γράφει ο Χρίστος Δαγρές,
Εξαιτίας της μεγάλης έκτασης των πληροφοριών, το κείμενο γύρω από το τεράστιο και πολυπλόκαμο πρόγραμμα MKUltra της CIA (αντίστοιχο του γνωστού Manhattan project για την κατασκευή πυρηνικών όπλων) διαιρέθηκε σε 3 μέρη. Στο πρώτο μέρος (εδώ) παρουσιάστηκαν η δομή, ο τρόπος δράσης και οι μέθοδοι χρηματοδότησης του πρόγραμμα MKUltra της CIA καθώς και οι πιο σημαντικοί συνεργάτες. Το δεύτερο μέρος (εδώ) εστιάζει στο σκωτσέζο ψυχίατρο Ewen Cameron που εργαζόταν στο Μόντρεαλ του Καναδά. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος θα συνοψιστεί και σχολιαστεί ο τρόπος σκέψης και οι ιδεολογικοί άξονες του προγράμματος και οι ευρύτερες συνέπειες των πειραμάτων στην Ιατρική και την κοινωνία, μαζί με επιπλέον πληροφορίες που δεν χώρεσαν στα δύο πρώτα.
Σύμφωνα με την καθ. ψυχολογίας Jill G. Morawski υπάρχουν 3 περιοχές των οποίων η έρευνα περιορίζεται από “άγραφους κανόνες” και κοινωνικά ταμπού: η ψυχοχειρουργική, οι παραισθησιογόνες ουσίες και η παρατεταμένη αποστέρηση εξωτερικών ερεθισμάτων. Η CIA με το πρόγραμμα MKUltra παραβίασε σχεδόν κάθε άγραφο κοινωνικό κανόνα και στις 3 περιοχές(1), αν και το βάρος του ενδιαφέροντος έπεσε αρχικά στις φαρμακευτικώς δρώσες ουσίες (κυρίως LSD και μεσκαλίνη) και στη συνέχεια στις τεχνικές ελέγχου της συμπεριφοράς, οι οποίες γρήγορα μετατράπηκαν σε ιατρικά βασανιστήρια, όπως στην περίπτωση του Cameron.
Βιοηθική & Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση
Ο επικεφαλής του προγράμματος δρ. S. Gottlieb πριν συνταξιοδοτηθεί κατέστρεψε όσους φακέλους του MKUltra μπόρεσε(2), ενώ το 1973 ο πρώην διευθυντής της CIA Richard Helms διέταξε την καταστροφή των φακέλων του προγράμματος που συνδέονταν με τα πειράματα στο Μόντρεαλ(3). Δεν μπόρεσαν ωστόσο να εξαφανίσουν πλήρως τα ίχνη ενός προγράμματος τέτοιου μεγέθους και διάρκειας. Μετά την αποκάλυψη ενός άλλου κρυφού προγράμματος της CIA από το δημοσιογράφο Seymour Hersh, σταδιακά ήρθε στο προσκήνιο και το όνομα του Gottlieb σε σχέση με την πειραματική (κατα)χρήση LSD και μεσκαλίνης. Σύντομα, ο δημοσιογράφος John Marks εξέδωσε ένα βιβλίο με το περιεχόμενο κάποιων φακέλων του MKUltra που δεν είχαν καταστραφεί, επειδή περιείχαν κυρίως οικονομικές λεπτομέρειες του προγράμματος και σχετικά λίγες (αλλά εξαιρετικά διαφωτιστικές) πληροφορίες για τις επαφές της Υπηρεσίας με τους επιστήμονες. Ο Marks, χωρίς να αποδίδει στον Gottlieb ταπεινά ελατήρια, ήταν απερίφραστα επικριτικός ως προς την ηθική απαξία των πράξεων του: “… με τα πειράματα του σε βάρος ανύποπτων συμμετεχόντων παραβίασε ξεκάθαρα τις αρχές της Νυρεμβέργης – τις αρχές υπό τις οποίες, μετά τον Β’ Παγκ. Πόλεμο, εκτελέσαμε γιατρούς των Ναζί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.” Υπό το βάρος των αποκαλύψεων ο Gottlieb αργότερα συμφώνησε να καταθέσει σε ειδική επιτροπή της Γερουσίας, με τη συμφωνία ότι δεν θα διωχθεί. Ο Gottlieb πέθανε το 1999 χωρίς ποτέ να τιμωρηθεί για τις πράξεις του.
Είναι σαφές ότι η CIA με το πρόγραμμα MKUltra παραβίασε πλήθος κανόνων βιοηθικής γύρω απ’το πλαίσιο και τους κανόνες πραγματοποίησης μελετών σε ανθρώπους, σε μία εποχή όπου τα συμπεράσματα των Δικών της Νυρεμβέργης είχαν κωδικοποιηθεί σε μία δέσμη αρχών, και από τον Ιούνιο του 1964 είχαν επαναβεβαιωθεί με τη Διακήρυξη του Ελσίνκι. Στην κατηγορία της ψυχοφαρμακολογίας και ψυχοχειρουργικής είχαμε (με τα σημερινά στάνταρντ, πάνω από μισόν αιώνα αργότερα) παραβίαση βασικών κανόνων, όπως τη συμμετοχή σε μελέτη χωρίς συναίνεση του ασθενούς/εθελοντή, χωρίς γνώση των πιθανών ανεπιθύμητων ενεργειών, χωρίς προηγούμενο μεθοδικό προσδιορισμό της μέγιστης επιτρεπτής δόσης, με άγνωστο – πολλές φορές αμφίβολο, ή και χωρίς – επιδιωκόμενο θετικό αποτέλεσμα για τον ασθενή, με άλλη ένδειξη από αυτή που έπασχε ο ασθενής ή και πολλές φορές χωρίς καν να γνωρίζει ο συμμετέχων ότι συμμετέχει σε μελέτη.
Η αναφορά στις Δίκες της Νυρεμβέργης δεν γίνεται μόνο για συμβολικούς λόγους εξαιτίας της – κατάφορης και συχνά αδιάντροπης – παραβίασης των ηθικών αρχών από τους ίδιους που τους διακήρυξαν. Σύμφωνα με τον Αμερικάνο ιστορικό Alfred McCoy, το πρόγραμμα MKUltra πρέπει να θεωρηθεί “συνέχιση” των αντίστοιχων πειραμάτων των Ναζί στη Γερμανία, και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Οι Αμερικάνοι ήδη από το 1945 είχαν προσεγγίσει και, στη συνέχεια, προσκαλέσει στις ΗΠΑ μεγάλο αριθμό επιστημόνων από τη Γερμανία, μέσω του προγράμματος Paperclip. Σ’αυτούς συμπεριλαμβάνονταν και υψηλόβαθμοι γιατροί, οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε (και καταδικαστεί για) πειράματα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης(4).
Οι αποκαλύψεις για τους ανήθικους και αντιδεοντολογικούς πειραματισμούς της CIA με ψυχιατρικούς ασθενείς ήρθαν σε μία εποχή όπου είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένα μαχητικό κίνημα για τη ριζική μεταρρύθμιση της ψυχιατρικής με αιτήματα για αποασυλοποίηση και ανάπτυξη δομών όπως η ψυχιατρική κλινική και τα κέντρα ψυχικής υγείας, τον καθορισμό των ορίων της κλινικής πράξης και των κανόνων περιορισμού της ελευθερίας των ασθενών όταν είναι αναπόφευκτος και τη δομημένη και ηθικά αποδεκτή μελέτη των θεραπευτικών επιλογών. Τα αιτήματα ενίοτε έφτανε στο άλλο άκρο, δηλαδή της πλήρους άρνησης ότι υπάρχουν ψυχικά νοσήματα, όπως εκφράστηκε απ’τον Μισέλ Φουκώ(5) ή τον ουγγροαμερικάνο καθηγητή ψυχιατρικής Thomas Szasz. Πρέπει να υπογραμμιστεί η δράση της οικονομολόγου Marilyn Rice που ηγήθηκε ενός κινήματος ασθενών για τον περιορισμό της χρήσης της ηλεκτροσπασμοθεραπείας, ειδικά των πλέον επιθετικών εκδοχών της(6). Οι αποκαλύψεις για την εργαλειακή μεταχείριση ασθενών ως πειραματόζωα – χωρίς κανόνες και φραγμούς – για την ικανοποίηση των στρατιωτικοπολιτικών αναγκών της CIA ήρθαν ως επιβεβαίωση των τεράστων συστημικών στρεβλώσεων στην ψυχιατρική περίθαλψη και υπογράμμισαν την ανάγκη ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων. Να θυμίσω ότι όπως γράφτηκε στο μέρος Β’, ο Ε. Cameron είχε παίξει ηγετικό ρόλο στην αποασυλοποίηση, στην ενίσχυση του ρόλου των ψυχιατρικών κλινικών και στην εισαγωγή του θεσμού των νοσοκομείων-ημέρας (χωρίς αυτό να τον απαλλάσσει από τις τεράστιες ευθύνες για τα πειράματα με ψυχιατρικούς ασθενείς). Εάν είχε προσανατολίσει την έρευνα του στην τεκμηρίωση της θεραπευτικής σημασίας αυτών των μεταρρυθμίσεων ίσως όχι μόνο να είχε βραβευτεί με το πολυπόθητο του βραβείο Νόμπελ αλλά και να είχε κερδίσει την υστεροφημία του σημαντικότερου μεταρρυθμιστή στην Ψυχιατρική, αντί για το άγος του “δρ. CIA”.
Ψυχο-Φαρμακολογία
Αρχικά τα ψυχοτρόπα, ειδικά το LSD, έδειχναν ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως “ορός της αλήθειας”. Σε μικρές δόσεις είχαν καταγραφεί πειράματα όπου εθελοντές πράκτορες της CIA αποκάλυπταν διάφορα μυστικά υπό την επίδραση του LSD, σε κάποιες περιπτώσεις δε χωρίς καν να το θυμούνται μετά. Ωστόσο γρήγορα φάνηκε ότι πολλές φορές οι “αποκαλύψεις” ήταν αναξιόπιστες, εντελώς φανταστικές ή περιπεπλεγμένες με ψευδαισθήσεις και αλλοιωμένη αντίληψη της πραγματικότητας.
Οι πειραματισμοί με το LSD είχαν σίγουρα ένα τεράστιο αντίκτυπο στην τέχνη (μουσική, λογοτεχνία, εικαστικά), στις ανθρώπινες σχέσεις, στη φιλοσοφία, κάπως μετριότερο αλλά αξιοσημείωτο στις αντιλήψεις περί θρησκείας, και εξαιτίας όλων αυτών εμμέσως και στην πολιτική. Η πλήρης αποτίμηση του φαινομένου είναι αδύνατη εντός των πλαισίων ενός άρθρου και εκτός του σκοπού του. Ειδικά πάντως για την πολιτική, το κίνημα της ψυχεδελικής αντικουλτούρας ήρθε σε συνάφεια με (αλλά αντιμετώπισε και τη δυσπιστία αρκετών) το αντιπολεμικό κίνημα και το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, κάποιοι πιθανολογούν ότι η ροή χρημάτων και ψυχοτρόπων από τη CIA προς ένα κομμάτι της αμερικάνικης νεολαίας, ειδικά στη δυτική ακτή, έγινε “(…) για να ελέγξει και τελικά να διοχετεύσει την ογκούμενη αγανάκτηση της αμερικανικής νεολαίας κατά του κατεστημένου σε ακραίες, ωστόσο συστημικά ελεγχόμενες και ανώδυνες, αν και φαινομενικά εντυπωσιακές, εκτονώσεις.”(7) Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη “διαπλοκή” της CIA με αμφιλεγόμενες περσόνες της ψυχεδελικής & χίπικης αντικουλτούρας όπως είδαμε στο μέρος Α’.
Καλό θα ήταν να αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό τέτοιες προσεγγίσεις καθώς προσπαθούν να εκλογικεύσουν το πρόγραμμα της CIA κρίνοντας εκ των αποτελεσμάτων, τα οποία ωστόσο δεν θα μπορούσαν να προβλεφθούν όσο το πρόγραμμα ήταν σε φάση σχεδιασμού και εξέλιξης. Ο τρόπος δράσης και τα αποτελέσματα του LSD ήταν παντελώς άγνωστα και απρόβλεπτα και μάλλον προκαλούσαν εκνευρισμό και φόβο, παρά εμπιστοσύνη για πολιτική χειραγώγηση κινημάτων, και μάλιστα σε μαζική κλίμακα. Η κοινή λογική λέει ότι η δράση του LSD μάλλον θα μπορούσε να εκτροχιάσει ένα νεανικό κίνημα παρά να το ποδηγετήσει, κάτι που θα ήταν ευκολότερο να επιτευχθεί με ουσίες όπως τα οπιοειδή, η ηρωίνη ή η μαριχουάνα. Εξάλλου, ένας από τους φόβους των υπηρεσιών ασφαλείας των ΗΠΑ ήταν το ενδεχόμενο κάποιος να προκαλέσει χάος σε κάποια αμερικάνικη μεγαλούπολη διοχετεύοντας άφθονο LSD (π.χ. μέσω της ύδρευσης) και κάποια από τα προγράμματα της CIA στόχευαν ακριβώς στη θεωρητική μελέτη ενός τέτοιου ενδεχόμενου.
Αυτό που είναι σίγουρο πάντως είναι ότι η ασυδοσία των πρακτόρων της CIA και η ανοργάνωτη και ελλιπώς προετοιμασμένη ένταξη των ουσιών αυτών σε θεραπευτικά ερευνητικά πρωτόκολλα τελικά προκάλεσε σημαντική καθυστέρηση δεκαετιών στη συστηματική μελέτη των ψυχοτρόπων. Μετά την απαγόρευση τους σε Ευρώπη και Αμερική, τα ψυχοτρόπα αποσύρθηκαν από τις κλινικές μελέτες μέχρι το 2006 οπότε δημοσιεύεται η πρώτη μελέτη με κλινικά και ηθικά ορθή μεθοδολογία σε ασθενείς με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή(8). Αυτό ανανέωσε το ενδιαφέρον στα ψυχεδελικά φάρμακα την τελευταία δεκαετία, και έχουν παρουσιαστεί κάποια καταρχάς πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε ασθενείς με συγκεκριμένες παθήσεις αλλά όχι με σχιζοφρένεια (δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρειες καθώς είναι εκτός του σκοπού του άρθρου).
Πέρα από τα ψυχεδελικά φάρμακα, γενικότερα η δεκαετία του ‘50 χαρακτηρίζεται από την εκρηκτική ανάπτυξη της ψυχοφαρμακολογίας όπως π.χ. η εισαγωγή στη θεραπεία της σχιζοφρένειας της χλωροπρομαζίνης το 1951. Πολλά από αυτά χρησιμοποιήθηκαν (όπως είδαμε) και στα προγράμματα της CIA. Σίγουρα, σε κάποιο βαθμό βοήθησαν τους ερευνητές να εξοικειωθούν καλύτερα με τη χρήση και τις ανεπιθύμητες ενέργειες τους, από την άλλη πλευρά ωστόσο, ο ασυντόνιστος τρόπος ένταξης τους στις μελέτες και ο συνδυασμός τους με ανυπόστατες θεωρίες και κακοσχεδιασμένα ή παραπλανητικά πειράματα το πιθανότερο είναι ότι τελικά αποτέλεσαν τροχοπέδη και καθυστέρησαν την εις βάθος κατανόηση τους.
Συμπεριφορικές μελέτες
Αν και η αναδρομή μου στις πηγές έγινε με μη-συστηματικό τρόπο, μου προκάλεσε εντύπωση η σπάνη δομημένων ιατρικών μελετών για τις παραβιάσεις των κανόνων βιοηθικής αναφορικά ως προς τις αρχές και τους κανόνες της εποχής (σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις όπως π.χ. τα πειράματα στο Tuskegee της Αλαμπάμα, σε μαύρους που έπασχαν από σύφιλη). Στα ιατρικά περιοδικά υπάρχουν ελάχιστα άρθρα για τα υπο-προγράμματα του MKUltra, προερχόμενα κυρίως από τη δεκαετία του ‘70, τα οποία εστιάζουν στην περιγραφή των γεγονότων παρά στη συστηματική μελέτη τους(9). Η δριμύτερη κριτική προέρχεται κυρίως από δημοσιογραφικά άρθρα και ιστορικά βιβλία. Επίσης, περιορισμένη προσοχή έχει δοθεί από τη “σοβαρή ακαδημαϊκή” έρευνα σε για προσωπικότητες όπως ο δρ. E. Cameron(10). Το γεγονός αυτό συνάδει με την ευρεία επιστημονική και κοινωνική αναγνώριση στο πρόσωπο των περισσότερων επιστημόνων που συμμετείχαν στα πειράματα, τουλάχιστον όσοι ήταν εν ζωή, απ’τους Cameron και Hoch, έως τους Hebb και Beecher(11).
Τα παραπάνω αποτελούν ένδειξη της αμηχανίας που προκαλεί στο χώρος της ψυχιατρικής & ψυχολογίας το ηθικό βάρος της χρηματοδότησης από τη CIA κάποιων συμπεριφορικών μελετών. Ενώ ηθικά είναι καταδικαστέα και απαράδεκτη – ακόμη και με το χαλαρό μέτρο της εποχής – προκαλούν άβολη αμηχανία καθώς συνδέονται με μια ευρύτερη ομάδα πειραμάτων και συμπερασμάτων που ίσως να χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα στην κλινική πράξη, με έμμεσο τρόπο. Είναι πρακτικά αδύνατο να διαχωρίσει κάποιος τη γνώση που προήλθε από ηθικώς απαράδεκτες και ηθικά αποδεκτές μεθόδων. Η αμηχανία αυτή εντείνεται καθώς οι επιστήμονες αυτοί ήταν διακεκριμένοι στο πεδίο τους, εκπροσωπούσαν διεθνούς φήμης ιδρύματα και υπήρξαν διδάσκαλοι και μέντορες σχεδόν όλης της γενιάς που ακολούθησε. Η άσκηση κριτικής συχνά εκλαμβάνεται ως γενικευμένη επίθεση και αμφισβήτηση, ενώ αναμφίβολα υπάρχει και σημαντική σύγκρουση συμφερόντων.
Από κλινικής σκοπιάς, παρά τις αισιόδοξες (συχνά, παραπλανητικές) δηλώσεις για τη θεραπευτική αξία των μεθόδων του Cameron για την αντιμετώπιση της σχιζοφρένιας, όταν ξεκαθάρισε το τοπίο με τη βοήθεια εγκυρότερων μεθοδολογικών εργαλείων, το αποτέλεσμα ήταν μία παταγώδης αποτυχία! Αλλά και από τη σκοπιά της CIA το πρόγραμμα μάλλον απέτυχε ως προς τον κύριο στόχο του, δηλαδή τον εντοπισμό της τεχνικής που θα “ξεκλείδωνε” την ανθρώπινη συνείδηση σύμφωνα με τις επιθυμίες της Υπηρεσίας. Ωστόσο, σίγουρα πολλά συμπεράσματα χρησιμοποιήθηκαν επιχειρησιακά σε ανακρίσεις, χειραγώγηση πρακτόρων, επικοινωνία και ανάλυση κατασκοπευτικού υλικού ακόμη και βασανιστήρια (π.χ. εγκλεισμός με αποστέρηση ερεθισμάτων). Το 1963, η Υπηρεσία κυκλοφόρησε το εγχειρίδιο KUBARK, ένα αποστάλαγμα, θα λέγαμε, των συμπερασμάτων των πειραμάτων και τον τρόπο εφαρμογής τους για την ανάκριση αντιπάλων και την απόσπαση πληροφοριών. Ουσιαστικά ήταν ένα εγχειρίδιο βασανιστηρίων, καθώς ήδη στη σελίδα 2 οι αναγνώστες προειδοποιούνται για το “σοβαρό κίνδυνο μελλοντικών αγωγών αποζημίωσης και μηνύσεων”(12). Αυτό το εγχειρίδιο τελικά ίσως να ήταν το μόνο άμεσο αποτέλεσμα των συμπεριφορικών πειραμάτων που χρηματοδότησε η CIA.
