Η ανάπτυξη της Ιστοριογραφίας: Από τα Ομηρικά έπη στον Θουκυδίδη

Εικόνα: Η πρώτη εκτυπωμένη έκδοση των Ιστοριών του Ηροδότου, από τον Γάλλο τυπογράφο Jacques le Rouge (Βενετία, μετά το 1474). Λατινική μετάφραση Lorenzo Valla.

Γιάννης Σαρρής – 20/10/2023 – ΦΙΛΑΛΗΘΕΙΑ

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, η ελληνική λέξη «ἱστορία» σημαίνει αφενός το σύνολο των γεγονότων του παρελθόντος και των σχετικών με αυτά αναμνήσεων που διασώζονται στο παρόν και αφετέρου την ιστοριογραφία, δηλαδή την διαδικασία της συστηματικής καταγραφής τους ως κληροδοτήματος για τις επόμενες γενεές. Σαφώς, το πρώτο σημαινόμενο απετέλεσε προϋπόθεση του δευτέρου και, συνεπώς, η σύλληψή του προηγήθηκε χρονικά. Σε διάφορους ανεπτυγμένους πολιτισμούς παρουσιάσθηκε ένα ποικίλου βαθμού ενδιαφέρον για την ιστορία, που όμως δεν ακολουθήθηκε πάντα από μια προσπάθεια συστηματοποιημένης και αυστηρά λογικής αποδελτιώσεώς της ανεξάρτητη από μυθολογικές παραδόσεις, θρησκευτικές διόπτρες και μεταφυσικές προσδοκίες. Ο κλασικός πολιτισμός των Ελλήνων ήταν από τους λίγους που έφθασαν σε αυτό το επίπεδο και οι ιστορικοί του απετέλεσαν υπόδειγμα για τον μετέπειτα δυτικό κόσμο. 

Στην Μεσοποταμία και την Αίγυπτο, ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ., ξεκίνησαν να καταγράφονται ιστορικά γεγονότα σε μνημειώδεις επιγραφές, που αφορούσαν κυρίως κατορθώματα ηγεμόνων και συχνά συνιστούσαν μέσα κρατικής προπαγάνδας. Στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., οι Κινέζοι γραφειοκράτες άρχισαν να καταγράφουν σε αρχεία ιστορικά στοιχεία, κυρίως πληροφορίες για δραστηριότητες κρατικών αξιωματούχων. Περίπου την ίδια περίοδο, Ισραηλίτες συνέγραψαν την Παλαιά Διαθήκη, η οποία αν και περιέχει πολλές ιστορικές πληροφορίες είχε πρωτίστως ιερό-λατρευτικό σκοπό. Μολονότι τέτοιες καταγραφές θεωρούνται πολύτιμες ιστορικές μαρτυρίες, δεν συγκροτούν μια συνεχή ιστορική αφήγηση σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια ιστοριογραφίας.

Στον ελλαδικό χώρο, το ενδιαφέρον για το «ευκλεές» παρελθόν αποτυπώθηκε πρώτη φορά με ποιητικό ύφος στα Ἕπη του Ομήρου κατά την Γεωμετρική περίοδο (8ος αιώνας π.Χ.). Αυτά αφορούσαν τον θρυλικό πόλεμο μεταξύ Αχαιών και Τρώων, τον οποίον οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν επιβεβαιώσει και τοποθετήσει γύρω στο 1200 π.Χ. Επρόκειτο μάλλον περί δύο καλοδουλεμένων συμπιλημάτων από αρχαιότερες προφορικές παραδόσεις και μύθους. Υφίστανται διχογνωμίες αναφορικά με την ακριβή προέλευση του περιεχομένου των επών και μάλιστα στο παρελθόν ορισμένοι ερευνητές αμφέβαλλαν ότι ο Όμηρος ήταν ένα συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο. Σίγουρα, πάντως, τότε δεν υπήρχε η ατομικιστική έννοια των πνευματικών δικαιωμάτων όπως την γνωρίζουμε σήμερα, καθώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τα έπη και τους μύθους ως συλλογική κληρονομιά στα πλαίσια μιας πνευματικής κοινοκτημοσύνης. Τα έπη εξιστορούσαν -με στοιχεία υπερβολής και μεταφοράς- τα πεπραγμένα ηρώων του παρελθόντος, σκιαγραφώντας την ψυχολογική ιδιοσυγκρασία και τα πάθη τους, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις τους με ανθρωπομορφικούς θεούς, οι οποίοι παρότι επίσης εμφάνιζαν τέτοια πάθη είχαν την δύναμη να διαμορφώνουν το πεπρωμένο. Μάλιστα, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το πολυμήχανο και περιπετειώδες πνεύμα που ενσαρκώνει ο Οδυσσέας αποτελούσε το αρχέτυπο του αρχαϊκού Έλληνος, ο οποίος προβληματίσθηκε φιλοσοφικά, εξερεύνησε, ταξίδευσε, εφηύρε και καινοτόμησε. Σαφώς, η μυθολογική διάσταση των επών τους αφαιρεί ιστορικό ρεαλισμό και οδήγησε μετέπειτα ορθολογιστές φιλοσόφους όπως τον Πλάτωνα να αμφισβητήσουν ακόμη και την παιδαγωγική-ηθοπλαστική αξία τους. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο καθ’ όλα ορθολογιστής Θουκυδίδης δεν δίστασε να μεταχειριστεί την Ιλιάδα ως ιστορική πηγή για τον Τρωικό Πόλεμο. Η λυρική ποίηση της μεταγενέστερης αρχαϊκής περιόδου, οι ταξιδιωτικές αφηγήσεις και οι περίπλοι που παρέχουν πληροφορίες για τα κύματα αποικισμού και η πεζογραφία που αναπτύχθηκε τον 6ο αιώνα -ύστερα από την διάδοση της γραφής- θεωρούνται επίσης πρόδρομοι της ιστοριογραφίας.

Ο συνδυασμός γενεαλογικών, γεωγραφικών και εθνογραφικών στοιχείων σε μία ενιαία αφήγηση του παρελθόντος πραγματοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο (484 – 425 π.Χ.), ο οποίος έχει χαρακτηρισθεί ως ο πατέρας της ιστορίας. Στα 9 βιβλία των «Ἱστοριῶν» του, πραγματεύεται κυρίως την επέκταση της Περσικής αυτοκρατορίας σε τρεις ηπείρους και την σύγκρουσή της με τους Έλληνες. Διακηρυγμένος στόχος του ήταν να καταγράψει τα «γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ», ώστε να μην λησμονηθούν έργα μεγάλα και θαυμαστά (Ἱστορίαι, 1.1). Ο Ηρόδοτος μετέφερε ιστορικές μαρτυρίες σχολιάζοντας την αξιοπιστία τους και εξέθεσε τις απόψεις του για τις αιτίες των γεγονότων, όμως ο λόγος του συχνά αμφιταλατευόταν μεταξύ περιγραφικού ρεαλισμού και ευφάνταστης μυθολογίας.

Γι’ αυτόν τον λόγο, εξάλλου, δέχθηκε κριτική από τον μέγα Θουκυδίδη (460 – 395 π.Χ.), ο οποίος θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως ο σπουδαιότερος ιστορικός της αρχαιότητας. Στα 8 βιβλία της «Συγγραφῆς» του πραγματεύθηκε τον ανταγωνισμό μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών και τον Πελοποννησιακό πόλεμο, μέσω κριτικής και διεισδυτικής αφηγήσεως, η οποία ανασυνέθεσε με ακρίβεια χρονικώς εκτεταμένες αλληλουχίες γεγονότων, ενεργειών και εξελίξεων όπου ενεπλάκη μεγάλος αριθμός προσώπων καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. Επιδίωκε να αποδίδει την μία ωμή αντικειμενική αλήθεια με τρόπο ορθολογικό, αναζητούσε για κάθε γεγονός λογικά αίτια απορρίπτοντας μεταφυσικές υποθέσεις και διασταύρωνε προσεκτικά τις πηγές του. Οραματιζόταν να δημιουργήσει ένα «κτῆμα ἐς αἰεὶ» ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές. Συμπλέοντας με την οντολογία του Παρμενίδη, ο Θουκυδίδης πίστευε ότι η φύση των ανθρώπων, παρά τις συγκυριακές και επιφανειακές μεταβολές της συμπεριφοράς τους, παραμένει ριζικά μία και απαράλλακτη. Ως εκ τούτου, οι πράξεις τους σε κάθε εποχή και περιοχή επαναλαμβάνονται, καταδικάζοντας την ιστορία σε μια αέναη ανακύκληση. Τούτη η άποψη ήταν ευρύτερα συμβατή με τις παγανιστικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τον κόσμο και τον χρόνο. Ο χρόνος οριζόταν από κύκλους ανατολών, φεγγαριών, εποχών, ακόμη και Ολυμπιακών αγώνων, στων οποίων την αρχή και το τέλος ο κόσμος επανέρχεται πάντα στην ίδια κατάσταση. Στο έργο του Θουκυδίδου, ειδικότερα, καταδείχθηκε πως οι άνθρωποι παρουσιάζουν τις ίδιες αδυναμίες και μπορούν να διαφθείρονται με τον ίδιο τρόπο από την εξουσία, ξανά και ξανά, ανεξαρτήτως εάν αυτοπροσδιορίζονται ως δημοκρατικοί, ολιγαρχικοί ή οπωσδήποτε αλλιώς. Επιπλέον, ο Θουκυδίδης καινοτόμησε στις στρατηγικές και πολιτικές αναλύσεις του, οι οποίες αργότερα ενέπνευσαν την πολιτική φιλοσοφία του Niccolo Machiavelli και του Thomas Hobbes, την Ρεαλιστική σχολή γεωπολιτικής σκέψεως τον 20ο αιώνα και πολλούς άλλους. Σύμφωνα με την θεώρησή του, η ιστορία γράφεται από πολέμους και πολιτικά συμφέροντα που υπαγορεύονται από συσχετίσεις ισχύος, γεωγραφικούς παράγοντες αλλά και ανθρώπινα πάθη όπως η αλαζονεία και η φιλαρχία. Στην πράξη καθίσταται αναπότρεπτη η υπεροχή της δύναμης σε σχέση με το δίκαιο. Άλλωστε, οι Αθηναίοι κατέστρεψαν συθέμελα την Μήλο όχι γιατί δεν συνειδητοποιούσαν το άδικο της πράξεως, αλλά επειδή ήσαν ισχυροί. Οι ισχυροί προχωρούν μέχρι εκεί όπου τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι ανίσχυροι υποχωρούν μέχρι το σημείο που τους επιβάλλει η αδυναμία τους. Η διαπίστωση αυτή φαίνεται κυνική, όμως ανταποκρινόταν στην «ορθολογική» εποχή του Θουκυδίδη, ο οποίος απλώς την ανεγίγνωσκε ευκρινώς, χωρίς να ασχολείται με ηθικά ευχολόγια. Τοιουτοτρόπως, διαχώρισε με σαφήνεια την αποστολή του ιστορικού από αυτήν του ηθικολόγου. 

Το πρωτότυπο έργο του Θουκυδίδη φιλοδόξησε να συνεχίσει ο Ξενοφών (430 – 355 π.Χ.), ο οποίος καθιέρωσε νέα είδη ιστοριογραφίας όπως την μυθιστορηματική βιογραφία και το εγκώμιο. Ο Θουκυδίδης παρέμεινε πρότυπο και για τους ιστοριογράφους της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής περιόδου. Με την πάροδο του χρόνου οι καλλιεργημένοι Έλληνες αφενός γίνονταν περισσότερο ορθολογιστές και αφετέρου γνώριζαν σε μεγαλύτερο βάθος διαφορετικούς τόπους και πολιτισμούς, καθώς λόγω των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Ρωμαίων προήγετο ένα είδος παγκοσμιοποιήσεως και πολιτιστικού συγκρητισμού. Κατά συνέπεια, ο Πολύβιος (203 – 120 π.Χ.) και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (80 – 20 π.Χ.) επιχείρησαν την συγγραφή μίας οικουμενικής ιστορίας με αναφορές σε όλα τα γνωστά τους έθνη. Στους πρώτους αιώνες μετά Χριστόν, οπόταν οι Έλληνες συνέχισαν να ενσαρκώνουν τον πνευματικό κολοφώνα της παγκοσμιοποιημένης πλέον Pax Romana, ξεχώρισε η ιστοριογραφία του Πλουτάρχου (45 – 120 μ.Χ.) και του Αρριανού (95 – 175 μ.Χ.). Ύστερα από τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας και την μεταφορά του κέντρου της στο ελληνιστικό Βυζάντιο, αναπτύχθηκαν νέα γραμματολογικά είδη αλλά οι τάσεις στην ιστοριογραφία δεν διαφοροποιήθηκαν αισθητά. Μερικοί από τους σημαντικότερους ιστοριογράφους της Ρωμανίας από τον 4ο έως τον 15ο αιώνα, που πολλές φορές αντέγραφαν το ύφος και τις μεθόδους κλασικών συγγραφέων, ήσαν οι Προκόπιος, Αγαθίας, Μένανδρος, Ευάγριος, Λέων Διάκονος, Ψελλός, Ατταλειάτης, Βρυέννιος, Χωνιάτης, Κριτόβουλος, Σφραντζής και Χαλκοκονδύλης. Κατά την μελέτη αυτής της περιόδου, βέβαια, προέχει όχι τόσο η ανάλυση των τεχνικών μέσων της συγγραφής, όσο της νέας -επηρεασμένης από την Βίβλο- αντιλήψεως της Ιστορίας ως μίας έλλογης και θεϊκά σχεδιασμένης πορείας του κόσμου προς ένα τέλος.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Τσιριγώτης, Δ. (2023). Η ανθρώπινη φύση στην Ιστορία του Θουκυδίδη. Περιοδικό Φιλοσοφείν, 27, σελ.189-216.

Cartwright, D., & Warner, R. (1997). A Historical Commentary on Thucydides (1st ed.). University of Michigan Press.

Holborn, H. (1949). Greek and Modern Concepts of History. Journal of the History of Ideas, 10(1), σελ.3-13.

Momigliano, A. (1978). Greek Historiography. History and Theory, 17(1), σελ.1-28.

, , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *