Γράφει ο Μανόλης Πλούσος – 02/10/2016 – ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ
Στις 11 Απριλίου 1870 μια συντροφιά ξένων αποφασίζει να κάνει μια εκδρομή από την Αθήνα προς τον Μαραθώνα, με σκοπό να επισκεφτεί το πεδίο της αρχαίας μάχης. Η διαδρομή ήταν κλασική μεταξύ των περιηγητών, που κάθε χρόνο την άνοιξη ξεκινούσαν τις περιοδείες τους για να γνωρίσουν την Ελλάδα. Οι φίλοι επιβιβάστηκαν σε δυο άμαξες και συνοδεύονταν από τέσσερεις έφιππους χωροφύλακες, εξαιτίας του φόβου ληστών που τότε αλώνιζαν στην Στερεά. Το ζήτημα της ληστείας είχε έρθει στο προσκήνιο με πάταγο λίγα χρόνια πριν, το Νοέμβριο του 1855, όταν ληστές, αφού εισέβαλαν στο σπίτι του βουλευτή Εύβοιας Νικόλαου Βουδούρη, έκλεψαν τιμαλφή και απήγαγαν την κόρη του, τον δωδεκάχρονο γιο του και τον γαμπρό του. Τελικά, έπειτα από διαπραγματεύσεις αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι αντί 40.000 δραχμών. Οι συμμορίες του Βασίλη Καλαμπαλίκη, του Λουκά Μπελούλια, του Νταβέλη και πολλών άλλων λυμαίνονταν τις περιοχές εκτός των πόλεων. Τούτων δοθέντων, η έφιππη συνοδεία κάθε άλλο παρά περιττή θεωρείτο… Πολύ δε περισσότερο όταν οι εκδρομείς ήταν πρόσωπα υψηλής κοινωνικής τάξης, όπως ο λόρδος και η λαίδη Muncaster, ο γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας Herbert, ο κόμης de Boyle γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας και ο Άγγλος δικηγόρος Lloyd μαζί με τη σύζυγό και την ανήλικη κόρη του. Μαζί τους ήταν επίσης ένας περιηγητής ονόματι Vyner, ένας Έλληνας ξεναγός ο Α. Ανεμογιάννης και ένας Ιταλός υπηρέτης. Κατά την επιστροφή τους από τον Μαραθώνα όμως πέφτουν σε ενέδρα ληστών, λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα. Στη θέση Σκάλα του Πικερμίου είχε στήσει «καραούλι» η συμμορία των περιβόητων τότε αδερφών Αρβανιτάκη. Η συμμορία τους, όπως και πλήθος άλλων, είχε εισέλθει στην Ελλάδα από τα εντελώς αφύλαχτα σύνορα με την Οθωμανική αυτοκρατορία, πιθανώς τον Ιανουάριο του 1870 και έκτοτε περιδιάβαιναν την Στερεά, για να καταλήξουν να περιφέρονται γύρω από την Πεντέλη. Η επιλογή για ενέδρα πάνω στον δρόμο που συνέδεε την Αθήνα με τον Μαραθώνα αποδείχτηκε σοφή.
Η επικερδέστερη επιχείρηση των ληστών ήταν οι απαγωγές. Αν τα λύτρα πληρώνονταν, κανείς δεν πάθαινε τίποτε και οι δράστες έφευγαν σαν κύριοι με τα λύτρα και την κοινωνική αναγνώριση. Πλήθος δημοτικών τραγουδιών μνημονεύουν τα κατορθώματα ληστών, που αφού τα έβαζαν με την κρατική εξουσία έφευγαν νικητές και τροπαιούχοι. Έτσι και τα αδέρφια Αρβανιτάκη, ο Τάκης και ο μικρότερος Χρήστος, μπορούσαν με την απαγωγή των πλουσίων αυτών «Φραγκολεβαντίνων» να «πιάσουν την καλή». Πριν ξεκινήσουν για τα ορεινά λημέρια τους απελευθέρωσαν τις γυναίκες και την μικρή κόρη του Lloyd, για να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και να μεταφέρουν στις αρχές τα αιτήματα των απαγωγέων. Με επιστολή τους στην κυβέρνηση Ζαΐμη ζητούσαν 25.000 λίρες, αμνηστία και να μη σταλεί στρατός προς καταδίωξη τους γιατί θα ετίθετο έτσι σε κίνδυνο η ζωή των απαχθέντων. Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν θετική ως προς την πληρωμή των λύτρων, αλλά αρνητική σχετικά με την αμνηστία, που ήταν αντισυνταγματική εν προκειμένω, αφού αφορούσε σε πολιτικά εγκλήματα και όχι του κοινού ποινικού δικαίου. Επιπρόσθετα αφορούσε σε εγκλήματα που είχαν προηγουμένως εκδικαστεί. Παράλληλα οι πρέσβεις της Αγγλίας και Ιταλίας πρότειναν στους απαγωγείς την χορήγηση βρετανικού πλοίου για να τους μεταφέρει στην Μάλτα μετά τη λήξη της απαγωγής. Στις 14 Απριλίου οι ληστές, αφού φτάνουν στον Ωρωπό, αφήνουν ελεύθερο «επί λόγω τιμής» τον λόρδο Muncaster με σκοπό να μεταβιβάσει νέα επιστολή στην κυβέρνηση και να συλλέξει τα λύτρα.
Οι απαχθέντες σε όλη τη διάρκεια της περιπέτειας τους ήταν σε συνεχή επικοινωνία, μέσω επιστολών, με τους οικείους τους. Λάμβαναν επίσης ρούχα και τρόφιμα. Από τις διασωθείσες σημειώσεις φαίνεται ότι η συμπεριφορά των ληστών μόνο απάνθρωπή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Ο Herbert σε επιστολή του σημείωνε: «Δεν θεωρώ ημάς λίαν ατυχείς, αν και δεν απολαύομεν εντελούς ευζωίας. Ο αρχηγός λέγει ότι θα υπάγη αύριον εις την εκκλησία μεθ΄ όλης της συμμορίας, ίνα ακροασθή της λειτουργίας, επετράπη δε και ημίν να υπάγωμεν, τούθ΄ όπερ έσται παράδοξον». Σε άλλη επιστολή αναφέρει: «Μας μεταχειρίζονται μετ΄ αγαθότητος, θα διαρκέση δε τούτο, εφ΄ όσον ο αρχηγός πιστεύη ως νύν αδιστάκτως πέποιθεν, ότι η κυβέρνησις θα εξέυρη μέσον τι όπως παράσχη αυτοίς αμνηστείαν ή χάριν δια πάσας τας περελθούσας ανομίας αυτών». Ο Lloyd στις σημειώσεις του είναι ολιγόλογος μεν, περιγραφικότατος δε: «Τρίτη (12 Απριλίου) 8μ.μ. έως 6π.μ. […] Μεγάλη υγρασία και ψύχος. Ληστής θερμαίνει τον Vyner κατακλινόμενος πλησίον αυτού.[…]», «Τετάρτη. Ημέρα εν τω πευκώνι. Συνέλαβον δυο χωρικούς και εδανείσθησαν τας καπότας των δι΄ ημάς. […]», «Κυριακή (17Απριλίου). Κατήλθομεν την πρωίαν εις την εκκλησίαν. Ευλογία των βαΐων. Έλαβον ένα κλάδον. Επίσκεψις εις τον δήμαρχον[…]. Καφές και ρακή, φιλική συνάντησις. Ο δήμαρχος πρόκειται να υπάγη εις Αθήνας να διαπραγματευτεί.», «Δευτέρα. Άλμα και δίσκος υπό των ληστών πολύ καλά, μουσική εν καιρώ νυκτός. Άσμα και αυλός.[…]».
Η κυβέρνηση του Ζαΐμη από την πλευρά της φαίνεται να εξάντλησε όλη της την επιείκεια. Συγκέντρωσε εξ αρχής το ποσό που ζητούσαν οι ληστές, ενώ τα στρατιωτικά αποσπάσματα που παρακολουθούσαν τους ληστές διατάχτηκαν να αποφύγουν κάθε εμπλοκή, από φόβο για την ζωή των απαχθέντων. Μάλιστα ο Ζαΐμης επέτρεψε και την παρουσία στο υπουργικό συμβούλιο των πρέσβεων της Αγγλίας και της Ιταλίας, για να έχουν άμεση ενημέρωση. Η Αγγλία φοβούμενη για τη ζωή των υπηκόων της καλούσε την ελληνική κυβέρνηση να συγκατανεύσει στις απαιτήσεις των απαγωγέων και να τους χορηγήσει και αμνηστία, καταπατώντας όμως έτσι το ελληνικό σύνταγμα. Η ελληνική κυβέρνηση, με την πλάτη στον τοίχο, πιεζόταν επίσης και από τον Τύπο, εγχώριο και ξένο. Πολλοί θεωρούσαν ότι η διαπραγμάτευση με τους ληστές μείωνε το κύρος του ελληνικού στέμματος και πως η απάντηση έπρεπε να είναι δυναμική και αποφασιστική, με την αποστολή ισχυρού σώματος στρατού για την απελευθέρωση των απαχθέντων. Άλλοι πάλι εισηγούνταν να αφεθεί ο χειρισμός του ζητήματος στους άμεσα εμπλεκομένους, Αγγλία και Ιταλία, ώστε να μη θιγεί το κύρος του ελληνικού κράτους. Το γεγονός, παράλληλα, υπήρξε μια πρώτη τάξεως ευκαιρία για την αντιπολίτευση να ξιφουλκήσει ενάντια στην κυβέρνηση, με καθημερινές επιθέσεις προς τα μέλη της. Η αίσθηση πάντως που κυριαρχούσε ήταν πως δύσκολα οι ληστές θα πείραζαν τους απαχθέντες και πως αργά ή γρήγορα θα βρισκόταν η χρυσή τομή, όπως είχε γίνει σε πλήθος άλλων περιπτώσεων απαγωγής. Οι ληστές θα έπαιρναν τα πλούσια λύτρα και θα έφευγαν αφού απελευθέρωναν τους απαχθέντες. Οι Times του Λονδίνου αποκάλεσαν την απαγωγή «μικρή κωμωδία» (comedietta) και συμπλήρωναν: «αφού πληρωθώσι τα λύτρα, ουδεμία υπάρχει αφορμή ανησυχίας, ουδ’ ελάχιστος κίνδυνος κατά τας διαπραγματεύσεις. Ήτο σύνηθες συμβάν του έαρος». Προσέθεταν επίσης ότι η αγγλική κυβέρνηση θα έπρεπε να στείλει, προς βοήθεια των ελληνικών αρχών, και ένα στρατιωτικό απόσπασμα από την Μάλτα.
Η κυβέρνηση τελικά ξεκινά άμεσες διαπραγματεύσεις με τους ληστές. Στέλνεται στον Ωρωπό ο αντισυνταγματάρχης Κ. Θεαγένης με έναν λόχο και συναντάται με τους ληστές. Στην επιστολή του ο αντισυνταγματάρχης Θεαγένης προς το υπουργικό συμβούλιο αναφέρει χαρακτηριστικά για την συνάντηση: «Παρέστησα προς αυτόν (εννοεί τον Τάκη Αρβανιτάκη) όλας τας ευκολίας και όλα τα μέσα, τα οποία η κυβέρνησις χορηγεί και προς ωφέλειαν και προς ασφάλειαν της συμμορίας του. […] Ουδ΄ αυτός ουδ΄ ο προστεθείς αδερφός Χρήστος συγκατένευον. Η αμνηστεία είναι ο σταθερός ισχυρισμός των, και όταν τοις εξήγησα, ότι η κυβέρνησις έχει και κατά τούτο πάσαν αγαθή προαίρεσιν, αλλά στερείται τοιαύτης δικαιοδοσίας, ως του συντάγματος απαγορεύοντος, – «Και ποιος έκαμε το σύνταγμα;» έλεγον. Και όταν τοις απήντησα «το έθνος» -«Μα λοιπόν, το έθνος ας συνέλθει να το μεταβάλη. Όστις φτιάνει και χαλνά. Δεν βιαζόμεθα. Περιμένομεν και δέκα μήνας» – «Και κρατούντες τους αιχμαλώτους;» τους ηρώτησα. «Βεβαίως» μοι απήντησαν, «αυτούς μας τους έστειλε ο Θεός δια να μας σώση». Η κατάσταση πλέον είχε παγιωθεί, με τους ληστές να έχουν ταμπουρωθεί στον Ωρωπό, με την ανοχή, ένοχη ή μη, των κατοίκων και πέριξ του χωριού ακροβολισμένους στρατιώτες. Οι μέρες περνούσαν χωρίς αποτέλεσμα και άσχημες σκέψεις άρχισαν να κατακλύζουν το νου των απαχθέντων. Ο Herbert αναφέρει: «Τα πράγματα δεν φαίνονται ρόδινα, πλην όμως δεν βλέπω πως είναι δυνατόν να διορθωθώσι. Ούτω ουδέν υπολείπεται ημίν ή να συμορφωθώμεν. Εάν η κυβέρνησις ηδύνατο να ενδώση εις τους όρους πιστεύω θαπηλλατώμεθα. […] Προς το παρόν νομίζω, ότι δεν διατρέχομεν μέγαν κίνδυνον, εκτός αν συναντήσωμεν τους στρατιώτας». Ο Lloyd έγραφε στον λόρδο Muncaster: «όσον αφορά εις τας κινήσεις των στρατιωτών, πρέπει να υπομνήσετε εις τον κ.Erskine (πρεσβευτής της Αγγλίας στην Ελλάδα), ότι η κυβέρνησις ανέλαβε την υποχρέωσιν να μη παρενοχλήση τους ληστάς, εφ΄ όσον ευρισκώμεθα μετ΄ αυτών. Εάν η πορεία αυτών νυν παρακωλυθή, θα έχωσι δικαίωμα να αιτιαθώσιν αθέτησιν της υποσχέσεως, δι΄ ο αναμφιβόλως και ανεπανορθώτως θα πάθωμεν. […] Πρώτιστα πάντων πρέπει να κερδήσωμεν καιρόν προς διαπραγμάτευσιν και να μη ωθήσωμεν τα πράγματα εις φανεράν σύγκρουσιν».
Στις 21 Απριλίου 1870 εκτυλίχτηκε η τελευταία φάση του δράματος των απαχθέντων. Οι ληστές αποφασίζουν να κινηθούν προς ένα μικρό χωριουδάκι δίπλα στον Ωρωπό, το Συκάμινο. Κατά την μετάβαση των ληστών και των αιχμαλώτων προς το Συκάμινο οι ληστές διασταυρώνονται με τους στρατιώτες του αντισυνταγματάρχη Θεαγένη. Ο Α. Ανεμογιάννης αμέσως συνέστησε στους στρατιώτες να οπισθοχωρήσουν, διότι σε περίπτωση εμπλοκής κινδύνευε η ζωή των απαχθέντων. Οι στρατιώτες όμως είχαν ρητές εντολές να μην επιτραπεί η αναχώρηση των Αρβανιτάκηδων από τον Ωρωπό. Αμέσως λοιπόν προσέβαλαν τους ληστές. Σύμφωνα μάλιστα με την μαρτυρία του δημάρχου Ωρωπίων Οικονομίδη, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο γεγονός και είχε πάρει μέρος και στις διαπραγματεύσεις, πρώτοι οι ληστές πυροβόλησαν ενάντια στους στρατιώτες για εκφοβισμό, ενώ αμέσως μετά ξεκίνησε η καταδίωξη. Η συμμορία τότε χωρίστηκε στα δυο με τη μια ομάδα να παίρνει μαζί της τους Herbert και Lloyd και την άλλη τους de Boyle και Vyner. Οι ληστές έπρεπε να αποφασίσουν γρήγορα, από τη στιγμή που η κυβέρνηση είχε κάνει την κίνηση της. Έτσι και οι τέσσερεις αιχμάλωτοι σφαγιάζονται ώστε να μπορέσουν οι ληστές να διαφύγουν γρηγορότερα. Κατά την συμπλοκή σκοτώνονται περί τους 10 ληστές, μεταξύ των οποίων και ο μικρός αδερφός του Τάκη, Χρήστος, ενώ οι υπόλοιποι με τον Τάκη Αρβανιτάκη διέφυγαν προς την Θεσσαλία.
Η «σφαγή στον Ωρωπό» προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, εντός και εκτός Ελλάδος. Τα πρωτοσέλιδα του ξένου Τύπου ήταν λάβρα εναντίον της Ελλάδος, την οποία χαρακτήριζαν «χώραν, ης πολιτικόν σύστημα είναι η αναρχία, κυρία δε βιομηχανία η ληστεία», «πατρίδα των κακούργων», «φωλέαν των ληστών και των πειρατών». Η Ελλάδα και οι Έλληνες καταδικάζονταν συλλήβδην, για εγκλήματα που διέπραξαν ξένοι, αφού από τα 20 άτομα της συμμορία μόνο δυο ήταν Έλληνες υπήκοοι, ενώ οι λοιποί ήταν υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Αγγλία, δια τους πρεσβευτή της, έφτασε στο σημείο να κατηγορεί την αντιπολίτευση για συνεργασία με τους ληστές, γεγονός που δυναμίτισε ακόμη περισσότερο το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Οι σωροί των νεκρών μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα, όπου κηδεύτηκαν παρουσία της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας του τόπου, και εν συνεχεία μεταφέρθηκαν για ταφή στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Στον τάφο του Vyner χαρακτηριστικά γράφτηκε ότι σκοτώθηκε όχι από ληστές στην Ελλάδα, αλλά από Έλληνες ληστές… Η δε χήρα του Lloyd έλαβε ως αποζημίωση 10.000 λίρες. Όσον αφορά στους ληστές, τα κεφάλια των νεκρών εκτέθηκαν σε λαϊκό θέαμα, ενώ οι υπόλοιποι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην φυλακή. Εκεί είχε την ευκαιρία ο Κάρολος Τάκερμαν να συνομιλήσει με κάποιους από αυτούς και στην ερώτηση του γιατί φόνευσαν τους απαχθέντες, ένας απάντησε: «Αχ! Όταν οι μπάλες σφυρίζουν δεξιά και αριστερά, επάνω από το κεφάλι κανενός, καθένας δεν ξεύρει τι κάμνει». Τον Ιούνιο του 1870 οι κατηγορούμενοι καταδικάζονται και 5 από αυτούς χάνουν το κεφάλι τους. Οι Άγγλοι όμως δεν έμειναν ευχαριστημένοι μόνο από τις καταδίκες των φυσικών αυτουργών, αλλά απαίτησαν να συνεχιστούν οι έρευνες και να προσαχθούν σε δίκη και όσοι είχαν επαφές με τους ληστές, όσο διαρκούσε η απαγωγή. Στέλνουν μάλιστα για να συνδράμουν στις ανακρίσεις και δικούς τους ανακριτές. Στη διάρκεια των ανακρίσεων, που διήρκεσαν 7 μήνες, κατηγορούμενοι είναι πάνω από 100 χωρικοί, από τους οποίους 62 παραπέμπονται σε δίκη με την κατηγορία της προστασίας ληστών. Δυο εξ αυτών καταδικάζονται σε ισόβια.
Η ληστεία στην Ελλάδα κάνει την εμφάνιση της από πολύ νωρίς. Με την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου, μεγάλο μέρος των αγωνιστών της επανάστασης του 1821 περίμενε επαγγελματική αποκατάσταση στον εθνικό στρατό. Αντί αυτού όμως οι κυβερνήσεις του Όθωνα «σνόμπαραν» τους έμπειρους αγωνιστές της επανάστασης και προτίμησαν τους Βαυαρούς μισθοφόρους. Αυτή ήταν η βασική αιτία που ένας σημαντικός αριθμός πολεμιστών της επανάστασης στράφηκε στη ληστεία, καθώς είδαν τις ελπίδες τους για επαγγελματική αποκατάσταση στον εθνικό στρατό να εξανεμίζονται. Πρώην αρματολοί, που διέθεταν ευρύτατα υποστηρικτικά δίκτυα, βρήκαν στην ληστεία μια επικερδέστατη ασχολία. Το πρόβλημα άρχισε να γίνεται εντονότερο κατά την δεκαετία του 1850, όταν και οι αγρότες, που περίμεναν αναδιανομή της γης, είδαν τις ελπίδες τους να διαψεύδονται. Βιοποριστικοί κυρίως λόγοι ωθούσαν τον αγρότη να βγει στο βουνό. Σε υπόμνημα που ο δικαστής Μεσολογγίου Ευστ. Ηλιόπουλος υπέβαλε στο υπουργείο δικαιοσύνης τον Ιανουάριο του 1857, σημειώνει: «Οι εις ληστείαν τρεπόμενοι εισί εκ της τάξεως των γεωργών, των ποιμένων[…]. Σπανιότατα παρετηρήθησαν και τινές, λησταί, άλλων επιτηδευμάτων». Και συνεχίζει με τα εξής αποκαλυπτικά σχετικά με τα υποστηρικτικά δίκτυα των ληστών: «Πολλοί των εις την ανωτέραν τάξιν ανηκόντων, δήμαρχοι, αξιωματικοί, κομματάρχαι, κλπ, χάριν ατομικών συμφερόντων, υποκινούσι και διατηρούσι την ληστείαν. Δι΄ αυτής εμπνέουν τον φόβον εις τον λαόν, ίνα μεταχειρίζωνται αυτόν εις τους σκοπούς αυτών. Δι΄ αυτής και την Κυβέρνησιν πολλάκις αντιπολιτεύθησαν, και εις την εξουσία ανήλθον». Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο υπερβολικοί οι Άγγλοι που, και στην απαγωγή στον Ωρωπό, έβλεπαν συνεργασία των ληστών με κόμματα της αντιπολίτευσης, ασχέτως αν δεν αποδείχτηκε κάτι τέτοιο στην προκειμένη περίπτωση. Ο Finlay με τη σειρά του ξεχωρίζει δυο κύριες αιτίες για το ληστρικό φαινόμενο, την διαφθορά της τοπικής αυτοδιοίκησης και την ακτημοσύνη και τονίζει ότι: «Η ληστεία είναι συνηθισμένο κακό σε μια στατική αγροτική κοινωνία με ανίσχυρη κυβέρνηση». Ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Γ. Λασάνης σε υπόμνημα του προς το υπουργείο Εσωτερικών στα 1856 κατηγορεί συνολικά τους «βλαχοποιμένες» και τον «σκηνίτη και μεταβατικό» τους βίο, ως την κύρια αιτία της ληστείας. «Αποχωρισμένοι από πάσαν κοινωνίαν, αγροίκοι, αμαθείς, μη ακούοντες ποτέ θρησκευτικήν διδασκαλίαν, επιρρέπουσιν εις το κακόν…». Την ίδια περίοδο και ο μοίραρχος της Αττικοβοιωτίας Πέτρος Βακάλογλου θα γράψει για τους Βλάχους: «Η νομαδική αυτή φυλή[…] μεστή ούσα πεπαλαιωμένων ληστρικών έξεων, δεν είναι δυνατόν να απομάθη ταύτας, καθότι με όσας και αν υπέστη καταθλίψεις κατά το παρελθόν, δεν έπαυσε του να υποστηρίζη εισέτι δια παντός μέσου την ληστεία εκ πεπαλαιωμένων ληστρικών έξεων, εκ συγγενικών δεσμών, εκ συμπαθειών προς τους ομοφύλους αυτής και εκ συμφερόντων υλικών ορμουμένη. Ο ενδοξότερος δε ομόφυλος της είναι δι΄ αυτήν ο τρομερότερος αρχιληστής, ο δε εναρετώτερος ο μη καταδεικνύων τον ληστήν με όσας και αν υποστεί βασάνους, και ο ατιμώτερος πάντων ο καταδείκτης του ληστού, ον αποκαλούντες προδότην, τον αποστρέφονται όλοι ως λελωβημένον, και τον φονεύουσι». Τα «τσελιγκάτα» των Βλάχων, ως επί το πλείστον, αποτελούσαν τα σημαντικότερα δίκτυα υποστήριξης των ληστών. Απομακρυσμένα από τις έδρες των αστυνομικών δυνάμεων, σε δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές ήταν καταφύγια, κέντρα εφοδιασμού και ξεκούρασης για τις περιπλανώμενες ομάδες των ληστών. Ο Κάρολος Τάκερμαν, που υπηρέτησε ως πρεσβευτής των Η.Π.Α. στην Αθήνα από το 1868 μέχρι και το 1871, σημειώνει για τα ληστρικά δίκτυα: «Αληθεύει ότι πολλαί συμμορίαι εδρεύουσι, ούτως ειπείν, εις πασίγνωστα μέρη, όχι μόνον δ’ εις την κυβέρνησιν υπάρχουσι γνωστά τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά των αποτελούντων αυτάς, αλλά και ελευθέρως αύται από καιρού εις καιρόν συγχρωτίζονται μετά των κατοίκων των γειτονευόντων χωρίων. Οι λησταί παρέχουσι χρήματα εις τους χωρικούς, ούτοι δε εγκαίρως ειδοποιούσι αυτούς και πολλάκις τους προστατεύουσι εν περιπτώσει καταδιώξεως». Σημειώνει δε για την συνεργασία των Βλάχων με τους ληστές ότι: «…ευρισκόμενοι (οι Βλάχοι) αδιαλείπτως εις την διάκρισιν των κακούργων τούτων, υποτάσσονται αυτοίς, μη δυνάμενοι να πράξωσι άλλως». Και για τις σχέσεις των ληστών με τους πολιτικούς παράγοντες αναφέρει: «… ο ληστής […] είναι γνωστός εις τα περίχωρα προσωπικώς, ως αγαθός την καρδίαν τυχοδιώκτης, διάγων, όταν ευρίσκεται παρ΄ αυτοίς, βίον αμέριμνον, επηρεάζει τους γνωρίμους αυτώ και τους φίλους κατά τας εκλογάς υπέρ του προστάτου του». Ο ληστής, λοιπόν, ήταν εργαλείο πολιτικής για τους τοπικούς κυρίως άρχοντες και κατάρα και ευλογία παράλληλα, για τους πληθυσμούς των νομάδων Βλάχων και Αλβανών. Ο πολιτικός μπορούσε να είναι σίγουρος ότι το σύνολο των ψήφων του θα μαζευόταν με την απειλή του όπλου, ενώ για τους Βλαχοποιμένες, όταν συνεργάζονταν, το κέρδος τους ήταν υλικό. Από αυτή την άποψη εφαρμοζόταν ένα μοντέλο «trickle down» οικονομίας. Μέσω της ληστείας ενός πλουσίου, πλήθος φτωχότερων επωφελούνταν, από κλεπταποδόχους μέχρι τσέλιγκες που πωλούσαν τα προϊόντα τους στις συμμορίες. Από την μεριά του ο ληστής, αν ήθελε να εδραιωθεί, έπρεπε να φροντίζει εξ ίσου τον πολιτικό του πάτρωνα, αλλά και τους απλούς νομάδες των τσελιγκάτων που του εξασφάλιζαν τροφή και καταφύγιο σε περιόδους δίωξης του. Μια συμφωνία win-win μεταξύ ληστή και τοπικής κοινωνίας… Το κράτος, κυρίως μετά την σφαγή στον Ωρωπό, θα αναγκαστεί να πάρει δραστικά μέτρα για την καταπολέμηση του φαινομένου. Επικηρύξεις των ληστών, εκτοπισμός των συγγενών γνωστών ληστών και εξ ίσου σκληρές ποινές για όσους συνεργάζονταν με ληστές ήταν μερικά από τα μέτρα καταστολής. Παράλληλα θα συναφθούν συμφωνίες με την Οθωμανική αυτοκρατορία για την από κοινού καταδίωξη της ληστείας. Άλλωστε αμέσως μετά τη διάπραξη κάποια ληστείας οι δράστες κατευθύνονταν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπου το κράτος λειτουργούσε λιγότερο αποτελεσματικά και οι αξιωματούχοι ήταν ακόμη πιο διεφθαρμένοι σε σχέση με τους Έλληνες. Το αποτελεσματικότερο μέτρο, μακροπρόθεσμα, αποδείχτηκε η υποχρεωτική συνοίκηση των περιπλανώμενων βλαχοποιμένων σε χωριά, ώστε να ελέγχονται καλύτερα από τις αρχές. Επιβίωση και κρατική αδυναμία ήταν κατά τα φαινόμενα οι κύριοι λόγοι για να βγει κάποιος «στο κλαρί» εκείνα τα χρόνια. Ο εκσυγχρονισμός των κρατικών δομών και η σταδιακή άνοδος του βιοτικού επιπέδου στο ελληνικό κράτος συντέλεσαν σταδιακά στην εξαφάνιση, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, του φαινομένου της ληστείας. Στη λαϊκή μνήμη, όμως, μέσα στα δημοτικά τραγούδια, εξακολουθούσαν να συντηρούνται τα «κατορθώματα» των νταήδων που, αφού τα έβαζαν με το επίσημο κράτος, αποκτούσαν πλούτη και δόξα.
Διαβάστε:
- Τρ. Ευαγγελίδης, «Τα μετά τον Όθωνα, ήτοι ιστορία της μεσοβασιλείας και της βασιλείας του Γεωργίου Α».
- Κάρολος Τάκερμαν, «Οι Έλληνες της σήμερον».
- Ιωάννης Κολιόπουλος, «Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αιώνας)», εκδ. Επίκεντρο.
- Επ. Κυρακίδης, «Ιστορία του συγχρόνου ελληνισμού», τομ. 2.