Στη μνήμη του Μάριο Βίττι: Συνέδριο στο Μουσείο Μπενάκη

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός χρόνου από τον θάνατο του Mario Vitti (1926-2023), το Εργαστήριο Νεοελληνικών Σπουδών «Μυρσίνη Ζορμπά», Τμήμα Ευρωπαϊκών, Αμερικανικών και Διαπολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ρώμης Sapienza και το Μουσείο Μπενάκη οργανώνουν επιστημονική ημερίδα αφιερωμένη στο έργο του σπουδαίου νεοελληνιστή, το Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024, στο Αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη, οδός Πειραιώς 138.

Στις εργασίες θα συμμετάσχουν δεκαπέντε εξειδικευμένοι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, πανεπιστημιακοί και ερευνητές, από την Ελλάδα και την Ιταλία, με σκοπό να φωτίσουν, υπό το πρίσμα μιας σημερινής κριτικής αποτίμησης, κύριες πλευρές του έργου του Vitti, αλλά και να αναδείξουν τον κομβικό του ρόλο στη διαμόρφωση της συνολικής μας εικόνας για την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Η ημερίδα είναι διαρθρωμένη σε τρεις ενότητες:

Η πρώτη ενότητα, «Ο Mario Vitti και η μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας: 19ος-20ός αι.», είναι αφιερωμένη στις καίριες επιμέρους συμβολές του στη μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, στο επίπεδο της ευρετικής, αλλά και της ερμηνευτικής, με αιχμές την καταλυτική συνεισφορά του στις καλβικές σπουδές, στη μελέτη του ιστορικού περιβάλλοντος και της κοινωνικής λειτουργίας της ελληνικής ηθογραφίας του δέκατου ένατου αιώνα και, τέλος, στη συγκρότηση της εικόνας για τη Γενιά του Τριάντα, όπως αυτή αναδεικνύεται κυρίως μέσα από τις μονογραφίες του για το έργο δύο κορυφαίων εκπροσώπων της, του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιώργου Σεφέρη.

Η δεύτερη ενότητα, «Ο Mario Vitti και η ιστοριογραφία της νεοελληνικής λογοτεχνίας: Ζητήματα μεθόδου», φιλοδοξεί να αναδείξει τις ιδιαιτερότητες του ιστοριογραφικού σχεδίου, τις προϋποθέσεις της ιστοριογραφικής του μεθόδου και τη σημασία της παρέμβασής του, με επικέντρωση στις διαδοχικές εκδοχές της Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σε σχέση με τις αντίστοιχες προτάσεις του Κ. Θ. Δημαρά και του Λίνου Πολίτη. Επίσης, θα επιχειρηθεί να αναδειχθεί το περικείμενο μέσα στο οποίο εμφανίστηκε η ανθολογία της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα που επιμελήθηκε για το ιταλικό κοινό (1957), καθώς και η σημασία της ως προδρόμου, προεργασίας και πυρήνα του συνολικού ιστοριογραφικού του σχεδίου.

Η τρίτη ενότητα, «Mario Vitti: O φιλόλογος που μεταφράζει, φωτογραφίζει και αυτοβιογραφείται», είναι αφιερωμένη σε άλλες, παράλληλες και ίσως συμπληρωματικές δραστηριότητές του: στον καίριο ρόλο διαμεσολάβησης που έπαιξε μεταξύ του ιταλικού κοινού και της νεοελληνικής λογοτεχνίας (κυρίως ως προς την ποίηση), στην αυτοβιογραφία του ως ένα είδος λόγου που φωτίζει την ανθρώπινη και επιστημονική διαδρομή, και στη φωτογραφία, η οποία απεικονίζει με έναν άλλον τρόπο τον κόσμο μέσα στον οποίον κινήθηκε –και, εν πολλοίς, συγκρότησε– ο Vitti: μια εικονιστική πνευματική βιογραφία του εαυτού του πρωτίστως, αλλά και μια εικονιστική απογραφή της διανόησης της Ιταλίας και της Ελλάδας με την οποία συναναστράφηκε και μέσα στην οποία διαπλάστηκε πνευματικά και ιδεολογικά.

Τέλος, μια συζήτηση με θέμα «Ο Mario Vitti και οι νεοελληνικές σπουδές στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα: μια αποτίμηση» επιχειρεί να αναγνώσει συνολικά την προσφορά του στην εξέλιξη των νεοελληνικών σπουδών (στο επίπεδο της κριτικής, της ερμηνείας και της σύνθεσης), κατά την εποχή που συγκροτήθηκε επιστημονικά το πεδίο της νεοελληνικής φιλολογίας, αλλά και να αναδείξει τις διόδους ή ακόμη και τα όρια της παρέμβασής του.

Φιλοδοξία των οργανωτών είναι να αποτελέσει η ημερίδα, και με τη σχεδιαζόμενη έκδοση των πρακτικών της, ένα σημείο αναφοράς όχι μόνο για τη μελέτη της προσωπικότητας του Mario Vitti αλλά και των διαδρομών της ελληνικής φιλολογίας στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, υπό το πρίμα των θεωρητικών και μεθοδολογικών αντιλήψεων των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα.

Το πλήρες πρόγραμμα των εργασιών της ημερίδας μπορείτε να συμβουλευτείτε εδώ.

Mario Vitti (1926-2023)

Ο «Ιταλο-έλληνας» Mario Vitti γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1926, από πατέρα Ιταλό και μητέρα Ελληνίδα, μεγάλωσε μέχρι την ηλικία των είκοσι χρόνων στο πλαίσιο της ιταλικής κοινότητας της Πόλης, μέσα σε ένα περιβάλλον ανοιχτό και «ανεξίθρησκο», το οποίο του επέτρεψε να προσεγγίσει με φυσικότητα πολλές διαφορετικές εθνικότητες, θρησκείες, κουλτούρες και λογοτεχνίες. Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο έφυγε για σπουδές Νομικής στην Ιταλία, αλλά οι νέες του γνωριμίες στην Ελλάδα και την Ιταλία, κυρίως η φιλία του με τον Bruno Lavagnini και τον Filippo Maria Pontani, τον έστρεψαν γρήγορα στη μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας.

Μετά από μια περίοδο (1946-54) κατά την οποία τα ενδιαφέροντά του σχεδόν ισομοιράζονταν μεταξύ ιταλικής/ευρωπαϊκής και ελληνικής λογοτεχνίας (περίοδο που χαρακτηρίζεται από στενές επαφές με το σπουδαίο περιοδικό Rivista di Critica και την έκδοση, μαζί με τον φίλο του Mario Petrucciani, του περιοδικού Il Presente, το 1952), σταδιακά θα μετακινηθεί (ερευνητικά, συγγραφικά και διδακτικά) προς το πεδίο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, στην οποία και θα επιδοθεί αποκλειστικά κυρίως μετά το 1967-69, με πρώτη σημαντική κορύφωση την ιταλική έκδοση της Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το 1971, ως «αντίδραση», όπως έχει πει ο ίδιος, στην «παραχάραξη της ελληνικής πραγματικότητας, που γινόταν συστηματικά από τα όργανα των αδίστακτων συνταγματαρχών».

Ήδη, από το 1958, είχε ξεκινήσει η μακρά του διαδρομή στα ιταλικά πανεπιστήμια, ως καθηγητής της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας: πρώτα, στο Πανεπιστήμιο Orientale της Νάπολης, κατόπιν στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο (Σικελία) και μετά, για πολλά χρόνια, στο Πανεπιστήμιο Tuscia του Βιτέρμπο, από το οποίο του απονεμήθηκε ο τίτλος του ομότιμου καθηγητή μετά την αποχώρησή του. Δίδαξε επίσης ως επισκέπτης καθηγητής σε Πανεπιστήμια του Παρισιού, της Γενεύης και της Θεσσαλονίκης.

Παράλληλα με την πανεπιστημιακή του διαδρομή, και κυρίως στις δεκαετίες 1950 και 1960, επιδόθηκε συστηματικά στην έρευνα, ιδίως ιταλικών αρχείων και βιβλιοθηκών, πάντα με προσανατολισμό τη νεοελληνική λογοτεχνία, κατορθώνοντας είτε να φέρει στο φως άγνωστα τεκμήρια (κυρίως μεγάλο όγκο της αλληλογραφίας και λανθάνοντα ή άγνωστα έργα του Ανδρέα Κάβου, το ζακυνθινό θεατρικό Ευγένα του Θεόδωρου Μοντσελέζε, θεατρικές σελίδες του Νικολάου Σοφιανού, το αγνώστου συγγραφέα Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι) είτε να ανανεώσει το ερευνητικό ενδιαφέρον για έργα όπως το Έρωτος αποτελέσματα.

Ταυτόχρονα, άρχισε το μεταφραστικό του έργο, επικεντρωμένο στην ελληνική ποίηση, το οποίο και έλαβε συνθετική μορφή με δύο επιβλητικά έργα: το Orientamento della Grecia nel suo risorgimento letterario (1955) και την Poesia greca del Novecento (1957), τα οποία αποτέλεσαν το πρόπλασμα της μεγάλης ιστοριογραφικής σύνθεσης που θα ακολουθούσε: τη Storia della letteratura neogreca, το opus magnum του Vitti. Η Storia κυκλοφόρησε πρώτα στην Ιταλία, το 1971, και σχεδόν δέκα χρόνια μετά, το 1978, σε ελληνική μετάφραση της Μυρσίνης Ζορμπά, από τις εκδόσεις «Οδυσσέας». Η Ιστορία του, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, αποδείχθηκε ο καλύτερος πρεσβευτής της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Ευρώπη (μεταφράστηκε στα γερμανικά, στα γαλλικά και στα πολωνικά). Αποτέλεσε, όμως, και ένα έργο «εν προόδω», ένα έργο «ανοιχτό», μια διαρκή συνομιλία του συγγραφέα της με τον εαυτό του, με την εξελισσόμενη ειδική βιβλιογραφία και με τη σταδιακή αλλαγή των θεωρητικών κριτηρίων ανάγνωσης της λογοτεχνίας, αφού το έργο γνώρισε διαδοχικές ριζικές αναμορφώσεις και επανεπεξεργασίες, οι οποίες αποτυπώθηκαν εκδοτικά πρώτα στην ελληνική μετάφραση του 1978 και κατόπιν στην εμπλουτισμένη ελληνική έκδοση του 1987, στην καινούργια ιταλική εκδοχή του 2001 και στη συμπληρωμένη ελληνική εκδοχή της το 2003, και πάλι από τον «Οδυσσέα». Μια τελευταία ιταλική εκδοχή της κυκλοφόρησε το 2016, στη Βενετία.

Στις ίδιες δεκαετίες, κυρίως μετά το 1977, ο Vitti θα παρέμβει καταλυτικά στη μελέτη του ελληνικού μοντερνισμού, ιδίως της Γενιάς του Τριάντα, συνθέτοντας εκείνο που προσφυώς αποκλήθηκε «τετραλογία του ελληνικού μοντερνισμού»: πρώτα με το βιβλίο του Η Γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή (1977) και κατόπιν με τις τρεις μονογραφίες που αφιέρωσε στον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιώργο Σεφέρη (1978, 1984 και 1998).

Η ενεργή παρουσία του Vitti στην επιστήμη της νεοελληνικής φιλολογίας συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του, είτε με δημοσιεύματα και με συμμετοχές σε επιστημονικούς τόμους και συνέδρια είτε με συνεντεύξεις και επανεκδόσεις των έργων του. Τελευταία επιστημονική του δραστηριότητα υπήρξε η συμμετοχή του στην Επιστημονική Επιτροπή της έκδοσης «Ανδρέας Κάλβος. Έργα και Αλληλογραφία», η οποία πραγματοποιήθηκε από το Μουσείο Μπενάκη, κατά το διάστημα 2014-2021.

Υπήρξε αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, πρόεδρος της Εταιρείας Νεοελληνιστών της Ιταλίας, και από τη δεκαετία του 1990 Decano των Νεοελληνικών Σπουδών της Ιταλίας. Για τη συνεισφορά του στις νεοελληνικές σπουδές τού απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα από τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, της Λευκωσίας και του Παρισιού και το 2006 τιμήθηκε με το βραβείο «Διδώ Σωτηρίου» από την Εταιρεία Συγγραφέων. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε από το ΜΙΕΤ ο τόμος Mario Vitti. Γραφείο με θέα, στον οποίον περιλαμβάνεται μια ανθολόγηση κειμένων και συνεντεύξεών του, η εργογραφία του συνταγμένη από την Αμαλία Κολώνια και ένα δικό του εκτενές και γλαφυρότατο αυτοβιογραφικό κείμενο.

Το 2016, το Μουσείο Μπενάκη τού αφιέρωσε μια τιμητική εκδήλωση στην οποία συμμετείχαν Έλληνες και Ιταλοί ομότεχνοί του (τα πρακτικά εκδόθηκαν το 2018 με τον τίτλο: Μικρό αφιέρωμα στον Mario Vitti), ενώ λίγον καιρό πριν πεθάνει το Πανεπιστήμιο της Ρώμης Sapienza, Τμήμα Ευρωπαϊκών, Αμερικανικών και Διαπολιτισμικών Σπουδών, δημιούργησε το «Νεοελληνικό Παρατηρητήριο Mario Vitti» στο πλαίσιο του «Εργαστηρίου Νεοελληνικών Σπουδών “Μυρσίνη Ζορμπά”» (Osservatorio Neogreco Mario Vitti / Laboratorio Studi Neogreci “Mirsini Zorba”).

Ο Mario Vitti πέθανε στη Ρώμη στις 14 Φεβρουαρίου 2023.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *