ΚΟΥΖΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠ
Ο ρόλος του Τίτο στον Εμφύλιο * Το KKE απέφυγε για μεγάλο χρονικό διάστημα να καταγγείλει τη Γιουγκοσλαβία για τη στάση της. Προχώρησε δε σ” αυτή την καταγγελία προς το τέλος του Εμφυλίου, με άρθρο του N. Ζαχαριάδη, που έφερε τον τίτλο: «Το στιλέτο του Τίτο χτυπά πισώπλατα τη Λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα»
Πολλή συζήτηση έγινε, από τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου και μετέπειτα, για τη στάση της Γιουγκοσλαβίας και του Τίτο έναντι του KKE την περίοδο του αντάρτικου. Πολύ περισσότερο που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η υπό τον Ζαχαριάδη ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος φόρτωνε στη γιουγκοσλαβική ηγεσία την αποκλειστική σχεδόν ευθύνη για την ήττα στη διάρκεια του Εμφυλίου, με την περίφημη θεωρία του «πισώπλατου χτυπήματος». H στάση της Γιουγκοσλαβίας θεωρήθηκε καθοριστική για την έκβαση της σύγκρουσης, όχι μόνο από το KKE και τον ανταρτικό στρατό του, τον «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» (ΔΣΕ), αλλά και από την αντίπαλη πλευρά. Το KKE έκανε τότε λόγο για «πισώπλατο χτύπημα» του Τίτο που, μαζί με άλλους παράγοντες, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Αλλά και οι νικητές του Εμφυλίου δεν υστέρησαν σε παρόμοιες εκτιμήσεις. «H ρήξις Τίτο – Κομινφόρμ», σημειώνει π.χ. ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος, «διέσπασε τον μηχανισμό της υποστηρίξεως και την ενότητα των συμμοριακών στελεχών. H δημιουργία νέου μηχανισμού παροχής βοήθειας διαμέσου της Αλβανίας υπήρξεν ανεδαφική. Αι συνέπειαι του ρήγματος τούτου υπήρξαν καταστρεπτικαί διά τον συμμοριτισμόν, λόγω του κλεισίματος των συνόρων».
Μετά τον Εμφύλιο οι εκτιμήσεις του KKE για τον ρόλο της Γιουγκοσλαβίας στην έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ γνώρισαν αρκετές διακυμάνσεις. H 6η Ολομέλεια του KKE, τον Οκτώβριο του 1949, εκτίμησε ότι «είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως η τιτοϊκή προδοσία χειροτέρεψε τον συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του ΔΣΕ», κατηγορώντας εκτός των άλλων τη Γιουγκοσλαβία για συμμαχία με τον ιμπεριαλισμό και για «πισώπλατο χτύπημα» στον ΔΣΕ.
Ο Τίτο (στη φωτογραφία δεξιά, από την εποχή της Αντίστασης) ήρθε σε οξύτατη σύγκρουση με την ηγεσία του KKE και προσωπικά με τον γραμματέα του Νίκο Ζαχαριάδη (στην επάνω φωτογραφία, ο Νίκος Ζαχαριάδης, αριστερά, με τον Βασίλη Μπαρτζιώτα, μέλος του Πολιτικού Γραφείου)
Στην ομιλία του, στην 6η Ολομέλεια, που κυκλοφόρησε σε μπροσούρα με τίτλο «Καινούργια κατάσταση – Καινούργια καθήκοντα», ο N. Ζαχαριάδης πήγε ακόμη μακρύτερα σ’ αυτές τις εκτιμήσεις, κατηγορώντας τον γιουγκοσλάβο ηγέτη ως «προβοκάτορα» και λέγοντας χαρακτηριστικά: «Και πρέπει εδώ να το πούμε ανοιχτά ότι, αν απ’ το 1946 ήταν γνωστός ο άτιμος ρόλος του προβοκάτορα Τίτο, τότε το KKE δεν θα κατέληγε στην απόφαση να ξαναπάρει τα όπλα, θα ακολουθούσε άλλο δρόμο, πιο επίμονο, βασανιστικό, μακρύ, γιατί είναι ολοφάνερο πως δεν μπορούσε να προχωρήσει σε μια νέα ένοπλη αντιπαράθεση χωρίς να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα, τη στιγμή που ο μοναρχοφασισμός διέθετε την αμέριστη και ολόπλευρη αμερικανοαγγλική βοήθεια».
H θέση αυτή διορθώθηκε γρήγορα και στην 7η Ολομέλεια του 1950 αντικαταστάθηκε από την εκτίμηση πως «αν γνωρίζαμε από το 1946 τον ρόλο του Τίτο, δεν θα ξεκινούσαμε όπως ξεκινήσαμε».
* Οι ευθύνες στον Μπέρια
Οι θέσεις του KKE, αναφορικά με τον ρόλο που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία στην έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου, άλλαξαν ριζικά μετά το 1956, μετά την απομάκρυνση των Στάλιν και Ζαχαριάδη από την εξουσία και την επαναπροσέγγιση με τον Τίτο. H Κεντρική Επιτροπή του KKE, με απόφασή της, τον Μάιο του 1956, απέδιδε στον Μπέρια την επιδείνωση των σχέσεων KKE-ΚΚΓ, σημειώνοντας ότι «η διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας και στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας το 1948, ως συνέπεια της ξεσκεπασμένης τώρα προβοκατόρικης δράσης του Μπέρια, ζημίωσε την υπόθεση των λαών των δύο χωρών, όπως και την υπόθεση του παγκόσμιου στρατοπέδου της ειρήνης, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού».
Στη συνέχεια καταλογίζονταν ευθύνες στον Ζαχαριάδη για τη διακοπή των σχέσεων των δύο κομμάτων, και ο πρώην αρχηγός του KKE κατηγορούνταν ότι «προσπάθησε με συκοφαντικές επινοήσεις για «πισώπλατο χτύπημα» να μεταθέσει τις ευθύνες για την ήττα του ένοπλου αγώνα 1946-1949 στο αδελφό KK της Γιουγκοσλαβίας, περιπλέκοντας ακόμη πιο πολύ το ζήτημα τόσο από ελληνογιουγκοσλαβική όσο και από διεθνή πλευρά».
Σε ιστορική έρευνα για τον Εμφύλιο Πόλεμο, που παρουσιάστηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης», ο ρόλος που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο κατατασσόταν σε δύο φάσεις, αντιθετικές μεταξύ τους. H πρώτη καλύπτει την περίοδο από την έναρξη του δεύτερου αντάρτικου ως τη στιγμή που το γιουγκοσλαβικό KK συγκρούστηκε με τη Μόσχα και αποβλήθηκε από το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό). H δεύτερη αφορά την περίοδο από τη στιγμή εκείνη και μετά και ως την ήττα του ΔΣΕ.
* H σύγκρουση με τον Στάλιν
Στην πρώτη φάση η Γιουγκοσλαβία βοήθησε αποφασιστικά τον αντάρτικο αγώνα, καθώς «αποτελούσε το κέντρο, μέσα από το οποίο περνούσε όλη η διεθνιστική βοήθεια που πήγαινε στον ΔΣΕ και ήταν ο βασικός ενδιάμεσος σταθμός επαφής του KKE και του ΔΣΕ με το διεθνές προοδευτικό-επαναστατικό κίνημα και τον ηγέτη του κινήματος αυτού, την ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα αποτελούσε χώρο υποδοχής τραυματιών του Δημοκρατικού Στρατού, χώρο εκπαίδευσης των ανταρτών και χώρο άντλησης εφεδρειών του ΔΣΕ, αφού πολλοί σλαβομακεδόνες πρόσφυγες από την Ελλάδα – λόγω των δεινών του πολέμου – έβρισκαν καταφύγιο στη γιουγκοσλάβικη Μακεδονία. Επίσης, στη Γιουγκοσλαβία ήταν εγκατεστημένος και ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα»».
H στάση αυτή άλλαξε ριζικά μετά τη σύγκρουση του Τίτο με τον Στάλιν και την αποπομπή του KK Γιουγκοσλαβίας από το Ινφορμπιρό, οπότε άλλαξε ριζικά η τακτική του ΚΚΓ, το οποίο άρχισε να παρεμβάλλει αργά, αλλά σταθερά, όλο και περισσότερα εμπόδια στον Δημοκρατικό Στρατό. H αρχή του τέλους για τον Εμφύλιο έγινε στις 5 Μαΐου 1949, όταν ο Τίτο, σε συνάντηση που είχε στο Βελιγράδι με τον επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία στα χρόνια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου Fitzrori Maclean, ανέλαβε τη δέσμευση ότι στο μέλλον δεν θα επιτρεπόταν στους έλληνες πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία να επιστρέψουν πίσω στις περιοχές που έλεγχε ο ΔΣΕ ούτε και θα δινόταν άλλη βοήθεια στους αντάρτες.
Οι Γιουγκοσλάβοι τήρησαν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει σε τέτοιον βαθμό ώστε στις 26 Μαΐου 1949 ο αμερικανός πρεσβευτής στο Βελιγράδι σε αναφορά του προς την Ουάσιγκτον ενημέρωνε ότι η γιουγκοσλαβική βοήθεια προς τους αντάρτες στερεύει, «ακόμη και η ηθική, ανθρωπιστική». Αποκορύφωμα όλων αυτών υπήρξε η ανακοίνωση από τον Τίτο, στις 11 Ιουλίου 1949, μιλώντας στην πόλη Πόλα της Ιστριας, για το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων.
* Οι Σλαβομακεδόνες
H ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ελλήνων και γιουγκοσλάβων κομμουνιστών είχε τις επιπτώσεις της πολύ νωρίτερα, καθώς το Βελιγράδι δεν περιοριζόταν μόνο στην περικοπή της βοήθειας που χορηγούσε στο ΔΣΕ, αλλά ενθάρρυνε τη δραστηριότητα υπερεθνικιστικών εξτρεμιστικών στοιχείων στις γραμμές των ελλήνων σλαβομακεδόνων. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρθηκαν στο ιστορικό ανάγνωσμα του «Ριζοσπάστη» για τον Εμφύλιο Πόλεμο:
«Οσο προχωρούσε η σύνδεση της Γιουγκοσλαβίας με τον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό, η στάση της απέναντι στο ελληνικό αντάρτικο και στο KKE τροποποιούνταν προς το δυσμενέστερο. Αργά, αλλά σταθερά και με μέθοδο, το Βελιγράδι άρχισε να υψώνει συνεχώς προσκόμματα στον αγώνα του ΔΣΕ, μέχρι που στο τέλος ξέκοψε οριστικά οποιαδήποτε σχέση είχε μ’ αυτόν.
»Τα προβλήματα άρχισαν να ογκώνονται γύρω στο φθινόπωρο του ’48, όταν η Γιουγκοσλαβία άρχισε να μπαίνει, για τα καλά πλέον, στην αγκαλιά των Δυτικών. Ετσι δεν αρκέστηκε μόνο στο να δυσκολεύει τον αγώνα του αντάρτικου κινήματος στην Ελλάδα, αλλά και να τον υπονομεύει στην πράξη. Με αιχμή το Μακεδονικό, αξιοποίησε τις δυνατότητες παρέμβασης που είχε στο χώρο των Σλαβομακεδόνων, προκαλώντας διαλυτική δουλειά στις τάξεις του ΔΣΕ (λιποταξίες, δημιουργία προσφυγικού κινήματος από Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας που περνούσαν στο έδαφος της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας κτλ.). Πρωταγωνιστικό ρόλο γι’ αυτούς τους σκοπούς έπαιξε μια ομάδα ηγετών Σλαβομακεδόνων του ΝΟΦ (Γκότσε, Κεραμιτζίεφ, Οτσε, Σλαβιάνκα κ.ά.), που πέρασε στα Σκόπια, εγκαταστάθηκε εκεί και με την κάλυψη, την ενίσχυση και την καθοδήγηση τόσο της τοπικής ηγεσίας όσο και του Βελιγραδίου επιδόθηκε με ζήλο στο προαναφερόμενο έργο. Από τον ραδιοσταθμό των Σκοπίων, καλούσε με εκπομπές τους σλαβομακεδόνες μαχητές του ΔΣΕ να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους, να μην σκοτώνονται άδικα στον Δημοκρατικό Στρατό, να μην έχουν εμπιστοσύνη στο KKE, γιατί θα τους προδώσει και να περάσουν στη «ΛΔ της Μακεδονίας», για να σωθούν από τον πόλεμο.
»H προπαγάνδα αυτή μεταφέρθηκε – στο μέτρο του δυνατού – και μέσα στις τάξεις του ΔΣΕ με την αποστολή πρακτόρων, οι οποίοι περνούσαν τα σύνορα δήθεν για να καταταγούν και να πολεμήσουν με τους αντάρτες. Ακόμη η ομάδα αυτή – η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι ζητούσε από το KKE να δηλώσει ότι η Μακεδονία του Αιγαίου θα ενωθεί με τη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία – αλώνιζε τα στρατόπεδα των προσφύγων Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας που υπήρχαν στο γιουγκοσλάβικο έδαφος, κάνοντας την ίδια προπαγάνδα. Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, οι γιουγκοσλαβικές αρχές απαγόρευαν στα στελέχη του KKE και του ΔΣΕ να επισκέπτονται αυτά τα στρατόπεδα και να κάνουν πολιτική δουλειά, για την εξασφάλιση εφεδρειών στον Δημοκρατικό Στρατό».
* Το κλείσιμο των συνόρων
Στα τέλη του 1948 η επιδείνωση στις σχέσεις του KKE με τον Τίτο θα οδηγήσει τη γιουγκοσλαβική ηγεσία στην απόφαση να κλείσει τα σύνορα στους τραυματισμένους αντάρτες του ΔΣΕ, εμποδίζοντάς τους την είσοδο για νοσηλεία στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Στις 30 Δεκεμβρίου 1948 μια μεγάλη φάλαγγα τραυματιών, μετά τις πολύνεκρες μάχες της Εδεσσας και της Αριδαίας, διασχίζοντας τις κορυφογραμμές του όρους Καϊμακτσαλάν, φθάνει στη μεθόριο, αλλά εμποδίζεται από τους στρατιώτες του Τίτο να εισέλθει στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας. Στη φάλαγγα ήταν και ο Καρδιτσιώτης Μήτσος Κατσής, που περιγράφει το περιστατικό:
«Είχαν απομείνει μερικές εκατοντάδες μέτρα ν’ ανεβούμε στην κορυφή του Καϊμακτσαλάν, όταν οι τραυματιοφορείς συνοδοί μάς πληροφορούν ότι πλησιάζουμε στον αυχένα του μεθοριακού φυλακίου της Γιουγκοσλαβίας. Νιώσαμε κάποια ανακούφιση. Πιστεύαμε ότι τα βάσανά μας τελείωσαν πια και γρήγορα θα βρεθούμε σε νοσοκομεία της Γιουγκοσλαβίας για νοσηλεία.
Για μια στιγμή η φάλαγγα των τραυματιών σταμάτησε. Ο χρόνος περνούσε και κανείς δεν μπορούσε να μας εξηγήσει τα αίτια αυτής της καθυστέρησης. Αρχισαν να ακούγονται οι πρώτες φωνές από τους τραυματίες με την απαίτηση η φάλαγγα να συνεχίσει την πορεία της. Με το πέρασμα του χρόνου οι φωνές γίνονται πιο πολλές και πιο έντονες. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, φτάνει και μία πιο δυσάρεστη εντολή, που έλεγε η φάλαγγα να γυρίσει πίσω και να καλυφτεί στις δασωμένες πλαγιές. Εκεί τελικά μας ανακοίνωσαν ότι η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν μας δέχεται και δεν μας επιτρέπει να μπούμε στο έδαφός της».
Εκείνο το θέμα είχε και συνέχεια την επόμενη ημέρα. Ενα από τα κορυφαία στελέχη του «Δημοκρατικού Στρατού», ο Δημήτρης Βλαντάς, έπειτα από εντολή που πήρε από το Γενικό Αρχηγείο, μετέβη εσπευσμένα με αυτοκίνητο στα Σκόπια, όπου προέβη σε έντονο διάβημα προς κυβερνητικούς παράγοντες της Γιουγκοσλαβίας.
Οι πιέσεις εκείνες του Δ. Βλαντά απέδωσαν προσωρινά. Οι αρμόδιοι παράγοντες της Γιουγκοσλαβίας «συμφώνησαν για τελευταία φορά να μας δεχτούν, ενώ ταυτόχρονα προειδοποίησαν τον Δ. Βλαντά να μην ελπίζουμε στο μέλλον για άλλες παρόμοιες χειρονομίες. Και πράγματι έκτοτε δεν ξαναεπιτράπηκε σε αντάρτικο τμήμα να μπει στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Αν κάποιος ξεκομμένος αντάρτης ή ξεχωριστό μικρό τμήμα του ΔΣΕ, κάτω από την πίεση του αντιπάλου, εξαναγκάζονταν να μπουν κρυφά στη Γιουγκοσλαβία, συλλαμβάνονταν, αφοπλίζονταν, στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και δεν τους επέτρεπαν να γυρίσουν στο Βίτσι. Αυτά τα στρατόπεδα για τους έλληνες αντάρτες διατηρήθηκαν για πολύ καιρό αργότερα και μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου».
* Οξύνεται η αντιπαράθεση
H αντιπαράθεση μεταξύ KKE και KK Γιουγκοσλαβίας θα οξυνθεί μετά τη θέση που πήρε στις 3 Φεβρουαρίου 1949 η 2η Ολομέλεια του Κεντρικού Συμβουλίου του NOF, ανακοινώνοντας ότι στο Δεύτερο Συνέδριο του NOF, τον Μάρτιο, θα επισημοποιούσε τη νέα γραμμή στο Μακεδονικό που ήταν: «Ενωση της Μακεδονίας σε ένα ενιαίο, ανεξάρτητο, ισότιμο μακεδονικό κράτος, μέσα στη λαϊκοδημοκρατική ομοσπονδία των βαλκανικών λαών».
H θέση αυτή, προφανώς κατόπιν υποδείξεως της ηγεσίας του KKE, στην ουσία αναιρούσε την απόφαση που είχε λάβει η 5η Ολομέλεια του KKE (η οποία συνήλθε στις 30 και 31 Ιανουαρίου 1949 στην Αλβανία), αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του «μακεδονικού λαού» για εθνική αποκατάσταση και αυτοδιάθεση.
H θέση αυτή του KKE προκάλεσε σύγχυση και αντιδράσεις. Το ΚΚΓ θεώρησε ότι η απόφαση στρεφόταν κατά της γιουγκοσλαβικής κυριαρχίας επί της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, το KKE όμως με τη νέα του αυτή γραμμή προσπαθούσε να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στις αποσχιστικές δραστηριότητες τις οποίες ανέπτυσσαν οι φιλοσκοπιανές δυνάμεις και στην εξασφάλιση μεγαλύτερης συμμετοχής των σλαβόφωνων στον Δημοκρατικό Στρατό.
«Αναμφισβήτητα η νέα θέση του KKE στο Μακεδονικό είχε αντιγιουγκοσλαβική αιχμή, δεν υπάρχουν όμως μέχρι σήμερα στοιχεία για να αποδειχθεί ότι η απόφαση λήφθηκε ύστερα από εντολή της Μόσχας» σημειώνει ο καθηγητής Βασίλης Κόντης, που ερεύνησε εκείνη την περίοδο και προσθέτει: «Ενώ η θέση για την αυτοδιάθεση του «μακεδονικού λαού» είχε μια ερμηνευτική πολυσημία και μπορούσε να γίνει αποδεκτή, η θέση για ενιαίο και ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος προκάλεσε σύγχυση στη Σόφια και στο Βελιγράδι και φυσικά στην Αθήνα, όπου το KKE καταγγέλθηκε ως κόμμα προδοτικό. Για τον λόγο αυτόν η Σοβιετική Ενωση κάλεσε τον Ζαχαριάδη να αποφύγει τη συζήτηση τέτοιων ζητημάτων στο 2ο συνέδριο του NOF».
* H επίθεση και η ανταπάντηση
Στις 4 Μαρτίου 1949 η Κεντρική Επιτροπή του KKE, απαντώντας σε τηλεγράφημα που είχε λάβει την προηγούμενη ημέρα από την KE του ΚΚΓ και στο οποίο διατυπωνόταν η «έκπληξη» της γιουγκοσλαβικής ηγεσίας για τη θέση του NOF, περνούσε στην αντεπίθεση, τονίζοντας ότι «η αφορμή για να πάρουμε μια τέτοια θέση είναι η εχθρική πολιτική που ακολουθεί η ομάδα του Κεραμιτζή από τα Σκόπια εναντίον του KKE, η οποία μας επιτίθεται ότι καπηλευόμαστε τον αγώνα των Μακεδόνων του Αιγαίου». Για να υπογραμμίσει στη συνέχεια:
«Αυτή η πολιτική, εδώ και εκεί, έχει ως συνέπεια την υπόθαλψη μιας κίνησης λιποταξίας μακεδόνων αγωνιστών, ανδρών και γυναικών, καθώς και μακεδόνων στελεχών προς τη Γιουγκοσλαβία. Για να αντιταχθούμε σ’ αυτή την εχθρική ενέργεια, εξαναγκαστήκαμε να παρεκκλίνουμε από τη θέση της ισοτιμίας του EAM, αν και αυτή η θέση μας δίνει περισσότερες δυνατότητες στον αγώνα για απομόνωση του μοναρχοφασισμού».
Το ΚΚΓ στην ανταπάντησή του, στις 5.3.1949, περιορίζεται σε συστάσεις ότι η γραμμή αυτή «είναι εσφαλμένη και μπορεί μονάχα να βλάψει τον απελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού λαού όσο και τις σχέσεις μεταξύ των βαλκανικών λαών και των κομμουνιστικών κομμάτων». Δεν κάνει όμως την παραμικρή αναφορά στις σοβαρές κατηγορίες του KKE περί Κεραμιτζή. Γεγονός που προκαλεί νέο τηλεγράφημα την επομένη του KKE, στο οποίο σημειώνει ότι «η θέση του NOF καθορίστηκε από τη θέση της ομάδας Κεραμιτζή, που σε μας ανοιχτά προπαγανδίζει η Αιγαιακή Μακεδονία να ενταχθεί στη Μακεδονία του Βαρδάρη».
Ανταπαντώντας στις 8.3.1949 η KE του ΚΚΓ, διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι «στη Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει καμία σχηματισμένη ομάδα του Κεραμιτζή της οποίας η δραστηριότητα θα στρεφόταν εναντίον του KKE και του Δημοκρατικού Στρατού και η οποία – όπως υπογραμμίζετε – θα προπαγάνδιζε την ένταξη της Αιγαιακής Μακεδονίας στη Μακεδονία του Βαρδάρη».
Ο ισχυρισμός εκείνος φαίνεται ότι εξόργισε ακόμη περισσότερο την ηγεσία του KKE, καθώς ανέλαβε να απαντήσει προσωπικά το «βαρύ πυροβολικό» του κόμματος, ο θεωρητικός του KKE Πέτρος Ρούσος, ο οποίος με επιστολή του προς την KE του ΚΚΓ, στις 1.4.1949, καταγγέλλει τη γιουγκοσλαβική ηγεσία ότι παρεμβάλλει εμπόδια στον εφοδιασμό του ΔΣΕ μέσω του γιουγκοσλαβικού εδάφους, ενώ για την αποσχιστική δραστηριότητα των φιλοσκοπιανών στοιχείων σημειώνει:
«Πρέπει ιδιαίτερα να τονίσω ότι από το προηγούμενο καλοκαίρι, ειδικά μετά την επιχείρηση στον Γράμμο που χρησίμευσε ως δοκιμασία για ολόκληρο το κίνημά μας, ένα τμήμα σλαβομακεδόνων στελεχών, που είχαν αποδειχτεί διασπαστές του αγώνα του ΕΛΑΣ, ενέτειναν τη διαλυτική, ηττοπαθή και διασπαστική δράση τους, προπαγανδίζοντας τη λιποταξία από τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Οι κύριοι εμπνευστές τους (όπως για παράδειγμα οι Κεραμιτζίεφ, Κότσε, Ουσένσκι, Οτσε, Σλαβιάνκα και άλλοι) βρήκαν καταφύγιο στα Σκόπια και από εκεί κατευθύνουν την υπονομευτική τους δουλειά στα σύνορα και στις τάξεις των προσφύγων. Ενας από τους λιποτάκτες, που ονομάζεται Τόντορ, δουλεύει τώρα ως εκφωνητής στο ραδιοφωνικό σταθμό στα Σκόπια, ενώ ο εκφωνητής του ραδιοφωνικού σταθμού του Βελιγραδίου Κώστας Παπαϊωάννου απολύθηκε από τη θέση του λόγω μηχανορραφιών ανθρώπων αμφιβόλου υποστάσεως».
Πάντως το KKE απέφυγε για μεγάλο χρονικό διάστημα να καταγγείλει για τη στάση της αυτή τη Γιουγκοσλαβία. Προχώρησε δε σ’ αυτή την καταγγελία προς το τέλος του Εμφυλίου και αφού είχε πλέον ολοφάνερα κριθεί η τελική έκβασή του, με άρθρο του N. Ζαχαριάδη, που έφερε τον τίτλο: «Το στιλέτο του Τίτο χτυπά πισώπλατα τη Λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Ινφορμπιρό την 1η Αυγούστου 1949 και στο τεύχος 8 του Περιοδικού «Δημοκρατικός Στρατός».
Τι έγραψε μετά ο Νίκος Ζαχαριάδης
Ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης, στο «Χρονικό» του, που άρχισε να γράφει την Πρωτομαγιά του 1966, με την κήρυξη της απεργίας πείνας την οποία είχε ξεκινήσει, διαμαρτυρόμενος για την απάνθρωπη απομόνωσή του από τους Σοβιετικούς, στο Σουργκούτ της Σιβηρίας, αναφέρεται στον ένοπλο αγώνα της περιόδου 1946-49 και σημείωνε ότι «αν δεν υπήρχε Βάρκιζα, δεν θα χρειαζόταν ο αγώνας αυτός». Προσθέτοντας ότι «η ένδοξη πάλη του ΔΣΕ έσωσε την τιμή του KKE και του επέτρεψε, και παρά την υποχώρηση στα 1949, να διατηρήσει και να αναπτύξει παραπέρα τις πολιτικές θέσεις του». Ενώ χαρακτήριζε «ανεδαφική και τραβηγμένη από τα μαλλιά» τη θέση όσων υποστήριζαν ότι το δεύτερο αντάρτικο (1946-49) ήταν δημιούργημα του Ζαχαριάδη.
Ο άλλοτε ηγέτης του KKE, παρατηρώντας ότι η κρίση στη Γιουγκοσλαβία το 1948 «ανεξάρτητα από τις αιτίες που την προκάλεσαν, επέδρασε αποφασιστικά στην εξέλιξη του ένοπλου αγώνα», θεωρούσε «κάλπικη» την άποψη ότι το ελληνικό αριστερό κίνημα παρασύρθηκε στον ένοπλο αγώνα από τους Αγγλους. «Στην πραγματικότητα», υποστήριζε, «οι Αγγλοι θέλαν να μας παρασύρουν στις δικές τους εκλογές για να επικυρώσουν έτσι κοινοβουλευτικά-«λαϊκά» το καθεστώς που επέβαλαν με την ένοπλη επέμβασή τους και με τη Βάρκιζα».
Τέλος, ο Ζαχαριάδης, κριτικάροντας τη συμπαράσταση των Σοβιετικών προς το KKE κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, άφηνε την οργή του να ξεχειλίσει, επισημαίνοντας με πίκρα ότι «αν συγκρίνουμε τη βοήθεια που πήραμε με τη βοήθεια στον ένοπλο αγώνα προς την Κορέα και προς το Βιετνάμ, τότε θα πρέπει να βάλουμε τις φωνές και να ξεριζώσουμε τα μαλλιά μας».