Η Φιλοσοφία της Ιστορίας του Giambattista Vico

Γιάννης Σαρρής – 06/10/2023 – Φιλαλήθεια

Ο όρος «Φιλοσοφία της Ιστορίας» είθισται να αποδίδεται στον στυλοβάτη του Διαφωτισμού, Βολταίρο, ο οποίος στο ομώνυμο βιβλίο που εξέδωσε το 1765 υποστήριξε ότι χάρη στον «ορθό λόγο» η κοινωνία θα προοδεύσει νομοτελειακά ανεξαρτήτως θρησκευτικών προκαταλήψεων ή πολιτικών εμποδίων. Ωστόσο, στην εποχή του Διαφωτισμού ο πρώτος άνθρωπος που ασχολήθηκε επισταμένα με την ιστορία, προσπαθώντας να συναγάγει γενικά νοήματα φιλοσοφικού ενδιαφέροντος πίσω από την εκδίπλωσή της, ήταν ουσιαστικά ένας προνεωτερικός αντι-διαφωτιστής και κατά κάποιον τρόπο πρόδρομος του ρομαντισμού.

Ο Giambattista Vico (1668 – 1744) ήταν Ιταλός φιλόσοφος, νομικός και καθηγητής ρητορικής στο πανεπιστήμιο της Νάπολης, ο οποίος στάθηκε επιφυλακτικός απέναντι στον ρασιοναλισμό του Ρενέ Ντεκάρτ. Δεν αμφισβήτησε την λογική συνέπεια της καρτεσιανής επιστημονικής μεθόδου, αλλά δεν την αποδέχθηκε ως την μόνη εφικτή οδό προς την αλήθεια, διότι ελάχιστες εφαρμογές μπορεί να έχει στα πνεύματα και τις σχέσεις των ανθρώπων, οι οποίοι τείνουν να δημιουργούν δικές τους υποκειμενικότερες και ανορθολογικές πραγματικότητες. Τουτέστιν, η «γεωμετρία» των φυσικών δεν υποκαθιστά την φαντασία των ανθρώπων. Μάλιστα, η ρήση του αναφορικά με την κατασκευασιμότητα της αλήθειας (Verum esse ipsum factum), σε συνδυασμό με το έντονο ερευνητικό του ενδιαφέρον για το πώς αυτή εκφράζεται μέσα στην γλώσσα, οδήγησαν αρκετούς μελετητές να τον χαρακτηρίσουν ως προπομπό του γλωσσικού Κονστρουκτιβισμού (Constructivism). 

Στο συγγραφικό του έργο «Νέα Επιστημονική Σκέψη» (La Scienza Nuova, 1720-1744), ο Vico εξέθεσε τις απόψεις του για την ιστορία και διαμόρφωσε την θεωρία του με μία ιδιαίτερη μεθοδολογία, αξιοποιώντας την ευρυμάθεια και την ικανότητά του να προβαίνει σε ετυμολογικές και γλωσσολογικές αναλύσεις και συσχετίσεις. Άλλωστε, πίστευε ότι υφίσταται μία διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ των γλωσσικών, των κοινωνικών και των πολιτισμικών αλλαγών. Γι’ αυτόν τον λόγο, στηρίχθηκε στην ανάλυση φιλολογικών μνημείων, ποιημάτων και κυρίως μύθων. Διαπνεόμενος από την ουμανιστική επιθυμία περί επιστροφής στις πρωτότυπες πηγές (αν και με μία πιότερο διασταλτική έννοια), ο Vico δήλωνε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ιστορία ασφαλέστερη από αυτήν που αναδιηγείται ο δημιουργός της. Ο ίδιος χαρακτήρισε το έργο του ως πολιτική θεολογία αιτιολογημένη από την Θεία Πρόνοια (vien ad essere una teologia civile ragionata della provvidenza divina). Εν τούτοις, δεν υιοθέτησε την αντίληψη γραμμικής προόδου της ιστορίας που συχνά αποδίδεται τόσο στην μεσσιανική-βιβλική ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων, όσο και στην αισιοδοξία του Διαφωτισμού. Η πρωτοτυπία του Vico ενέκειτο στην αναβίωση μίας τρόπον τινά παγανιστικής προσλήψεως της ιστορίας ως μιας διαδοχής κύκλων με συγκεκριμένες φάσεις. Η Θεία Πρόνοια αυτοπραγματώνεται κατά την διαδοχή τέτοιων κύκλων, έτσι ώστε το ξετύλιγμα της «ιδανικής αιώνιας ιστορίας» να μοιάζει περισσότερο με σπείρα παρά με ευθεία γραμμή. Φερ’ ειπείν, θεωρούσε ότι στον ιστορικό κύκλο της αρχαιότητας συνετελέσθησαν τα αναγκαία εκείνα βήματα στην σκέψη που προλείαναν το έδαφος για την αποκάλυψη και την εδραίωση του χριστιανικού Λόγου. 

Κάθε έθνος ζει εντός ενός ιστορικού κύκλου καθώς γεννάται, ωριμάζει και πεθαίνει παραδίδοντας την σκυτάλη στο επόμενο, μέσα σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Μετά την προϊστορία των «γιγάντων» (όπως αποκαλούσε τους πρώτους ανθρώπους), με τους θεσμούς της θρησκείας, του γάμου και της ταφής (που αναλογούν στις αντίστοιχες μεταφυσικές ιδέες του Θεού, της ελευθερίας και της αθανασίας), ξεκίνησε ο ανθρώπινος πολιτισμός και συνάμα η πρώτη ιστορική φάση του, η «θεολογική». Στην εποχή των θεών, καθετί σπουδαίο εκφραζόταν με χρησμούς και οιωνούς. Ο λόγος αναπτύσσεται χάρη στην κοινή αίσθηση (sensus communis) που είναι εγγενής σε όλους τους ανθρώπους και τους επιτρέπει να φαντάζονται νοήματα μέσω συγκρίσεων, προκειμένου να αποκτούν μία κοινή αντίληψη και συνείδηση για το περιβάλλον τους. Απότοκο αυτής είναι η γλώσσα. Στην θεολογική εποχή, λοιπόν, όπου κυριαρχεί η Μεταφορά ως λειτουργία του λόγου, αναπτύσσεται η ποίηση. Η δεύτερη φάση είναι η εποχή των ηρώων, όπου οι πολιτείες διαφεντεύονται φεουδαρχικά από αριστοκράτες. Κατά την ηρωική περίοδο, η Μετωνυμία και η Συνεκδοχή κυριαρχούν ως λειτουργίες του λόγου, καθώς οι έννοιες μπορούν να υποδηλώνονται με λέξεις που αντιστοιχούν σε άλλες συγγενικές έννοιες. Στην τελευταία φάση του κύκλου, αυτήν των ανθρώπων, όλοι οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται ίσοι ως προς την φύση τους και διεκδικούν πολιτικά δικαιώματα. Σε αυτήν την «ανθρώπινη» φάση, της οποίας την αυλαία άνοιγε ο Διαφωτισμός στα χρόνια του Vico, κυριαρχεί ο αναφορικός λόγος και οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το περιβάλλον με άκαμπτα φίλτρα λογικής. Ο Vico πίστευε πως ο ορθολογισμός (ragione tutta spiegata), αφότου απομακρύνει την αίσθηση από τα πραγματικά -υπερορθολογικά- βάθη της ζωής, όταν φθάνει στα έσχατα όρια των δυνατοτήτων του καταρρέει, υποκύπτοντας στην «βαρβαρότητα του προβληματισμού» (barbarie della reflessione). Τότε τα ατομικά συμφέροντα διαρρηγνύουν κάθε κοινωνικό δεσμό, προκαλώντας εμφύλιες ταραχές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επέρχεται η δύση του ιστορικού κύκλου και η αυγή του επόμενου, με επαναφορά στην προϊστορική αναρχία των «γιγάντων» κι ακολούθως στην ποιητική-ανορθολογική φάση των θεών. Στην πολιτική κλίμακα, αναλογικά, η αστική δημοκρατία που σχεδίασαν οι ορθολογιστές τελικά μπορεί να μεταπέσει εύκολα σε άναρχη τυραννία των αισθήσεων, εφόσον λησμονείται το μέτρο που διδάσκει βιωματικά η παράδοση.

Επιπρόσθετο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Vico ότι στην εποχή του ψυχρού στοχασμού, οι άνθρωποι γίνονται θηρία αγριότερα απ’ ότι ήταν. Παλαιότερα διακατέχονταν από μια γενναιόδωρη αγριότητα από την οποία διέφευγαν περιστασιακά, καθότι μπορούσαν να την διαισθανθούν. Αντιθέτως, οι παρηκμασμένοι λαοί εκδηλώνουν μια αχάριστη και δειλή αγριότητα ενδεδυμένη με κολακείες και υποκριτικούς εναγκαλισμούς. Ύστερα από την πανηγυρική κατίσχυση του Διαφωτισμού, του φιλελευθερισμού και της υλιστικής τεχνοκρατίας, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι φανέρωσαν πράγματι μια αγριότητα λησμονημένη στην πάροδο των αιώνων. Η ορθολογική οργάνωση των μετα-Διαφωτιστικών κοινωνιών μπορεί να κατοχύρωσε νομικά τα δικαιώματα του ατόμου, αλλά ταυτόχρονα διέλυσε το ιερό δέος με το οποίο συνδεόταν παλαιότερα η έννοια του ανθρώπου, καθιστώντας τον δυνητική μεταβλητή σε ανήθικες εξισώσεις κέρδους και συμφέροντος. Βεβαίως, τα δεκάδες εκατομμύρια νεκρών που άφησαν πίσω τους οι νεωτερικοί πόλεμοι δεν αρκούν για να επαληθεύσουν το σύνολο της υπερ-ορθολογικής θεωρίας του Vico, αλλά ήταν αρκετά για να την επαναφέρουν έμμεσα στις φιλοσοφικές συζητήσεις. Όσο ζούσε το έργο του δεν είχε αναγνωρισθεί. Εξάλλου, ανάμεσα στους αισιόδοξους οπαδούς του εκκολαπτόμενου Διαφωτισμού ο ίδιος πρέπει να θύμιζε κάποιου είδους παράκαιρο και μεθοδολογικά άκυρο Δον Κιχώτη. Μολαταύτα, οι παρεμφερείς θεωρίες για την παρακμή του δυτικού πολιτισμού που παρουσίασαν στον 20ο αιώνα στοχαστές όπως ο Spengler και ο Toynbee καταδεικνύουν την διαχρονική αξία των πρωτότυπων προβληματισμών του.   

Ενδεικτικήβιβλιογραφία

Croce, B. (1913). The Philosophy of Giambattista Vico (μτφρ. R. G. Collinwood). The MacMillan Company.
Hobbs, C. L. (1996). Vico, Rhetorical Topics and Historical Thought. Historical Reflections, 22(3), σελ.559-585.
Tristram, R. J. (1983). Explanation in the New Science: On Vico’s Contribution to Scientific Sociohistorical Thought. History and Theory, 22(2), σελ.146-177.
Vico, G. (2015). Η Νέα Επιστημονική Γνώση (μτφρ. Γ. Κεντρωτής). Gutenberg.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *