του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ από neoplanodion.gr
Ο χρόνος κυλά και το ρεύμα του παρασύρει τις παλιές σημασίες και μαζί με τα νέα συστήματα ιδεών αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια καινούργιες. Τα «δικαιώματα του Θεού» έδωσαν τη θέση τους στα «ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου», το ουσιοκρατικό «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» της Εκκλησίας των πιστών το διαδέχθηκε ο φυσιοκρατικός υπαρξισμός της μονάδας. Εντούτοις στην Ελλάδα τα προνεωτερικά δικαιώματα αρνήθηκαν να χαθούν στη λήθη της Ιστορίας για χάρη των νεωτερικών αντιπάλων τους. Η κραταιή παράδοση συνυπάρχει, άλλοτε με όρους δημιουργικής αλληλεπίδρασης και άλλοτε σε συνθήκες σφοδρής σύγκρουσης, μέσα στον νου των Νεοελλήνων. Πώς μπορούμε να μιλάμε για οποιοδήποτε φλέγον κοινωνικό ζήτημα όταν δεν λαμβάνουμε υπόψη ότι η σύγχρονη ελληνική σκέψη μοιάζει στην καλύτερη περίπτωση με χωνευτήρι, συνηθέστερα όμως με πεδίο μάχης;
Μα πρώτα από όλα ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις: Ο Ψαλμός 118 στην Παλαιά Διαθήκη αποτυπώνει ποιητικά την αγωνιώδη προσπάθεια του πιστού να φανεί αντάξιος των δικαιωμάτων του Θεού (5: ὄφελον κατευθυνθείησαν αἱ ὁδοί μου τοῦ φυλάξασθαι τὰ δικαιώματά σου· 8: τὰ δικαιώματά σου φυλάξω· 12: δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου κλπ.). Η λέξη υποδηλώνει εδώ τις προσταγές του Θεού στον άνθρωπο, μιλάμε άρα για την υποχρέωση που έχει το δημιούργημα απέναντι στον Δημιουργό του. Ωστόσο, το γεγονός της Πτώσης περιπλέκει τα πράγματα και βρίσκει τελικά τον άνθρωπο σε έναν συνεχή αγώνα για να υπερβεί την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει στην παρούσα ζωή, με σκοπό την επάνοδο του στην πρότερη συνθήκη του, ως κοινωνού του θεϊκού σχεδίου. Τα δικαιώματα της νεωτερικότητας δεν είναι τέτοιου είδους· αυτά παρέχονται από τη φύση στον άνθρωπο από τη στιγμή της γέννησής του και τον συντροφεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της υλικής του ύπαρξης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παρατηρούνται και άλλες σημασιολογικές μεταθέσεις καθώς περνάμε από το ένα σύστημα στο άλλο, και μάλιστα σε ακρογωνιαίες λέξεις. Επί παραδείγματι, η κεντρικότατη χριστιανική έννοια της φιλανθρωπίας, εγγενές χαρακτηριστικό του ίδιου του Χριστού και κατά συνέπεια οποιουδήποτε πιστού επιθυμεί να πολιτεύεται «χριστομίμητα», μετενσαρκώνεται στην αποϊεροποιημένη ανακούφιση του συνανθρώπου, ο οποίος, όπως και εμείς, έχει σε τούτη τη ζωή το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια.
Στην ελληνική κοσμοθεωρία τα δικαιώματα κατέχουν φυσιολογικά κεντρική θέση. Το παράδοξο είναι ότι η ύλη που περιβάλλει το κέντρο δεν διακρίνεται από σταθερότητα· πρόκειται περισσότερο για μία εύπλαστη μάζα μέσα στην οποία συνυπάρχουν και συγκρούονται παραδοσιακά και νεωτερικά στοιχεία, προερχόμενα από διαφορετικά συστήματα θεώρησης πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη. Κάθε ένα από αυτά έχει τους θεωρητικούς του, καθώς και τους δημόσιους υποστηρικτές του. Η ιδιωτική σφαίρα διαφέρει – άλλοι προσχωρούν στις τάξεις ενός εκ των δύο, ενώ άλλοι δέχονται επιρροές εξ αμφοτέρων. Καλό είναι πάντως να έχουμε υπόψη μας ότι ακόμα και όσοι διατρανώνουν την άθεη προοδευτικότητά τους έχουν, έστω και εν αγνοία τους, τον σπόρο της προνεωτερικότητας μέσα τους. Αλήθεια, υπάρχει κάποιος ανάμεσά μας που σκάβοντας στα τρίσβαθα της συνείδησής του θα αρνιόταν τη δωρεάν ιατρική περίθαλψη στον συνάνθρωπό του; Και όμως, σε χώρες τις πεφωτισμένης Δύσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπήρχαν φωνές που υποστήριζαν ότι οι αρνητές του ιού κόβιντ και οι αντιεμβολιαστές δεν θα έπρεπε να δικαιούνται νοσηλείας. Στα καθ’ ημάς, η χριστιανική φιλανθρωπία, απόρροια των δικαιωμάτων του Θεού, δεν αποδιώχνεται εύκολα από το συλλογικό υποσυνείδητο.
Κανένα σύστημα δεν είναι κακό αφ’ εαυτού· η χρήση το δικαιώνει ή το ρίχνει στον κάλαθο των αχρήστων. Αν δύο κοσμοθεωρίες αντιπαραταχθούν, καλό θα ήταν να προηγηθεί ο ειλικρινής διάλογος και ο γόνιμος συγκρητισμός πριν βγουν τα ξίφη από τη θήκη τους. Η ιστορική συνθήκη δεν συνεπάγεται νομοτέλεια. Ο άνθρωπος επιλέγει ό,τι φαντάζει χρήσιμο και προχωρά κατασκευάζοντας την πραγματικότητα που θέλει. Το προνεωτερικό σύστημα των δικαιωμάτων του Θεού περιέχει πολλά καλά στοιχεία που δεν πρέπει να απορριφθούν ελαφρά τη καρδία επειδή εκ πρώτης όψεως φαίνονται παρωχημένα, και το ίδιο ισχύει για το σύστημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου από αντίστροφη οπτική: Το προοδευτικό δεν ακυρώνει αναγκαστικά το παραδοσιακό. Σε συνέχεια του συλλογισμού, αν οποιοδήποτε από τα δύο κομίζει κάτι που βλάπτει την κοινωνική σύμβαση, τότε αυτό το επιμέρους στοιχείο πρέπει να οστρακιστεί. Ωστόσο, αν οι δύο παρατάξεις δεν συμφωνήσουν τουλάχιστον στο ότι η ενδεχόμενη διαφωνία τους πρέπει να έπεται και όχι να προηγείται της συζήτησης, δεν έχουμε παρά να προετοιμαστούμε για την κοινωνική αποτυχία μας.
Τα παραπάνω αφορούν κυριολεκτικά σε όλα τα τρέχοντα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία, αλλά ας αρκεστούμε σε ένα από αυτά. Ας μιλήσουμε για τη σωματική βία κατά των γυναικών και, συνεπακόλουθα, τη θέση αυτών στην Ελλάδα του 21ου αιώνα – που σύντομα κλείνει το πρώτο τέταρτο της ζωής του. Οι άντρες δεν έχουν βέβαια το μονοπώλιο στην κάθε είδους βία, καλό είναι πάντως να μην κάνουμε κατάχρηση της εν λόγω διαπίστωσης: Το ανδροκεντρικό περιβάλλον επιτρέπει στις πιο συντηρητικές εκδοχές του την εκδήλωση μεροληπτικών συμπεριφορών σε βάρος των γυναικών, συχνά με ολέθρια αποτελέσματα, ένα εκ των οποίων αποτελεί η άσκηση σωματικής βίας. Φυσικά ένα τέτοιο περιβάλλον μπορεί να ασκεί πίεση και στους άντρες με διαφορετικό τρόπο, ας πούμε μέσω του φόβου που δημιουργείται για την ενδεχόμενη αποτυχία εκπλήρωσης του κοινωνικά προσδιορισμένου ρόλου τους, ο οποίος μεταξύ άλλων ρίχνει πρωτίστως σε αυτούς το βάρος της εξασφάλισης της οικογένειας· παρόλα αυτά, όταν μιλάμε για σωματική βία στη σχέση μεταξύ των δύο φύλων (αφήνω κατά μέρος τα ομόφυλα ζευγάρια, όπου εντοπίζονται ανάλογες συμπεριφορές), το κύριο πρόβλημα που έχουμε να επιλύσουμε είναι ο ξυλοδαρμός των γυναικών από άντρες. Πού πρέπει όμως να αναζητήσουμε τη λύση, στα θεϊκά ή στα ατομικά δικαιώματα;
Ας δούμε τι μπορούμε να βρούμε στα πρώτα. Ο στίχος Κύριε, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου (Ψαλμός 118,12) ψάλλεται κάθε Κυριακή στη λειτουργία, συνεπώς κατέχει κεντρική θέση στην ορθόδοξη θεολογία. Αν εστιάσουμε στη σχέση των δύο φύλων σε επίπεδο γάμου στην ορθόδοξη θεολογία, τότε τα «δικαιώματα του Κυρίου» προσδιορίζονται πρώτα από τον απόστολο Παύλο στις επιστολές του και στη συνέχεια από τους Πατέρες των πρώτων βυζαντινών αιώνων, οι οποίοι ως επί το πλείστον ερμηνεύουν τα παραγγέλματα του Παύλου, δίχως να λείπουν σποραδικές απηχήσεις από την αρχαία γραμματεία. Τα περισσότερα και τα πιο ενδιαφέροντα επί του θέματος προέρχονται από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος, επεκτείνοντας τη συλλογιστική του Παύλου, εγκαθιδρύει μία σαφή ιεραρχία εντός του γάμου. Ο Χρυσόστομος δεν αφήνει περιθώρια για προσωπικές ερμηνείες. Το σπίτι παρομοιάζεται με ιερό ναό και όπως ο Χριστός εξουσιάζει συμβολικά την Εκκλησία, έτσι και ο άντρας τη γυναίκα του στην πραγματική ζωή. Σε ό,τι αφορά τη σωματική βία ο Χρυσόστομος αποτρέπει εμφατικά τη χρήση της από τον άντρα (η αντίστροφη περίπτωση δεν του περνά καν από το μυαλό) και ο βίαιος σύζυγος αποκαλείται απερίφραστα άγριο ζώο. Εντούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα και αυτός ο φλογερός ρήτορας γνωρίζει πως η ολοκληρωτική αποτροπή της σωματικής κακοποίησης ξεπερνά τη δύναμη των λόγων του. Η συμβουλή του Πατέρα στα γυναικεία θύματα που βρίσκονται αντιμέτωπα με τέτοιες περιπτώσεις είναι η εγκαρτέρηση, με το βλέμμα στην επόμενη ζωή, όπου και θα λάβουν την ανταμοιβή τους, ως μάρτυρες.
Φτάσαμε στην καρδιά του ζητήματος μας, εκεί όπου ακριβώς έγκειται το πρόβλημα με τη δική μας εποχή, στην οποία η σιωπηρή, μαρτυρική εγκαρτέρηση της σωματικής βίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι γυναίκες ενθαρρύνονται να μιλήσουν, με σκοπό να μεταφερθεί τελεσίδικα και ολοκληρωτικά το στίγμα από το θύμα στον θύτη, ανοίγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον δρόμο για τον περιορισμό του φαινομένου και ιδεατά την εξάλειψή του. Είδαμε ότι ο Χρυσόστομος καταδικάζει, πράγμα όχι ακριβώς αυτονόητο στη δυτική παράδοση (ορισμένες απόψεις του Αυγουστίνου σχετικά με την εξουσία του άντρα πάνω στη συμβία του είναι απλά σοκαριστικές), αφήνοντας όμως μία πολύ ανησυχητική χαραμάδα που εμείς, εν έτει 2024, θα θέλαμε να κλείσουμε. Επιπλέον, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, ακόμα και αν δεν υπήρχε η ως άνω ενοχλητική λεπτομέρεια στον Χρυσόστομο, το κοσμοείδωλο που προβάλλει ο εν λόγω Πατέρας, ευρισκόμενος σε πλήρη σύμπνοια με τους άλλους εκπροσώπους της ορθόδοξης θεολογίας στα χρόνια του Βυζαντίου διαχρονικά, κατασκευάζει και εντέλει διαιωνίζει ένα μοντέλο συμβίωσης που υπόκειται σε πολύ προσεκτικά προκαθορισμένες σχέσεις εξουσίας.
Αισθάνομαι ότι πρέπει να προλάβω αντιδράσεις και αντιρρήσεις. Είναι αλήθεια ότι οι Πατέρες, σε αντίθεση με ισχυρισμούς που γίνονται κατά καιρούς, δεν μισούσαν τη γυναίκα. Υπάρχουν πολλά χωρία που δείχνουν ότι τους ένοιαζε πραγματικά η αρμονική συμβίωση του ζευγαριού με όρους αλληλοσεβασμού και αγάπης. Ενίοτε εντυπωσιαζόμαστε από την πρωτοποριακή σκέψη τους, όπως όταν ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός καταγγέλλει τη μεροληψία της νομοθεσίας σε βάρος των γυναικών, πράγμα που οφείλεται, όπως ο ίδιος τονίζει, στο ότι οι νόμοι θεσπίστηκαν από άντρες. Όλα αυτά είναι σωστά και χρήσιμα για τον ειλικρινή διάλογο που πρέπει να επιδιώκουμε απέναντι στις κοινωνικές προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας. Από την άλλη, ας το επαναλάβουμε, η εξουσιαστική ιεραρχία που θέλει τον άντρα ως κεφαλή της γυναίκας, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο, δεν αμφισβητείται ποτέ από τους Πατέρες. Προφταίνω ακόμα μία αντίδραση: Δεν λέμε ότι η σωματική κακοποίηση των γυναικών από τους άντρες τους ήταν ο κανόνας, ούτε ότι δεν υπήρχαν (και δεν υπάρχουν) ευτυχισμένα και αγαπημένα ζευγάρια· αυτό που ισχυριζόμαστε είναι ότι το ορθόδοξο κοσμοείδωλο του έγγαμου βίου δομείται πάνω σε μία νοοτροπία εξουσιάζοντος και εξουσιαζομένης, και αυτή η ιδεολογική σύλληψη επιτρέπει, σε ακραίες και διεστραμμένες καταστάσεις, πλην υπαρκτές, τη σωματική κακοποίηση της γυναίκας από τον άντρα.
Οι Πατέρες ήταν θεολόγοι και ρήτορες, δηλαδή στοχαστές με δημόσιο βήμα. Το κοινό όμως δεν θέλει μόνο ομιλίες και δοκίμια. Χρειάζεται και τη λογοτεχνική μυθοπλασία, ακόμα και αν αυτή συνοδεύεται από την επίφαση της μαρτυρίας που απλά μεταφέρει την αλήθεια στον αναγνώστη. Κάπως έτσι αναπτύχθηκε στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια το λογοτεχνικό είδος της αγιολογίας. Γύρω στον 11ο αιώνα έχουμε τον Βίο της Μαρίας της νέας. Η Μαρία αποτελεί εξαιρετική περίπτωση αγίας, επειδή κατά τη διάρκεια του επίγειου βίου της υπήρξε έγγαμη και μητέρα δύο παιδιών – οι άγιοι ήταν κατά κανόνα παρθένοι ή έγγαμοι που αποτραβήχτηκαν από τα εγκόσμια για χάρη της μοναστικής ή ασκητικής ζωής. Τα κατορθώματά της ενόσω ζούσε δεν υπήρξαν ιδιαιτέρως εντυπωσιακά: Κανένα θαύμα δεν έκανε (όλα είναι μεταθανάτια) και απλώς υπήρξε υπόδειγμα χριστιανικής συζύγου. Αυτή η τελευταία ιδιότητα βέβαια δεν είναι αμελητέα, αφού αφορούσε στην ευσέβειά της, στην ακλόνητη πίστη της στον Θεό, στον απαράμιλλο σεβασμό της στους μοναχούς, καθώς και στην μέριμνά της για τους φτωχούς, η οποία συνοδευόταν από μεγάλο φιλανθρωπικό έργο. Ο συναξαριστής πάντως φαίνεται πως διαισθάνθηκε ότι από το πρώτο μέρος του έργου του, το σχετικό με τον βίο και την πολιτεία της Μαρίας, έλειπε η συγκίνηση και το δράμα. Καθώς δεν υπήρχαν θαύματα ή μονομαχίες με δαιμόνια και σκληρούς αλλόθρησκους, εισήχθη με έξυπνο τρόπο το μαρτύριο μέσα στη ζωή της οσίας, παίρνοντας τη μορφή σωματικής κακοποίησης από τον άντρα της. Δεν μας ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες της πλοκής, παρά μόνον η αντίδραση της Μαρίας, πρώτα στις αυστηρές επιπλήξεις του άντρα της και στη συνέχεια στον ξυλοδαρμό της από το ίδιο πρόσωπο. Εν ολίγοις, στον συγκεκριμένο βίο έχουμε στην ουσία τη μετουσίωση των απόψεων του Χρυσοστόμου σε λογοτεχνική αφήγηση. Η Μαρία ανέχεται, υπομένει· το καταφύγιό της είναι η προσευχή και όταν βρίσκεται στο νεκροκρέβατο, στο οποίο βρέθηκε ύστερα από ίσχυρο τραύμα στο κεφάλι της, το οποίο απέκτησε στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τον βίαιο άντρα της, δεν υπάρχει καμία διάθεση επίκρισης του θύτη, παρά μόνον η προσμονή της μετά θάνατον ανταμοιβής.
Μπορεί αυτή η κακοποιημένη αγία να μας μιλήσει σήμερα; Η ίδια η αφηγηματική ύλη του πεζογραφήματος σίγουρα· η ιδεολογία που τη συνοδεύει όχι ακριβώς, τουλάχιστον για τους περισσότερους από εμάς. Είναι ξεκάθαρο ότι ο συγγραφέας του Βίου δεν ενδιαφερόταν ούτε για τη χειραφέτηση των γυναικών ούτε για την καταγγελία της ενδοοικογενειακής βίας. Το ίδιο το λογοτεχνικό είδος που υπηρετούσε είχε εξ ορισμού άλλη στόχευση. Η Μαρία λοιπόν μαρτύρησε και σε συνδυασμό με την άμεμπτη και άψογη ζωή της ως συζύγου, μητέρας και φιλάνθρωπης γυναίκας κατέκτησε το μεγάλο έπαθλο, δηλαδή την επίτευξη της αγιότητας μετά θάνατον. Για τους συνανθρώπους μας που πιστεύουν βαθιά και ουσιαστικά, η σημαντική παράμετρος του Βίου είναι ακριβώς η άνευ όρων πίστη στα «δικαιώματα του Θεού», σε μία θεϊκή δικαιοσύνη που ανταποδίδει στον άνθρωπο αυτό ακριβώς που έλαβε: Η πιστή που έζησε κατά μίμηση του Χριστού, που ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε για τα δεινά της, συμπεριλαμβανομένου του άγριου ξυλοδαρμού από τον άντρα της, ανταμείφθηκε με την αιώνια ζωή. Τι γίνεται όμως με τα «ατομικά δικαιώματα» μιας οποιασδήποτε γυναίκας που πέφτει θύμα ενδοοικογενειακής βίας στις μέρες μας;
Πιστεύω ότι τα «δικαιώματα του Θεού» δεν επαρκούν για να δώσουν λύση στο πρόβλημα των κακοποιημένων γυναικών στη χώρα μας. Μπορεί κανείς να αντλήσει χρήσιμες ιδέες και προτάσεις από την ορθόδοξη θεολογία μας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα σε ρητορικούς λόγους, δοκίμια, πραγματείες και λογοτεχνικά έργα, διαφαίνεται εντούτοις η ανάγκη επαναπραγμάτευσής της με γνώμονα τα δεδομένα και τις ανάγκες της τρέχουσας πραγματικότητας. Το διανοητικό σύστημα των «ατομικών δικαιωμάτων», που έλκει την καταγωγή του από τη δυτική φιλοσοφία του 17ου αιώνα και έλαβε την πρώτη πραγμάτωσή του στα τέλη του 18ου αιώνα, δεν υπήρξε ανέκαθεν υπέρμαχο της απόλυτης ισότητας των δύο φύλων. Τουλάχιστον, διακρίνεται από την ικανότητά του να εξελίσσεται και τούτη είναι η ειδοποιός διαφορά του από τη, συνηθέστερα δύσκαμπτη, θεολογική μας παράδοση. Εν κατακλείδι, αν κάποιοι τρέμουν στην ιδέα της μεταμοντέρνας επιβολής του ξενόφερτου «δικαιωματισμού» στη χώρα μας, ας αντιτάξουν σε αυτή τα καλύτερα στοιχεία της ορθόδοξης παρακαταθήκης μας, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποσκορακίσουν με θάρρος και παρρησία ό,τι μας κρατά ακίνητους στα στάσιμα νερά του παρελθόντος.
~.~