του Α. Μαρκόπουλου
Είναι ακόμη αιτούμενο της σύγχρονης έρευνας η μελέτη των δομών της πολιτιστικής έκφρασης του βυζαντινού κόσμου. Η γνώση του χώρου και του υλικού, όπου υπάρχει, είναι συχνά επιφανειακή ενώ, συνηθέστατα, γίνονται αναγωγές σέ παλαιότερες εποχές μέ βάση μεταγενέστερα πρότυπα άλλα και ιεραρχήσεις άξιων. Τα εκπαιδευτικά πράγματα του Βυζαντίου ακολουθούν αυτόν ακριβώς τον κανόνα. Η καμπύλη πού διαγράφουν από το 330 έως το 1453 προδίδει αδιαμφισβήτητη πνευματικότητα αποτυπωμένη σέ όλες τις εκφάνσεις της βυζαντινής ζωής άλλα και ιδιαιτερότητες, οί όποιες μπορούν να ερμηνευτούν, αν αναλογιστούμε τις πολλές και ετερόκλητες ιστορικές συνθήκες πού διαμόρφωσαν τις βυζαντινές «πραγματικότητες». Θα επιθυμούσα στο σημείο αυτό, ως εισαγωγή στο θέμα, να χρησιμοποιήσω δύο παραθέματα: πρώτον, μία συμβουλή του Κεκαυμένου: … Αναγίνωσκε πολλά και μαθήση πολλά. Και ει ου νοείς, θάρσει. Πολλάκις γαρ διελθόντι σοι την βίβλον παρά Θεού γνώσις δοθήσεται και νοήσεις αυτήν. Α ου γινώσκεις, ερώτα τους έχοντας γνώσιν και μη υψηλοφρovής. Εκ ταύτης γαρ της αιτίας, έκ του μη θέλειν ερωτάν και μανθάνειν, είσιν ελλειπείς είς γνώσιν οί άνθρωποι. Και πιο κάτω … βίβλον λαβών ιδιάζων ταύτην ανάγνωθι, αναγνούς δε ολίγον μη επιχειρεί μετράν φύλλα ή εκλέγεσθαι α νομίζεις κρείττονα είναι και αναγινώσκειν ταύτα… σπερμολόγου γαρ έργον το μη διελθείν πάσαν την βίβλον εκ δευτέρου καί τρίτου αλλ’ εκλέξασθαι ολίγα προς το φλυαρείν.
Το δεύτερο απόσπασμα πού προέρχεται από τή «Συνέχεια του Θεοφάνη», μαρτυρεί το ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου για διδάσκοντες και διδασκόμενους: …Kαι πολλήν επιμέλειαν και σπουδήν είς τους διδασκάλους και φοιτητάς ο αυτοκράτωρ εποιείτο, ομοδιαίτους και ομοτράπεζους τούτους καθ’ εκάστην ποιούμενος και φιλοτιμίας παρέχον αυτοίς. Και ούτω την πολιτείαν Ρωμαίων σοφία και γνώσει επλούτισε. Την γαρ γνώσιν και αρετήν ούτως ετίμησεν ως άλλος ουδείς τών προ αυτού βεβασιλευκότων. Φαίνεται, όμως, ότι το ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου δέν το επέδειξαν οί διάδοχοί του. Έτσι ο Ψελλός διαπιστώνει μέ κάποια έκπληξη, ότι ο Βασίλειος Β’ ήταν αδιάφορος ή καί
εχθρικός προς τους λογίους της εποχής του.
Η διαβάθμιση του ενδιαφέροντος για την παιδεία είναι χαρακτηριστικό τής βυζαντινής νοοτροπίας· αν προβούμε σέ κάποιες ειδικότερες διαπιστώσεις, οι όποιες άλλωστε επιβάλλονται από τις ίδιες τις πηγές, το χρονικό διάστημα τής λεγόμενης «μεγάλης σιγής» εξακολουθεί να παρουσιάζει προβλήματα για τόν μελετητή, σέ αντίθεση μέ τους πρώιμους αιώνες, όπου τα στοιχεία αφθονούν, καθώς καί την περίοδο πού αρχίζει από τή λήξη τής Εικονομαχίας, για τήν οποία υπάρχουν ορισμένες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες μαρτυρίες.
Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα κληρονόμησε, τόσο στη δομή όσο και στην οργάνωση του, την ελληνιστική παράδοση, τήν οποία συνέχισε σχεδόν χωρίς διαφοροποιήσεις. Δύο κύκλοι σπουδών, του γραμματιστή (από τήν ηλικία των επτά ετών) και του γραμματικού ή μαΐστορος (από δώδεκα ή δεκατεσσάρων ετών) ήσαν κατά τή βυζαντινή περίοδο, όπως καί κατά τήν ελληνιστική, οι άξονες της εγκυκλίου παιδείας.
Ο διδάσκων εισέπραττε πάντοτε αμοιβή, ευτελή ο γραμματιστής άλλα υψηλή ο γραμματικός εφόσον απευθυνόταν σε ιδιαίτερα περιορισμένο ακροατήριο, το όποιο διέθετε τήν αναγκαία οικονομική επιφάνεια. Το βυζαντινό σχολείο παρέμεινε, όπως άλλωστε και το ελληνιστικό, ίδρυμα του ενός προσώπου, του εκάστοτε διδάσκοντος σύμφωνα μέ τον χαρακτηρισμό της Moffatt.
