική, ενισχύοντας την επιρροή της μεταξύ των κατοίκων μέσω των Καθολικών σχολείων. Τα προσεχή έτη, οι κατακτητικές φιλοδοξίες της Ρώμης επικεντρώθηκαν στο ανατολικό κέρας της Αφρικής με τα γνωστά καταστροφικά γι’ αυτήν αποτελέσματα, καθώς τα στρατεύματά της συνετρίβησαν από τις δυνάμεις του Βασιλέως της Αβησσυνίας Μενελίκ Β΄ στη μάχη της Άντουα, τον Μάρτιο του 1896. Επί σειρά δεκαετιών, η Ιταλία ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα, της οποίας μία αξιοσέβαστη στρατιωτική δύναμη είχε ηττηθεί τόσο αποφασιστικά από έναν στρατό μαύρων της Αφρικής.

Τα επόμενα χρόνια, στην Κέρκυρα επικράτησε ηρεμία, που άρχισε να διαταράσσεται μετά την έναρξη του ιταλοτουρκικού πολέμου, το 1911. Ακολούθησε το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων και η διεύρυνση των ορίων της ελληνικής επικράτειας, γεγονός που αντιστρατευόταν ευθέως τα γεωπολιτικά σχέδια της Ρώμης στην περιοχή. Οι αντιδράσεις της ιταλικής διπλωματίας υπήρξαν πολλές και ποικίλες. Μία εξ αυτών ήταν η επαναφορά στο προσκήνιο του «ενδιαφέροντός» της για την Κέρκυρα. Τον Φεβρουάριο του 1914, ο πρέσβης της Ιταλίας στην Αγία Πετρούπολη De Gubernatis δήλωσε επί λέξει στον Έλληνα ομόλογό του Αρμένη – Βράιλα πως: «οι Έλληνες οφείλουν να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι η Κέρκυρα είναι μία νήσος ιταλική, η οποία πρέπει να επιστρέψει στην Ιταλία»! Η δήλωση αυτή εξόργισε τους Κερκυραίους σε τέτοιον βαθμό, ώστε κανείς τους να μην βοηθήσει τους επιβάτες ενός ιταλικού πλοίου, όταν αυτό προσάραξε στα ανοικτά της νησίδος Βίδο, την άνοιξη του 1914. Μάλιστα, το ιταλικό πλοίο έμεινε προσαραγμένο στα αβαθή επί πολλές ημέρες.

Ύστερα από περίπου δύο μήνες, ξέσπασε ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αρχικώς, η Ελλάς διεκήρυξε την πρόθεσή της να παραμείνει ουδέτερη. Εν συνεχεία, όμως, και μετά από έντονους εσωτερικούς κλυδωνισμούς, εξήλθε στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Συνεννοήσεως (Triple Entente). Σημειωτέον ότι τoν Δεκέμβριο του 1915 και ενώ η χώρα μας ήταν ακόμα ουδέτερη, γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Κέρκυρα για να την καταστήσουν καταφύγιο και βάση ανασυγκροτήσεως του υπό κατάρρευση ευρισκομένου σερβικού στρατού. Μία νέα περίοδος δεινών ξεκινούσε για τους κατοίκους της νήσου.

Η Ιταλία, η οποία είχε εξέλθει στον πόλεμο εναντίον των πρώην συμμάχων της Γερμανοαυστριακών, αξίωσε να αντιπροσωπευθεί και η ιδία όπως και η Μεγάλη Βρεταννία, με την αποβίβαση ενός μικρού αποσπάσματος. Η άδεια της εδόθη και στη νήσο άρχισαν να συρρέουν Ιταλοί αξιωματικοί και οπλίτες, ο αριθμός των οποίων σύντομα ανήλθε στις 10.000 άνδρες. Τα ιταλικά στρατεύματα υπερτερούσαν πλέον αριθμητικώς έναντι όλων των άλλων Συμμαχικών, συμπεριλαμβανομένων και των αντιστοίχων ελληνικών.

Δυστυχώς, η συμπεριφορά των περισσοτέρων Ιταλών οπλιτών (αλλά και πολλών αξιωματικών) προς τους κατοίκους μπορεί ανενδοίαστα να χαρακτηριστεί εχθρική. Υπάρχει πληθώρα στοιχείων, π.χ. για αθρόες συλλήψεις Κερκυραίων, παρακράτηση της αλληλογραφίας τους στο ιταλικό ταχυδρομείο και προβολή πάσης φύσεως εμποδίων στην εισαγωγή τροφίμων μέσω του ελληνικού τελωνείου . Επίσης, οι Ιταλοί διοργάνωναν πολύ συχνά πομπώδεις μέχρι θεατρικότητος στρατιωτικές παρελάσεις, που εξόργιζαν ακόμη και τους Γάλλους. Διάχυτη δε ήταν η αίσθηση μεταξύ των κατοίκων πως οι Ιταλοί συμπεριφέρονταν ως μελλοντικοί κυρίαρχοι της νήσου. Η εντύπωση αυτή ενισχυόταν και από τα κόκκινα μαντήλια με τον χάρτη της μεταπολεμικής Ιταλίας (σύμφωνα με τις επιθυμίες της Ρώμης), τα οποία φορούσαν οι Ιταλοί οπλίτες στον λαιμό τους. Ο χάρτης αυτός περιελάμβανε και την Κέρκυρα.

Αυτό, όμως, που χαράχθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη των Κερκυραίων ήταν ένας ξύλινος κόκορας τοποθετημένος στο Νέο Φρούριο της πόλεως από τους Ιταλούς. Οι στρατιώτες της Ρώμης συνήθιζαν να τον δείχνουν, λέγοντας πως όταν αυτός ο κόκορας λαλήσει, τότε θα εγκατέλειπαν και οι ίδιοι τη νήσο. Κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η φράση αυτή είχε χαραχθεί σε ξύλινη πινακίδα, που είχαν τοποθετήσει οι Ιταλοί στην βάση του κόκορα.

Τελικώς, ο «Μεγάλος Πόλεμος» τέλειωσε τον Νοέμβριο του 1918 και στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης η Ρώμη δεν απεκόμισε όλα όσα επιθυμούσε. Το γεγονός αυτό προκάλεσε βαθιά απογοήτευση στον ιταλικό λαό και οδήγησε μέχρι και σε πτώση της τότε ιταλικής κυβερνήσεως. Επιπλέον, το 1919, οι Ιταλοί υπεχρεώθησαν να εγκαταλείψουν την Κέρκυρα υπό τη συνοδεία ενός υπόκωφου «κουκουρίκου» από τους εμπαίζοντες αυτούς Κερκυραίους. Η συγκεκριμένη προσβολή έμεινε βαθιά χαραγμένη στη μνήμη πολλών Ιταλών ιθυνόντων, οι οποίοι θα επιχειρούσαν να την ξεπλύνουν υπό την ηγεσία του νέου «αστέρα» της ιταλικής πολιτικής σκηνής, του Benito Mussolini. Έλειπε μόνον η κατάλληλη αφορμή. Και αυτή εδόθη στα βουνά της Ηπείρου μετά από τέσσερα έτη, τον Αύγουστο του 1923.

Η περιοχή της σημερινής Αλβανίας υπήρξε προνομιακός χώρος εισβολής διαφόρων φυλών από την αρχαιότητα έως σήμερα. Κατά τον 15ο αιώνα, οι Τούρκοι κατέλαβαν την περιοχή, η οποία κατέστη τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαζί με την υπόλοιπη βαλκανική χερσόνησο. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι κάτοικοι άρχισαν να αποκτούν εθνική συνείδηση στις αρχές του 20ου αιώνος. Μάλιστα, το 1847, οι προύχοντες 55 μουσουλμανικών, κυρίως, χωριών συνέταξαν ένα μνημόνιο, με το οποίο ζητούσαν από τον Βασιλέα Όθωνα της Ελλάδος την ένωσή τους με την χώρα του. Δυστυχώς, αυτό ήταν πρακτικώς ανέφικτο να υλοποιηθεί, κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Το 1908, ξέσπασε των κίνημα των Νεοτούρκων, οι οποίοι προχώρησαν σε σημαντικές παραχωρήσεις προς τους Αλβανούς, με σημαντικότερη όλων τη διασαφήνιση των εδαφών τους, το καλοκαίρι του 1912. Έκτοτε, ως Αλβανία λογιζόταν η περιοχή που ανήκε στα βιλαέτια Σκόδρας και Ιωαννίνων, καθώς και μεγάλα τμήματα των βιλαετίων Κοσσυφοπεδίου και Μοναστηρίου. Η απόφαση αυτή διέλυσε την έως τότε σύγχυση, καθώς οι ακραίοι Αλβανοί είχαν πλέον μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, στην οποία θα προσάρμοζαν τα σχέδιά τους περί αυτονομίας (είναι δε τα όρια της σημερινής «Μεγάλης Αλβανίας»), ενώ οι Έλληνες είδαν να συμπεριλαμβάνονται στην Αλβανία περιοχές με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό ή με σαφή πλειοψηφία του ελληνικού στοιχείου.

Λίγους μήνες μετά, ξέσπασε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Οι Αλβανοί ήταν οι μόνοι Βαλκάνιοι, που ετάχθησαν με το μέρος του Σουλτάνου. Η θέση τους κατέστη πολύ δύσκολη κυρίως μετά από τις συνεχόμενες νίκες των χριστιανικών δυνάμεων. Προς τούτο, ορισμένοι σημαίνοντες Αλβανοί μετέβησαν εσπευσμένα στο εξωτερικό για να εξασφαλίσουν διπλωματική υποστήριξη. Η ιταλική διπλωματία κυρίως και η αυστριακή δευτερευόντως τους ενεθάρρυναν και ο Ισμαήλ Κεμάλ ανεκήρυξε την ανεξαρτησία της Αλβανίας στον Αυλώνα, την 28η Νοεμβρίου 1912. Ύστερα από λίγες εβδομάδες, η Ρώμη και η Βιέννη υπέγραψαν μία συμφωνία, με την οποία δεσμεύονταν να «δημιουργήσουν» μία ανεξάρτητη Αλβανία, στην οποία θα διατηρούσαν ισοδύναμες σφαίρες επιρροής. Τον Μάιο του 1913, η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε με συνθήκη, που υπεγράφη στη Ρώμη.

Οι μάχες, όμως, συνεχίζονταν και ο Ελληνικός Στρατός, υπό την ηγεσία του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου, απελευθέρωσε τα Ιωάννινα και την βόρεια Ήπειρο, προκαλώντας την οργή της Ρώμης. Στις διαπραγματεύσεις που ελάμβαναν χώρα στο Λονδίνο, οι Ιταλοί και οι Αυστριακοί κατάφεραν να εκμαιεύσουν τη σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων αντιπροσωπειών για τη σύσταση ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Στα τέλη Μαΐου του 1913, συνήφθη η Συνθήκη του Λονδίνου, που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη συγκρότηση μίας διεθνούς επιτροπής για τη διαχάραξη των συνόρων του νέου κράτους. Η Αθήνα υπέβαλε αίτημα για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος προς διακρίβωση του φρονήματος των κατοίκων της περιοχής αλλά αυτό απερρίφθη. Η προαναφερθείσα διεθνής επιτροπή εργάστηκε μέσα σε κλίμα έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ των μελών της στο βόρειο τμήμα της Αλβανίας έως την 12η Δεκεμβρίου 1913. Οι εργασίες της ουδέποτε επαναλήφθηκαν υπό τη σύνθεση αυτή, καθώς το επόμενο καλοκαίρι ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Η διαχάραξη των νοτίων συνόρων, όμως, παρουσίαζε πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς τόσο η Βιέννη όσο κυρίως η Ρώμη πίεζαν όπως η βόρεια Ήπειρος παραχωρηθεί στην Αλβανία. Η ελληνική κυβέρνηση εξαναγκάσθηκε να συγκατανεύσει προφορικώς υπό το βάρος των εντόνων αυτών πιέσεων. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, όμως, αρνείτο να συναινέσει στην παραχώρηση ελληνικών εδαφών, στην απελευθέρωση των οποίων είχε συντελέσει και ο ίδιος προσωπικώς. Τον Δεκέμβριο του 1913, υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που χάριζε τη βόρεια Ήπειρο στους Αλβανούς. Στην Αθήνα προεκλήθη σάλος. Ο Κωνσταντίνος απειλούσε να παραιτηθεί του θρόνου για να ηγηθεί του βορειοηπειρωτικού αγώνος, ενώ ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος απειλούσε με τη σειρά του να παραιτηθεί της πρωθυπουργίας, εάν ο βασιλεύς επέμενε ν’ ακολουθεί πολιτική διάφορη απ’ αυτήν της επισήμου κυβερνήσεως. Οι βάσεις της επακόλουθης οξύτατης μεταξύ τους διαφωνίας, που οδήγησε στον «εθνικό διχασμό», είχαν τεθεί.

Τελικώς, οι Βορειοηπειρώτες ξεσηκώθηκαν μόνοι τους και πέτυχαν την απελευθέρωση των εδαφών τους, δίχως την υποστήριξη της ελληνικής κυβερνήσεως. Μάλιστα, η Αθήνα επέβαλε αποκλεισμό στους λιμένες των Βορειοηπειρωτών και απηγόρευσε την ενίσχυσή τους! Η διχασμένη αλβανική πολιτική ηγεσία μπροστά στο φάσμα της στρατιωτικής ήττας απεδέχθη την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας, τον Μάιο του 1914. Το συγκεκριμένο κείμενο προέβλεπε ευρεία αυτονομία των Βορειοηπειρωτών, εντός των ορίων, όμως, του αλβανικού κράτους. Αυτός ήταν και ο λόγος, που έκανε τους εκπροσώπους των Βορειοηπειρωτών αρνητικούς στο να υπογράψουν το προαναφερθέν πρωτόκολλο. Τελικώς, ύστερα από έντονες πιέσεις της ελληνικής κυβερνήσεως και προσωπικώς του πρωθυπουργού, η πλειοψηφία των εκπροσώπων (πλην αυτών της Χειμάρρας) επείσθη να υπογράψει το κείμενο, οι όροι του οποίου, όμως, ουδέποτε εφαρμόσθηκαν στην πράξη από το αλβανικό κράτος.

Ύστερα από λίγες εβδομάδες, ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το θέμα των συνόρων της Αλβανίας «πάγωσε». Τον Μάιο του 1920, η αμερικανική Γερουσία αποφάσισε ομοφώνως την απόδοση της βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα. Δυστυχώς, έντεκα (11) ημέρες μετά, η κυβέρνηση Βενιζέλου και τα Τίρανα υπέγραψαν το Σύμφωνο της Καπεστίτσας, οι διατάξεις του οποίου προέβλεπαν ότι η Κορυτσά θα περιερχόταν υπό τον έλεγχο των Αλβανών. Οι τελευταίοι υπόσχονταν για μία ακόμη φορά να σεβαστούν τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών. Κατά συνέπεια, ο Ελληνικός Στρατός δεν θα προήλαυνε στην περιοχή, καίτοι είχε εξασφαλίσει προς τούτο την άδεια των Γάλλων και των Ιταλών.

Τον Νοέμβριο του 1921, συνεστήθη μία διεθνής επιτροπή με επικεφαλής τον Ιταλό Στρατηγό Enrico Tellini για τον καθορισμό των συνόρων της Αλβανίας. Οι Ιταλοί αντιπρόσωποι ανέλαβαν τη διαχάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων, ενώ οι Αγγλογάλλοι αυτήν της αλβανοσερβικής μεθορίου. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ορίστηκε ο Αντισυνταγματάρχης Δήμος Νότη Μπότσαρης. Εξ αρχής, η στάση του Ιταλού Στρατηγού ήταν ευνοϊκή για τους Αλβανούς και προκάλεσε αντιδράσεις. Οι Βορειοηπειρώτες εξοργίστηκαν και η ελληνική κυβέρνηση εξέφρασε την έντονη δυσφορία της. Επιπλέον, οι αποφάσεις του προκάλεσαν την καταφορά του ελληνικού Τύπου.

Το πρωινό της 27ης Αυγούστου 1923, οι αντιπροσωπείες ξεκίνησαν από τα Ιωάννινα για να διεξαγάγουν αυτοψία στην επίδικη περιοχή. Το προηγούμενο βράδυ, τα μέλη των αντιπροσωπειών είχαν αργήσει να κοιμηθούν. Ο Ιταλός Στρατηγός εόρταζε τα πεντηκοστά έκτα (56α) γενέθλιά του και είχε προσκαλέσει τα μέλη της αλβανικής και της ελληνικής αντιπροσωπείας σε μία μικρή συνεστίαση. Η διάθεση όλων ήταν καλή και όταν χώρισαν, γύρω στα μεσάνυκτα, ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι, για ορισμένους εξ αυτών, επρόκειτο να είναι η τελευταία νύκτα της ζωής τους.

Ως τόπος της πρωινής συναντήσεως ορίστηκε το ελληνικό φυλάκιο στην Κακαβιά και ως ώρα η 9η πρωινή. Ο Αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης, προς αποφυγή καθυστέρησης της διαδικασίας, διέταξε να υπάρχουν ξεκούραστα άλογα στο φυλάκιο προκειμένου να συνεχίσουν με αυτά την πορεία τους, επειδή αμαξιτός δρόμος δεν πήγαινε στο μεγαλύτερο μέρος της υπό αναγνώριση περιοχής. Επιπλέον, διέταξε όπως παρίστανται δύο αξιωματικοί, ένας υπεύθυνος περί τα τοπογραφικά (ο Λοχαγός Λαμπρόπουλος) και ένας, ο οποίος θα αποτελούσε τον σύνδεσμο με το αρχηγείο (ο Λοχαγός Σπυρόπουλος). Η προνοητική αυτή ενέργεια του Μπότσαρη επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί ως ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον του αργότερα.

Πρώτη ξεκίνησε η αλβανική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Colone, η οποία έφυγε στις 5:30 π.μ. (ή στις 6:15 π.μ. κατά τον γραμματέα του ιταλικού προξενείου στα Ιωάννινα Andrea Liverani) από την πρωτεύουσα της Ηπείρου. Το αυτοκίνητο το οποίο είχε στη διάθεσή της ήταν σε αθλία κατάσταση και οπωσδήποτε θα χρειαζόταν 2,5 με 3 ώρες για να διανύσει τη μήκους 62 χλμ. απόσταση έως την Κακαβιά. Δεύτερο έφυγε το όχημα της ελληνικής αντιπροσωπείας, ένα παλαιό Ford, του οποίου η κατάσταση λίγο απείχε απ’ αυτήν του αντιστοίχου οχήματος της αλβανικής αντιπροσωπείας.

Ως ώρα αναχωρήσεως είχε προεπιλεγεί η 6η πρωινή (άλλοι ισχυρίζονται ότι έφυγε στις 6:30 π.μ.), ενώ ο διοικητής της Χωροφυλακής Συνταγματάρχης Φλωριάς αναφέρει στη δική του έκθεση ως ώρα αναχωρήσεως την 7η πρωινή. Το αυτοκίνητο οδηγούσε ένας Έλληνας στρατιώτης και επέβαιναν σε αυτό ο Αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης και ο Λοχαγός Τσίγγανος. Τελευταίο ανεχώρησε το ιταλικό όχημα. Ήταν μία απαστράπτουσα Lancia χρώματος ασημί. Επρόκειτο για το πλέον γρήγορο όχημα εκ των τριών και ευρίσκετο σαφώς στην καλύτερη κατάσταση, γι’ αυτό και έφυγε τελευταίο. Σε αυτό, επέβαιναν, εκτός του Στρατηγού Tellini, o υπασπιστής του Υπολοχαγός Mario Bonaccini, o Επίατρος Corti, ο Βορειοηπειρώτης διερμηνέας Αθανάσιος Γκαζίρης ή Κράβαρης πρώην δήμαρχος Λεσκοβικίου και ο οδηγός, στρατιώτης Farnetti.

Έχει γραφεί ότι ήταν η πρώτη φορά καθ’ όλο το διάστημα των εργασιών της Επιτροπής, κατά την οποία το αλβανικό όχημα ξεκίνησε πρώτο. Συνήθως, προηγείτο το ελληνικό όχημα. Επίσης, υπάρχει και ένα άλλο σημείο διαφωνίας. Έχει υποστηριχτεί η άποψη πως δεύτερο ήταν το ιταλικό όχημα και τρίτο το ελληνικό. Στο 15ο χλμ. (ή κατ’ άλλους μεταξύ 16ου-17ου χλμ.), το ελληνικό όχημα παρουσίασε μηχανική βλάβη. Ο οδηγός θεώρησε ότι μπορούσε να την επισκευάσει μόνος του και αρνήθηκε τη βοήθεια, την οποία του προσέφερε η ιταλική αντιπροσωπεία, όταν το όχημά της έφθασε το ελληνικό.

Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε και ένα άλλο όχημα, στο οποίο επέβαινε ο ανιψιός του Μητροπολίτη Αργυροκάστρου, Στυλιανός Χαρισιάδης. Αυτός επέστρεφε από τους Αγίους Σαράντα, όπου είχε αφήσει τον θείο του για να επιβιβαστεί στο πλοίο με προορισμό την Βενετία. Ο Έλληνας αξιωματικός, βλέποντας την ώρα να περνάει, παρεκάλεσε τον Χαρισιάδη να δανειστεί το όχημά του, έως το βράδυ. Ο τελευταίος δεν φάνηκε ιδιαιτέρως πρόθυμος για την ανταλλαγή. Ευτυχώς, το παλαιό Ford επισκευάστηκε και η υπόθεση έληξε εκεί.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο Χαρισιάδης είχε δει πριν από ώρα τα δύο προπορευόμενα οχήματα, στα οποία επέβαιναν τα μέλη της αλβανικής και της ιταλικής αντιπροσωπείας. Πάντως, η σοβαρότητα της βλάβης του παλαιού Ford έχει αμφισβητηθεί. Η βλάβη αυτή φαίνεται πως καθυστέρησε το ελληνικό όχημα για περίπου 20 λεπτά. Ο διάλογος Μπότσαρη-Tellini και το επεισόδιο Χαρισιάδη είναι αναμφισβήτητα γεγονότα. Συνεπώς, είναι σίγουρο ότι το Ford της ελληνικής αντιπροσωπείας προηγείτο του οχήματος του Στρατηγού Tellini, διότι σε διαφορετική περίπτωση κανένα από τα δύο προαναφερθέντα περιστατικά δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί!

Το ελληνικό όχημα ανέπτυξε τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα για να προλάβει τα άλλα δύο οχήματα. Στο 34ο χλμ., ο Μπότσαρης διέταξε να σταματήσουν στο ελληνικό φυλάκιο Καλπακίου. Από εκεί, τηλεφώνησε στον επικεφαλής του ελληνικού συνοριακού φυλακίου στην Κακαβιά για να τον πληροφορήσει σχετικά με την όλη καθυστέρηση του ελληνικού οχήματος. Επίσης, τον παρεκάλεσε να ενημερώσει προς τούτο και τα μέλη των δύο άλλων αντιπροσωπειών.

Προσέθεσε ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα εάν η διαχάραξη ξεκινούσε και χωρίς αυτόν. Θα τον αντικαθιστούσε ο εκεί ευρισκόμενος Λοχαγός Σπυρόπουλος, ο οποίος, μαζί με τον επίσης παρευρισκόμενο Λοχαγό Λαμπρόπουλο, θα αποτελούσαν προσωρινά την ελληνική αντιπροσωπεία, όντες μέλη αυτής (όπως έχει προαναφερθεί). Εκείνος θα τους προλάβαινε με τα άλογα, τα οποία είχε προνοήσει να υπάρχουν στο φυλάκιο. Αυτά παρακαλούσε να παραμείνουν στη διάθεσή του. Το ελληνικό όχημα ξεκίνησε εκ νέου. Στο 49ο χλμ., η ιταλική Lancia σταμάτησε, σύμφωνα με τον διοικητή του παρακείμενου τάγματος προκαλύψεως. Τα μέλη της αντιπροσωπείας ήταν εύθυμα και, αφού θαύμασαν το τοπίο, συνέχισαν την πορεία τους. Ο αξιωματικός αυτός ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος, ο οποίος τους είδε ζωντανούς.

Στις 9:55 π.μ. περίπου, το παλαιό Ford με την ελληνική αντιπροσωπεία έφθασε αγκομαχώντας στο 54ο χλμ. στη θέση Ζέπι. Ήταν μία τοποθεσία με οργιώδη βλάστηση, όπου δύσκολα διακρινόταν η ύπαρξη δρόμου. Ένα πέτρινο γεφύρι (το οποίο σήμερα δεν υπάρχει πια) ένωνε τις δύο πλευρές μίας χαράδρας αμέσως μετά από μία απότομη στροφή. Ο Έλληνας οδηγός φρέναρε απότομα. Όλοι, για μία στιγμή, είχαν μείνει αποσβολωμένοι να κοιτούν το αποτρόπαιο θέαμα…

Ο Αντισυνταγματάρχης Μπότσαρης έγραψε χαρακτηριστικά: «ώραν 9 και 55 στρέφοντες καμπήν οδού ολίγον προ του 54ου χιλιομέτρου ένθα έδαφος πυκνότατα δασώδες ευρέθημεν προ τραγικού θεάματος καταστροφής. Στοπ. Στρατηγός Tellini έκειτο περί τριάκοντα μέτρα εντεύθεν αυτοκινήτου ούτινος ύελος ήτο συντετριμμένη. Στοπ. Νεκρός υπασπιστού Μπονατσίνι ου κατ’αρχάς εξελάβομεν ως νεκρόν επιάτρου Κόρτι έκειτο κάτωθι αυτοκινήτου όπου ήλπισε σωτηρίαν του. Στοπ. Νεκροί οδηγού Φαρνέτι και διερμηνέως Αθανασίου Γκαζίρη, Βορειοηπειρώτου εκ Λεσκοβικίου, έκειντο τρία βήματα εντεύθεν αυτοκινήτου. Στοπ. Άπαντες οικτρώς παραμορφωμένοι και πλέοντες αιμάτων. Στοπ. Νεκρού επιάτρου Κόρτι, ον συνεπώς υποθέτομεν ως υπασπιστού Μπονατσίνι δεν αντελήφθημεν αμέσως καθ… κατακείμενον βάθος αυτοκινήτου. Στοπ. Υπέθεσα ούτος διέφυγεν ή απήχθη αιχμάλωτος. Στοπ. Στιγμήν εκείνην ηγνοούμεν εάν δολοφόνοι ευρίσκοντο εισέτι πλησίον και πότε ακριβώς έγκλημα έλαβε χώραν. Στοπ. …βραδύτερον… και εκ πληροφοριών υπολογίζομεν ότι έγκλημα διεπραχθέν περί ενάτην ώραν. Στοπ. Ήτο ενδεχόμενον έχει συμβή πρό τινων λεπτών Στρατηγού ίσως αναμείναντος ημάς πού και είτα συνεχίσαντος πάλιν πορείαν. Στοπ. Πεισθέντες ότι τέσσαρις νεκροί ηθελήσαμεν αποκτήσωμεν επικουρίαν και σπεύσωμεν καταδίωξιν δολοφόνων και σωτηρίαν υπασπιστού. Στοπ».

Το σοκ πρέπει να ήταν οπωσδήποτε ισχυρό. Μολαταύτα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αντισυνταγματάρχη Μπότσαρη, αυτός έσπευσε μαζί με τον Λοχαγό Τσίγγανο να τελέσει μία πρόχειρη αυτοψία στην περιοχή. Λίγα μέτρα μακρύτερα, αντελήφθησαν την ύπαρξη κάποιων ατόμων και κινήθηκαν προς το μέρος τους. Ήταν δύο νεαρά τσοπανόπουλα, τα οποία αρνήθηκαν ότι είχαν ακούσει το παραμικρό. Αργότερα, το ένα από αυτά παραδέχθηκε πως κάποιος αυτόπτης μάρτυρας (προφανώς ένας άλλος βοσκός) τους είχε πει για το περιστατικό και έσπευσαν να δουν τι συνέβαινε. Ο Μπότσαρης πήρε τον ένα από τους δύο μαζί του και κατευθύνθηκε προς το πλησιέστερο φυλάκιο στο Χάνι Δελβινάκι. Από εκεί, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, ενημέρωσε όλα τα συνοριακά φυλάκια όπως ετοιμαστούν προς καταδίωξη των δραστών.

Επίσης, τηλεφώνησε αρχικώς στα Ιωάννινα για να κρατηθούν όλοι οι οδηγοί και οι επιβάτες των οχημάτων, οι οποίοι εισέρχονταν στην πόλη από το Αργυρόκαστρο. Επιπλέον, ο Έλληνας Αντισυνταγματάρχης τηλεφώνησε στην Κακαβιά, διατάσσοντας την απαγόρευση της εισόδου της αλβανικής αντιπροσωπείας στο ελληνικό έδαφος. Τέλος, διέταξε την εφεδρεία του τάγματος να ετοιμαστεί το συντομότερο δυνατόν για να μεταβεί στον τόπο της δολοφονίας. Όλες αυτές οι ενέργειες διήρκεσαν επί περίπου μία ώρα, αφού στις 10:55 π.μ. ο Έλληνας αξιωματικός βρισκόταν πάλι στον τόπο του εγκλήματος μαζί με την εφεδρεία του τάγματος υπό τον Λοχαγό Λουτσάρη. Τότε, διεπίστωσε την ύπαρξη και του άλλου πτώματος εντός του οχήματος, το οποίο ανήκε στον έως τότε «αγνοούμενο» Υπολοχαγό Bonaccini.

Το πρωτοσέλιδο της Domenica del Corrriere της 9ης Σεπτεμβρίου 1923.

Η αναγγελία των τραγικών ειδήσεων προκάλεσε σοκ στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να υποβαθμίσει το γεγονός, όπως αποδεικνύεται από το πρώτο ανακοινωθέν. «Επίσημον τηλεγράφημα προς την κυβέρνησιν αγγέλλει ότι την ενάτην πρωινήν ώραν χθές, πλησίον των συνόρων επί της οδού από Ιωαννίνων εις Αγίους Σαράντα εδολοφονήθησαν παρ’ αγνώστων ενεδρευόντων ο Στρατηγός Τελλίνι, πρόεδρος της επιτροπής χαράξεως Ελληνοαλβανικών συνόρων, μετά της συνοδείας αυτού Επιάτρου Σκόρτι και Υπολοχαγού Πανάτι εις το σημείον όπου η οδός διέρχεται δια δάσους. Εδολοφονήθησαν, επίσης, και ο οδηγός του αυτοκινήτου και ο διερμηνεύς. Ελήφθησαν αμέσως αυστηρότατα και έκτακτα μέτρα καταδιώξεως και ανακαλύψεως των ληστών δι’ ειδικών αποσπασμάτων αποσταλέντων εις άπασαν την περιφέρειαν. Άμα τη λήψει των ειδήσεων, εντολή του κ. Υπουργού των Εξωτερικών, ο κ. Ραφαήλ μετέβη και ανήγγειλε την θλιβεράν είδησιν εις την Ιταλικήν πρεσβείαν εις την οποίαν εξέφρασε την βαθείαν λύπην της Κυβερνήσεως δια το στυγερόν έγκλημα, διαβεβαιώσας ότι διετάχθησαν αυστηρότατα μέτρα προς ανακάλυψιν των δολοφόνων», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, απέστειλε τους καλύτερους αστυνομικούς στην περιοχή το ταχύτερο δυνατόν. Οι τελευταίοι, καίτοι μεταχειρίσθηκαν κάθε πρόσφορο μέσον, δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν μία νομικώς ακλόνητη και τεκμηριωμένη εκδοχή για το όνομα ή έστω για την εθνικότητα των δραστών.

Οι πρώτες ειδήσεις προκάλεσαν αναταραχή και στην Αλβανία. Οι αρχικές πληροφορίες έκαναν λόγο για τέλεση του εγκλήματος εντός του αλβανικού εδάφους και ότι στην παραμεθόριο περιοχή πλησίον του Αργυροκάστρου εθεάθησαν αλβανικές συμμορίες την ημέρα της δολοφονίας. Η αλβανική κυβέρνηση υιοθέτησε μία πολιτική καταδίκης του επεισοδίου ευθύς εξ αρχής. Επιπλέον, εξέφρασε τον έντονο αποτροπιασμό της και προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να δώσει δείγματα συμπάθειας προς την Ιταλία και εκτίμησης προς το πρόσωπο του δολοφονηθέντος Στρατηγού. Μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, η προσπάθεια αυτή της αλβανικής κυβερνήσεως έφθασε τα όρια της υπερβολής, δίνοντας την εντύπωση ότι τα Τίρανα διακατέχονταν από έντονο άγχος να απομακρύνουν από πάνω τους τις όποιες υποψίες και να στρέψουν την οργή της Ιταλίας προς άλλες κατευθύνσεις.

Στη Ρώμη, τα γεγονότα έφθασαν παραποιημένα από τον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα Giulio Cesare Montagna. O νέος και άπειρος Benito Mussolini πήρε τις αποφάσεις του, δίχως να έχει μία σαφή εικόνα της καταστάσεως. Δεν ανέμεινε καν το πόρισμα των Ελλήνων ανακριτών και φρόντισε για την έξαρση των παθών στην κοινή γνώμη. O μετέπειτα Duce του φασισμού θεώρησε την Ελλάδα υπεύθυνη για το έγκλημα και απέστειλε στη διεθνώς απομονωμένη (μετά από την δίκη-παρωδία και την εκτέλεση των Έξι) κυβέρνηση των κινηματιών των Αθηνών μία τελεσιγραφική διακοίνωση.

Σε αυτήν, η ιταλική κυβέρνηση, δίχως να έχει αποστείλει στον τόπο του εγκλήματος ανακριτική επιτροπή, βασιζόμενη σε προγενέστερα γεγονότα αλλά και ενδείξεις, τις οποίες ούτε καν ανέφερε αλλά και που δεν συνιστούν αποδείξεις για τη νομική επιστήμη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ηθική αλλά και η υλική (ουσιαστική) ευθύνη βάρυνε την ελληνική κυβέρνηση. Αποτέλεσμα αυτής της θεώρησης των πραγμάτων ήταν η επακολουθήσασα διακοίνωση, η οποία είχε τη μορφή τελεσίγραφου. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν, η ελληνική κυβέρνηση όφειλε να εκπληρώσει τους παρακάτω όρους:

« 1. Να ζητήση συγγνώμην υπό την πλέον ευρείαν και επίσημον μορφήν παρά της ιταλικής κυβερνήσεως. Η συγγνώμη αύτη θα ζητηθή ενώπιον του πρεσβευτού της Ιταλίας εις τας Αθήνας εκ μέρους της ανωτάτης στρατιωτικής ελληνικής αρχής.

2. Να τελέση μνημόσυνον προς τιμήν των θυμάτων εις τον καθεδρικόν ναόν των Αθηνών, εις το οποίον οφείλουν να παρευρεθούν όλα τα μέλη της κυβερνήσεως.

3. Να αποδώση τιμές εις την ιταλικήν σημαίαν κατά την ιδίαν ημέραν του μνημοσύνου…

4.Αι ελληνικαί Αρχαί οφείλουν να ενεργήσουν αυστηροτάτην ανάκρισιν επί του τόπου της σφαγής με την σύμπραξιν του Στρατιωτικού Ακολούθου της Μεγαλειότητός του, Συνταγματάρχου Perrone di San Μartino. Η ελληνική κυβέρνησις θα υπέχη απόλυτον ευθύνην διά την προσωπικήν ασφάλειαν του Συνταγματάρχου Perrone και θα τον διευκολύνη δια παντός τρόπου εις την εκτέλεσιν της εμπιστευθείσης εις αυτόν απαστολής. Η ανάκρισις πρέπει να έχη συντελεσθή εντός πέντε (5) ημερών από της αποδοχής των περιεχομένων εις την διακοίνωσιν αιτημάτων.

5. Να καταδικάση όλους τους ενόχους εις την ποινήν του θανάτου.

6. Να πληρώση εις την ιταλικήν κυβέρνησιν υπό μορφήν ποινής, ποσόν εκ 50.000.000 ιταλικών λιρεττών. Το ποσόν τούτο των 50.000.000 πρέπει να έχει καταβληθή εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από της επιδόσεως της διακοινώσεως.

7. Να αποδώση στρατιωτικές τιμές εις τας σορούς των θυμάτων εις την Πρέβεζαν κατά την στιγμήν της μεταφοράς των επί ιταλικών πλοίων. Εν ονόματι της κυβερνήσεώς της, η βασιλική πρεσβεία αναμένει την απάντησιν της ελληνικής κυβερνήσεως εις την διακοίνωσιν αυτήν εντός προθεσμίας το περισσότερον 24 ωρών».

Oι σοροί των μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας τοποθετημένες σε αίθουσα της Ζωσιμαίας Σχολής στα Ιωάννινα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τελεσίγραφο δεν διευκρινιζόταν τι θα συνέβαινε, εάν η Αθήνα δεν απαντούσε εντός της ταχθείσης προθεσμίας. Οι όροι της ιταλικής διακοινώσεως ήταν υπέρμετρα σκληροί, κυρίως εφ’ όσον δεν είχε αποδειχθεί κατά κανέναν τρόπο η ελληνική υπαιτιότητα. Έχει γραφεί ότι το ιταλικό τελεσίγραφο ξεπερνούσε ακόμη και το αντίστοιχο αυστριακό προς το Βελιγράδι, μετά τη δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου- Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας από Σέρβους παρακρατικούς (με την αγαστή συνεργασία υψηλόβαθμων Σέρβων αξιωματούχων) στο Σεράγεβο, τον Ιούνιο του 1914. Ως γνωστόν, τα γεγονότα οδήγησαν στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ταυτόχρονα, η Ρώμη απεδύθη σε μία ανθελληνική διπλωματική εκστρατεία.

Η λήψη της ιταλικής διακοινώσεως προκάλεσε την έκτακτη σύσκεψη του Υπουργικού Συμβουλίου στην Αθήνα. Μετά από το τέλος της, εξεδόθη ένα μάλλον καθησυχαστικό ανακοινωθέν, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Στυλ. Γονατά, ο οποίος, όμως, προϊδέασε για την επικείμενη απάντηση της ελληνικής κυβερνήσεως, καθώς σημείωσε πως «η κυβέρνησις άλλα μεν εξ αυτών (δηλαδή των αιτημάτων) απεδέχθη, άλλων ζητεί δια της απαντήσεώς της την τροποποίησιν και άλλα δηλώνει ότι δεν δύναται να αποδεχθή». Είναι αδιευκρίνιστο το κατά πόσον ήταν επιφανειακή η ηρεμία, η οποία επικρατούσε στους κόλπους της ελληνικής κυβερνήσεως ή εάν όντως οι Έλληνες ιθύνοντες είχαν αρκεστεί στις προ διμήνου δηλώσεις του Mussolini περί συνδρομής του (διπλωματικής και στρατιωτικής μέσω της χορηγήσεως όπλων) σε περίπτωση πολέμου της Ελλάδας με την Τουρκία.

Λίγο μετά, η ελληνική κυβέρνηση απεδέχθη ορισμένους από τους όρους του ιταλικού τελεσιγράφου, ζήτησε την τροποποίηση κάποιων άλλων και απέρριψε τρεις όρους, οι οποίοι κατ’ αυτήν, έθιγαν την τιμή και την κυριαρχία του ελληνικού κράτους. Τέλος, η Αθήνα δήλωνε πως στην περίπτωση που η ιταλική κυβέρνηση θεωρούσε μη επαρκείς τις προσφερόμενες επανορθώσεις, τότε η Ελλάδα θα προσέφευγε στην Κοινωνία των Εθνών, δεσμευόμενη όπως αποδεχθεί εκ των προτέρων τις όποιες αποφάσεις του διεθνούς οργανισμού.

Συν τοις άλλοις, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Απόστολος Αλεξανδρής, προέβη σε μία ακόμη κίνηση, ασυνήθιστη για τα διπλωματικά ειωθότα, αποστέλλοντας προς τον Mussolini, με τον οποίον συνδεόταν προσωπικώς (κατά τον Γονατά), μία επιστολή. Αυτή ήταν γραμμένη σε μάλλον συγκινητικό τόνο και του υπενθύμιζε την φράση, την οποία του απηύθυνε, ξεπροβοδίζοντάς τον από το γραφείο του στη Ρώμη. «Σας θεωρώ φίλο μου», του είχε πει ο Ιταλός ηγέτης. Κάνοντας επίκληση αυτής του της ιδιότητας, διαβεβαίωνε, λοιπόν, τον Mussolini ότι οι δολοφόνοι δεν ήταν Έλληνες αλλά Αλβανοί ληστές. Προσπαθώντας δε, κάπως «άκομψα» είναι η αλήθεια, να αποφύγει την περαιτέρω όξυνση των ελληνοαλβανικών σχέσεων, έγραφε πως οι ληστές δεν έχουν πατρίδα και γι’αυτό ουδεμία κατηγορία επέρριπτε κατά της αλβανικής κυβερνήσεως ή του αλβανικού λαού.

«Βεβαιώ και εγγυώμαι προσωπικώς εις μεγάλον άνδρα, όστις πιστεύει εις την εντιμότητά μου, εφ’όσον με θεωρεί φίλον του, ότι οι φονείς δεν είναι Έλληνες», έγραφε σε κατηγορηματικό τόνο για να προσθέσει παρακάτω: «Παρακαλώ όθεν να μην επιμείνετε εις την πληρωμήν χρηματικού ποσού ως ποινής, διότι τούτο προσβάλλει την εθνικήν μας τιμήν και είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτόν». Συμπλήρωνε δε, πως η Ελλάδα συμφωνούσε να καταβάλει μόνο στην οικογένεια του Στρατηγού Tellini ένα «γενναίον έστω ποσόν».

Η κηδεία του στρατηγού Tellini στη Ρώμη.
Via Generale Enrico Tellini πρώην Via Greca στο Λιβόρνο της Ιταλίας.

Δυστυχώς, ο Mussolini δεν περίμενε καν να λάβει την ελληνική απάντηση, η οποία θεωρήθηκε εκ των υστέρων απορριπτική στο σύνολό της και διέταξε μία ισχυρή ναυτική μοίρα να αποπλεύσει, όπως θα καταδειχθεί στο β΄ μέρος του αφιερώματος στο συγκεκριμένο περιστατικό. Η διαταγή για τον απόπλου εδόθη αρκετές ώρες πριν φθάσει στα χέρια του Ιταλού ηγέτη η ρηματική διακοίνωση της ελληνικής κυβερνήσεως, ενώ τα σχέδια για την κατάληψη της Κερκύρας είχαν εκπονηθεί πολύ νωρίτερα.

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]

Ο Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός – Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών Καθηγητής Στρατιωτικών Σχολών

, , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *