Η κυβέρνηση της κατ’ ευφημισμόν «Αριστεράς» (και διά το θυμηδέστερον «ριζοσπαστικής») εισηγείται την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος: Να απαλειφθεί από τον καταστατικό χάρτη της χώρας η ιστορική πιστοποίηση και της κοινής βούλησης προσεπικύρωση ότι «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας». Εχοντας αποβάλει κάθε ίχνος «φύλλου συκής» αριστερών προσχημάτων και υπηρετώντας, τρία χρόνια τώρα, ως ο ευπειθέστερος των λακέδων, τα βίτσια και τις ορέξεις των «Αγορών», θέλει να βεβαιώσει ο ΣΥΡΙΖΑ αναλλοίωτο τον «ριζοσπαστικό» αριστερισμό του αναμασώντας μπαγιάτικα αντιθρησκευτικά στερεότυπα. Θέλει το κράτος να είναι «ουδετερόθρησκο».
Ομως η ξιπασιά της «προοδευτικής» επαρχιωτίλας έγινε αφορμή να ακουστούν, από το βήμα της Βουλής, αγορεύσεις και παρεμβάσεις διαφορετικού επιπέδου και άλλης ποιότητας: στους αντίποδες της μικρονοϊκής επιθετικότητας που κυριαρχεί, κατά κανόνα, στο κοινοβούλιο. Οχι ότι έλειψε η φανατισμένη στενομυαλιά ή ο χυδαϊσμός της αλαζονικής αγραμματοσύνης. Ακούστηκαν όμως και αγορεύσεις που ξάφνιαζαν με τη σοβαρότητα και την εμπεριστατωμένη γνώση που προϋπέθεταν – γνωρίσματα σπάνια στην ελλαδική κοινοβουλευτική πρακτική.
Για να υποστηρίξει τα προτερήματα του «ουδετερόθρησκου» πολιτεύματος, ο καθηγητής και βουλευτής Αριστείδης Μπαλτάς επικαλέστηκε ως δεδομένη την απροσδιοριστία δογματικής (ιδεολογικής) θρησκευτικότητας των Ελλήνων. Παρατήρησε εύστοχα ότι ο Ελληνας εκφράζει την απόλυτη απαξίωση κάποιου, με τον χαρακτηρισμό: «δεν έχει ιερό και όσιο»! Θεωρεί, επίσης, ως ύψιστη δέσμευση, να ορκιστεί «σε ό,τι έχει ιερό».
Με την παρατήρησή του ο κ. Μπαλτάς διέσωσε, μάλλον ανεπίγνωστα, την πιστοποίηση ότι οι Ελληνες, ναι, δεν ήταν ποτέ ένας «θρησκευόμενος» λαός, ενώ ήταν πάντοτε ένας λαός με πρωτεύοντα τον «μεταφυσικό» προβληματισμό. Η θρησκεία είναι και ήταν πάντοτε ένα ατομοκεντρικό γεγονός, θεσμοποιημένη προσπάθεια «αιώνιας» κατασφάλισης του εγώ. Προϋποθέτει ατομικές παραδοχές – πεποιθήσεις (δόγματα), ατομικά κατορθούμενες «αρετές», αξιόμισθη πειθάρχηση του ατόμου σε δεδομένο Ηθικό Νόμο και σε ιεροπρακτικές τελετουργίες – αποβλέποντας με όλα αυτά στην ατομική «σωτηρία»: να διασωθεί το εγώ σε ατελεύτητο γραμμικό χρόνο και σε συνθήκες πιθανολογούμενης ολβιότητας.
Στους αντίποδες, κυριολεκτικά, αυτού του ατομοκεντρισμού της θρησκείας βρίσκονταν οι ελληνικές μεταφυσικές αναζητήσεις – πάντοτε: τόσο στον προχριστιανικό όσο και στον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό. Θα τολμούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η «γενέθλια ταυτότητα» του Ελληνισμού συνοψίζεται στη φράση του Ηράκλειτου: «Κριτήριον αληθείας» είναι «ο τρόπος τής του παντός διοικήσεως», «κοινός λόγος (τρόπος) και θείος». Πρόκειται για τον λόγο (τρόπο) με τον οποίο συνυπάρχουν τα υπαρκτά, τρόπο «λογικών» σχέσεων (τάξης, αρμονίας, κοσμιότητας). Αυτή η «κατά λόγον» κοινωνία των σχέσεων (τρόπος αγέννητος, άφθαρτος, αιώνιος, επομένως τρόπος του «αληθεύειν») γίνεται για τους Ελληνες στόχος υπαρκτικός, αφού ο άνθρωπος «φύσει ορέγεται του αθανατίζειν». Γεννάει την «πόλιν», τον «πολιτικόν βίον», ως «άθλημα αληθείας», όχι ως χρηστική, ωφελιμοθηρική επιδίωξη.
Το τραγωδικό στοιχείο στο πολιτικό άθλημα των Ελλήνων για την πραγμάτωση της αλήθειας είναι η ταύτιση της αλήθειας με την ανερμήνευτα δεδομένη (δίκην ειμαρμένης) λογικότητα των σχέσεων κοινωνίας. Την άρση του αδιεξόδου θα κομίσει το χριστιανικό «ευ-αγγέλιο»: Αιτιώδης Αρχή του υπάρχειν δεν είναι μια αινιγματική αναγκαιότητα, αλλά μια αυτοσυνείδητη ελευθερία. Υπάρχει η Αιτιώδης Αρχή, επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και θέλει να υπάρχει, επειδή αγαπάει. «Ο Θεός αγάπη εστί» – η αγάπη δεν είναι ηθικό ιδίωμα, γνώρισμα συμπεριφοράς, είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει η πηγή της ύπαρξης.
Ετσι, η «πόλις» των Ελλήνων, ο «πολιτικός» βίος, η αριστοτελική μετάβαση από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς», θα βρουν τον οντολογικό φωτισμό τους. Η ελευθερία, από ωφελιμιστικό «δικαίωμα», θα γίνει ο στόχος της υπαρκτικής πληρότητας. Το χρηστικό αίτημα της λειτουργικής συλλογικότητας (αίτημα της ευταξίας, αρμονίας, κοσμιότητας στην κοινωνία των σχέσεων) θα βασιστεί για τους Ελληνες όχι σε κάποια εξουσιαστική «αυθεντία» (πάπα, βασιλέα, ιερατείο, κόμμα, «Αγορές») ούτε σε κάποια «σύμβαση» (νομοθεσία, σύνταγμα, συνθήκη), αλλά στο άθλημα της κοινότητας-ενορίας, του κοινοτικού βίου, όπως a posteriori (και ως αιτούμενο) το ανέλυσαν οι γραφίδες του Κωνσταντίνου Καραβίδα, του Νικόλαου Πανταζόπουλου, του Νίκου Σβορώνου.
Κοντολογίς: Το γεγονός ότι η Ελλάδα μιμήθηκε τα «συντάγματα» των «πεφωτισμένων και λελαμπρυσμένων της Εσπερίας κρατών», βεβαιώνει τον μεταπρατικό χαρακτήρα (μίμησης και πιθηκισμού) του νεωτερικού, ελληνώνυμου συλλογικού μας μορφώματος – ανταλλάξαμε τον ελληνικό κοσμοπολιτισμό με την «εθνική» βαλκανική επαρχιωτίλα. Το ότι στο «σύνταγμά» μας αλλοτριώνουμε το εκκλησιαστικό γεγονός σε «επικρατούσα θρησκεία», δίνει τη χαριστική βολή σε κάθε ελπίδα ιστορικής επιβίωσης της ελληνικότητας.
Επιφυλλίδα του Χ. Γιανναρά στην εφημερίδα Καθημερινή στις 9/12/18