Το πρόγραμμα του μέσου σχολείου, πού διηύθυνε ο γραμματικός παρουσιάζει ενδιαφέρον, αν και δέν νεωτερίζει σέ σχέση μέ τήν παράδοση του. Ο Ερμογένης ακολουθείται κατά πόδας, ενώ διδάσκεται σημαντικός αριθμός κλασικών συγγραφέων μέ κορυφαίο τον Όμηρο. Οι γραμματικές και μετρικές ασκήσεις αφθονούν. Ο διδάσκων διορθώνει ο ίδιος τις ασκήσεις των μαθητών επιδιώκοντας μεγάλη προσοχή στο ύφος. Το
ακροατήριο παρακολουθεί και συμμετέχει στή διόρθωση των ασκήσεων ενώ τα αξιόλογα κείμενα διαβάζονταν μεγαλοφώνως. Τέλος, η τετρακτύς προσφέρει πάντοτε πολλά στους νέους πού επιθυμούν να διευρύνουν τή μόρφωση τους. Σέ όλη τη βυζαντινή εποχή το πρόγραμμα παρέμεινε, σέ γενικές γραμμές, το ίδιο, αν καί, μέ την πάροδο του χρόνου,
χρησιμοποιήθηκαν νέα εγχειρίδια, κυρίως επιτομές του Ερμογένη, όπως τα Προγυμνάσματα του Αφθονίου ή τα σχόλια στον Αφθόνιο πού έγραψε ο Ιωάννης επίσκοπος Σάρδεων, η γραμματική του Χοιροβοσκου καθώς καί άλλα συναφή έργα.
Μορφή του βυζαντινού παρεμβατισμού στην παιδεία αποτελεί η ευεργετική φοροαπαλλαγή τών διδασκόντων, ειδωλολατρών κατά συντριπτική πλειοψηφία, τήν οποία θεσπίζει ο Θεοδοσιανος κώδικας. Το μέτρο δέν είχε μεγάλη συνέχεια. Ο Ιουστινιανός απαγορεύει τή διδασκαλία στους τελευταίους οπαδούς του δωδεκαθέου (529), τα προνόμια εξαλείφονται χωρίς ν’ αντικατασταθούν από άλλα.
Αν από τον 6ο αιώνα φτάσουμε στον 10ο για νά σχηματίσουμε μόλις ικανοποιητική εικόνα του βυζαντινού εκπαιδευτικού συστήματος, αυτό οφείλεται στις πηγές πού σιγούν απελπιστικά, μολονότι οι αναφορές σέ λογίους, διδασκάλους καί μαθητές δέν σπανίζουν. Έτσι ο μετέπειτα πατριάρχης Νικηφόρος, τονίζει ο βιογράφος του ‘Ιγνάτιος, μαθαίνει άψογα γραμματική, μετρική, ρητορική, την μαθηματικήν τετρακτύν και φιλοσοφία
για νά διαπιστώσει ότι …το εν εκείνοις (= μαθήμασι) ευδόκιμον προς αρετήν αυτώ (ου) γενέσθαι εμπόδιον άλλ’ οδώ καταλλήλω και τάξει χρησάμενος ταις επ’ άμφω προκοπαίς επεκτείνετο, και προς την εκατέρας έφθασε τελειότητα. Ο ίδιος ο Ιγνάτιος είχε δάσκαλο κατά τή νεανική του ηλικία τον Ταράσιο, προκάτοχο του Νικηφόρου στον πατριαρχικό θρόνο, από τον όποιο ασκήθηκε ιδιαίτερα στη μετρική και την ποίηση.
Ό 10ος αιώνας προσφέρει, σέ αντίθεση με τα προηγούμενα, δύο αξιομνημόνευτες
μαρτυρίες για τα εκπαιδευτικά πράγματα της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για τον Βίο Α του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη και το επιστολάριον του «ανώνυμου καθηγητή» του Λονδίνου. Οι πληροφορίες πού αντλούμε μπορούν να κωδικοποιηθούν ως έξης:
- Το σχολείο ήταν και παραμένει ιδιωτικός θεσμός.
- Οι πόροι για τή λειτουργία του σχολείου προέρχονται από τα
δίδακτρα πού καταβάλλουν οι μαθητές, τα όποια ονομάζονται μισθός. Ο «ανώνυμος» ενισχύεται οικονομικά και άπο το Πατριαρχείο. - Είναι γνωστά πέντε ιδιωτικά σχολεία στην Κωνσταντινούπολη κατά τα μέσα του 10ου αιώνα. Μεταξύ των διδασκάλων υπάρχει έντονος ανταγωνισμός καί τα τυχόν αναφυόμενα προβλήματα επιλύουν, κατά περίπτωση, ο έπαρχος της πόλης, ο πατριάρχης ή, ακόμη, καί ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Η άποψη του Speck για συντεχνία καθηγητών στην
Κωνσταντινούπολη φαίνεται υπερβολική. - Στα κείμενα δέν γίνεται λόγος για φορολογικές απαλλαγές των διδασκάλων αντίθετα, αν κρίνουμε από την αλληλογραφία του «ανωνύμου», τα έσοδα των διδασκόντων ήσαν χαμηλά μέ αποτέλεσμα να ασκούν καί βοηθητικά επαγγέλματα (αντιγραφείς χειρογράφων, μεσάζοντες κ.ά.).
- Το σχολείο διαιρείται, σύμφωνα και μέ την παράδοση, σέ δύο τμήματα, αρχαρίων και προχωρημένων οι τελευταίοι αποκαλούνται έκκριτοι ή επιστατούντες, διδάσκουν τους αρχαρίους και έχουν λόγο καί ψήφο ως προς τη λειτουργία της σχολής. Δέν υπάρχει, κατά τα φαινόμενα, χρονικό όριο σπουδών.
- Ο Βίος του Αθανασίου μνημονεύει το αξίωμα του προκαθήμενου των παιδευτηρίων. Ο προκαθήμενος επόπτευε, πιθανότατα, όλων των σχολείων τής Κωνσταντινούπολης.
- Διακρίνονται ίχνη ιεραρχίας: μαθητής, παιδευτής, διδάσκαλος. Η άνοδος στην ιεραρχία γίνεται μέ εκλογή στην οποία ψηφίζουν διδάσκοντες (εφόσον πρόκειται για μεγάλο σχολείο μέ περισσότερους από έναν διδασκάλους) καί διδασκόμενοι. Ο διορισμός στην τελευταία, ανώτατη, βαθμίδα υπόκειται στην έγκριση του αυτοκράτορα.
- Τέλος, παρ’ όλη την ύπαρξη τής σχολής τής Μαγναύρας καί τήν επάνδρωση του Πανεπιστημίου τής Κωνσταντινούπολης μέ νέο προσωπικό το 945, τα όρια μεταξύ ανώτερης καί ανώτατης παιδείας είναι κατά τήν εποχή του Πορφυρογέννητου απόλυτα συγκεχυμένα.
Έγινε ήδη λόγος για τήν οικονομική ενίσχυση πού λάμβανε ο «ανώνυμος» από το Πατριαρχείο. Όμως, σχετικό χωρίο του Scriptor incertus υποδεικνύει ότι η ανάμειξη της Εκκλησίας στα εκπαιδευτικά πράγματα έχει αρχίσει πολύ νωρίτερα, ήδη στις αρχές του 9ου αιώνα. Κατά τον 11ο αιώνα έξι τουλάχιστον σχολεία σχετίζονται άμεσα μέ την Εκκλησία, επισφραγίζοντας την πλήρη συμμετοχή της τελευταίας στην εκπαιδευτική
πολιτική πού ασκεί η Αυτοκρατορία. Κράτος και Πατριαρχείο ενδιαφέρονται για τήν «παραγωγή» στελεχών πού θα επάνδρωναν τους εν λόγω φορείς. Μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας υφίσταται σύστημα εσωτερικής συνοχής πού διασφαλίζει, μέσω τής εκπαιδευτικής διαδικασίας, τήν ίδια τήν αναπαραγωγή του. Επιπλέον, ο «έλεγχος» αυτός αποτρέπει διαφωνίες ή παρεκκλίσεις, οι όποιες, εάν υπάρξουν, περίπτωση Ιωάννη Ιταλού, απομονώνονται εύκολα.
Η μελέτη τής εκπαιδευτικής πολιτικής του Βυζαντίου ώς τα μέσα τουλάχιστον του 10ου αιώνα δημιουργεί μάλλον απαισιόδοξες σκέψεις. Απευθυνόμενη, κατά κύριο λόγο, σέ πολύ μικρό κοινό, ο Lemerle υπολόγισε σέ 300 τους μαθητές — μέ τήν ευρεία έννοια του όρου — στην Κωνσταντινούπολη τήν εποχή του Πορφυρογέννητου, μέ εμφανή συντηρητισμό στο πρόγραμμα σπουδών, δημιουργεί σκεπτικισμό για το εύρος δόκιμων, πλέον, όρων, όπως πρώτος βυζαντινός ουμανισμός. Αν κάπου διαφαίνεται αισιοδοξία, τούτο οφείλεται στην ίδια τή δομή του βυζαντινού κράτους: η παιδεία πού προσφέρεται δέν προβαίνει σέ διακρίσεις καταγωγής ή κοινωνικού συνόλου άλλα επιδιώκει εκείνη τή δημιουργία τάξης, μέ συγκεκριμένα ιδεώδη, πού υπηρετούνται διοικητικά (ανάκτορα κτλ.) και υφολογικά (γλώσσα). Πρόκειται για βυζαντινό ιδεολόγημα, το όποιο θα καταξιωθεί κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα. Αλλά αυτά έχουν γίνει αντικείμενο παλαιότερης, όπως και πρόσφατης, επεξεργασίας και είναι πλέον πολύ καλύτερα γνωστά.
(Πηγή: Α’ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ – Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση)