Γράφει ο Νίκος Σταμκόπουλος – Πηγή: eranistis.gr
Στο πρώτο μέρος εκφράστηκε η σαφής συσχέτιση των Αγίων Χαραλάμπους και Διονυσίου εν Ολύμπω, καθώς και η σαφής σχέση της συνεικόνισής τους στην τοιχογραφία του ναού της Αγίας Παρασκευής Σιατίστης με την επιδημία πανώλης 1740-1744, η οποία, όπως κάποια επιπλέον στοιχεία δείχνουν, είχε τρομοκρατήσει τον πληθυσμό της Σιάτιστας.
Εφόσον όμως η συνεικόνιση του προστάτη από την πανώλη Αγίου Χαραλάμπους με τον Άγιο Διονυσίου εν Ολύμπω να καρφώνουν δαιμονική μορφή (πανούκλα), σημαίνει όντως ότι αμφότεροι οι δυο Άγιοι θεωρούνταν προστάτες από την πανώλη στην Σιάτιστα του 1741, δημιουργείται ένα άλλο ερώτημα: Τι μπορεί να σημαίνει η συνεικόνιση του Αγίου Σπυρίδωνα με τον Άγιο Νικόλαο στο διπλανό πλαίσιο της τοιχογραφίας, το οποίο ιστορήθηκε από τον ίδιο καλλιτέχνη την ίδια ακριβώς περίοδο;

Θα μπορούσε να εκφραστεί η άποψη ότι, σε αντίθεση με την προηγούμενη συνεικόνιση των Αγίων Χαραλάμπους και Διονυσίου, η συγκεκριμένη οφείλεται σε κάποιο τυχαίο και άγνωστο γεγονός. Όπως π.χ. ότι οι αφιερωτές της, οι άνθρωποι που χρηματοδότησαν την ιστόρηση της, θεωρούσαν αμφότερους τους Αγίους οικογενειακούς προστάτες, και ήθελαν ο αγιογράφος να τους ιστορίσει μαζί. Για παράδειγμα, στην Καρυδίτσα Κοζάνης, υπάρχει ένα ξωκκλήσι αφιερωμένο στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, και ταυτόχρονα στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Κτίστηκε σχετικά πρόσφατα, με την επιμέλεια του Πέτρου Πασιάκου. Όπως ο ίδιος αναφέρει, το έκανε σε ανάμνηση ενός παμπάλαιου, στο βαθμό του θρυλικού, κατεστραμμένου μοναστηριού του Τιμίου Σταυρού σε γειτονική θέση, σε συνδυασμό με το ότι η Καρυδίτσα είχε ανάγκη από ένα ξωκκλήσι που να πανηγυρίζει το καλοκαίρι. Ίσως, κατά την ταπεινή μου γνώμη μου, και στο γεγονός ότι ο ίδιος ονομαζόταν Πέτρος και ήθελε με αυτόν τον τρόπο να τιμήσει τον Απόστολο, του οποίου έφερε το όνομα.
Σε αντίθεση με το δισυπόστατο ξωκκλήσι της Καρυδίτσας, η συνεικόνιση των Αγίων Νικολάου και Σπυρίδωνος στον ναό της Αγίας Παρασκευής της Σιάτιστας δεν πρέπει να οφείλεται σε παρόμοιους λόγους. Οφείλεται στο ότι τα δύο αυτά πρόσωπα είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους, τουλάχιστον στην λαϊκή συνείδηση της συνοικίας Γεράνειας του 18ου αιώνα. Ο λόγος είναι ότι δύο χρόνια μετά την συνιστόρηση των δύο Αγίων στην τοιχογραφία, οι Σιατιστινοί θεμελίωσαν ή αποπεράτωσαν δισυπόστατο ναό, αφιερωμένο επίσης στους δύο αυτούς Αγίους, λίγα μέτρα παρακείμενα του ναού της Αγίας Παρασκευής.
Ο υφιστάμενος ναός του Αγίου Νικολάου στην Σιάτιστα, χτίστηκε μετά το 1929, όταν κατεδαφίστηκε ο δισυπόστατος ναός που είχε χτιστεί το 1743 επί Ζωσιμά, και ο οποίος ήταν αφιερωμένος στους Αγίους Σπυρίδωνα και Νικόλαο. Είναι πραγματικά άξιο απορίας ποια σχέση μπορεί να συνέδεε τον Άγιο Νικόλαο επίσκοπο Μύρων, με τον Άγιο Σπυρίδωνα επίσκοπο Τριμυθούντος Κύπρου, στην συνείδηση των Σιατιστινών του 18ου αιώνα, ώστε να τους συνεικονίζουν και να τους συλλατρεύουν σε δισυπόστατο ναό. Εκτός του ότι αμφότεροι ήταν επίσκοποι, έζησαν την ίδια περίοδο, και συμμετείχαν στην Α’ Οικουμενική σύνοδο, το μόνο που φαίνεται να τους συνδέει είναι ότι η μνήμη και των δύο τιμάται τον Δεκέμβριο.
Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι η σχέση Αγίου Νικολάου και Αγίου Σπυρίδωνα, δεν υπήρχε μόνο στην συνείδηση των Σιατιστινών. Αναφέρεται στην λαογραφία, πως ο Άγιος Σπυρίδωνας θεωρούνταν βοηθός του Αγίου Νικολάου[1]. Παρόλα αυτά δεν έχει εντοπιστεί παρόμοια συνεικόνιση, ούτε δισυπόστατος ναός αφιερωμένος στους δύο Αγίους εκτός Σιατίστης, τουλάχιστον στα πλαίσια αυτής της έρευνας.
Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η αναφορά, ότι σε περιοχές της βόρειας Αλβανίας, οι εορτασμοί για τον Άγιο Νικόλαο διαρκούν μία βδομάδα[2]. Αυτό σημαίνει πως εάν αρχίζουν την εσπέρα της 5ης Δεκεμβρίου, τερματίζουν στις 12 του μήνα, όταν δηλαδή γιορτάζει ο Άγιος Σπυρίδωνας. Εάν, κατά το παρελθόν, συνέβαινε το ίδιο στην παραλιακμόνια περιοχή, όπου υπήρχε έντονη λατρεία του Αγίου Νικολάου[3], τότε αυτό θα σήμαινε πως οι γιορτές των δύο Αγίων θα συνέπεφταν. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία που να συνηγορούν σε κάτι τέτοιο.
Σίγουρα, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι ο βίος του Αγίου Νικολάου Μύρων, έχει αφομοιώσει στοιχεία από τον συνονόματο και συντοπίτη του Άγιο Νικόλαο Σιωνίτη[4], του οποίου η μνήμη τιμάται στις 10 Δεκεμβρίου, πολύ κοντά με αυτή του Αγίου Σπυρίδωνα. Όμως, αυτή η αφομοίωση, έλαβε χώρα πολλούς αιώνες πριν την οικοδόμηση του δισυπόστατου ναού στη Σιάτιστα.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί, ότι δεν υπάρχουν παλιοί ναοί αφιερωμένοι στον Άγιο Σπυρίδωνα στην περιοχή Κοζάνης – Γρεβενών, ούτε γενικότερα στην Δ. Μακεδονία, με εξαίρεση την Σιάτιστα και την περιοχή Καστοριάς. Ακόμα όμως και στην Καστοριά, όπου ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι εδώ και αιώνες εξαιρετικά δημοφιλής, πρέπει να έγινε δημοφιλής μετά τον 17ο αιώνα, και για συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι δεν χρειάζεται να αναλυθούν εδώ[5]. Βέβαια, το βαπτιστικό όνομα Σπυρίδων και παράγωγά του εμφανίζονται στις καταγραφές των αφιερωτών στον κώδικα της Ζάβορδας, ενώ στη μορφή Piro πρέπει να εμφανίζεται και στα ονόματα των φορολογουμένων των κατάστιχων της επαρχίας Σερβίων κατά τον 16ο αιώνα[6]. Αυτό σημαίνει πως κατά την Οθωμανική περίοδο ο Άγιος Σπυρίδωνας μπορεί να μην ήταν τόσο δημοφιλής στην Δυτική Μακεδονία, όσο ήταν στην παράκτια Ελλάδα, αλλά σίγουρα δεν ήταν άγνωστος στον πληθυσμό της.
Ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι πολιούχος της Κέρκυρας, εκεί όπου φυλάσσεται το σκήνωμά του. Κάθε χρόνο, οι υποδηματοποιοί της Κέρκυρας προσφέρουν στο σκήνωμα ένα ζευγάρι υποδήματα, τα οποία χρήζουν αντικατάστασης την επόμενη χρονιά, λόγω φθοράς, αφού σύμφωνα με τις παραδόσεις, ο Άγιος τα φορά και κυκλοφορεί με αυτά βοηθώντας τους πάντες. Η συμβολή του ως επισκόπου στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο θεωρείται καθοριστική, αφού σύμφωνα με τον βίο του, χρησιμοποιώντας έναν πλίθο, πλασμένο από χώμα, νερό και φωτιά, έδειξε με θαυματουργό τρόπο το «ομοούσιον» και «αδιαίρετόν» του Τριαδικού Θεού, όπου τρία στοιχεία συνυπάρχουν σε ένα. Για τους παραπάνω λόγους θεωρείται πάτρωνας των υποδηματοποιών και των πλινθοποιών, ενώ στην Κέρκυρα ειδικά, προστάτης από την πανώλη και τις επιδημίες γενικότερα.
Στον βίο του, ο Άγιος Σπυρίδωνας αναφέρεται ότι θεράπευσε θαυματουργικά κάποιο δερματικό νόσημα του αυτοκράτορα Κωνσταντίου του Β’, πιθανότατα λέπρα. Όμως, παρόλα αυτά, η ιδιότητα για την οποία ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι γνωστός και δημοφιλείς στις λαϊκές μάζες, είναι ότι προστατεύει από την Ευλογιά. Η βλογιά ή ευλογιά είναι ένα μεταδοτικό λοιμώδες νόσημα, που προσβάλλει κυρίως τα παιδιά, και κατά το παρελθόν προκαλούσε σοβαρές επιδημίες, σκοτώνοντας περίπου το ένα τέταρτο των παιδιών της Ευρώπης, και το μεγαλύτερο μέρος του ιθαγενούς πληθυσμού της Αμερικής[7]. Η ευλογιά έχει χαρακτηριστικά δερματικά συμπτώματα (φλύκταινες), και αποτελούσε πραγματική μάστιγα για τους παιδικούς πληθυσμούς. Πριν βέβαια ανακαλυφθεί το εμβόλιό της και η ασθένεια αυτή εκριζωθεί μέσα στη δεκαετία του 1970.

Όχι τόσο η θεραπεία του δερματικού νοσήματος του Κωνστάντιου από τον Σπυρίδωνα, όσο η φωνητική ομοιότητα του ονόματος Σπύρος (Σπυρίδων) με τα «Κακά σπυριά», όπως ήταν γνωστή η ευλογιά στους ελληνόφωνους, κατέστησαν τον Άγιο Σπυρίδωνα προστάτη από την ευλογιά στην λαϊκή συνείδηση. Τον κατέστησαν και πολιούχο πολλών λιμανιών, αφού τα λιμάνια και τα εμπορικά κέντρα ήταν εστίες διασποράς και διάδοσης λοιμωδών νοσημάτων, και υπέφεραν περισσότερο από επιδημίες όπως της ευλογιάς, πάντα σε σχέση με τους απομονωμένους οικισμούς.
Οι ιδιότητες του Αγίου Σπυρίδωνα, όπως αυτές αποδίδονται από την λαϊκή παράδοση, δεν μπορούν να σχετιστούν με τις αντίστοιχες του Αγίου Νικολάου. Ο πρώτος θεωρείται προστάτης των πλινθοποιών, των υποδηματοποιών, θεραπευτής δερματικών νοσημάτων, και πάνω από όλα προστάτης από την ευλογιά. Ο δεύτερος είναι προστάτης από τον πνιγμό, δημοφιλής στους ναυτικούς και στους κτηνοτρόφους, ιδιαίτερα στους μετακινούμενους, και συχνά απεικονίζεται ως «Καλός Ποιμήν». Ο Άγιος Σπυρίδωνας, αν και στον βίο του αναφέρεται πως στα νιάτα του υπήρξε βοσκός, δεν είναι τόσο δημοφιλείς στους κτηνοτρόφους, όσο ο Άγιος Νικόλαος. Στα ηπειρωτικά Βαλκάνια, ο Άγιος Νικόλαος θεωρείται επίσης προστάτης του εμπορίου και του πλούτου, κάτι που σίγουρα συνέβαινε παλιότερα και στην ηπειρωτική Ελλάδα[8]. Θεωρείται επίσης προστάτης των ορφανών, των φτωχών και των αδικημένων. Είναι όμως ιδιότητες που, λαογραφικά πάντα, δεν συνδέονται άμεσα με το πρόσωπο του Αγίου Σπυρίδωνα.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Άγιος Σπυρίδωνας, κυρίως λόγω του ονόματος του, είναι στον ελληνόφωνο κόσμο ταυτισμένος με την προστασία από την ευλογιά, και τα νοσήματα με δερματικά συμπτώματα (σπυριά). Την ίδια ιδιότητα είχε και η Αγία Βαρβάρα, αφού σύμφωνα με το βίο της, ζήτησε από τον Θεό να βγάλει φλύκταινες, προκειμένου να ασχημύνει, ώστε να αποφύγει τον γάμο και να αφιερωθεί στον Θεό. Η Αγία Βαρβάρα είναι πολύ δημοφιλής στην Αν. Μακεδονία και Θράκη. Το όνομά της δεν εμφανίζεται στα βαπτιστικά των αφιερωτριών της Δυτικής Μακεδονίας όπως καταγράφηκαν στον κώδικα της Ζάμπορδας[9], ούτε των φορολογούμενων χήρων του καζά, όπως αυτές καταγράφηκαν στα κατάστιχα του 16ου αιώνα[10]. Παρόλα αυτά, στα κατάστιχα αυτά αναφέρεται συνοικία στα Σέρβια με το όνομα Aya Varvara, ενώ βυζαντινό παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Αγία με τις φλύκταινες υπάρχει στην Καστοριά. Σήμερα, στην παραλιακμόνια περιοχή υπάρχουν δύο ξωκκλήσια αφιερωμένα στην Αγία Βαρβάρα, περίπου στα ακρόβαθρα των δύο γεφυρών του Αλιάκμονα, τα οποία δεν είναι παλιότερα του 1912[11].
Είναι πιθανόν, σε αντίθεση με την περιοχή της Καστοριάς, όπου ο Άγιος Σπυρίδωνας ήταν πολύ δημοφιλής από τον 17ο αιώνα, στην περιοχή Σερβίων- Κοζάνης – Γρεβενών, το ρόλο του προστάτη από την ευλογιά να τον είχε η Αγία Βαρβάρα. Επειδή όμως πρόκειται για νόσημα που προσβάλει κυρίως παιδιά, προστάτες από την ευλογιά θα μπορούσαν θεωρούνταν και άλλοι Άγιοι που συνδέονται με την προστασία των παιδιών, όπως ο Άγιος Στυλιανός ή η Αγία Μαρίνα, αλλά και σύμφωνα με τον βίο[12] και τα μεγαλυνάρια του, ο Άγιος Νικόλαος[13].
Με άλλα λόγια, ίσως αυτό που μπορεί να συνδέσει τον Άγιο Νικόλαο με τον Άγιο Σπυρίδωνα, είναι η προστασία των παιδιών, τα οποία κινδύνευαν από την ευλογιά, ή άλλα νοσήματα που εμφανίζουν δερματικά συμπτώματα («σπυριά»), όπως η οστρακιά και η ιλαρά, και των οποίων οι επιδημίες έπλητταν κυρίως τα παιδιά. Πολύ πιθανόν, πριν γίνει δημοφιλής στην Καστοριά κατά τον 17ο αιώνα, ο Άγιος Σπυρίδων, προστάτες από ευλογιά σε ολόκληρη την Δ. Μακεδονία να ήταν, όχι τόσο η Αγία Βαρβάρα, αλλά κυρίως ο επίσκοπος Μύρων Άγιος Νικόλαος.
Εδώ, ίσως θα πρέπει να γίνει αναφορά και σε έναν άλλο Άγιο Νικόλαο, ο οποίος θεωρείται προστάτης και θεραπευτής δερματικών παθήσεων, και ο οποίος ήταν πολύ δημοφιλής στην περιοχή η οποία κατά τον μεσαίωνα ονομαζόταν Μεγάλη Βλαχία, ή Εν Ελλάδι Βλαχία, και εκτείνονταν περίπου από την Θήβα μέχρι τον Αλιάκμονα. Ήταν δηλαδή μια μεγάλη περιοχή, πολύ κοντά στη Σιάτιστα. Πρόκειται για τον Άγιο Νικόλαο τον εν Βουνένοις, του οποίου ο βίος τον θέλει να αγωνίζεται ως στρατιωτικός τους Αβάρους ή τους Άραβες[14] για να υπερασπιστεί την ευρύτερη Θεσσαλία, ενώ ο θρύλος της μονής του στον Υψηλάντη Βοιωτίας τον συνδέει με τον Βασίλειο τον Β’[15].
Υπάρχουν επίσης κάποιες ενδείξεις, πέρα από τα γραφόμενα του Γουναρόπουλου[16], ότι ο Επισκοπικός ναός της Επισκοπής Σερβίων, γνωστός και ως «Βασιλική των Κατηχούμενων», θα μπορούσε να ήταν αφιερωμένος στον στρατιωτικό Άγιο Νικόλαο τον εν Βουνένοις[17], τουλάχιστον κατά την τρίτη φάση του, μετά τον 15ο αιώνα. Η επισκοπή Σερβίων, ήταν γειτονική της επισκοπής Σισανίου και μετέπειτα και Σιατίστης, προφανώς έχοντας πληθυσμιακές και πολιτιστικές ωσμώσεις μαζί της σε βάθος αιώνων.
Φαίνεται ότι το πρόσωπό του εν Βουνένοις Αγίου Νικολάου ταυτίστηκε με το πρόσωπο ενός ακόμη συνονόματου και στρατιωτικού Αγίου που μαρτύρησε και λατρεύτηκε την ίδια περίοδο, του Αγίου Νικολάου του από στρατιωτών. Από τον συγκρητισμό, προέκυψε ένας «νέος» στρατιωτικός Άγιος, ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος. Στη συνέχεια, το πρόσωπο του στρατιωτικού Αγίου Νικολάου του Νέου ταυτίστηκε με αυτό του Αγίου Νικολάου των Μύρων, και η λατρεία του πρώτου αφομοιώθηκε από τη λατρεία του δεύτερου[18]. Αυτή η αφομοίωση μάλλον έγινε στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, χωρίς όμως η λατρεία του Αγίου Νικολάου του Νέου να χαθεί τελείως. Σήμερα, στον γενικό πληθυσμό της Σιάτιστας, ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος θεωρείται μάλλον άγνωστος. Όμως η λατρεία του, δεν ξεχάστηκε στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Αλιάκμονα, και ειδικότερα νοτίως του ποταμού, όπως δείχνουν παλιές αλλά και σύγχρονες τοιχογραφίες του και φορητές εικόνες[19] , ενώ σίγουρα η λατρεία του έχει παραμένει έντονη σε νοτιότερες περιοχές της πάλαι ποτέ εν Ελλάδι Βλαχίας, όπως σε οικισμούς της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας.

Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με την Μ. Ασία, την Θράκη, την Κρήτη, το Αν. Αιγαίο και την Κύπρο, στον ηπειρωτικό Ελλαδικό χώρο, το όνομα του «Άη-Νικόλα» ήταν κατά το παρελθόν συνδεδεμένο με την προστασία και τη θεραπεία από τα νοσήματα με δερματικά συμπτώματα, τουλάχιστον στην λαϊκή συνείδηση. Όπως ακριβώς και το όνομα του Αγίου Σπυρίδωνα.
Επομένως, ίσως η συνεικόνιση των δύο Αγίων στην τοιχογραφία του 1741, και η μετέπειτα συλλατρεία τους στον δισυπόστατο ναό του 1743, είναι ενδείξεις ότι η Σιάτιστα εκείνο το διάστημα δεν υπέφερε μόνο από επιδημία πανώλης, αλλά ενδεχομένως και από επιδημία νοσήματος με δερματικά συμπτώματα, που δεν θα ήταν άλλο από την ευλογιά. Αυτό όμως είναι αδύνατο να επιβεβαιωθεί.
Σε αντίθεση με τις επιδημίες πανώλης, οι οποίες θεωρούνταν σημαντικά γεγονότα, και καταγράφονταν από ενθυμιογράφους, οι επιδημίες ευλογιάς ήταν κάτι το συνηθισμένο και δεν θεωρούνταν κάτι άξιο καταγραφής. Η ευλογιά είχε μόνιμη παρουσία στην Ευρώπη, με εξάρσεις που είχαν κύκλο κάθε 4-5 έτη. Μεγάλες εξάρσεις ευλογιάς παρατηρήθηκαν κατά τον 17ο αιώνα, όταν δηλαδή απέκτησε μεγάλη δημοφιλία στην Δ. Μακεδονία ο Άγιος Σπυρίδωνας[20].
Στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, τα μόνα ενδεικτικά στοιχεία που συνηγορούν στην υπόθεση της έξαρσης επιδημίας ευλογιάς παράλληλα με επιδημία πανώλης, στην Σιάτιστα των αρχών της δεκαετίας του 1740, είναι δύο.
Το πρώτο είναι ο κοιμητηριακός χαρακτήρας που είχε αρχικά ο δισυπόστατος ναός των Αγίων Νικολάου και Σπυρίδωνος, έναν χαρακτήρα που είχαν οι περισσότεροι ναοί που σχετίζονται με επιδημίες. Αλλά και πάλι, αυτό μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί στην επιβεβαιωμένη επιδημία πανώλης της ίδιας περιόδου.

Εικόνα 4 Τοιχογραφία του 1993 στον Ι.Ν. Αγ. Θεοδώρων Καστανιάς Σερβίων. Εικονίζεται ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος, ένα πρόσωπο στρατιωτικού Αγίου που αντιστοιχεί είτε στον Άγιο Νικόλαο τον εν Βουνένοις είτε στον Άγιο Νικόλαο των από στρατιωτών, αν και οι δύο Άγιοι φαίνεται να ήταν ταυτισμένη στην λαϊκή συνείδηση κατά το παρελθόν. Περισσότερες πληροφορίες: (Σταμκόπουλος, Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού, 2022)
Το δεύτερο είναι η συνεικόνιση στο κεντρικό πλαίσιο πάνω από το υπέρθυρο του ναού της Αγίας Παρασκευής. Εκεί συνιστορούνται δύο Αγίες, των οποίων τα πρόσωπα και οι επιγραφές των ονομάτων τους έχουν καταστραφεί, με αποτέλεσμα να θεωρούνται άγνωστες από την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων[21].
Παρόλα αυτά, η ταυτότητα της Αγίας που ιστορείται αριστερά από την οπτική του παρατηρητή πρέπει να θεωρείται σίγουρη. Δεν υπάρχει αγιογραφικός τύπος κάποιας Αγίας, πλην της Αγίας Μαρίνας, όπου η αυτή ιστορείται να κρατά με αριστερό χέρι δαιμονική μορφή, ενώ ταυτόχρονα έχει υψωμένο το δεξί χέρι με το οποίο κρατά σταυρό ή σφυρί, και ετοιμάζεται να πλήξει τον δαίμονα. Μπορεί το δεξί χέρι αλλά και το σφυρί που κρατάει να μην σώζονται, αλλά είναι ξεκάθαρο από την στάση του σώματος ότι το έχει υψωμένο, και ετοιμάζεται να πλήξει τον δαίμονα.
Αναφορικά με την Αγία που ιστορείται στα δεξιά, τα πράγματα είναι πιο ασαφή. Όπως προκύπτει από την εμφανώς πλούσια ενδυμασία της ιστορούμενης, σίγουρα πρόκειται για Αγία ευγενικής και πλούσιας καταγωγής. Αυτή είναι είτε η προστάτιδα από την ευλογιά Αγία Βαρβάρα, είτε η Αγία Αικατερίνη είτε η Αγία Κυριακή.
Ας σημειωθεί, ότι στην γειτονική Βουλγαρία, η Αγία Αικατερίνη θεωρείται ότι διώχνει την Μπάμπα-Σάρκα (баба Шарка), δηλαδή την «Γριά- Ιλαρά», προσωποποίηση του ομώνυμου παιδικού επιδημικού νοσήματος, ενώ στα ανατολικά της Βαλκανικής αυτής χώρας, θεωρείται διώχνει τα ποντίκια. Δεν υπάρχουν, όμως, καταγεγραμμένες αντίστοιχες δοξασίες από τον Δυτικομακεδονικό χώρο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν και απλά δεν επιβίωσαν. Εξάλλου, το όνομα Αικατερίνη (Κατερίνα) εμφανίζει φωνητικές ομοιότητες με τις λέξεις «καθαρή» και «καθαριότητα». Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει και συνεικόνιση της Αγίας Αικατερίνης με την πάτρονα του ναού, Αγία Παρασκευή, στο υπέρθυρο της εισόδου στο νότιο κλίτος του εν λόγω ναού, κάτι που αποδίδεται στο ότι ο ναός ήταν μετόχι της μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά[22], χωρίς όμως να τεκμηριώνεται από κάπου.
Ανακεφαλαιώνοντας, όχι πάντα, αλλά τις περισσότερες φορές, οι συνεικονίσεις Αγίων, υπονοούν κάποια σχέση μεταξύ των εικονιζόμενων προσώπων. Στον ναό της Αγίας Παρασκευής στη Σιάτιστα, οι τοιχογραφίες πάνω από το υπέρθυρο της εισόδου στο βόρειο κλίτος, εικονίζονται τρία ζευγάρια Αγίων, οι οποίοι θεωρούνται προστάτες από επιδημικά νοσήματα. Το πρώτο είναι οι Άγιοι Χαράλαμπος και Διονύσιος, προστάτες από την πανώλη, το δεύτερο οι Άγιοι Σπυρίδωνας και Νικόλαος προστάτες από την ευλογιά ή Ιλαρά, και το τρίτο η Αγία Μαρίνα και πιθανότατα η Αγία Βαρβάρα ή Αικατερίνη, προστάτισσες από παιδικά επιδημικά νοσήματα όπως η ευλογιά ή η Ιλαρά.
Οι συνεικονίσεις αυτές δεν πρέπει να είναι τυχαίες, και μάλλον εκφράζουν την λαϊκή αντίληψη στη Σιάτιστα τον 18ο αιώνα. Μια αντίληψη που ήθελε κάποια σχέση μεταξύ των Αγίων Σπυρίδωνα και Νικολάου, όπως υποδεικνύει και ο σύγχρονος με την τοιχογραφία δισυπόστατος ναός τους, και η οποία πιθανόν, και σίγουρα με επιφυλάξεις, να σχετίζεται με την προστασία των παιδιών από την ευλογιά και την ιλαρά. Μια αντίληψη που ήθελε κάποια σχέση μεταξύ των Αγίων Χαραλάμπους και Διονυσίου εν Ολύμπω, προφανώς ως συνεργαζόμενους προστάτες από την πανώλη, της οποίας η καταγεγραμμένη επιδημία του 1740-1744, φαίνεται να τρομοκράτησε τη Σιάτιστα, και μάλλον σχετίζεται άμεσα με την ιστόρηση του ναού της Αγίας Παρασκευής, και την δόμηση του παρεκκλησίου του Αγίου Χαραλάμπους στον ναό του Προφήτη Ηλία και Ελισαίου. Τέλος, η λαϊκή αντίληψη της Σιάτιστας του 1741, φαίνεται ότι ήθελε κάποια σχέση μεταξύ της Αγίας Μαρίνας και της Αγίας Βαρβάρας ή Αικατερίνης, αλλά και μεταξύ της Αγίας Παρασκευής και της Αγίας Αικατερίνης.
Κοντολογίς, δεν απομένουν περιθώρια αμφιβολίας για το ότι το 1741 οι Σιατιστινοί ήταν τρομοκρατημένοι από την πανώλη. Επιπλέον, οι συνεικονίσεις στο υπέρθυρο του ναού της Αγίας Παρασκευής της Σιάτιστας, είναι ενδείξεις ότι η πόλη κατά την περίοδο 1740-1741, ή έστω λίγο νωρίτερα, πιθανόν να υπέφερε και από επιδημία ευλογιάς ή ιλαράς.
Αναφορές
Elsie, R. (2001). A dictionary of Albanian religion, mythology, and folk culture. C. Hurst & Co. Publishers.
Καμπουρίδης K. – Σαλακίδης Γ. (2013). Η επαρχία Σερβίων τον 16ο αιώνα μέσα από Οθωμανικές πηγές. Σταμούλη.
Κουντούρα-Γαλάκη, Ε. (2006). Αμφίδρομες σχέσεις αφανούς και επιφανούς αγίου: Η περίπτωση του Αγίου Νικολάου. Στο Β. Ιόλη, ήρωες και ανώνυμοι, αφανείς και επώνυμοι στις παρυφές της ιστορίας και της τέχνης (σσ. 73-87). Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Λαμνάτος, Β. (1987). Οι Μήνες στην Αγροτική και Ποιμενική Ζωή του Λαού μας. Δωδώνη.
Μπούσιας, Χ. (2006). Ο Οσιομάρτυς Νικόλαος ο Νέος ο εν Βουνένοις και η φερώνυμος αυτού μονή εν Υψηλάντη Βοιωτίας. Αθήναι: Επτάλοφος Α.Β.Ε.Ε.
Σοφιανός, Δ. (1972). Ο Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη. Αθήνα: Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.
Σταλίδης, Γ. (χ.χ.). Συντήρηση τοιχογραφιών και τέμπλου ιερού ναού Αγίας Παρασκευής Σιάτιστας. Βέροια: Υπουργείο Πολιτισμού, ΙΑ’ εφορεία βυζαντινών αρχαιοτήτων.
Σταμκόπουλος, Ν. (2022, Δεκέμβριος 4). Ο Άγιος Νικόλαος, προστάτης του πλούτου και των νομισμάτων. Εφημερίδα Χρόνος Κοζάνης. Ανάκτηση από https://xronos-kozanis.gr/o-agios-nikolaos-prostatis-toy-ploytoy-kai-ton-nomismaton-grafei-o-nikos-stamkopoylos/
Σταμκόπουλος, Ν. (2022). Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Α’ – Αναζητώντας τις Σαράντα Βάντσες. Παρέμβαση.
Σταμκόπουλος, Ν. (2022). Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού. Παρέμβαση.
Χατζηιωάννου, Μ. –Χ. (2000). Η ιστορική εξέλιξη των οικισμών στην περιοχή του Αλιάκμονα κατά την Τουρκοκρατία. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών.
*Ο Νίκος Σταμκόπουλος είναι Διπλωματούχος Μηχανικός Περιβάλλοντος και Πτυχιούχος Βαλκανικών Σπουδών.
[1] «…πιστεύουν ότι (Άγιος Σπυρίδων Σ.τ.Σ.) είναι ο βοηθός του Αϊ-Νικόλα σε στεριές και θάλασσες και χαλάει τα παπούτσια του τρέχοντας εδώ κι εκεί να βοηθήσει αυτούς που κινδυνεύουν. Δεν σταματάνε κι οι δυο τούτοι Άγιοι, λέει ο λαός μας. Πάντοτε βρίσκονται κάπου και βοηθούν, βοηθούν αυτούς που κινδυνεύουν στα ανοιχτά πέλαγα και δέρνονται στα αρμυρονέρια της θάλασσας.» (Λαμνάτος, 1987)
[2] (Elsie, 2001, p. 189)
[3] (Σταμκόπουλος, Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού, 2022)
[4] (Κουντούρα-Γαλάκη, 2006)
[5] Περισσότερες πληροφορίες στο (Σταμκόπουλος, Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Α’ – Αναζητώντας τις Σαράντα Βάντσες, 2022, σ. 93)
[6] Βλέπε κατάλογο ονομάτων φορολογουμένων στο (Καμπουρίδης K. – Σαλακίδης Γ., 2013)
[7] (Σταμκόπουλος, Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Α’ – Αναζητώντας τις Σαράντα Βάντσες, 2022, σσ. 90-96)
[8] (Σταμκόπουλος, Ο Άγιος Νικόλαος, προστάτης του πλούτου και των νομισμάτων, 2022)
[9] Βλέπε κατάλογο ονομάτων στο (Χατζηιωάννου, 2000)
[10] Βλέπε κατάλογο ονομάτων στο (Καμπουρίδης K. – Σαλακίδης Γ., 2013)
[11] Το ένα ξωκκλήσι βρίσκεται βόρεια της γέφυρας Ρυμνίου. Υπήρχε επίσης ένα ξωκκλήσι στο ακρόβαθρο της Υψηλής γέφυρας Σερβίων, χτισμένο από τους πρόσφυγες της Νεράιδας. Όταν αυτό καταποντίστηκε από τα νερά της λίμνης το 1974, χτίστηκε νέο στη διασταύρωσης του δρόμου Σέρβια-Κοζάνης, με την κάθετη οδό που οδηγεί στο Βελβεντο. Την δεκαετία του ’90, χτίστηκε ένα πιο μεγαλόπρεπο ξωκκλήσι στο νότιο ακρόβαθρο της γέφυρας Σερβίων. Έτσι, το προηγούμενο, ξωκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, αυτό στη διασταύρωση, αφιερώθηκε στον Άγιο Στυλιανό, κατόπιν επιθυμίας του Μητροπολίτη. Οι πληροφορίες δόθηκαν από τον ο Νικόλαο Γκουλέμα από το Βελβεντό, που έχει το ξωκκλήσι υπό την επίβλεψή του. Ο πιθανός λόγος κτίσης ξωκκλησιών στην Αγία Βαρβάρα στις δυο γέφυρες, μετά το 1912, εξηγείται στο (Σταμκόπουλος, Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού, 2022).
[12] Αναφέρεται στον βίο του, ότι ο Άγιος Νικόλαος έχει αναστήσει τρία παιδιά. (Σταμκόπουλος, Ο Άγιος Νικόλαος, προστάτης του πλούτου και των νομισμάτων, 2022)
[13] (Σταμκόπουλος, Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού, 2022, σ. 196)
[14] (Σοφιανός, 1972)
[15] (Μπούσιας, 2006)
[16] Γράφει ο Γουναρόπουλος το 1872: «Οἱ κάτοικοι τὸ φρούριον τῶν Σερβίων ὀνομάζουσι σπήτια τοῦ βασιλεώς, ὄστις ἐκκλησσιάζετω ἐν τῷ ναῶ τοῦ ἁγ. Νικολάου», ενώ και παρακάτω αναφορικά με τον τρίτο περίβολο του Κάστρου των Σερβίων: «Ἐν τῷ τρίτῳ, πολλά ἐρείπια οἰκιῶν και ναῒσκων, ἐξ οὖ δῆλων ὅτι κατᾠκουν πολλοί. Ναῒσκοι δὲ, ὁ τοῦ Προδρόμου ἀσκεπής, ὁ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς κατάστεγος, και ὁ τοῦ ἁγ. Νικολάου μέγας μετά κατηχουμένων και διαφόρων ἀρχαίων ζωγραφιῶν ἑπί τῶν τοίχων, ὄστις ἐκκλησσιάζετω ὁ βασιλεύς»,
[17] (Σταμκόπουλος, Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού, 2022)
[18] (Σταμκόπουλος, Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Β’ – Ο Άγιος, τα ονόματα και τα φαντάσματα του ποταμιού, 2022, σσ. 220-229)
[19] Σύγχρονες φορητές εικόνες υπάρχουν σε οικίες της Κοζάνης, ενώ τοιχογραφία του 1993, στο νότιο κλίτος του Ι.Ν. Αγίων Θεοδώρων στην Καστανιά Σερβίων, και μία άλλη του 1588 έχει εντοπιστεί στον ναό του Αγίου Νικολάου, στο Βελβεντό. Τοιχογραφία του 1384/5 υπάρχει στο ναό Αγίου Αθανασίου Μουζάκη, στην γειτονική με τη Σιάτιστα, Καστοριά. (Σοφιανός, 1972, σ. 102)
[20] (Σταμκόπουλος, Οι Κώμες του Αλιάκμονα: Μέρος Α’ – Αναζητώντας τις Σαράντα Βάντσες, 2022, σ. 93)
[21] (Σταλίδης, σ. 38)
[22] (Σταλίδης, σ. 3)