Η προσπάθεια ανακάλυψης της Γενικής Θεωρίας της Συμπεριφοράς
Η προσωπική ευθύνη των επιστημόνων που συμμετείχαν στα πειράματα της CIA σε συνδυασμό με τους στόχους (οικονομικούς, επιστημονικούς, κοινωνικούς) και τις φιλοδοξίες του καθενός(13) προσφέρουν μία μερική εξήγηση για τα κίνητρα συμμετοχής τους καθώς, σε μία πρώτη ανάγνωση, φαίνεται ότι οι ενέργειες αυτές έρχονταν σε σύγκρουση με το γενικότερο πνεύμα των Δικών της Νυρεμβέργης. Ποια στοιχεία διαμόρφωσαν το ιδεολογικό πλαίσιο που επέτρεψε στους επιστήμονες να παραβιάσουν τις αρχές βιοηθικής που όρισαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια τη στάση της επιστημονικής κοινότητας απέναντι στους ιατρικούς πειραματισμούς των Ναζί; Ο Ψυχρός Πόλεμος (ειδικά ο πόλεμος στην Κορέα και ο ηθικός πανικός που συνόδευσε κάποιες νεφελώδεις εξιστορήσεις “πλύσης εγκεφάλου” ορισμένων αμερικανών αιχμαλώτων πολέμου) φαίνεται ότι ήταν απλώς η αφορμή εμβάνθυνσης και συστηματοποίησης αυτού του πλαισίου σκέψης, καθώς η γέννηση του είχε προηγηθεί χρονικά!
Δύο είναι καταρχάς οι ιδεολογικοί άξονες που διαμόρφωσαν με καθοριστικό τρόπο τη στάση των επιστημόνων: η “τεχνοφιλία” και οι μηχανιστικές αντιλήψεις για τον Άνθρωπο και τον τρόπο διαμόρφωσης της αλληλεπίδρασης του με το περιβάλλον του:
H μηχανιστική αντίληψη περί Ανθρώπου είναι ένα πρόβλημα που εγγενώς συνδέεται με την υλιστική ερμηνεία της ζωής από τον Διαφωτισμό. Στην ιστορία της Βιοϊατρικής έρευνας έχει εμφανιστεί συχνά, με διάφορες μορφές, εξαιτίας των ελκυστικών χαρακτηριστικών της: την απλότητα των εξηγήσεων όπως αυτές προκύπτουν από κάποιες “βασικές” αρχές και την αντιστοίχιση του μοντέλου λειτουργίας του ανθρωπίνου σώματος με αντίστοιχα μοντέλα απ’το χώρο των θετικών επιστημών και τις κατασκευές. Ο Cameron, για παράδειγμα, πίστευε ότι δεν υπάρχει “ψυχή” αλλά η συμπεριφορά καθορίζεται από ένα πολύπλοκο πλέγμα από στερεότυπους μηχανισμούς και θετικές ή αρνητικές αναδράσεις έτσι ώστε ένας έμπειρος θεραπευτής να μπορεί να “αποδομήσει” τα παθολογικά μοτίβα και να ανασυνθέσει από το μηδέν τα θετικά και επιθυμητά μοτίβα συμπεριφοράς. Εφόσον η συμπεριφορά είναι απλώς το αποτέλεσμα κάποιων αλληλουχιών μηχανισμών και αλληλεπιδράσεων, τότε η θεραπεία απλώς έγκειται στο να βρούμε τα σημεία που επιδέχονται διόρθωσης. Σύμφωνα με τη θεωρία του, οι “επιδιορθώσεις” αυτές θα μπορούσαν να γίνουν μέσω των “δυναμικών εμφυτευμάτων”, δηλαδή των κρίσιμων σύντομων φράσεων που επαναλαμβάνονταν εκατοντάδες φορές στον ασθενή, εφόσον πρώτα είχαν εξουδετερωθεί οι “άμυνες” του μέσω του “κλινικού κώματος”, των ψυχοδραστικών ουσιών, της ηλεκτροσπασμοθεραπείας κ.α. όπως είδαμε αναλυτικότερα στο μέρος Β΄. Το θεωρητικό αυτό μοντέλο δεν διαφέρει από ένα μηχανολογικό ή ηλεκτρολογικό κατασκευαστικό πλάνο ή την ανάπτυξη κώδικα προγραμματισμού(14).
Γενικότερα, οι Συμπεριφορικές Σπουδές που ξεπήδησαν από το 1946 και έπειτα με ιδιαιτέρως δυναμικό τρόπο προσπάθησαν να ενοποιήσουν τα διάφορα σχετικά πεδία, ενθαρρύνοντας την επικοινωνία μεταξύ των επιστημόνων του κάθε κλάδου με απώτερο στόχο την ανάπτυξη μιας κοινής, κοινωνικο-επιστημονικής ορολογίας. Ουσιαστικά, ακολουθώντας το αισιόδοξο παράδειγμα των Φυσικών Επιστημών επιχείρησαν να συστηματικοποιήσουν τα πεδία τους επιδιώκοντας και να αναπτύξουν τη Γενική Θεωρία των Συμπεριφορικών Επιστημών που θα βοηθούσε στην κατανόηση όλων των φαινομένων του χώρου(15). Όλα τα παραπάνω έκαναν πολύ ελκυστικό σε πολλούς επιστήμονες της Ψυχιατρικής και της Ψυχολογίας το ενδεχόμενο τεκμηρίωσης “αυτοματοποιημένων” και σύντομων θεραπευτικών επιλογών που θα παρέκαμπταν τις χρονοβόρες και αμφίβολες ψυχοθεραπείες(16). Η “αισιόδοξη” αυτή πίστη στην ύπαρξη μηχανιστικών θεραπειών των ψυχονευρώσεων, μεταφράστηκε από τη CIA ως ευκαιρία ανακάλυψης της “λυδίας λίθου” των ανακρίσεων που θα καθιστούσε τον αντίπαλο εύκολα χειραγωγήσιμο και συνεργάσιμο. Κομβικό ρόλο για την υλοποίηση αυτών των σεναρίων έπαιξε η “τεχνοφιλία” ή “τεχνοφιλική ύβρις”.
Ο όρος “τεχνοφιλική ύβρις” χρησιμοποιήθηκε από την ιστορικό της Κατασκοπίας Kristie Macrakis για να περιγράψει την τάση των Αμερικάνων κυρίως, να αναζητούν απλουστευμένες (ενίοτε απλοϊκές) τεχνολογικές συντομεύσεις σε χρονοβόρες διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων, την οποία υιοθέτησαν ως πανάκεια στον πυρήνα των πολιτικών τους κατά τον Ψυχρό Πόλεμο(17). Ο Cameron, όπως περιγράφει ο στενός συνεργάτης και διάδοχος του στο ΑΜΙ R. Cleghorn, είχε από νωρίς υιοθετήσει τις σύγχρονες τεχνολογίες της εποχής του, δηλαδή τα μαγνητόφωνα, αρχικά στην ηχογράφηση των κλινικών συνεντεύξεων με τους ασθενείς ή/και τους συνοδούς τους και αργότερα στη χρησιμοποίηση μικρών “κρίσιμων” φράσεων στις μεθόδους ψυχικού “επαναπρογραμματισμού” που εφάρμοζε(18). H ίδια η ιδέα της θεραπευτικής του μεθόδου του ήρθε βλέποντας μία διαφήμιση ενός σύγχρονου τεχνολογικού εργαλείου που ονομαζόταν Cerebrophone, το οποίο υποτίθεται ότι ήταν μία εύκολη μέθοδος υπνοπαιδείας(19). Επίσης στο ίδιο πλαίσιο “τεχνοφιλίας” εντάσσονται οι συσκευές ηλεκτροσπασμοθεραπείας αλλά και οι νέες φαρμακευτικές ουσίες, “καινοτομίες” που θεωρήθηκε ότι υπόσχονταν γρήγορες και απλές θεραπευτικές λύσεις.
Γενικότερα στο πεδίο των συμπεριφορικών σπουδών, τις δεκαετίες αυτές υπάρχει μία έντονη τάση ανάπτυξης σύγχρονων συσκευών που θα έδιναν τη δυνατότητα “αντικειμενικού” προσδιορισμού συγκεκριμένων συμπεριφορικών παραμέτρων, στα πλαίσια πάντα της μηχανιστικής αντίληψης περί Ανθρώπου. Η Herta Hertzog και ο Ε.Η. Hess κατασκεύασαν την “Eye camera” για να μετρούν μεταβολές της κόρης του οφθαλμού των συμμετεχόντων σε συμπεριφορικά πειράματα. Παρόμοιες ερευνητικές συσκευές σε συμπεριφορικές μελέτες ήταν το Program Analyzer των Lazarsfeld & Stanton, το Τachistoscope σε συνδυασμό με συγκεκριμένες τεχνικές συνέντευξης, των Bruner & Postman και, τέλος, το εμβληματικότερο ίσως όλων, το Introspectometer ενός από τους σημαντικότερους κοινωνιολόγους της εποχής, του Robert K. Merton, το οποίο ήταν μία “υποθετική” μηχανή, δηλαδή μία θεωρητική σύλληψη για ένα μηχάνημα που θα λειτουργούσε ως “ακτινοσκόπηση” του εσώτερου εαυτού του υποκειμένου της εξέτασης(20).
Η προσπάθεια “αντικειμενοποίησης” των κοινωνιολογικών/συμπεριφορικών σπουδών ώστε να μιμηθούν τα πρότυπα αντικειμενικής γνώσης των νόμων που διέπουν ένα γνωστικό πεδίο είναι μια ιστορία τόσο παλιά όσο και ο Διαφωτισμός. Από την αρχή, η “επιστημονική” γνώση και διακυβέρνηση της Κοινωνίας δεν ήταν απλώς ένα όνειρο, αλλά αποτέλεσε διακηρυγμένο στόχο και αισιόδοξη υπόσχεση των Διαφωτιστών, ξεκινώντας από τον αμφιλεγόμενο “Αρχιερέα”, τον Αύγουστο Κοντ [Auguste Comte]. Επί της ουσίας, δεν ήταν διαφορετικό από ένα δόγμα που απαιτούσε τυφλή πίστη στην επιτευξιμότητα του και βεβαιότητα ότι θα έρθει το “πλήρωμα του Χρόνου” όπου ο Άνθρωπος θα φτιάξει μια τέλεια κοινωνία επί Γης με τη βοήθεια της Επιστήμης – μία κοσμική μεν αλλά ξεκάθαρα χιλιαστική προφητεία.
Είδαμε παραπάνω κάποιους βασικούς άξονες (προσπάθεια ανάπτυξης μιας ενιαίας συνεκτικής θεωρίας, τεχνοφιλία, μηχανιστική αντίληψη για τον Άνθρωπο και τις κοινωνικές σχέσεις), οι οποίοι διέπουν αυτήν την επιστημονίστικη, κοινωνική προφητεία. Πολύ συχνά, οι αισιόδοξες αυτές διακηρύξεις οδήγησαν σε παταγώδεις αποτυχίες και την ανάπτυξη ψευδοεπιστημονικών “αιρέσεων” που, τελικά, προκάλεσαν περισσότερο κακό παρά καλό. Η επιστήμη της Φρενολογίας, για παράδειγμα, συνδέθηκε στενά με την προσπάθεια “αντικειμενικού” προσδιορισμού και μέτρησης της προσωπικότητας ενός ατόμου και, κατόπιν, με θεωρίες περί κοινωνικής/ποινικής αναμόρφωσης που ήταν ιδιαιτέρως δημοφιλείς στις ανώτερες τάξεις της Βικτωριανής εποχής αλλά και αργότερα. Το “Πανοπτικόν” του ωφελιμιστή φιλόσοφου Τζέρεμυ Μπένθαμ ήταν ακόμη ένα παράδειγμα επιστημονικίστικης “μεταρρύθμισης” – ένα μοντέλο επιτήρησης που ακόμη και σήμερα επιστρέφει ως μία δυστοπική προοπτική πλήρους και αδιάλειπτης επιτήρησης της καθημερινότητας των πολιτών. Ακόμη και η (αυστηρή) απομόνωση των κρατούμενων (συνδυασμένη με απλές, επαγγελματικές δραστηριότητες στο κελί του καθενός) είχε προταθεί ως “ανθρωπιστική” βελτίωση στη ζωή των κρατουμένων από κοινωνικούς μεταρρυθμιστές. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η αυστηρή απομόνωση είναι ένα σκληρό τιμωρητικό μέσο εντός των φυλακών και συνιστά βασανιστήριο όταν ξεπερνά κάποιον αριθμό ημερών. Η (θεωρητική) “επιστημονικά αντικειμενική” ουτοπία κάποιων συνήθως αποδεικνύεται δυστοπία για όσους αγγίζει τις ζωές τους στην πραγματικότητα.
Γνωρίζοντας τις βασικές ιδέες που διείπαν τη σκέψη του Cameron (μέρος Β΄), ο οποίος με αδικαιολόγητη βεβαιότητα και οίηση καθόριζε (υπό το πρόσχημα της “επιστημονικής γνώσης”) ποιοι άνθρωποι είναι αδύναμοι και πιο ισχυροί, ποιοί δικαιούνται να έχουν θέσεις ευθύνης ή να τεκνοποιούν και ποιοί όχι, βλέπουμε ότι δε διαφέρουν από τις ευρέως διαδεδομένες ιδέες περί ευγονικής των αρχών του 20ου αιώνα (τις οποίες είχαν υιοθετήσει μέχρι και οι Ισπανοί αναρχικοί) ή τη δυστοπία του “Θαυμαστού, Καινούργιου Κόσμου” του Άλντους Χάξλεϋ. Οι ιδέες αυτές δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την τυφλή πίστη ότι η απόλυτη γνώση των “νόμων” που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και τις κοινωνικές σχέσεις είναι εφικτή, επομένως η “τέλεια” κοινωνία είναι εφικτή και μπορεί να προκύψει μόνο μέσω της “Επιστημονοκρατίας”. Τελικά το μόνο που άφησαν κληρονομιά ήταν μια σειρά από ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, εκατοντάδες θύματα κακοποίησης και το εγχειρίδιο “επιστημονικών” βασανιστηρίων της CIA. Σε μία εποχή η οποία κυριαρχείται από νέους επιστημονικούς “χιλιασμούς”, μέσα απ’τα δόγματα του “Μετανθρωπισμού”, και όλο και περισσότερες εξουσίας μεταφέρονται αδιαφανώς σε “επιτροπές Ειδικών” που δεν λογοδοτούν πουθενά, κάνει απαραίτητη τη γνώση του πλήθους των παρόμοιων περιπτώσεων κατάχρησης και αποτυχίας των θεωριών περί Επιστημονικής γνώσης της Ανθρώπινης συμπεριφοράς στο παρελθόν.
Σημειώσεις
1 Από το δοκίμιο της «Impossible Experiments and Practical Constructions: The Social Bases of Psychologists’ Work» όπως αναφέρεται στην υποσημείωση #36 (σελ. 85) στο R. Lemov «Brainwashing’s Avatar: The Curious Career of Dr. Ewen Cameron». Gray Room Νο 45 (Φθινόπωρο 2011).
2 Larry Gettlen «The mad scientist behind America’s mind-control quest with LSD». New York Post (16 Σεπ 2019); https://nypost.com/2019/09/16/the-mad-scientist-behind-americas-mind-control-quest-with-lsd/ (πρόσβαση: 17 Δεκ 2023)
3 Taylor C. Noakes «Montreal MKULTRA Experiments». Τhe Canadian Encyclopedia (Δεκ 2021); https://www.thecanadianencyclopedia.ca/en/article/mkultra (πρόσβαση: 28 Δεκ 2023).
4 Alfred W. McCoy «Science in Dachau’s shadow: Hebb, Beecher, and the development of CIA psychological torture and modern medical ethics». J Hist Behav Sci. Vol.43(4) , σελ: 401-17 (Φθινόπωρο 2007)
5 Μ. Φουκώ «Τρέλα και Πολιτισμός». Εκδ. Επανοικειοποίηση (2022).
6 Naomi Klein «The Shock Doctrine». Penguin Books (2008), σελ. 31.
7 Κ. Μαυρίδης «Ο δρόμος για το πουθενά». Ρήξη, αρ. φύλλου 147, σελ.21 (Οκτ 2018)
8 Moreno, F., Wiegand, C., Taitano, E., & Delgado, P. (2006). Safety, tolerability, and efficacy of psilocybin in 9 patients with obsessive-compulsive disorder. Journal of Clinical Psychiatry, 67, 1735–1740.
9 Αντίθετα, με μία πρόχειρη αναζήτηση στο PubMed βρέθηκαν τουλάχιστον 7 επικήδειοι (in memoriam) για τον δρ. Paul Hoch μεταξύ 1965-67 και ένας ακόμη το 1994 (!), ενώ ακόμη περισσότεροι δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες, όπως τους NY Times, κάτι που δείχνει την κοινωνική αποδοχή που απολάμβαναν κάποιοι εκ των βασικών νοών του προγράμματος.
10 Σχολιάζει σχετικά η R. Lemov: “Ο Cameron δεν συμπεριλήφθηκε συχνά στο επίκεντρο της ακαδημαϊκής μελέτης. Έχουν δημοσιευτεί κάποια κείμενα ιατρικής επαναξιολόγησης και πολλές δημοσιογραφικές έρευνες για το ευρύ κοινό αλλά λίγα έχουν σημειωθεί στον τομέα της “σοβαρής” ακαδημαϊκής προσοχής”. [R. Lemov “Brainwashing’s Avatar: The Curious Career of Dr. Ewen Cameron”. Gray Room Νο 45 (Φθινόπωρο 2011), σελ: 60-87].
11 O Henry K. Beecher ήταν καθ. Αναισθησιολογίας στο Χάρβαρντ, ο οποίος συμμετείχε στην προετοιμασία του προγράμματος MKUltra ήδη από τα πρόδρομα στάδια δραστηριοποίησης των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ο Beecher τιμήθηκε με σημαντικές θέσεις σε κορυφαίους φορείς συντονισμού και καθοδήγησης της βιοϊατρικής έρευνας στην Αμερική, όπως το National Research Council. Το 1966 δημοσίευσε ένα άρθρο σε κορυφαίο αμερικάνικο ιατρικό περιοδικό για τη βιοηθική και την κλινική έρευνα, με τέτοια ευρεία απήχηση ώστε να δίνεται προς τιμή του το βραβείο “Henry K. Beecher Prize in Medical Ethics” από την Ιατρική του Χάρβαρντ! Πηγή: Alfred W. McCoy, ο.π.
12 Naomi Klein «The Shock Doctrine». Penguin Books (2008), σελ: 39-48 (γενικές πληροφορίες). Επίσης στις σελ. 368-9 υπάρχει ειδικά αναφορά στη χρήση του εγχειριδίου στο Αμπού Γκράϊμπ και άλλα κέντρα κράτησης και ανακρίσεων στο Ιράκ και στη σελ. 92 αναφορά στη Λ. Αμερική.
13 Για τους μηχανισμούς της ισχύος και της απόφασης ακόμη και στα πεδία των φυσικών επιστημών βλέπε περισσότερα στο Π. Κονδύλης «Επιστήμη Ισχύς και Απόφαση», εκδ. Στιγμή (2001).
14 Rebecca Lemov (2011), ο.π. Τηρουμένων των αναλογιών, η θεωρία του Cameron είναι της ίδιας λογικής με τη συχνότερη συμβουλή που δίνεται σε περιπτώσεις λειτουργικών προβλημάτων των ηλεκτρονικών υπολογιστών: «κλείσε τον και ξανάνοιξε τον».
15 Rebecca Lemov (2011), ο.π. (ειδικότερα σελ. 13 και υποσημείωση #43)
16 Ο Cleghorn μεταφέρει τις απόψεις του Cameron σχετικά με αυτό: «περιφρονούσε τη διάρκεια και την κούραση που προκαλούσε η μακροχρόνια ψυχοθεραπεία» [πηγή: Robert A Cleghorn «The McGill Experience of Robert A. Cleghorn, MD: Recollections of D. Ewen Cameron». Can Bull Med Hist. Vol: 7(1), σελ. 53-76 (1990)].
17 Kristie Macrakis, «Technophilic Hubris and Espionage Styles during the Cold War». Isis, Vol:101, σελ: 380, (2010), ως υποσημείωση #53 στο Rebecca Lemov (2011), ο.π. (σελ.14). Στο μέρος Α’ κυρίως αναφερθήκαμε σε κάποιες ευφάνταστες τεχνολογικές προτάσεις που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια του MKUltra.
18 Robert A Cleghorn, ο.π.
19 Rebecca Lemov (2011), ο.π.
20 Όλα αναφέρονται στο: Rebecca Lemov «“Hypothetical Machines” – The Science Fiction Dreams of Cold War Social Science». Isis, Vol: 101, σελ: 401-11, (2011)
21 Aldus Huxley «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος». Εκδ. Μέδουσα (1991). Η περιγραφή μιας επιστημονικά δομημένης κοινωνίας όπου η ανθρώπινη συμπεριφορά – και ειδικά η συστηματική καταπίεση στην ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων με νόημα – βρίσκονταν υπό συνεχή και πλήρη έλεγχο μέσω του συνδυασμού γονιδιακής και κοινωνικής μηχανικής (γονιδιακός προσδιορισμός χαρακτηριστικών, “υπνοπαιδεία”, επιβολή κοινωνικά αποδεκτών αντανακλαστικών, ψυχοφαρμακευτική ευεξία, ελεγχόμενη διασκέδαση και ενημέρωση).