Το Κίνημα των Ζηλωτών (1342-1349)

Του Μιχάλη Τσιαουσίδη,

Το κίνημα των Ζηλωτών, το οποίο κλυδώνισε συθέμελα την επιρρεπή σε ταραχές Βυζαντινή Αυτοκρατορία του 14ου αιώνα αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, και παράλληλα λιγότερο μελετημένα συγκριτικά με την αξία του, γεγονότα της υστεροβυζαντινής περιόδου. Οι Ζηλωτές κυριάρχησαν στην Θεσσαλονίκη για 7 χρόνια, από το 1342 έως το 1349, σε μία περίοδο που η δύναμη της κεντρικής διοίκησης έφθινε και η οικονομική καχεξία είχε διαφθείρει την δημόσια διοίκηση, ιδίως ως προς την απόδοση της δικαιοσύνης, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Ανδρόνικου Γ’. Το μεγάλο λιμάνι της Βαλκανικής ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση επίσης λόγω των προσφύγων που είχαν έλθει από εδάφη προσφάτως καταληφθέντα από την ανερχόμενη δύναμη των Σέρβων.

Αρχίζοντας, εν γένει κατά την διάρκεια της υπερχιλιόχρονης ιστορίας της, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, πιο γνωστή με τον ύστερο όρο “Βυζαντινή Αυτοκρατορία”, αντιμετώπισε διάφορα κοινωνικά κινήματα και εξεγέρσεις. Από τις αντιγοτθικές εξεγέρσεις του 390 και 400 σε Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα, έως την Στάση του Νίκα το 532 και την εξέγερση ακριτών και αγροτών στην Βιθυνία το 1262, υπήρχαν περιπτώσεις που ο λαός προσέφευγε στα όπλα, προκειμένου να καταστήσει σαφή την αντίθεσή του στις πολιτικές του καθεστώτος.

Εντούτοις, παρότι η βυζαντινή κοινωνία είναι αυστηρά δομημένη, λειτουργούσα κάτω από ένα καθεστώς σαφούς ιεράρχησης, αυτό δεν αναιρεί τις δυνατότητες κοινωνικής κινητικότητας που υπήρχαν για τους υπηκόους της. Αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο στο ότι οι ευγενείς δεν αποτελούσαν μία κλειστή σέχτα, χαρακτηριζόμενη από μία ευγένεια αίματος, όπου ακόμα και άνθρωποι ταπεινής καταγωγής μπορούσαν να ανέλθουν και ν’ αποκτήσουν τίτλους και χρήματα, αλλά, έτι περαιτέρω, από αρκετά παραδείγματα ανθρώπων που κατέληξαν να φορούν την πορφύρα, παρά το ταπεινό τους ξεκίνημα (π.χ. Ιουστίνος Α’, Βασίλειος Α’).

Οι εντεινόμενοι ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγαλογαιοκτημόνων από τον 11ο αιώνα και έπειτα συνέβαλε τα μέγιστα, προκειμένου να εξουδετερωθεί η ανταγωνιστικότητα των μικρών γαιοκτημόνων, να διευρυνθούν οι θεσμοί των προνοιάριων και των χαριστικίων, που με την σειρά τους οδήγησαν στην θεαματική άνοδο των παροίκων, στην κατακόρυφη μείωση της παραγωγής και παραγωγικότητας της γεωργίας και στην επερχόμενη πτώση των εσόδων για το ρωμαϊκό κράτος.

Η αυτοκρατορία, επίσης, κατά την διάρκεια του 14ου αιώνα (περίοδο την οποία μελετούμε στο παρόν άρθρο) σπαρασσόταν από εμφύλιες διαμάχες, οι οποίες αφενός κατακρήμνισαν τις οικονομικές δυνατότητες της Αυτοκρατορίας αφετέρου οδήγησαν σε όξυνση των κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων.

Όλα αυτά σε μία περίοδο κατά την οποία η αυτοκρατορία εβάλλετο πανταχόθεν από εξωτερικούς εχθρούς, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της Ρωμανίας· Βενετοί, Γενουάτες, Οθωμανοί Τούρκοι, Καταλανοί, Βούλγαροι και Σέρβοι αποτελούν μόνο μερικές από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις του Βυζαντίου.

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με τις εδαφικές προσθήκες και απώλειες από το 1261 έως το 1341

Μιχαήλ Η’- Εμφύλιος των δύο Ανδρόνικων

Με την ανακατάληψη της Κων/πολης το 1261 και την άνοδο του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου στον αυτοκρατορικό θρόνο, τα προνόμια των γαιοκτημόνων αυξήθηκαν, όπως και το καθεστώς οικογενειοκρατίας και αναξιοκρατίας. Επιπλέον, παρατηρείται αύξηση του φαινομένου των αποσχιστικών τάσεων εις βάρος της κεντρικής διοίκησης της Κωνσταντινούπολης σε συνδυασμό με την συσσώρευση του κόσμου στα μεγάλα αστικά κέντρα και την ερήμωση της υπαίθρου. Αυτή οδηγεί σε μείωση των εσόδων του κράτους και αποδυνάμωση του άλλοτε κραταιού βυζαντινού στρατού.

Ο διάδοχος του Μιχαήλ, Ανδρόνικος Β’, του οποίου η βασιλεία αποδεικνύεται καταστροφική για το Βυζάντιο, επεξέτεινε την εύνοια προς τους μεγαλογαιοκτήμονες, ιδίως μέσω της τακτικής της ενοικίασης των φόρων, την ίδια ώρα που οι δαπάνες περικόπτονταν, το ναυτικό διαλυόταν και το νόμισμα δεχόταν τεράστια υποτίμηση, παράγοντες οι οποίοι διεύρυναν την ήδη τραγική οικονομικά κατάσταση της αυτοκρατορίας. Παρότι η αυτοκρατορία παρουσίασε βελτίωση ως προς την αντιμετώπιση των εξωτερικών προβλημάτων, η έριδα μεταξύ του Ανδρονίκου και του συνονόματου εγγονού του, η οποία οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο, ταλάνισε την αυτοκρατορία, έχοντας αντίκτυπο τόσο στο εσωτερικό πεδίο (υπονόμευση του κρατικού μηχανισμού, παρεμπόδιση γεωργίας και ασφαλούς ανάπτυξης της οικονομικής ζωής) όσο και στο εξωτερικό (Βούλγαροι στην Φιλιππούπολη, Μόγγολοι στην Θράκη, Τούρκοι στην Μ. Ασία).

Νικητής στον εμφύλιο πόλεμο ήταν εντέλει ο νεότερος Ανδρόνικος, του οποίου η 13ετής βασιλεία χαρακτηρίζεται θετική και αποφασιστική ως προς την πάταξη της διαφθοράς και της ασυδοσίας των κρατικών αξιωματούχων, ενώ σημαντική ήταν στην διοίκηση της αυτοκρατορίας η συμβολή του (διακεκριμένου από τον εμφύλιο) μεγάλου δομέστικου Ιωάννη Καντακουζηνού. Ως αυτοκράτορας, ο Ανδρόνικος βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην καθοδήγηση του Καντακουζηνού, ο οποίος ενθάρρυνε τη μεταρρύθμιση των δικαστηρίων και ξεκίνησε την ανοικοδόμηση του αυτοκρατορικού ναυτικού, το οποίο είχε παραμεληθεί κατά τη βασιλεία του Ανδρόνικου Β’.

Θάνατος Ανδρόνικου Γ’- Νέος εμφύλιος προ των πυλών

Ο θάνατος του Ανδρόνικου τον Ιούνιο του 1341 έφερε ξανά την Αυτοκρατορία στο χάος μίας εμφύλιας σύρραξης. Καθώς ο νόμιμος διάδοχος Ιωάννης, γιος του Ανδρόνικου και της βασίλισσας Άννας της Σαβοΐας, ήταν μόλις 9 ετών, ο μέγας δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός επεδίωξε να κυβερνήσει ως επίτροπος του αυτοκράτορα. Σε αυτό το σχέδιο, αντέδρασαν η αυτοκράτειρα Άννα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωάννης ΙΖ’ Καλέκας (ο οποίος είχε τοποθετηθεί στον θρόνο με παρέμβαση του Καντακουζηνού) και το άλλοτε δεξί χέρι του Καντακουζηνού, Αλέξιος Απόκαυκος. Παρά την προσπάθεια της πρώτης για συμβιβασμό, οι δύο τελευταίοι όξυναν τα πνεύματα, με την ανέχεια που μάστιζε τον πληθυσμό να οδηγεί σε κοινωνική διαίρεση, καθώς τα πιο προνομιούχα στρώματα της Ρωμανίας συντάχθηκαν με τον Καντακουζηνό.

Η απουσία του τελευταίου για εκστρατεία στην Θράκη έδωσε την δυνατότητα στους πολέμιούς του να διενεργήσουν πραξικόπημα, να φυλακίσουν οπαδούς του Καντακουζηνού, του οποίου η περιουσία δημεύτηκε, ενώ η φυλακισμένη μητέρα του πέθανε λίγο μετά σε τραγικές συνθήκες εντός της φυλακής.

Ο Καντακουζηνός αντέδρασε στους πραξικοπηματίες και ανακηρύχτηκε ανήμερα του Αγίου Δημητρίου το 1341 αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο. Ακόμα και έτσι, όμως, διέταξε την μνημόνευση πρώτα της Άννας και του μικρού Ιωάννη και έπειτα του ιδίου και της γυναίκας του.

Σε απάντηση, ο Αλέξιος Απόκαυκος υπέθαλψε “λαϊκές” εξεγέρσεις ενάντια σε οπαδούς του Καντακουζηνού, πραγματικούς ή μη, ούτως ώστε να φανεί ότι ο Καντακουζηνός αποτελεί τον ταξικό εχθρό των λαϊκών τάξεων. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την παράλληλη απόρριψη κάθε είδους διαλόγου.

Μετά την αντίδραση του δήμου στην Αδριανούπολη και την επανάσταση κατά των ευγενών, σειρά είχε η Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχε η ομάδα των Ζηλωτών.

Άνοδος των Ζηλωτών στην εξουσία

Η Θεσσαλονίκη ήταν μία πολύ σημαντική πόλη καθ’ όλη την διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από την οικονομική άνθιση στα χρόνια της Pax Romana και την πόλη-έδρα του καίσαρα Γαλερίου έως την χρήση της ως ορμητηρίου για πολλές εκστρατείες του Βυζαντίου στην βαλκανική χερσόνησο, η Θεσσαλονίκη αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αυτοκρατορίας.

Με την σταδιακή απώλεια των μικρασιατικών εδαφών, η θέση της Θεσσαλονίκης αναβαθμίστηκε έτι περαιτέρω, με τον Μιχαήλ τον Η’ να την αναδεικνύει άτυπα σε πραγματική συμβασιλεύουσα. Μάλιστα, ήταν κάτι το απολύτως σύνηθες στα χρόνια της δυναστείας των Παλαιολόγων η Θεσσαλονίκη να διοικείται είτε από τον γιο του αυτοκράτορα είτε από κάποιο άλλο μέλος της δυναστείας.

Με το πέρασμα των χρόνων, το μεγάλο αυτό λιμάνι, στο οποίο οι αντιθέσεις μεταξύ της ευμάρειας και της ανέχειας συνυπήρχαν, αποτέλεσε ένα μέρος στο οποίο εμφανίζονται διάφορες φιλελεύθερες διεκδικήσεις, τις οποίες εξέφρασε η ομάδα των Ζηλωτών.

Για τους Ζηλωτές, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, ιδίως αφ’ ης δεν έχουν διασωθεί κείμενα τα οποία να παρουσιάζουν την ιδεολογία τους, ενώ οι λόγιοι της εποχής (π.χ. Νικηφόρος Γρηγοράς, Δημήτριος Κυδώνης) τίθενται σταθερά κατά τους.

Αποτελούσαν μία πολιτική ομάδα με ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης, το οποίο ασφαλώς δεν μπορούμε να θέσουμε υπό το σημερινό πρίσμα (και γι’ αυτό καθ’ όλη την διάρκεια του άρθρου θ’ αποφύγουμε την υιοθέτηση μαρξιστικών αντιλήψεων). Σίγουρα, είχε κάποια οργάνωση και μία ιδεολογική κοσμοθεωρία, η οποία θα εξέφραζε τον θυμό των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων έναντι των εντεινόμενων, ειδικά στον 14ο αιώνα, κοινωνικών αντιθέσεων. Είχαν επιρροή στον λαό, όχι τόση στην μεσαία τάξη και στους ευγενείς, όμως, γι’ αυτό θ’ αποτελούσε λάθος να ταυτίσουμε τους Ζηλωτές με όλους τους φτωχούς, καθώς θα οδηγούμασταν σε υπεραπλουστεύσεις.

Η εκδήλωση του κινήματος των Ζηλωτών διαδραματίστηκε το 1342. Αφορμή η κίνηση του διοικητή της Θεσσαλονίκης Θεόδωρου Συναδηνού να προσκαλέσει τον Καντακουζηνό να καταλάβει την πόλη.

Η ριζοσπαστική ομάδα ήταν εχθρικά διακείμενη στον τελευταίο για δύο λόγους, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ι. Ρωμανίδης. Πρώτον, λόγω της συμπάθειάς τους προς την δυναστεία των Παλαιολόγων, η οποία σταθερά κυβερνούσε την περιοχή, όπως αναφέρεται και πιο πάνω. Δεύτερον, λόγω της ενίσχυσης του Καντακουζηνού. στην κεντρική εξουσία, ενώ το κίνημα αυτό ήταν υπέρ της διοικητικής αυτονομίας.

Οι Ζηλωτές, αντιλαμβανόμενοι τις προθέσεις του διοικητή, ξεσήκωσαν τον δήμο έναντι των ευγενών, δίχως να είναι εφικτό για τον Συναδηνό και τους λίγους άνδρες του ν’ αντισταθούν. Ακολούθησε ένα όργιο αίματος, με τους μαινόμενους Ζηλωτές να επιτίθενται στους ευγενείς αλλά και σε οποιονδήποτε δεν τους ακολουθούσε. Για ένα τριήμερο, οι Ζηλωτές έσφαζαν τους αντιπάλους τους, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τις οικίες τους. Μάλιστα, ο Ι. Καντακουζηνός (πλέον, για λόγους συντομίας: Ι.Κ.) στα απομνημονεύματά του συγκρίνει την εικόνα της Θεσσαλονίκης με εικόνα αλωθείσας πόλης (“η Θεσσαλονίκη ώσπερ υπό πολεμίων εδηούτο, και ουδέν ην ό,τι μη τελούμενον ωράτο των επί αλώσει γινομένων πόλεων”).

Η Θεσσαλονίκη ήταν πλέον στα χέρια των Ζηλωτών και των ακολούθων τους.

Σε άλλες περιπτώσεις (λ.χ. στο ως άνω παράδειγμα της Αδριανούπολης), μετά το πλιάτσικο, οι ταραχές ηρέμησαν και οι εξεγερμένοι δέχτηκαν τον έλεγχο της Αντιβασιλείας (Άννα – Καλέκας – Απόκαυκος). Ωστόσο, οι Ζηλωτές δεν θα παρέδιδαν τόσο εύκολα την εξουσία.

Γι’ αυτό, οι δύο μεριές προέβησαν σε έναν συμβιβασμό. Αφενός, οι Ζηλωτές θα δέχονταν την αποστολή χερσαίων δυνάμεων από τον Απόκαυκο, προκειμένου η πόλη να μην καταληφθεί από τις δυνάμεις του Ι. Κ., αφετέρου ο Απόκαυκος, βλέποντας στους Ζηλωτές έναν σημαντικό εταίρο στο αντικαντακουζηνικό μέτωπο, έστειλε στην Θεσσαλονίκη άνθρωπο της Αντιβασιλείας, ο οποίος θα διακυβερνούσε την πόλη (όντας στην πραγματικότητα μαριονέτα των Ζηλωτών). Η αποκέντρωση, η τόσο ποθητή από τους Ζηλωτές, είχε πετύχει, μέσω της απόλυτης υποταγής, ηθελημένης ή όχι, στην παλαιολόγεια δυναστεία, η οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε από το ζηλωτικό καθεστώς.

Όντας οι κυρίαρχοι του εν Θεσσαλονίκη πολιτικού παιχνιδιού, ήταν εφικτό για τους Ζηλωτές να εφαρμόσουν το πολιτικό πρόγραμμά τους: δήμευση περιουσίας ευγενών αλλά και μονών και εκκλησιών.

Τα γεγονότα του 1345

Το έτος 1345 αποτελεί καμπή για τον εμφύλιο πόλεμο. Στην συμβασιλεύουσα, τον έλεγχο της πόλης εκ μέρους της Αντιβασιλείας ασκούσε ο μέγας πριμηκήριος, Ιωάννης Απόκαυκος, γιος του Αλεξίου. Αυτός, ενοχλημένος από τον εμφανή – και κατά τον ίδιο, άδικο – παραγκωνισμό του από τον αρχηγό των Ζηλωτών, Μιχαήλ Παλαιολόγο προσέγγισε τους εναπομείναντες εντός της πόλης οπαδούς του Ι.Κ., προσποιούμενος ότι είναι πλέον με το μέρος τους. Μετά από λίγο, ο Μ. Παλαιολόγος δολοφονείται μετά από ενέδρα, ενώ ο μέγας πριμηκήριος αναλαμβάνει την διακυβέρνηση, αφενός φυλακίζοντας επιφανείς Ζηλωτές αφετέρου φορολογώντας τους καντακουζηνικούς συνεργάτες του.

Το αυτό έτος, στην Κωνσταντινούπολη, ενόσω ο Αλέξιος Απόκαυκος επιτηρούσε μία φυλακή πολιτικών κρατουμένων, αυτοί εξεγέρθηκαν και τον σκότωσαν. Αυτή η εξέλιξη επηρέασε το καθεστώς της Θεσσαλονίκης. Ο μέγας πριμηκήριος κάλεσε τον Ι.Κ. για να του παραδώσει την πόλη, ενώ λίγο μετά συνέλευση επιφανών πολιτών “επικύρωσε” την απόφαση.

Μόνος από τους ηγετικούς Ζηλωτές που δεν είχε συλληφθεί ήταν ο ηγέτης της μετριοπαθούς πτέρυγας, Ανδρέας Παλαιολόγος, ο οποίος ναρκοθετούσε τις όποιες συσκέψεις γίνονταν για την παράδοση της πόλης, ενώ σε συνεργασία με κάποιον Κοκκαλά εξαπάτησαν τον Απόκαυκο προκειμένου να καθυστερήσει η παράδοση, ξεσηκώνοντας παράλληλα τον λαό.

Μέχρι ο Απόκαυκος να καταλάβει την προδοσία, ήταν αργά. Οι Ζηλωτές ήταν κύριοι της πόλης, όσο ο Απόκαυκος με λίγους υποστηρικτές του παρέμεναν κλειδωμένοι στην ακρόπολη.

Μετά από λίγο, ο Απόκαυκος και οι ευγενείς εκτελέστηκαν δίχως να ανακόψουν την οργή του όχλου, ο οποίος προέβη σε σφαγές και παντός είδους έκτροπα μέσα στην πόλη.

Εκτιμώ ότι οι σκοποί του Ιωάννη Απόκαυκου, παρότι ωφελιμιστικοί, έγιναν καλή τη πίστει. Εντούτοις, η ολιγωρία του στην ανάληψη δράσης σε κρίσιμη στιγμή έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των Ζηλωτών, οι οποίοι μετά τα γεγονότα του 1345 ασκούσαν τον απόλυτο έλεγχο στην πόλη, δίχως να δίνουν λόγο πουθενά (το ότι αναγνώριζαν τον ανήλικο Ιωάννη ως αυτοκράτορα ήταν καθαρά τυπικό). Έπρεπε να έλθει το 1348 προκειμένου να αποσταλεί ο επόμενος απεσταλμένος της Αντιβασιλείας, Θεόδωρος Μετοχίτης.

Ζηλωτές: το τέλος

Το 1347, επήλθε η συμφιλίωση του Ι.Κ. με την αυτοκράτειρα Άννα και η στέψη του στην Παναγία των Βλαχερνών (όπως εύγλωττα αναπαριστά το γεγονός ο Αλεξανδρινός στο ποίημά του “Από υαλί χρωματιστό”). Η στέψη αποτέλεσε το τελειωτικό χτύπημα στην όποια ρητορική των Ζηλωτών, οι οποίοι εξακολουθούσαν να μην αναγνωρίζουν τον Ι.Κ., ενώ παράλληλα έχαναν όλο και περισσότερο την δημοφιλία τους ανάμεσα στον δήμο, καθώς ο τελευταίος υπέφερε τόσο από την επιδημία της πανώλης, όσο και από την πείνα λόγω της έλλειψης εφοδίων. Η έλευση του Μετοχίτη και ο σταδιακός εκτοπισμός του Ανδρέα Παλαιολόγου εξαγρίωσε τους Ζηλωτές, οι οποίοι αποπειράθηκαν να παραδώσουν την πόλη στον κράλη της Σερβίας, Στέφανο Δουσάν, ωθώντας στην απώλεια κάθε υποστήριξης εντός της πόλης. Ακολούθως, οι οργισμένοι Θεσσαλονικείς απευθύνθηκαν στην ΚΠολη προκειμένου να επανέλθει η πόλη στα ρωμαϊκά χέρια.

Το 1349, ο Ι.Κ. μαζί με τον διάδοχο Ιωάννη εισήλθαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, μέσα σε ντελίριο ενθουσιασμού από τους πολίτες της. Μετά επτά χρόνια, η Θεσσαλονίκη ήταν ξανά υπό τον βυζαντινό έλεγχο, ενώ οι ηγέτες των Ζηλωτών πήραν την άγουσα είτε προς τις φυλακές είτε προς την εξορία.

Αυτός ο διάχυτος ενθουσιασμός των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα σε αυτούς και οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, αποδομεί την πλήρη ταύτιση αυτών με τους Ζηλωτές. Άλλωστε, όπως επισημαίνει και ο Κ. Κωτσιόπουλος “η ένταξη ευγενών στις τάξεις των Ζηλωτών και μάλιστα σε αρχηγικές θέσεις μας εμποδίζει να δούμε το ζηλωτικό κίνημα ως μια αντίδραση του απλού λαού ενάντια στους πλουσίους”.

Συμπεράσματα – Επίλογος

Οι Ζηλωτές είχαν τον έλεγχο της Θεσσαλονίκης για 7 χρόνια. Τα πρώτα 3 χρόνια, μέχρι και τα γεγονότα του 1345, είχαν τον έλεγχο της πόλης, σε συνδυασμό, όμως, με τον χαλαρό έλεγχο του διοικητικού απεσταλμένου του κεντρικού κράτους, ασκώντας μία σχετικά ήπια διακυβέρνηση.

Μετά τα γεγονότα του 1345, οι Ζηλωτές αποτέλεσαν τους κυρίους της πόλης, εγκαθιδρύοντας μία σκληρή δικτατορία, αποκομμένοι από την κεντρική εξουσία ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την τόσο ποθητή αποκέντρωση. Μία δικτατορία, ένα καθεστώς, το οποίο πολλοί σύγχρονοι, όπως ο Φιλόθεος Κόκκινος, χαρακτήρισαν με τα χειρότερα λόγια (“κακίστους και δύσνους…αλιτηρίους και αποστάτας, μιαρούς δε τινάς και φθόρους και κοινούς ολετήρας του ανθρωπείου γένους οφθέντας”, από το “Βίος του Αγίου Σάββα του Νέου”). Για το ίδιο κίνημα, ο νομικός Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, ένας από τους σπουδαιότερους λογίους της ύστερης βυζαντινής εποχής, ζήτησε από την Εκκλησία να προβεί στον αναθεματισμό ή τον αφορισμό των Ζηλωτών (στο “Περί των τριών συνοδικών τόμων”).

Εξ αντιδιαστολής, επειδή αναφέρω κείμενα προσωπικοτήτων, τους οποίους κάποιος υποστηρικτής των Ζηλωτών θα έλεγε ότι αποτελούσαν την ελίτ και γι’ αυτό εχθρεύονταν τους Ζηλωτές, προτιμώ να αναφέρω το ότι το πόσο εύκολα κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος το ζηλωτικό καθεστώς δείχνει την έλλειψη λαϊκού ερείσματος εντός της πόλης της Θεσσαλονίκης, ενώ οι αντίπαλοί τους, όπως ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος Παλαμάς, έγιναν δεκτοί με πρωτοφανή κύματα ενθουσιασμού από τον δήμο. Αυτές οι αντιδράσεις, και πιο συγκεκριμένα η απάθεια μετά την δολοφονία του Μιχαήλ Παλαιολόγου αλλά και ο ενθουσιασμός του δήμου κατά την ενθρόνιση του Γρηγορίου Παλαμά, κορυφαίας μορφής του ησυχαστικού κινήματος το οποίο δεν κοιτούσαν θετικά οι Ζηλωτές, αποδεικνύουν το ότι οι κατώτερες τάξεις δεν ήταν ταυτισμένοι με την ζηλωτική πολιτική.

Έπειτα, το ότι το έμβλημα των Ζηλωτών ήταν ο σταυρός όπως και η πιθανής υιοθέτηση αντιησυχαστικών απόψεων εκ μέρους τους ενισχύει την άποψη ότι δεν υπήρξε ένα αληθινά αντιεκκλησιαστικό κίνημα, αλλά ότι περισσότερο αντιτίθετο στην ιεραρχία της Εκκλησίας.

Βιβλιογραφία:
1) Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος: Το Κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349): Θεολογική και Κοινωνιολογική Διερεύνηση
2) Δημήτρης Μαγριπλής: Πολιτική και θρησκεία στην κοινωνία του Βυζαντίου: μια απόπειρα κοινωνιολογικής ανάλυσης του κινήματος των Ζηλωτών (1342 – 1349 μ.Χ.)
3) Μόσχος Κουμπής: Ο ανταγωνισμός για την εξουσία και ο εμφύλιος πόλεμος (1341-1347)
4) George Ostrogorsky: Ιστορία του βυζαντινού κράτους
5) Ιωάννης Καντακουζηνός: Απομνημονεύματα
6) Απ. Βακαλόπουλος: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, α’ τόμος

,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *