Από τις γνωστότερες συνεισφορές του Καππαδόκη ιστορικού Παύλου Καρολίδη (1849-1930) ήταν η επικαιροποίηση που επιμελήθηκε για το μεγάλο έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους». Επεξέτεινε το χρονικό διάστημα το οποίο κάλυπτε από το 1821 μέχρι το 1930, ενώ σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου προσέθεσε παρατηρήσεις και συμπληρώσεις. Στην αρχή του πρώτου τόμου, μαζί με τον πρόλογο και σύντομο βιογραφικό του εθνικού ιστοριογράφου, ο Π. Καρολίδης προσέθεσε μία εκτεταμένη εισαγωγή, πραγματευόμενη ζητήματα του πρωταρχικού σχηματισμού των ελληνικών ριζών στην προϊστορία και απώτερη αρχαιότητα, κατά τις γλωσσολογικές, φυλετικές και αρχαιολογικές γνώσεις και αντιλήψεις της εποχής, φθάνοντας ως τα Τρωικά.
Στην παρούσα μικρή έκθεση θα επικεντρωθούμε σε δύο υποκεφάλαια, στα οποία ο Π. Καρολίδης πραγματεύεται πολύ συνοπτικά το φυσικό περιβάλλον εντός του οποίου γεννήθηκε και διαμορφώθηκε ο Ελληνισμός, και την επίδρασή του στον ελληνικό πολιτισμό και χαρακτήρα: «ὁ περιβάλλων τὴν ζωὴν καὶ τὸν βίον τοῦ Ἕλληνος φυσικὸς κόσμος» (σελ. λδ’-λζ’) και «ὁ φυσικὸς καὶ γεωγραφικὸς σχηματισμὸς τῆς Ἑλλάδος» (σελ. λζ’-λθ’).
Ο συγγραφέας ξεκινά αναγνωρίζοντας την μεγάλη σημασία του φυσικού περιβάλλοντος στην κοινωνική ζωή του ανθρώπου, και ιδίως στα πολύ πρώιμα στάδια της πολιτισμικής του πορείας, πριν δηλαδή την αποκρυστάλλωση μίας ανεπτυγμένης πνευματικής συνείδησης:
«Ἡ φύσις τοῦ ἐδάφους, ἐφ’ οὗ ζῇ καὶ βιοτεύει ἔθνος τι, δημιουργεῖ καὶ ἀναπτύσσει καὶ προάγει τὸν ἱστορικὸν τούτου βίον, ἔτι δὲ τὸ κλῖμα τοῦ τόπου καὶ ἡ περιβάλλουσα τὴν θέαν τούτου φύσις ἔχει, ἐν τῇ ἀρχῆ μάλιστα καὶ τῇ γενέσει τοῦ εἰρημένου βίου, μεγίστην ῥοπὴν καὶ ἐπίδρασιν ἐπὶ τὸν χαρακτῆρα καὶ τὸν τρόπον τῆς ὅλης ἀναπτύξεως τοῦ βίου τούτου. Ὁ ἀήρ, ὁ οὐρανός, τὸ κλῖμα, τὸ ἔδαφος, ἡ θέα τοῦ ὁρίζοντος, ἡ θέα τῆς θαλάσσης, ἡ θαλασσοπλοΐα, ἡ κατὰ γῆν ἢ διὰ θαλάσσης συγκοινωνία τῶν λαῶν πρὸς ἀλλήλους καὶ ἡ μετὰ ταύτης συνδεομένη ἐμπορία, καὶ ἡ βιομηχανία καὶ αἱ τέχναι αἱ βιομηχανικαί, πάντα ταῦτα ἀπ’ εὐθείας τε καὶ ἐμμέσως ἐπιδρῶσιν ἰσχυρῶς ἐπὶ τὴν ἱστορικὴν ἀνάπτυξιν τῶν λαῶν».[1]
Αφότου όμως έχει προχωρήσει χρονικά και πολιτισμικά μία κοινωνία, δεν είναι οιωνεί φυσική και «παρθένος», τόσο λιγότερη σημασία έχει το φυσικό περιβάλλον στον χαρακτήρα ενός λαού. Αυτό φαίνεται όταν άνθρωποι και κοινότητες ενός λαού μετοικούν σε άλλες περιοχές, με γεωγραφική μορφή όλως άσχετη εκείνης εντός της οποίας πρώτα προέκυψαν. Έτσι, όσο και να διαμορφώθηκε αρχικά από τις ιδιαιτερότητες του ελλαδικού χώρου, ο Έλληνας μπορεί να μείνει Έλληνας και «ἐν μέσῳ τῶν χιονοστιβάδων τῶν πολικῶν χωρῶν εὐρισκόμενος καὶ ἐν ταῖς ἀμμώδεσι πυρικαύστοις πεδιάσι τῆς Ἀφρικῆς ἰσημερινοῦ διαιτώμενος», ενώ ο Τούρκος όσους αιώνες και να έμεινε, φερ’ ειπείν, στην Πελοπόννησο ή την Αττική, παρέμεινε σχεδόν ίδιος με τον άνθρωπο που ήρθε από την στέπα.[2]
Η ηπιότητα και αρμονία του ελλαδικού περιβάλλοντος δημιουργεί τις αντίστοιχες προδιαθέσεις στην πολιτισμική φυσιογνωμία του Έλληνος ανθρώπου. Το «ἥμερον καὶ φαιδρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐν τῇ φύσει καὶ ἐν τῷ φυσικῷ κόσμῳ τῆς Ἑλλάδος εἰσὶ τὰ μεγάλα κεφάλαια του Ἑλληνικοῦ ἱστορικοῦ βίου. Διότι ἐκ τῆς τοιαύτης μεταξὺ τοῦ πνεύματος τοῦ Ἕλληνος καὶ τοῦ περιβάλλοντος αὐτὸν φυσικοῦ κόσμου ἀρμονίας καὶ οἱκειότητος παρήχθη ἡ ἐλευθερία ἐκείνη τοῦ πνεύματος ἡ δοῦσα εἰς τὸν πνευματικὸν καὶ ἱστορικὸν βίον τῆς Ἑλλάδος χαρακτῆρα ὅλως ἰδιοφυᾶ». Αυτή η ηπιότητα και μεσότητα οδήγησε σε μία υγιή ισορροπία μεταξύ του πραγματικού και του ιδεατού/φαντασιώδους κόσμου στο ελληνικό πνεύμα, ενώ το το ελληνικό πνεύμα από τις υπερβολές των βορείων ή των ασιατικών λαών, με την ψυχική υπερένταση ή τον τρόμο έναντι της φύσης. [λστ’] Η αδιάκοπη διαπλοκή του ελληνικού χώρου και τοπίου με τα απειράριθμα στιγμιότυπα της ελληνικής ιστορίας την καθιστούν αδιάκοπη πηγή έμπνευσης, καθώς «ἡ νεκρὰ Ἑλλἀς καθίστατο “νεκρὰ ἀθάνατος” ἐν τῇ φύσει τῆς Ἑλλάδος».[3]
Edward Dodwell, Views of Greece (1821)
Στο επόμενο υποκεφάλαιο, για τον φυσικό και γεωγραφικό σχηματισμό της Ελλάδος, ο Π. Καρολίδης επικαλείται την άποψη αρχαίων γεωγράφων όπως του Στράβωνος, οι οποίοι θεωρούν πως η Ευρώπη, μεταξύ των άλλων γνωστών ηπείρων (Ασία, Λιβύη), είναι η κατ’ εξοχήν ευνοϊκή για τον ομαλό και πολιτισμένο βίο, με το εύκρατο κλίμα και την ευνοϊκή γεωμορφολογία της, καθώς οι πολυάριθμοι κόλποι, νησιά, λιμάνια κλπ. αποτελούν πρόσφορο υπόβαθρο στην ανάπτυξη των συγκοινωνιών.[4]
Με τα αυτά κριτήρια λοιπόν, η Ελλάδα, με τα νησιά της, την τριμερή κάλυψή της από θάλασσα, τις χερσονήσους και την εγγύτητα της ενδοχώρας με τις ακτές, αποτελεί την «Ευρώπη της Ευρώπης», τον προσφορότερο των γεωγραφικών τόπων προς ανάπτυξη υγιούς πολιτισμού: «ἡ πολυσχιδεστάτη καὶ πολυσχημονεστάτη καὶ φιλανθρώπως παραλιακωτάτη καὶ διὰ ταῦτα πρὸς ἀρετὴν ἀνθρώπων καὶ γένεσιν πολιτειῶν καὶ παραγωγὴν πολιτισμοῦ φυσικῶς εὐφυεστάτη χώρα τπης Εὐρώπης ὑπῆρξεν ἡ Ἑλλάς».[5]
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής Ιστορίας
[1] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους : από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930 (προσθήκες, σημειώσεις και βελτιώσεις υπό Παύλου Καρολίδου), Τόμος A’, Μέρος A’: Από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των μηδικών πολέμων, Ελευθερουδάκης, Αθήνα, σελ. λδ’.
[2] Ο.π., σελ. λε’.
[3] Ο.π., σελ. λζ’.
[4] Ο.π.
[5] Ο.π., σελ. λη’.