Τζωρζ Στάινερ, Η ιδέα της Ευρώπης, μετάφραση Θάνος Σαμαρτζής, Δώμα, Αθήνα 2021.
Οι εκδόσεις «Δώμα» συνεχίζουν να μας εκπλήσσουν με την έκδοση άρτια μεταφρασμένων βιβλίων που αιτούνται, με επαρκέστατα διαπιστευτήρια, μία θέση στη βιβλιοθήκη μας. Η σειρά Αστικά έχει ήδη παρουσιάσει δύο μελετήματα του Μαξ Βέμπερ, καθώς και την εκτενή μελέτη της Σέρι Μπερμαν Η πολιτική εξέλιξη της Νεότερης Ευρώπης. Κάθε ένα από αυτά τα βιβλία συμβάλλει στη διεύρυνση και τον εμπλουτισμό του δημόσιου λόγου. Το τέταρτο βιβλίο της σειράς είναι Η Ιδέα της Ευρώπης, του Τζωρτζ Στάινερ, ενώ ακολούθησε το Ένα μακρύ Σάββατο του ίδιου συγγραφέα.
Παρά τον σχετικά χαμηλόφωνο τόνο του, το κείμενο του Στάινερ είναι άκρως προκλητικό, θα λέγαμε μάλιστα οιονεί προφητικό, αν ο όρος «προφητικός» εννοηθεί όχι ως πρόβλεψη των μελλούμενων αλλά, μάλλον, ως ο υπερβατικός (ή άραγε υπερβατολογικός;) έλεγχος των πραττομένων. Το διττό σημείο θέασης του κόσμου του πολιτισμού από το οποίο ελέγχονται τα πρόσφατα πεπραγμένα και τα πραττόμενα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η ελληνική και η γαλλογερμανική παράδοση. Ο Γαλλογερμανικός κόσμος, το κατά Στάινερ επίκεντρο της ευρωπαϊκής πνευματικής παράδοσης, αλλά και ο προνομιούχος μεσολαβητής του ελληνικού.
Η ομιλία αυτή είχε εκδοθεί αρχικά από το Ινστιτούτο Nexus το 2004 και αργότερα από τις εκδόσεις Duckworth Overlook το 2015. Αν και δεν είναι σε καμία περίπτωση το τελευταίο του έργο, επέχει κατά έναν τρόπο θέση πνευματικής διαθήκης καθώς συνοψίζει το κρίσιμο γεγονός στη δημιουργική πορεία του Στάινερ, την επεξεργασία μιας ορισμένης ιδέας της Ευρώπης. Και υπογραμμίζουμε το επίθετο ορισμένης διότι η περί Ευρώπης αντίληψη του Στάινερ είναι βαθιά και ανέκκλητα προσωπική –και ίσως μάλιστα μεροληπτική, κατά τον ιδιοφυέστερο δυνατό τρόπο. Αν η ζωή του Στρατηγού ντε Γκωλ περιστρεφόταν γύρω από μία ορισμένη ιδέα της Γαλλίας, η ζωή και η συγγραφή του Στάινερ εμπνεόταν από μια ορισμένη ιδέα της Ευρώπης. Παρά την έμφαση που αποδίδει στην ευρωπαϊκή ενοποίηση διευκρινίζει ότι θα ήταν «ανοησία να φαντασιώνεται κανείς ότι η Ευρώπη θα ανταγωνιστεί ποτέ την οικονομική, στρατιωτική και τεχνολογική ισχύ των Ηνωμενων Πολιτειών» (σελ. 54). Eξίσου δυσπιστεί ο Στάινερ για τη δυνατότητα της Ευρώπης να ανταγωνιστεί στο πολιτικό και γεωπολιτικό πεδίο τις ασιατικές χώρες και ιδίως την Κίνα. Η αποστολή της Ευρώπης προσδιορίζεται ως ενδεχομενική και δυνητική, αφού «το επιτακτικό προνόμιο να σφυρηλατήσει και να πραγματώσει έναν θύραθεν ανθρωπισμό» τελεί υπό την προϋπόθεση της αποκάθαρσης «από το σκοτεινό της παρελθόν» (σελ. 53) και σε κάθε περίπτωση θεωρείται ενδεχομενική και όχι απόλυτη. Δεν είναι δυνατόν αντιληφθούμε όμως, τί σημαίνει μια ορισμένη ιδέα της Ευρώπης στη συγκεκριμένη περίπτωση της σταϊνερικής διάλεξης, αν δεν φέρουμε στην επιφάνεια κάποια από εκείνα τα στοιχεία που ο συγγραφέας αποσιωπά.
Πρώτα πρώτα, απουσιάζουν οι αναφορές στη Ρώμη και τον ρόλο τον οποίο έπαιξε όχι μόνο ως αναμεταδότης της ελληνικής κουλτούρας και συν-διεκπεραιωτής των όψιμων φάσεων της εξέλιξής της, αλλά και ως μέρος του ευρωπαϊκού φαντασιακού. Έτσι η διαλεκτική Αθήνας και Ιερουσαλήμ παραμένει άμεση και αδιαμεσολάβητη, η δυάδα δεν εξέρχεται στην τριάδα. Δημιουργείται, ωστόσο, το ερώτημα πώς μπορούμε να παραλείψουμε την Ρώμη από την καταγωγική εξίσωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ρωμαϊκό στη βάση του το ευρωπαϊκό δίκαιο, ρωμαϊκή η αντίληψη περί μηχανικής και δημοσίων έργων, ρωμαϊκή και η αντίληψη περί της κρατικά επιβαλλόμενης ειρήνης. Εξίσου ουσιώδης είναι η φασματική επιβίωση του ιδεώδους της ρωμαϊκής κυριαρχίας, του imperium, μέσα από μία σειρά ευρωπαϊκών κρατών και κρατικών μορφωμάτων όπως το Παπικό κράτος, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αλλά και η ίδια η τσαρική Ρωσία. Υπό αυτό το πρίσμα ή απουσία της Ρώμης μοιάζει ανερμήνευτη, αν όχι εντελώς ακατανόητη. Η παράλειψη παραμένει παράδοξη, δεδομένης μάλιστα της έμφασης που έδινε ο Στάινερ στο ρόλο της Αινειάδας: σε δοκιμιακή βιβλιοκρισία του για τον συλλογικό τόμο Oxford Readings in Vergil’s ‘Aeneid’ (Επιμ. S.J. Harrison, Oxford University Press, 1990), που δημοσιεύθηκε στη London Review of Books (τομ. 12, τχ. 13, 12 Ιουλίου 1990), ο Στάινερ διέκρινε ότι ορισμένες θεματικές της Αινειάδας, όπως η πολιτική νοηματοδότηση της ιστορικότητας, η εγκαθίδρυση μιας κρατικής λατρείας και των πολιτειακών θεσμών βρίσκονται στις ρίζες της ευρωπαϊκής συνθήκης. Θα διακινδυνεύσουμε την υπόθεση ότι η απουσία αυτή διευκολύνει τον συγγραφέα να αρθρώσει μία πρόταση πνευματικής ανανέωσης της Ευρώπης μέσα από πηγές που δεν έχουν καμία σχέση με την στρατιωτική, οικονομική και πολιτική ισχύ.
Μία δεύτερη –μερική και όχι ολική αυτή τη φορά– απουσία, η οποία μάλιστα παίρνει τη μορφή παραγκωνισμού, είναι αυτή της Μεγάλης Βρετανίας, παρά τις αναφορές στον Σαίξπηρ ή, δευτερευόντως και εν παρόδω, στον Κόλλριτζ. Η Βρετανία παραγκωνίζεται από το συμβολικό τοπίο που συνθέτει μέσα από την ιχνηλάτηση της παρουσίας των καφενείων. Μας προτρέπει να χαράξουμε τον χάρτη των καφενείων και θα έχουμε απ’ τις πιο ουσιαστικές οριοθετήσεις της ιδέας της Ευρώπης. Ο Στάινερ παρατηρεί, φαινομενικά ορθώς, ότι, μετά από μια βραχύβια μόδα τον 18ο αιώνα, η παρουσία των καφενείων στην Βρετανία είναι ιδιαίτερα ισχνή, σε μεγάλες χρονικές περιόδους σχεδόν ανύπαρκτη. Όλες οι λειτουργίες που αποδίδει o Στάινερ στα καφενεία της ηπειρωτικής Ευρώπης επιτελούνταν είτε από τις Λέσχες, οι οποίες έλκυαν καταγωγή τους από καφενεία ή τεϊοποτεία, είτε από τα ίδια τα τεϊοποτεία που παρέμειναν τεϊοποτεία. Η ελεύθερη προσέλευση και η παραμονή έναντι μικρού, σχετικά, αντιτίμου στα τεϊοποτεία αποτέλεσε το άκρως ευεργετικό τονωτικό της κίνησης ιδεών. Παρατηρεί ο Στάινερ ότι καταστήματα όπως το Museum Tavern, τόπος συνάντησης του Σέρλοκ Χολμς και του Δρος Γουώτσον, «δεν έχουν σκακιέρες, δεν προσφέρουν δωρεάν εφημερίδες στους πελάτες τους» (σελ. 25). Όμως, ως γνωστόν, οι αγγλικές λέσχες έχουν και προσφέρουν δωρεάν εφημερίδες στα μέλη τους. Σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, οι Λέσχες, ιδιαίτερα μάλιστα όσες απευθύνονταν στο κοινό των συγγραφέων και των καλλιτεχνών, συνέβαλαν σε μία ακόμη εντατικότερη διακίνηση των ιδεών, με προφανές τίμημα την εκδίωξη της τυχαιότητας μιας νέας και απρόβλεπτης συνάντησης. Την τυχαιότητα της συνάντησης με ευχάριστα πρόσωπα, ιδέες ή πράγματα περιγράφει μία από τις ωραιότερες αγγλικές λέξεις: serendipity.
Ο λόγος, όμως, για τον οποίο ο Στάινερ κρατά τη Βρετανία έξω από τον πυρήνα της περί Ευρώπης ιδέας του θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού, ίσως στη σχετικά διακριτή παράδοση του αγγλόγλωσσου φιλοσοφικού στοχασμού, στην απροθυμία της Βρετανίας να επιδείξει την οποιαδήποτε προσήλωση σε μία συγκεκριμένη ιδέα της Ευρώπης, όποια κι αν είναι αυτή, καθώς επίσης και στον πλανητικό γεωπολιτικό προσανατολισμό της Βρετανικής πολιτικής. Επίσης η Βρετανία είναι κατά τρόπο αναπόφευκτο και έμμεσο, γλωσσικά και όχι βεβαίως πολιτισμικά συμμέτοχη στο εγχείρημα πολιτισμικής ηγεμονίας των Ηνωμένων Πολιτειών, εγχείρημα το οποίο αποσκορακίζει ο Στάινερ στην κατακλείδα του έργου του. Μόνο σε αυτή τη διπλή προοπτική μπορούμε να κατανοήσουμε την σταϊνερική αμφιθυμία απέναντι στην Βρετανία.
Αν τα καφέ ήταν το πρώτο χαρακτηριστικό ιδίωμα της Ευρώπης, το δεύτερο είναι το τοπίο της, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του είναι προσπελάσιμο από τον άνθρωπο. Μοιάζει εναρμονισμένο με τις ανθρώπινες ανάγκες, μεταποιημένο από ανθρώπινα χέρια. Το τοπίο αυτό κάνει δυνατή τη σωματική περιπλάνηση του περιπατητή και δευτερογενώς τη μουσική, τη λογοτεχνική και τη φιλοσοφική περιπλάνηση. Είτε πρόκειται για τον πορευτικό ύμνο προς την Σαρτρ του Σαρλ Πεγκύ είτε, θα συμπληρώναμε εμείς, για τα παλιά τραγούδια των προσκυνητών στον Άγιο Ιάκωβο της Κομποστέλα, το δέσιμο της περιπλάνησης στον φυσικό χώρο με την τέχνη και ιδίως τη μουσική, η ένταση μεταξύ της εξωτερικότητας και της εσωτερικότητας της περιπλάνησης που πηγάζουν από εκεί και η εμφάνιση του θεόσταλτου ή διαβολοκίνητου ζητιάνου ως αινιγματικής μορφής του περιπλανώμενου, τροφοδοτούν μία συγκεκριμένη αντίληψη της σχέσης ανθρώπου και τοπίου. Πρόσφατες –και σε κάθε περίπτωση μεταγενέστερες της δημοσίευσης του παρόντος έργου– εξελίξεις στη φιλοσοφία της μουσικής προτάσσουν «το ψυχολογικό πρότυπο της μουσικής υποκειμενικότητας», το οποίο ορίζεται «όχι ως μίμηση της δράσης ενός εξωτερικού υποκειμένου αλλά ως μία προσωπική ταύτιση με τη ροή των μουσικών γεγονότων παρόμοια με τη ροή ιδεών, αισθήσεων ή αισθημάτων στη συνείδηση» (Benedict Taylor, «Schubert’s Eb Trio D. 929 and Models of Musical Subjectivity» στο Manos Perrakis, Επιμ., Life as an Aesthetic Idea of Music, Institut für Musikästhetik, Universal Edition, Βιέννη, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 2019, σελ. 17). Φαίνεται ότι ακριβώς αυτή η συμπληρωματικότητα των πρότυπων μεταφορών του περιπλανώμενου και της ανθρώπινης υποκειμενικότητας βιωμένης ως τέτοιας διατρανώνουν το αίνιγμα της ταυτότητας του περιπλανώμενου και νοηματοδοτούν το ευρωπαϊκό τοπίο.
Κατά τον Στάινερ, ο νους του ανθρώπινου αυτού υποκειμένου επιδίδεται σε τρεις κορυφαίες δραστηριότητες (σελ. 39) τη μουσική, τα μαθηματικά και τη μεταφυσική, η οποία σε άλλο σημείο αναφέρεται ως θεωρητική σκέψη. Οι δραστηριότητες αυτές είναι «εκτυφλωτικά άχρηστες, συχνά βαθύτατα παράδοξες» (σελ. 37). Ο Στάινερ αν και δέχεται τον προφανή οικουμενικό χαρακτήρα της μουσικής –και σε αυτό το σημείο ας υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας ότι η μουσική είναι οικουμενική ως φαινόμενο, όχι ως γλώσσα–, προτρέπει τον αναγνώστη στην ταυτοποίηση της υπαρκτικής ιδιαιτερότητας της ευρωπαϊκής εκδοχής του μουσικού φαινομένου μέσα από την ανίχνευση των μουσικών σχέσεων νοημάτων στους μεγάλους συνθέτες, όπως ο Μπαχ ή ο Μπετόβεν. Με τη σειρά μας θα λέγαμε ότι η χαρακτηριστικά ευρωπαϊκή αίσθηση της υποκειμενικότητας, η οποία αποτελεί αντίβαρο σε κάθε εξωτερική αφήγηση ακόμη και όταν βασίζεται σε αυτήν, πληροί τα κριτήρια του Στάινερ για μια ευρωπαϊκή νοηματοδότηση της μουσικής.
Αν και αποδέχεται τη συνεισφορά της Ινδίας, εντάσσει τα μαθηματικά στην εποποιία της ευρωπαϊκής πνευματικής πορείας, κατά τρόπο μάλιστα που επιρρωνύει την ελληνική καταγωγή του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στον ελληνικό λόγο που γεννά και τα μαθηματικά και τη μεταφυσική ο Στάινερ αντιπαρατάσσει των εβραϊκό προφητικό και μεσσιανικό λόγο, ο οποίος, με διαφορετικές μορφές, είναι παρών τόσο στον Φρόυντ όσο και στον Μαρξ. O χριστιανισμός πορεύεται σε ένα τεντωμένο σχοινί μεταξύ του ελληνικού και του εβραϊκού λόγου, κάτι το οποίο άλλωστε είχε επισημάνει και ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ στην ομιλία του στο Regensburg. Αυτή είναι ακριβώς η αντινομία που τον οδηγεί, μετά από μία ανασκόπηση των σημαντικότερων και φονικότερων πολέμων που διεξήχθηκαν στο ευρωπαϊκό έδαφος, στο τελικό του ερώτημα: «Με ποιο δικαίωμα μπορούμε να επιβιώσουμε της αυτοκτονικής απανθρωπιάς μας;» (σελ.44). Το γεγονός ότι ο Στάινερ μπορεί να θέτει ένα πολιτικο-ιστορικό ερώτημα ως να ήταν αδήριτα ηθικό, αποτελεί συνάμα συλλογιστικό άλμα και κατάκτηση του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Το σχήμα ερμηνείας του χριστιανισμού που προτείνει ο Στάινερ είναι εξόχως προβληματικό: «Ο Ιουδαϊσμός και οι δύο κύριες υποσημειώσεις του, ο χριστιανισμός και ο ουτοπικός σοσιαλισμός, είναι απόγονοι του Σινά ακόμα και στις περιπτώσεις που οι Εβραίοι δεν ήταν παρά μια χούφτα μισητών, κυνηγημένων ανθρώπων» (σελ. 41). Η καταγωγή του Χριστιανισμού από τον Ιουδαϊσμό δεν μπορεί να δικαιώσει τον χαρακτηρισμό του Χριστιανισμού ως υποσημείωση του Ιουδαϊσμού. Η ένταση ανάμεσα στον ελληνικό λόγο και την αποκάλυψη εξετάζεται σε σχέση με την ιδέα της Ευρώπης και κάθε απόπειρα συγκρητισμού κηρύσσεται, με την επιστράτευση των πορισμάτων του Leo Stauss, εκ προοιμίου καταδικασμένη σε ελαττωματικότητα. Ανεξάρτητα από το διφυές ερώτημα της ιδιότητας του Χριστού ως ιουδαϊκού Μεσσία –κατά τον Εβραίο λόγιο Hyam Maccoby, για παράδειγμα– και της επινόησης του Χριστιανισμού από τον Παύλο, –ζήτημα στο οποίο ο Hyam Maccoby βασίζεται στον μελετητή της εβραϊκής ιστορίας Heinrich Graetz– ο Χριστιανισμός ακολούθησε μία πορεία που είναι σε πολλά σημεία διακριτή από την εβραϊκή καταγωγή του. Ο Στάινερ, αν και αναγνωρίζει πως «η παύλεια επινόηση του Χριστιανισμού είναι διαποτισμένη από την ένταση ανάμεσα στον Εβραίο και τον Έλληνα» (σελ. 41), δεν επιτρέπει σε αυτή την παραδοχή να τον οδηγήσει στη λογική συναγωγή ότι, ακριβώς εξαιτίας της παρουσίας του ελληνικού Λόγου, ο χριστιανισμός είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του και σίγουρα κάτι διαφορετικό από τον Ιουδαϊσμό. Σε αυτό το συμπέρασμα τείνει ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ ο οποίος, αντιτιθέμενος σε όσους διακήρυσσαν την επιστροφή στην απλή πίστη της πρώτης Εκκλησίας «πριν την προσαρμογή της στον ελληνικό πολιτισμό», παρατηρεί τα ακόλουθα: «Αυτή η τοποθέτηση δεν είναι μόνο λάθος, είναι χονδροειδής και ασαφής. Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε στα Ελληνικά και φέρει το πνεύμα της ελληνικής παιδείας που ήδη είχε φτάσει σε ωριμότητα όσο η παλαιά Διαθήκη αναπτυσσόταν» (Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, «Λόγος, πίστη και το Πανεπιστήμιο. Αναμνήσεις και Στοχασμοί», Dike International, Τομ. Δ΄, Τευχ. 37, σελ. 1361). Αλλά και πέρα από τη συμβολή του Ελληνικού Λόγου υπάρχουν μέσα στον Χριστιανισμό και άλλα ρεύματα, όπως ο βολονταρισμός του Duns Scotus, τον οποίο ο Πάπας Βενέδικτος αναφέρει ως έναν από τους φορείς εκείνων των τάσεων που «σπάνε αυτή τη σύνθεση ανάμεσα στο ελληνικό και το Χριστιανικό πνεύμα» (Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, «Λόγος, πίστη και το Πανεπιστήμιο. Αναμνήσεις και Στοχασμοί», ό.π., σελ. 1359). Ο Στάινερ, επίσης, δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη του την περίπλοκη σχέση του ίδιου του ιδρυτή του Χριστιανισμού με τον Εβραϊκό Νόμο, ούτε το γεγονός ότι η Παλαιά Διαθήκη και οι διατάξεις του Νόμου αποτελούν τύπο και προτύπωση της Καινής, χωρίς σε καμία περίπτωση να εξαντλούν το ερμηνευτικό δυναμικό της. Δεν εξαντλεί, λόγου χάρη η Συναγωγή το ερμηνευτικό δυναμικό της Εκκλησίας, παρά τη σχέση τύπου και πλήρωσης που αναπτύχθηκε στην χριστιανική ερμηνευτική. Ούτε φυσικά η Εκκλησία αποτελεί μία «υποσημείωση» της Συναγωγής, εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της οικουμενικής εντολής «πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος» (Ματθ. 28:19).
Φαίνεται, επίσης, ότι υπάρχουν και σημεία στα οποία υφέρπει μία κάπως αφελής ή, σε κάθε περίπτωση, υπεραισιόδοξη αντίληψη των πραγμάτων, όπως όταν λόγου χάρη, υποθέτει ότι ένας κόσμος χωρίς καθόλου θρησκεία θα ήταν εξ ορισμού και κατά λογική αναγκαιότητα ανεκτικότερος: «Το παλιρροϊκό κύμα του αγνωστικισμού, αν όχι της αθεΐας, εγκαινιάζει μια βαθιά αλλαγή στη χιλιετή εξέλιξη της Ευρώπης. Αυτή η μετάλλαξη, όσο σταδιακή κι αν είναι, υποδηλώνει τη δυνατότητα μιας ανεκτικότητας δίχως προηγούμενο, μιας ειρωνικής αδιαφορίας απέναντι στους αρχαϊκούς μύθους της ανταπόδοσης» (σ. 53). Παρά το γεγονός ότι η αφετηρία της σκέψης αυτής, οι ευρωπαϊκοί θρησκευτικοί πόλεμοι του 16ου και 17ου αι., είναι και εμφανής και prima facie εύλογη, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι αυτή η δίχως προηγούμενο ανεκτικότητα που ευαγγελίζεται ο Στάινερ θα εκπηγάσει από την εκκοσμίκευση. Άλλωστε οι ευρωπαϊκοί λαοί έχουν βρει, εδώ και 250 χρόνια, νέους θεούς στους οποίους προσφέρουν εκατόμβες νεαρών στρατιωτών. Η ίδια η ελευθεριότητα στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών γέννησε γλυκύδωρους και πικρούς καρπούς. Κυρίως όμως, σε αυτό το σημείο, ο Στάινερ, εκείνος ο μεγάλος μελετητής της τραγωδίας, αρνείται να διδαχθεί από την τραγωδία. Αν κάτι έχει να διδάξει στην εποχή μας η Αντιγόνη ως πολιτικό έργο, είναι ακριβώς ότι η θρησκεία προστατεύει και ρυθμίζει βαθύτερους κοινωνικούς δεσμούς, ενώ η πολιτική εξουσία υπηρετεί έναν και μόνον αφέντη: τη σκοπιμότητα. Και ενώ η θρησκεία είναι επιρρεπής στον θεσμικό της προσεταιρισμό από την εξουσία, διατηρεί την υπερβατικότητα της καταγωγής των ερμηνευτικών της αξιώσεων. Σε κάθε περίπτωση, μία ακραιφνώς κοσμική ηθική ίσως να ήταν ακόμη επιρρεπέστερη στην παραμόρφωση του περιεχομένου της από το ισχυρό «μαγνητικό» πεδίο της πολιτικής. Ας μη βιαζόμαστε, λοιπόν, να ψάλουμε παιάνες για τις ευεργετικές συνέπειες μιας εκκοσμίκευσης, η οποία δεν μοιάζει να έχει ακόμη πλήρως αποκρυσταλλωθεί.
Εξίσου προβληματική είναι η παραδοχή του ότι δεν ξέρει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να εξισορροπηθούν οι αξιώσεις «της πολιτικοοικονομικής ενοποίησης» και της «δημιουργικής ιδιαιτερότητας». Εκχωρεί μάλιστα το ζητούμενο της εύρεσής του σε ανθρώπους «σοφότερους από εκείνον» (σελ. 51). Αν με τον όρο «σοφότερους» εννοήσουμε εκείνους που διαθέτουν ισχυρότερη τεχνική κατάρτιση –κάτι τέτοιο μοιάζει να προτείνει ο συγγραφέας– τότε είτε αναδίδεται μία αισιοδοξία όχι ιδιαίτερα δικαιολογημένη, είτε η ταυτοποίηση ή διάπλαση των ανθρώπων αυτών αναδύεται ως επείγον ζητούμενο. Ελάχιστα αισιόδοξοι μπορούμε να είμαστε ότι οι σημερινοί τεχνοκράτες θα διέθεταν το ένστικτο και τη βούληση να συμφιλιώσουν ή να εξισορροπήσουν τις αξιώσεις «της πολιτικοοικονομικής ενοποίησης» και της «δημιουργικής ιδιαιτερότητας», δημιουργώντας τις δομές εκείνες που θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο.
Παρά τις όποιες επιφυλάξεις μπορούν να διατυπωθούν για την πορεία της σκέψης του Στάινερ στην ανά χείρας διάλεξη, πρόκειται ίσως για μια από τις σημαντικότερες συγγραφικές πνευματικές διαθήκες του καιρού μας, διότι προσφέρει ένα συνεκτικό όραμα, ταυτόχρονα αξιακό και ιστορικό, που εκτείνεται από το τί ήταν η Ευρώπη μέχρι το τί θα μπορούσε να γίνει. Ο προσωπικός χαρακτήρας του οράματος που διαπνέει τη διάλεξη εμφαίνεται στους ηθελημένους περιορισμούς και τις παραλείψεις, στην ακλόνητη βεβαιότητα ότι η πνευματική και η πολιτική ένωση της Ευρώπης δεν είναι απλώς μία δυνατότητα ανάμεσα σε πολλές, αλλά η μόνη αναγκαία δυνατότητα. Και είναι αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας του έργου που τρέφει και προεκτείνει τις αναζητήσεις του αναγνώστη, καθιστώντας τον μέτοχο στην ανοιχτή πορεία της σκέψης του Στάινερ, η οποία πηγαίνει τόσο μακριά και κινείται με τέτοια ελευθερία, ώστε δεν διστάζει να στοχαστεί γενναιόφρονα την πιθανότητα ότι η Ευρώπη έχει εξαντλήσει τη δημιουργική της πορεία.
Το αμερικανικό εγχείρημα πολιτισμικής ηγεμονίας είναι το πρώτο που φιλοδοξεί μία τέτοια ολικότητα, καθιστώντας την μάλιστα ουσιώδες γνώρισμά του. Καταργώντας τη διάκριση υψηλής και χαμηλής κουλτούρας επιδιώκει να διεισδύσει σε κάθε πτυχή πνευματικού, κοινωνικού και πολιτικού βίου. Η Ευρώπη της μνήμης αντιπαρατίθεται στη δημιουργική αμνησία του Φορντ και γίνεται υποχρέωση της Ευρώπης να «διατρανώσει ορισμένες πεποιθήσεις, ορισμένες εξάρσεις της ψυχής, τις οποίες ο εξαμερικανισμός του πλανήτη –με όλα του τα πλούτη και όλη του την απλοχεριά– έχει ρίξει στο σκοτάδι» (σελ. 54). Σε αυτό το αντεγχείρημα συμβολικής και πνευματικής αντίστασης στον εξαμερικανισμό του πλανήτη, τον οποίο τόσο καίρια διέβλεψε ο Άγγλος ποιητής Rupert Brooke, τα καφενεία –εμείς προσθέσαμε τις λέσχες και τα τεϊοποτεία– έχουν μια ιδιαίτερη λειτουργία ως φορείς του πνεύματος της σχόλης, την οποία ένας παλαιότερος Γερμανός λόγιος, ο Josef Pieper, είχε εξάρει ως απαραίτητη συνθήκη της ανάπτυξης του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η στρωτή και ωραία μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή εξασφαλίζει την απρόσκοπτη αναγνωστική απόλαυση. Πρόκειται για μία μετάφραση που ου ζητεί τα εαυτής και ου λογίζεται το κακόν της επιδείξεως. Τα μεγάλα περιθώρια γύρω από το κείμενο προσκαλούν σαγηνευτικά, εξαισίως σχοινοτενή marginalia. Η πρόσθεση ενός Επιλόγου ή Υστερογράφου θα ήταν μια από τις ελάχιστες δυνατές βελτιώσεις στην ελληνική έκδοση του δοκιμίου.