Η Επανάσταση του 1878 στη Δυτική Μακεδονία: Μιλούν οι μαρτυρίες

Από το περιοδικό «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΖΩΗ», Φεβρουάριος 1990, Τεύχος 285 – Αριστοτέλης Χρ. Κωστόπουλος
ΑΒΕΡΩΦ – 14/06/2015

Ο Δυτικομακεδόνας εκπαιδευτικός Αριστοτέλης Κωστόπουλος συνοψίζει τα ιστορικά στοιχεία και δίδει το λαϊκό, πολιτικό και διπλωματικό πλαίσιο της εποχής.

112 χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος τον Φεβρουάριο από την επανάσταση του 1878, που ξέσπασε στην πρώτη φάση του Μακεδονικού Αγώνα κι έμεινε σχεδόν άγνωστη επί εκατόν ολόκληρα έτη. Ιδού δύο κέιμενα της εποχής εκείνης:

«Οι Μακεδόνες, εξ αμνημονεύτων χρόνων οικήτορες και κτήτορες του πατρίου εδάφους… είναι ελληνικής καταγωγής. Δάση, κοιλάδες, ποταμοί, όρη, μνημεία, επιγραφαί, άσματα, ήθη έθιμα μαρτυρούν ότι η Μακεδονία ήτο, είναι και θα είναι ελληνική. Η φωνή του δικαίου και της νομιμότητος, η διαλάλησις της Ιστορίας, είναι υπέρ του δικαίου των Μακεδώνων..

Το επαναστατικό λάβαρο της Δυτικής Μακεδονίας το 1878. – Yauna Takabara

Είναι ένα απόσπασμα από άρθρο της εφημερίδας «Φάρος της Θεσσαλονίκης», δημοσιευμένο στις 26 Μαρτίου 1878, το οποίο καταλήγει με την κραυγή:

«Μη παραδίδετε ημάς ως είλωτας εις χείρας του πανσλαβισμού. Μη καταναπατείτε τα από αιώνων δίκαιά μας».

Το δεύτερο κείμενο είναι η επαναστατική προκήρυξη της κυβερνήσεως «της εν τη Μακεδονία επαρχίας Ελιμείας», η οποία σχηματίστηκε στο Μπούρινο στις 18 Φεβρουαρίου 1878. Ιδού τι γράφει:

«… Η ημετέρα επαρχία μη δυναμένη πλέον να υποφέρη τον ακατανόμαστον δούλειον τουρκικόν ζυγόν, τας ανηκούστους βιαοπραγίας των καταδυναστευόντων την πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου τυράννων, τας απείρους κακώσεις και τας φοβεράς καταπιέσεις.. και βλέπουσα ότι… η Υψηλή Πύλη, υπογράψασα τους προκαταρκτικούς όρους της ειρήνης μετά της Ρωσίας, απεμπολεί το πλείστον της Μακεδονίας εις τον πανσλαβισμόν, ήρατο ως εις άνθρωπος τα όπλα, ίνα κηρύξη ενώπιον Θεού και ανθρώπων την ελευθερίαν από του δουλείου ζυγού και την μετά της μητρός Ελλάδος ένωσιν αυτής… ».

Ο καταγόμενος από το Βογατσικό Στέφανος Δραγούμης, βασικό στέλεχος της Μακεδονικής Επιτροπής. – wikipedia

Την προκήρυξη αυτή υπογράφουν ο πρόεδρος της κυβερνήσεως Ι. Κοβενδάρος από την Κοζάνη, ο γραμματέας της Αν. Πηχεών από την Αχρίδα, άλλα τέσσερα μέλη και ο στρατιωτικός αρχηγός της Ιω. Λιάτης.

Ο Πηχεών και η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Αχρίδα, καθώς και πολλά άλλα ονόματα αγωνιστών και τοπωνύημια που θ’ αναφέρω, θυμίζουν ότι τα γεωφυσικά και ιστορικά όρια της Δυτικής Μακεδονίας δεν συμπίπτουν με τα σημερινά πολιτικά σύνορά της και ότι βόρεια και βορειοδυτικά εκτείνονται πέρα από την Αχρίδα, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, το Μορίχοβο, τον Περλεπέ, τα Βαλεσσά, τους Στόβους… σε μέρη όπου ζούσαν κι έγραφαν οι Έλληνες σχεδόν δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν εμφανιστούν οι Σλάβοι. Στον ίδιο χώρο, ανθούσε ο Μακεδονικός Ελληνισμός (ο αρχαίος, ο βυζαντινός και ο νεότερος) αδιάκοπα 30 αιώνες, ώσπου στα 1912 κάποιες ατυχείς για τον Ελληνισμό συμπτώσεις άφησαν αλύτρωτα έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους εκτεταμένα τμήματα της βόρειας και βορειοδυτικής Μακεδονίας.

Κι όμως κι εκεί τα ελληνικά καριοφίλια της λευτεριάς μύρωναν πάντα τον αέρα των βουνών και η πάλη για τον εθνικό λυτρωμό κρατούσε αινώνια.

Αυτό το πατροπαράδοτο φιλελεύθερο αγωνιστικό πνεύμα αποκαλύφθηκε σε όλο το μεγαλείο του στην Επανάσταση του 1878 και σε όλη τη διάρκεια της άγριας διμέτωπης πάλης του Μακεδονικού Ελληνισμού με Βούλγαρους και Τούρκους, η οποία ονομάστηκε Μακεδονικός Αγώνας, κορυφώθηκα κατά τα έτη 1904 – 1908, έσωσε το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας κι έδωσε πνοή ζωής και δύναμη στο ελληνικό κράτος.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα η άλλοτε κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία σειόταν και πολλές δυνάμες του καιρού εκείνου πάλευαν να την κληρονομήσουν. Αυτό ονομάσθηκε Ανατολικό Ζήτημα και από τότε γεννήθηκε το λεγόμενο Μακεδονικό Ζήτημα.

Η Μακεδονία και η πρωτεύουσά της, Θεσσαλονίκη, είναι ένα μεγάλο σταυροδρόμι ζωτικής σημασίας. Τότε την κατείχαν οι Τούρκοι, αλλά την διεκδικούσαν η Ρωσία και η μεγάλη τότε Αυστροουγγαρία των Αψβούργων, ενώ η Βρεταννική Αυτοκρατορία και η Γαλλία προσπαθούσαν να κλείσουν τον δρόμο στις αντίπαλες αυτές Δυνάμεις και έτσι συντηρούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η Ρωσία, αφού στα χρόνια της τουρκοκρατίας ως «ομόθρησκον ξανθόν γένος» απέτυχε τελικά α προσεταιριστεί τους Έλληνες, επέλεξε το δρόμο του πανσλαβισμού και στράφηκηε προς τους Βουλγάρους, που επί πέντε αιώνες ζούσαν μακάριοι υπό τον ζυγό των Τούρκων.

Πρώτα τους αφύπνισε θρησκευτικά, για ν’ ακολουθήσει ταχύτατα η δημιουργία ελευθέρου βουλγαρικού κράτους, με σοβαρές συνέπειες για τη Μακεδονία και τραγικές για το βόρειο τμήμα της και για τον αρχαίο και ακμαίο ελληνισμό της Ανατολικής Ρωμυλίας.

Αρχιτέκτονας της ρωσικής αυτής πολιτικής ήταν ο Ρώσος στρατηγός κόμης Ιγνάτιεφ, πρεσβευτής της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη από το 1864.

Στα 1870 ο Ιγνάτιεφ έπεισε τον Σουλτάνο να αναγνωρίσει την Βουλγαρική Εξαρχεία, που αποσχίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα γεγονότα αυτά αποτελούν την αφετηρία του Μακεδονικού Αγώνα και την έναρξη σκληρών και δεινών αγώνων στη Μακεδονία.

Στα 1875 η Βαλκανική αναστατώθηκε… τον Ιούνιο του έτους εκείνου επαναστάτησαν η Ερζεγοβίνη και η Βοσνία. Αργότερα τους μιμήθηκαν ανεπιτυχώς οι Βούλγαροι – παρακινούμενοι από τους Ρώσους – ενώ η Σερβία και το Μαυροβούνιο κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας…

Το Δεκέμβριο του 1876 αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων συνήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, για ν’ αναζητήσουν τρόπους ειρηνεύσεως της Βαλκανινκής. Εκεί αποφασίστηκε η αυτονόμηση της υπόδουλης ακόμη Βουλγαρίας. Για τα δίκαια των Ελλήνων κανείς δε μίλησε στο συνέδριο εκείνο!

Τον Ιανουάριο του 1877 ο Ιγνάτιεφ και ο Άγγλος συνάδελφός του Σώλσμπαρυ εμφανίστηκαν στην Αθήνα, για να υποστηρίξουν τα συμφέροντα των χωρών τους στην Ανατολή. Ο Σώλσμπαρυ, υπηρέτης και των τουρκικών συμφερόντων συνέστησε στην κυβέρνηση του αναιμικού ελληνικού κράτους της εποχής εκείνης αυστηρή ουδετερότητα, ενώ ο Ιγνάτιεφ κοινή δράση των Ελλήνων με τους άλλους Βαλκάνιους κατά των Τούρκων.

Λίγους μήνες αργότερα το 1877 η Ρωσία κήρυσσεν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας για να επιβάλει την πολιτική της στα Βαλκάνια. Τα ρωσικά στρατεύματα σύντομα από το Δούναβη προελαύνουν νικηφόρα προς Νότο, κυριεύουν όλη σχεδόν τη σημερινή Βουλγαρία, την Αδριανούπολη και φτάνουν «προ των πυλών» της Κωνσταντινουπόλεως! Στο προάστιό της Άγιος Στέφανος, στις 19 Φεβρουαρίου 1878, υπογράφτηκε η ομώνυμη Συνθήκη. Με αυτήν δημιουργούνταν μέγα βουλγαρικό κράτος, που εκτεινόταν από τον Εύξεινο Πόντο και το Δούναβη ως το Γράμμο, τον Όλυμπο και το Αιγαίο! Από τον ιστορικό χώρο της Μακεδονίας μόνο στη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική κρατούσαν οι Τούρκοι!

Στην Ελλάδα – και τότε – οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και τελικά είχε σχηματιστεί μία Οικουμενιστική με Πρωθυπουργό τον γηραιό μπουρλοτιέρη Κανάρη. Αναβρασμός επικρατούσε σε όλη τη χώρα, κάποια μικρά επαναστατικά σώματα είχαν αρχίσει να δρουν στις αλύτρωτες Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1878, χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, ένα σώμα ελληνικού στρατού όρμησε από τα σύνορα προς τη Θεσαλία. Ήταν όμως αργά, διότι δύο μέρες νωρίτερα Ρώσοι και Τούρκοι είχαν συνάψει ανακωχή, την οποία όμως δεν είχαν πληροφορηθεί στην Αθήνα. Έντρομη μόλις έμαθε την ανακωχή, η κυβέρνηση ανακάλεσε τον στρατό της.

Ό,τι έγινε στη Μακεδονία τους μήνες που ακολούθησαν είναι έργο των Μακεδόνων.

Από τους πρωταγωιστές της Επαναστάσεως του 1878: Ο λοχαγός Κοσμάς Σ. Δουμπιώτης που ανέλαβε τότε την αρχηγία της επαναστάσεως – doumbia-istoria.blogspot

Φλογεροί Δυτικομακεδόνες από το 1867 είχαν ιδρύσει μία νέα «Φιλική Εταιρεία». Ηγέτες της ήταν ο γυμνασιάρχης Φιλιππίδης από το Μοναστήρι, ο δάσκαλος Πηχεών από την Αχρίδα, ο γιατρός Αργυρόπουλος από την Κλεισούρα, οι έμποροι αδελφοί Αναστάσιος και Μιχαήλ Τσίρλης από το Νυμφάιο.

Είχαν οργανωθεί και οι Μακεδόνες της Αθήνας, οι οποίοι εξέλεξαν Επιτροπή με σκοπό την οργάνωση της επαναστάσεως στη Μακεδονία. Ψυχή της επιτροπής αυτής ήταν ο Στέφανος Δραγούμης, πολιτικός από το Βογατσικό και άλλα μέλη της ο Ι. Πανταζίδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το Μοναστήρι, ο Ν. Χαλκιόπουλος, καθηγητής από τη Νέα Πέλλα, ο Λ. Πασχάλης, δικηγόρος από τη Χαλκιδική, ο Γ. Παπαζήσης, γιατρός από το Βελβεντό.

Για τον ίδιο σκοπό εργάζονταν πολλοί άλλοι στις επαρχίες Κοζάνης, Σερβίων, Γρεβενών, Ανασελίτσας, Κατοριάς, Κορυτσάς, Φλώρινας, Μοναστηρίου, Αχρίδας… Για τις επαναστατικές αυτές προετοιμασίες των Δυτικομακεδόνων ιδιαίτερα ομιλούν πολλές αναφορές των Ελλήνων προξένων στο Μοναστήρι και στη Θεσσαλονίκη. Σε μία από αυτές ο Γ. Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη Κων. Βατικώτης, γράφει:

«… Εκ Καστοριάς ελθών ο Φέσσας και τις αγωγιάτης μ’ εβεβαίωσαν ότι τα πάντα είναι καλώς διατεταγμένα και εν τη επαρχία αυτή, όπως εξαναστή. Το αυτό μοι είπον περί των επαρχιών Ανασελίτσης και Κοζάνης».

Για τις πολεμικές προετοιμασίες της επαρχίας Κοζάνης ομιλεί ιδιαίτερα ο Ι. Λιάτης σε επιστολή του (16 Φεβρουαρίου 1878) προς τον Παύλο Καλλιγά, πρόεδρο της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας στην Αθήνα:

«… Εφρόντισα, και διήλθον πολλά χωριά, δια να συνεννοηθώ προς τον σκοπόν της εξεγέρσεως και την οποίαν κατόρθωσα. Αλλά… ευρίσκομαι εις μεγάλην ανησυχίαν, διότι δεν έχω ούτε όπλα ούτε πολεμοφόδια…

»Φέρω δε εις γνώσιν σας ότι σήμερον ανταμώθην μετά του κυρίου Ιωάννου Γκοβενδάρου του κ. Πηχεώνος, οι οποίοι μοι παρουσίασαν υπέρ τους πεντακοσίους άνδρας εκ της επαρχίας Κοζάνης, οίτινες, ευθύς μετά την εξέγερσιν, ημπορούν και να πολλαπλασιαστούν. Αλλά εκ τούτων άλλοι έχουν τουφέκια παλαιά με τσακμακόπετρες, άλλοι δε ουδέ τίποτα… Όλοι όμως έχουν την απόφαση να θυσιάσωσι τα πάντα υπέρ της ελευθερίας….»

Έγγραφο του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου (10 Φεβρουαρίου 1878) μαρτυρεί ότι με το ίδιο πάθος εργάζονταν και στις επαρχίες Φλώρινας, Μοναστηρίου, Αχρίδας. Γράφει:

«… Ο Επαμεινώνδας Δημητριάδης, συνεννοήθη μετά τινος ευπόρου ανδρός εκ του χωρίου Πισοδέρι, Γεωργίου Δούκα, ονομαζομένου, και συνδεδεμένου δια συγγενειών και συμφερόντων μετα των πλησίων αυτού κειμένων χωρίων, βουλγαροφώνων μεν, αλλ’ ελληνιζόντων. Ζελόβου, Σμαρδεσίου, Κωστενέτζι και γίνεται εν αυτοίς ικανή ενέργεια προς προπαρασκευήν ανδρών.

»Ο Μιχαήλ Πέτρου απεδέχθη να εργασθή και εν τισι των χωρίων Πρέσπας.

»Ο Δημητριάδης συνεννοήθη και μετά του εκ του χωρίου Γκόμπεσι διδασκάλου Γεωργίου Παπά-Κοσμά, όπως εργασθή εν τη πατρίδι του.

»… Συνεννοήθην και μετά του εν Κλεισούρα διαμένοντος Μιχαήλ Βοΐνου, όπως εργασθή και αυτός υπέρ της εθνικής υποθέσεως…

»Και εν ταις επαρχίαις Καστορίας, Κοζάνης, Σερβίων και Ανασελίτσης εξακολουθούσιν αι ενέργειαι…

»Συμπράττει και ο Μητροπολίτης Καστορίας…»

Για το Μητροπολίτη Κοζάνης Ευγένιο αναφέρεται ότι «…σκοπεί να ευλογήσει την επανάστασιν άγων 300 άνδρας».

Έλληνες επαναστάτες της Μακεδονίας το 1878, μεταξύ αυτών ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης Ε. Κοροβάγγος, ο Κ. Φαρμάκης, ο Ν. Αξελός και ο Χαραλ. Λελούδας.

Η Εκκλησία, και στον αγώνα αυτό, πρωτοστατεί.

Φλογερός ρασοφόρος ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αγαθάγγελος και πρόκριτοι της Μητροπόλεώς του από την Εράτυρα, το Μικρόκαστρο, το Βογατσικό, τη Γέρμα, στις 15 Φεβρουαρίου 1878, απευθύνουν προς τις Μεγάλες Δυνάμεις την ακόλουθη ιστορική διαμαρτυρία:

«… Φήμαι λυπηρόταται, αφορώσαι την τύχην της προσφιλούς ημών πατρίδος Μακεδονίας, κυκλοφορούσιν από τινός ενταύθα… Η πεφιλημένη ημών πατρίς Μακεδονία περιλαμβάνεται κατά το όλον η μέρος, εν αγνοία ημών και παρά τας πανδήμους και ρητάς διαμαρτυρίας ημών, εις την σχηματισθησομένην συνεπεία του ρωσοτουρκικού πολέμου ηγεμονίαν της Βουλγαρίας…

»Τοιαύτη τις οριοθέτησις της Βουλγαρίας… δεν δύναται πιστεύομεν να επιτραπή ουδέ να γίνει εφ’ όσον ημείς ζώμεν και υπάρχομεν παρά την θέλησιν ημών, προς μεγίστην περιφρόνησιν πάσης αρχής, παντός δικαίου και των στοιχειωδεστέρων αρχών του διεθνούς ομίμου, καθ’ ο ουδενί επιτρέπεται η διάθεσις λογικών όντων άνευ της θελήσεως αυτών και χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν η θρησκεία και τα ήθη αυτών, η γλώσσα και τα αισθήματα αυτών, αι προσδοκίαι και παραδόσεις αυτών, η ιστορία της πατρίδος αυτών…».

Αντίγραφο της διαμαρτυρίας αυτής υπάρχει στη βιβλιοθήκη Κοζάνης.

Στο ναό του Αγίου Δημητρίου της σημερινής δυτικομακεδονικής πρωτεύουσας – στα χρόνια για τα οποία μιλούμε ήταν το Μοναστήρι – φυλάσσεται επίσης Σταυρός από τον ιστό της επαναστατικής σημαίας του 1878. Ανάλογη διαμαρτυρία γίνεται σε όλες τις πόλεις της Μακεδονίας.

Στις 17 Φεβρουαρίου 1878 εμφανίστηκε στη Σιάτιστα ο Άγγλος συνταγματάρχης H. SYNGE, ο οποίος ήταν διευθυντής της τουρκικής αστυνομίας Θεσσαλονίκης (την περίοδο εκείνη στον τουρκικό στρατό υπηρετούσαν πολλοί Άγγλοι αξιωματικοί, αρχηγός μάλιστα του τουρκικού στόλου ήταν ο Άγγλος ναύαρχος Χόβαρτ: Τότε οι Τούρκοι πούλησαν την Κύπρο στους Άγγλους). Ο SYNGE συγκέντρωσε τους προκρίτους της Σιάτιστας και ωμά τους ανακοίνωσε ότι «… τα μέρη αυτά παρεχωρήθησαν εις την Ρωσίαν και θα συμπεριληφθούν εις την ηγεμονίαν της Βουλγαρίας».

Έγγραφο του Γ. Προξένου της Ελλάδος στο Μοναστήρι αναφέρει:

«… Σιατιστεύς τις όμως εκ των εγκρίτων, μετ’ αγανακτήσεως και θάρρους παρετήρησεν αυτώ ότι τότε μόνον θα γίνη τούτο, όταν οι Βούλγαροι πατήσωσιν επί των ελληνικών πτωμάτων».

Οι λόγοι αυτοί του Σιατίστεως προκρίτου μαρτυρούν την απόφαση των Δυτικομακεδόνων να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων για την σωτηρία της πατρίδας τους.

Στην Αθήνα η Επιτροπή των Μακεδόνων συγκεντρωσε χρήματα, αγόρασε όπλα και πυρομαχικά και στρατολόγησεν εθελοντές. Πολλοί Δυτικομακεδόνες, που από την εποχή της επαναστάσεως του 21 ζούσαν στη Νέα Πέλλα της Αταλάντης (την είχε χαρίσει για αυτούς ο Βλατσιώτης εθνικός ευεργέτης Κ. Μπέλλιος) σχημάτισαν τον πυρήνα των εθελοντών αυτών. Ήταν παιδιά των Λαζαίων, του Μπίνου, του Νικοτσάρα, του Βλαχάβα, του Κασομούλη, του Ζιάκα κ.ά.

Στο αρχείο του Στ. Δραγούμη βρέθηκεν ένας κατάλογος εθελοντών με ονόματα αγωνιστών από την Κοζάνη, το Βελβεντό, το Καταφύγι, την Εράτυρα, τη Σιάτιστα, το Βογατσικό, την Καστοριά, την Κρυσταλλοπηγή, την Ιεραπηγή, το Επταχώρι, τη Φλώρινα, το Μπούφι, τα Σέρβια, τη Λάβα, το Μοναστήρι, την Κορυτσά, τη Βλάστη… Σε αυτούς περιλαμβάνονται και 27 φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών από την Κορυτσά και 7 από το Μοναστήρι.

Εξακόσιοι απ΄τους εθελοντές αυτούς, με αρχηγό τον Χαλκιδιώτη λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη τη νύχτα της 15ης Φεβρουαρίου 1878 αποβιβάστηκαν στην Πλάκα της Πιερίας.

Στις 19 του ιδίου μήνα στο Λιτόχωρο, ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος κήρυξε την επανάσταση. Η προσωρινή κυβέρνηση του Ολύμπου, με πρόεδρο τον Ευάγγελο Κοροβάγκο από το Λιτόχωρο, διακήρυττε:

«… Εβαρύνθημεν να ζώμεν ως ευτελείς δούλοι… θέλομεν ελευθερίαν και ημείς την πατρίδα μας, θέλομεν να επανέλθομεν και ημείς εις τους κόλπους της κοινής ημών μητρός, της Ελλάδος…».

Την προηγούμενη μέρα, 18 Φεβρουαρίου 1878, είχε κηρυχτεί η επανάσταση στο Μπούρινο, την προκήρυξη της οποίας παρουσίασα ήδη.

Συγχρόνως σχεδόν η εξέγερση γενικευόταν σε όλη τη Δυτική Μακεδονία, από τον Όλυμπο ως το Γράμμο, από τα Χάσια ως το Μορίχοβο και την Αχρίδα.

Στις περιοχές Κατοριάς – Φλώρινας – Μοναστηρίου ιδιαίτερα εμφανίστηκαν πολλοί οπλαρχηγοί, επιφανέστεροι από τους οποίους ήταν ο Βασίλειος Ζούρκας από το Νυμφαίο, ο Στέφος Νταλίπης, ο Καράτζιας, ο Γκίζας, ο Κορδίστας.

Στο Σινάτσικο πολεμούσε η θρυλική καπετάνισσα Περιστέρα. Αυτή αντικατέστησε στην αρχηγία σώματος επαναστατών τον αδελφό της Κριάκα, που τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι. Η Περιστέρα τιμώρησε τους φονείς και σαν αμαζόνα τρομοκρατούσεν επί μήνες τους Τούρκους.

Από την εποχή αυτή άρχισε και η δράση του Αθανασίου Μπρούφα από το Βόιο. Ο Μπρούφας διείδε τον έσχατο κίνδυνο, που διέτρεχε η Μακεδονία, και καλούσε – είκοσι σχεδόν χρόνια πριν από τον Ίωνα Δραγούμη – τους Έλληνες ν’ αγωνιστούν για την σωτηρία της. Έλεγε:

«Σκοπός μας δεν είναι να πολεμήσωμεν μόνον τους Τούρκους δυνάστας, αλλά να υπερασπισθώμεν τα ελληνικά δικαιώματα από τους Βουλγάρους καταχραστάς».

Η εξέγερση λοιπόν των Δυτικομακεδόνων ήταν σχεδόν καθολική.

Αλλά την επομένη της κηρύξεως της επαναστάσεως στο Μπούρινο και την ημέρα που στο Λιτόχωρο ο Νικόλαος ευλογούσε την επανάσταση, στον Άγιο Στέφανο η Τουρκία υπέγραφε τη συνθήκη ειρήνης με τη Ρωσία και οι στρατιές των δύο δυνάμεων ήταν έτοιμες να επιβάλουν στη Μακεδονία ό,τι είχαν αποφασίσει. Ταχύτατα στο Μοναστήρι εμφανίστηκε ισχυρός τουρκικός στρατός. Στον Όλυμπο οι Τούρκοι κατέλαβαν και κατέστρεψαν το Λιτόχωρο. Η επανάσταση του Ολύμπου στη γέννησή της πνίγηκε στο αίμα. Για κακή τύχη των Δυτικομακεδόνων, δύο χιλιάδες πεντακόσια όπλα και πεντακόσια περίπου κιβώτια με πυρομαχικά που είχαν εκφορτωθεί στις ακτές της Πιερίας και προορίζονταν γι’ αυτούς, έπεσαν στα χέρια των Τούρκων.

Οι επαναστάτες του Ολύμπου υποχώρησαν προς τα Καμβούνια και τα Χάσια, χτύπησαν τους Τούρκους στα νότια των Γρεβενών κι έφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα.

Από το ατυχές αυτό κίνημα δεν έλλειψε και ο τραγικός χορός του Ζαλόγγου και της Αραπίτσας. Στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων, στα Πιέρια, όπου είχαν καταφύγει τρεις χιλιάδες γυναικόπαιδα από τα γύρω μέρη, έγινε πολύνεκρη μάχη. Εκεί εφτά γυναίκες για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων, ρίχτηκαν στην παρακείμενη άγρια χαράδρα και βρήκαν έντιμο και ηρωικό θάνατο!

Τα αντίποινα των Τούρκων και οι ληστρικές επιδρομές των Τουρκαλβανών εναντίον των αμάχων πληθυσμών της Δυτικής Μακεδονίας ήταν και κατά την περίοδο αυτή φοβερές. «Στίφη Ιλλυρίων άγρια εξαπελύθησαν διατρέχοντα τας πόλεις, κώμας και χωρία της Δυτικής Μακεδονίας…», γράφει ο Π. Λιούφτης στην Ιστορία της Κοζάνης.

Δύο μήνες μετά την κήρυξη της επανάστασης, στις 16 Απριλίου 1878, με τη μεσολάβηση των Άγγλων, ο Σουλτάνος χορήγησε γενική αμνηστία στους επαναστάτες.

Όμως, παρά την αμνηστία, παρά την αποτυχία του κινήματος στον Όλυμπο, παρά τα φοβερά αντίποινα των κατακτητών, γενναίοι Δυτικομακεδόνες συνέχισαν απροσκύνητοι τον αγώνα ως το τέλος, σχεδόν του 1878 ολομόναχοι! Ο Μπούρινος, το Σινάτσικο, το Μουρίκι, το Βίτσι, το Περιστέρι, ο Γράμμος, οι Πρέσπες, παρέμειναν εστίες συνεχούς αναταραχής, μπορεί μάλιστα να ισχυριστεί κανείς με βεβαιότητα ότι μετά την αμνηστία γράφτηκαν στη Δυτική Μακεδονία οι ωραιότερες σελίδες της επαναστάσεως εκείνης.

Επίσημα έγγραφα των Προξενείων και του υπουργείου των Εξωτερικών, που τώρα ανασύρονται από την αφάνεια και τη λήθη, αποκαλύπτουν ολόκληρο κόσμο αγνώστων μέχρι τώρα ηρώων ν’ αγωνίζονται επί μήνες στα δυτικομακεδονικά βουνά για την ελευθερία.

Έγγραφο του Προξενείου Μοναστηρίου, με ημερομηνία 4 Μαίου 1878, μαρτυρεί ότι «τα περί την Κλεισούραν, Έδεσσαν, Βελεσσά, Πρίλαπον, Φλώριναν και Κρίτζοβον όρη εξακολουθούσιν αδιαλείπτως διασταυρούμενα υπό πολυαρίθων αγωνιστών…».

Την ίδια περίοδο ο Ζούρκας, ο Νταλίπης, ο Κορδίστας συνεχίζουν να δρουν για τέταρτο συνέχεια μήνα στα Κορέστια. «…Πάντων των χωρίων τούτων και πλείστων άλλων παρακειμένων οι κάτοικοι σκοπόν και απόφασιν έχουσι να ταχθώσιν υπό τας διαταγάς των ειρημένων αρχηγών», διαβάζουμε σε σχετικό έγγραφο της 21 Μαίου 1878.

Στο Νυμφαίο, όπως μαρτυρεί σχετική ενθύμηση, «1878 Ιουνίου μπένουν βγένουν οι ανδάρτες».

Στις αρχές Ιουνίου οι Κονιάροι Τούρκοι των Καραγιαννίων και της Εορδαίας απειλούσαν με ολοκληρωτική καταστροφή την Κοζάνη εξαιτίας της συνεχούς παρουσίας και δράσεως Ελλήνων αγωνιστών στην περιοχή.

Στις 21 Ιουνίου ο Γ. Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη Βατικιώτης αναφέρει στην Αθήνα ότι στις επαρχίες Βοΐου και Καστοριάς «καθ’ εκάστην λαμβάνουσι χώραν ένοπλοι και αιματηραί συγκρούσεις» μεταξύ επαναστατών και τουρκικών αποσπασμάτων.

Στις 29 Ιουνίου κοντά στο Πισοδέρι ο Ζούρκας και οι σύντροφοί του συγκρούστηκαν με τουρκική δύναμη, την απέκρουσαν, σκότωσαν 36 Τούρκους, τραυμάτισαν πολλούς και τον Τούρκο διοικητή, αποκόμισαν άφθονα και πολύτιμα γι’ αυτούς λάφυρα. Οι Τούρκοι είχαν πανικοβληθεί.!

Σε άλλο έγγραφο του Προξενείου Μοναστηρίου, της 9 Ιουλίου 1878, αναφέρεται:

«Οι υπό τους Ζούρκαν και Κορδίσταν επαναστάται ενδιαιτώνται από ικανών ήδη ημερών ανενόχλητοι εν τοις χωρίοις της Πρέσπας, οπόθεν δι’ επιδρομών προς το όρος Πέτρινον απειλούσι την μεταξύ Βιτωλίων και Αχρίδος συγκοινωνίαν. Έν εκα της εμφανίσεως τούτων και πολλών άλλων επαναστατικών και αρματολικών στιφών εις άλλα μέρη… κατέλαβε τρόμος και έκπληξις τους Οθωμανούς αδυνατούντας να επιτεθώσι κατά των στιφών τούτων τελεσφόρως…».

Τον Αύγουστον εμφανίστηκαν ο Ζούρκας με τους άντρες του στο Γράμμο, ο Νταλίπης στα Κορέστια, ο Γκίζας στην περιοχή του Μοναστηρίου, ο Μπρούφας στο Βόιο κ.ά. σε διάφορες άλλες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας.

Η αδυναμία των Τούρκων να ταπεινώσουν τους ανυπότακτους εκείνους αγωνιστές και οι αλλεπάληλες επιτυχίες των Ελλήνων φαίνεται ότι εξήψαν ακόμη περισσότερο το επαναστατικό φρόνημα των Δυτικομακεδόνων, οι οποίοι συνεχώς πύκνωναν τις τάξεις των αγωνιστών της ελευθερίας.

Κι εύλογο γεννιέται το ερώτημα: Από που αντλούσαν τη δύναμή τους; Απομονωμένοι σε δύσβατες περιοχές στα δυτικομακεδονικά βουνά ανάμεσα σε πλατειά οροπέδια, στα οποία κατοικούσαν Τούρκοι, αγωνιζόμενοι μόνοι, χωρίς να περιμένουν βοήθεια από πουθενά, που στήριζαν τις ελπίδες τους;

«…Έργον παραφροσύνης» αποκαλεί ο Έλληνας Πρόξενος σε ειδική αναφορά του την επιμονή των επαναστατών και την άρνησή τους να καταθέσουν τα όπλα.

Οι τουρκικές αρχές του Μοναστηρίου κάλεσαν ισχυρές δυνάμεις από την Κωνσταντινούπολη προπαρασκεύαζαν γενική επίθεση. Όμως σε έγγραφο της 20ής Αυγούστου 1878, Έλληνας πρόξενος αναφέρει:

«… οι εν Πρέσπα επαναστάται… οιωνεί αψηφούντες και περιφρονούντες την κατ’ αυτών παρασκευαζομένην εκστρατείαν (των Τούρκων), ετόλμησαν να προελάσωσι μέχρι Νιζοπόλεως, απεχούσις από Βιτωλίων μίαν και ημίσειαν ώραν… Εντεύθεν υπολαμβάνεται αναμφισβήτητον ότι η τόλμη των ανθρώπων τούτων εκτρέπεται μέχρι παραφροσύνης. Κατά εικασίαν λίαν πιθανήν, προσχεδιάζουσι να ωθήσουσι τας επιδρομάς αυτών μέχρι Βιτωλίων…».

Στις 13 Αυγούστου ο Ζούρκας συγκρούστηκε κοντά στην Καστοριά με ισχυρή δύναμη Τουρκαλβανών και κέρδισε περιφανή νίκη. Ογδόντα νεκρούς, πολλούς τραυματίες και πλούσια λάφυρα άφησαν στο πεδίο της μάχης οι Τουρκαλβανοί. Το πολυτιμότερον όμως λάφυρο των Ελλήνων ήταν ο επικεφαλής της εχθρικής δυνάμεως, τον οποίο τα παλικάρια του Ζούρκα κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν. Ο Έλληνας πολέμαρχος φέρθηκε ιπποτικά στον αντίπαλο. Του χάρισε τη ζωή και την ελευθερία υπό τον όρον ότι στο μέλλον δεν θα ενοχλεί τους Έλληνες.

Τρομοκρατημένοι και αμήχανοι οι Τούρκοι της Καστοριάς, παρά την ενίσχυσή τους με ικανή στρατιωτική δύναμη από τα Ιωάννινα, κρατούσαν στις φυλακές της πόλης τους αρκετούς Έλληνες ομήρους. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, το Σεπτέμβριο του 1878,

«Ο εκ Νεστορίου αρχηγός σπουδαίας αρματολικής ομάδος Μαλάμος απηύθυνε προς τους εν Καστορία βέηδες επιστολήν, δι’ ης εντέλλεται αυτοίς να επιληφθώσιν ενεργειών προς απόλυσιν των υπό αυστηρόν περιορισμόν διατελούντων, επί απειλή ότι, εάν δεν εισακουσθή η αίτησίς του, θέλει πυρπολή παν τσιφλίκιον ανήκον εις αυτούς».

Το Φθινόπωρο πλέον του 1878 στα Όντρυα εξακολουθούσαν να λημεριάζουν περισσότεροι από διακόσιους αγωνιστές. Εκεί συγκρούστηκαν με τουρκική δύναμη και τη διέλυσαν. Τις ίδιες μέρες άλλη ομάδα, από εκατόν πενήντα άντρες, που δρούσε στο Σινάτσικο, συνεπλάκη στο χωριό Νάματα με δύο χιλιάδες Τούρκους. Η μάχη κράτησε έξι ώρες περίπου. Οι επαναστάτες, με ανεπαρκή πολεμοφόδια, κυκλώθηκαν από τις πολλαπλάσιες εχθρικές δυνάμεις. Αλλά, όπως αναφέρεται σε έγγραφο της 2ας Νοεμβρίου 1878, με ηρωική έξοδο «… εξήλθον ξιφήρεις εκ του οχυρού χώρου, που κατείχον, και ανδρείως διασπάσαντες την πολιορκητικήν γραμμήν, διεσώθησαν…».

Οι ηρωικοί και ωραίοι αυτοί αγώνες των Δυτικομακεδόνων, παρά την έλειψη κεντρικής Αρχής, παρά την απομόνωσή τους στους ορεινούς όγκους του εσωτερικού της περιοχής και την αδυναμία εφοδιασμού τους, παρά την πλήρη εγκατάλειψή τους από το ελεύθερο Ελληνικό Κράτος και πολλούς άλλους παράγοντες, που επιδρούσαν αρνητικά, συνεχίστηκαν αδιάκοποι μέχρις ότου ο εξαιρετικά βαρύς χειμώνας της χρονιάς εκείνης ανάγκασε όλους σχδόν τους επαναστάτες να διαλυθούν και να λουφάξουν προσωρινά στη γωνιά. Αρκετοί έφυγαν στην ελεύθερη Ελλάδα του Νότου.

Για την ώρα είχαν πετύχει τον σκοπό τους. Ο Ιγνάτιεφ, παρά την νικηφόρο προέλαση των ρωσικών στρατιών στην Κωνσταντινούπολη, είχεν ηττηθεί. Τα σχέδιά του είχαν ναυαγήσει.

Στην Αγγλία ο Γλάδστων επέκρινε με δριμύτητα την φιλοτουρκική πολιτική της κυβερνήσεως, ο Βίσμαρκ από τη Γερμανία απαιτούσε την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, στη Γαλλία ο Γαμβέττας εμφανίστηκε μέγας υπέρμαχος των ελληνικών δικαίων.

Αλλά η πιό σθεναρή φωνή διαμαρτυρίας, η οποία ανέτρεψε τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, και άφησε απραγμοποίητα τα όνειρα των Σλάβων, ήταν εκείνη των Δυτικομακεδόνων, ήταν η βροντή των όπλων τους.. «… Όσον ατυχές και αδιοργάνωτον και ατελές αν υπήρξεν το επαναστατικόν εν Μακεδονία κίνημα του 1878 (γράφει ο Ιδομενεύς Στρατηγόπουλος, που ως ανταποκριτής είχε παρακολουθήσει την πρώτη φάση του αγώνα στον Όλυμπο) σπουδαίως εξυπηρέτησε τούτο την εθνικήν ιδέαν εν Μακεδονία και προελείανε το διπλωματικόν έδαφος, εφ’ ου επελήφθη της τύχης του υποδούλου Ελληνισμού το εν Βερολίνω Συνέδριον».

Πραγματικά οι δυτικές Δυνάμεις στο Συνέδριο του Βερολίνου μετρίασαν το σλαβικό θρίαμβο στα Βαλκάνια. Με τη Συνθήκη του Βερολίνου ιδρυόταν, ανάμεσα στο Δούναβη και τον Αίμο, Βουλγαρική Ηγεμονία υποτελής στο Σουλτάνο, νότια του Αίμου η Αυτόνομη Επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας, όλη όμως η Μακεδονία παρέμενε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Θεσσαλία και ένα τμήμα της Ηπείρου προσθέτονταν στο ελεύθερο ελληνικό Κράτος.

Η τολμηρή εξέγερση των Δυτικομακεδόνων το Φεβρουάριο του 1878 και οι αγώνες τους όλη τη χρονιά εκέινη, ως πηγαία και καθολική εκδήλωση του εθνικού φρονήματός της, έδειξαν στους Σλάβους τη δύναμη των Ελλήνων Μακεδόνων, έθεσαν δυναμικά το αίτημα της ελευθερίας της Μακεδονίας, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε βέβαια τότε, αλλά, αφού πέρασε μέσα από το φλογερό καμίνι όλου του Μακεδονικού Αγώνα, φίλησε τη γή των πατέρων μας το φθινόπωρο του 1912. Οι Μακεδόνες επαναστάτες του 1878 όπλισαν την διπλωματική φαρέτρα της Ελλάδος και των φίλων της και οδήγησαν στην ανατροπή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, στη σωτηρία του μεγαλύτερου τμήματος της Μακεδονίας, στη σωτηρία της Ελλάδος.

Για την αντιγραφή, Φαίη/Αβέρωφ

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *