Γιάννης Τερνιώτης. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΝΑΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, εκδ. Περισκόπιο, τ. 12, Οκτ.-Δεκ. 2007, σελ. 34-45. Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του συγγραφέα Γιάννη Τερνιώτη. Περί Αλός – 03/11/2020
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά την εφεύρεση των πρώτων βαρύτερων από τον αέρα πτητικών μηχανών από τους αδελφούς Ράιτ, το 1903, επιχειρήθηκε η απονήωση αεροσκαφών από καταστρώματα πλοίων. Αποτέλεσμα ήταν, η δημιουργία ενός νέου τύπου πολεμικού σκάφους που ονομάστηκε αεροπλανοφόρο. Η ισχύς πυρός που μπορούσαν να μεταφέρουν και να εξαπολύσουν, καθιέρωσαν έπειτα από δύο δεκαετίες τα σκάφη του τύπου αυτού, στις πρώτες στρατηγικές θέσεις των ναυτικών δυνάμεων που τα χρησιμοποιούσαν, εκτοπίζοντας ακόμα και τους μέχρι τότε κυρίαρχους αντιπάλους τους, τα θωρηκτά.
Στην παγκόσμια ναυτική ιστορία, η πρώτη φορά κατά την οποία, χρησιμοποιήθηκε ένα ιπτάμενο μέσο από πολεμικό πλοίο, σημειώθηκε το 1806, όταν με διαταγή του Βρετανού πλοιάρχου λόρδου Κόχραν, ανυψώθηκαν χαρταετοί από τη φρεγάτα HMS “Pallas”, με σκοπό τη ρίψη προκηρύξεων επάνω από τη Γαλλία. Στις 12 Ιουλίου του 1849, από το σκάφος του Αυστριακού Ναυτικού “Vulcano”, εξαπολύθηκε ένα αερόστατο θερμού αέρα, με σκοπό τον εναέριο βομβαρδισμό της Βενετίας. Η απόπειρα αυτή, πάντως, ματαιώθηκε εξαιτίας των ισχυρών ανέμων που έπνεαν πάνω από την πόλη. Αργότερα, κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, οι εμπόλεμες δυνάμεις επιχειρούσαν τακτικά την αναγνώριση από τον αέρα των θέσεων των αντιπάλων τους, με τη χρήση αεροστάτων. Κατά τη διάρκεια της μάχης στον ποταμό Πότομακ, ο Ταντέους Λόβε, επικεφαλής αεροναύτης του Σώματος Αεροστάτων του Στρατού της Ένωσης, πραγματοποίησε την πρώτη αεροαναγνώριση με αερόστατο που εξαπολύθηκε και παρέμεινε δέσμιο σε μια φορτηγίδα άνθρακος πάνω από την περιοχή του πεδίου μάχης, για αρκετό χρόνο, καθώς τηλεγραφούσε συνεχώς τις παρατηρήσεις της αναγνώρισής του, κατευθείαν στο στρατιωτικό επιτελείο.
ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ
Η επίσκεψη και οι επιδείξεις που πραγματοποίησε με το αεροσκάφος του ο Ουϊλμπουρ Ράιτ στη Γαλλία το 1908, προώθησαν σημαντικά τις προσπάθειες των Ευρωπαίων πρωτοπόρων της αεροπορίας (Ανρύ Φαρμάν και Σάντος Ντυμόν). Πάντως, οι πτήσεις πάνω από τη θάλασσα θεωρούντο ακόμα αρκετά παρακινδυνευμένες, αφού δεν είχε ακόμα επιχειρηθεί η υπέρπτηση του στενού της Μάχης. Το 1909, ο Γάλλος ερευνητής και αεροπόρος Κλεμέν Αντέρ, παρά τα συχνά ατυχήματα των αεροσκαφών της εποχής που απασχολούσαν συχνά την κοινή γνώμη, και με ακλόνητη πίστη στο μέλλον της αεροπορίας, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο “L’ Aviation Militaire” (Η Στρατιωτική Αεροπορία). Στο βιβλίο αυτό ο Αντέρ υποστήριζε ότι η εναέρια παρατήρηση θα μετατρεπόταν σε σημαντικό στρατηγικό παράγοντα επάνω από τα πεδία των μαχών στο εγγύς μέλλον.
Ανέφερε επίσης ότι θα αεροσκάφη θα αποτελούσαν πολύτιμο εργαλείο για τους πολεμικούς στόλους και θα επιχειρούσαν από ειδικά διαμορφωμένα πλοία.
Ο Αντέρ προχώρησε ακόμα περισσότερο, χαρακτηρίζοντας τα πλοία αυτά με τη σύγχρονη ορολογία “αεροπλανοφόρα” (porte-avions), δίνοντας προφητικά λεπτομέρειες όσον αφορά τη μορφή που θα είχε το κατάστρωμά τους, την ταχύτητα και την ευελιξία τους, ακόμα και για τα υπόστεγα αεροσκαφών που θα έπρεπε να διαθέτουν στο εσωτερικό τους! Τον ίδιο χρόνο ο Αμερικανός ναυτικός ακόλουθος στο Παρίσι, έστειλε στην Ουάσιγκτον μία λεπτομερή αναφορά του για το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού.
Στο μεταξύ, τον Ιούλιο του 1909 ο Μπλεριό είχε πραγματοποιήσει με επιτυχία την πρώτη πτήση πάνω από τη Μάγχη, πετώντας από τις γαλλικές ακτές μέχρι το Ντόβερ. Ένα χρόνο αργότερα, ο Βρετανός Τσαρλς Ρολς επανέλαβε μια ανάλογη πτήση, αυτή τη φορά όμως με αμφίδρομη διαδρομή (από το Ντόβερ στο Καλαί και αντιστρόφως). Τα επιτεύγματα αυτά και η συνεχιζόμενη αναβάθμιση των δυνατοτήτων των αεροσκαφών που κατασκευάζονταν, ώθησαν του επιτελείς του Αμερικανικού Ναυτικού να εγκρίνουν την τοποθέτηση μιας εξέδρας 28×7,5 cm στο πρωραίο κατάστρωμα του ελαφρού καταδρομικού USS “Birmingham” για την πειραματική αποπροσνήωση του αεροσκάφους! Καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμοι στρατιωτικοί με γνώσεις χειρισμού αεροσκαφών, το Ναυτικό ζήτησε από τον Ουίλμπουρ Ράιτ να πραγματοποιήσει την απονήωση, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Στην πρόκληση αυτή που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα παγκόσμια χρονικά, ανταποκρίθηκε ο Γιουτζίν Έλυ, ένας πιλότος δοκιμών της εταιρίας Curtiss. Έτσι, στις 14 Νοεμβρίου 1910 όλα ήταν έτοιμα για την δοκιμή. Το σκάφος του Έλυ, ένα Curtiss Hudson, τοποθετήθηκε με τη βοήθεια γερανού στην εξέδρα απονήωσης και το “Birmingham” άρχισε να πλέει με ταχύτητα μόλις 10kts μέσα στο κόλπο του Τσέσαπηκ. Η απονήωση που πραγματοποίησε ο Έλυ παρολίγο να εξελιχθεί σε τραγωδία, αφού το μικρό αεροπλάνο του, πριν προλάβει να αναπτύξει ικανοποιητική ταχύτητα, προσέκρουσε ελαφρά στη θάλασσα με το κάτω μέρος του ξηλώνοντας τα άκρα των πτερυγίων της έλικάς του, αλλά ο χειριστής κατόρθωσε τελικά να κερδίσει ύψος και το προσγείωσε με ασφάλεια στην ξηρά!
Παρά τη διάχυτη ικανοποίηση των παρευρισκομένων για την επιτυχία της πτήσης, ένα ερώτημα απασχολούσε όλους: αν θα μπορούσε ένα αεροσκάφος να προσνηωθεί με ασφάλεια επάνω σε ένα πλοίο και να μη συντριβή στην εξέχουσα υπερκατασκευή. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκε μια άλλη εξέδρα μήκους 33m, στο κατάστρωμα του καταδρομικού USS “Pennsylvania”. Ο Έλυ προθυμοποιήθηκε να πραγματοποιήσει τη νέα αυτή δοκιμή, θεωρώντας τη περισσότερο ως μία ακόμα τολμηρή επίδειξη των ικανοτήτων του που θα του απέφερε δημοσιότητα και κέρδη από τις εφημερίδες που κάλυπταν το εγχείρημα, και λιγότερο ως συμβολή στη προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου τύπου πολεμικού σκάφους. Για να μπορεί να σταματήσει εγκαίρως το αεροπλάνο μετά την προσνήωση επάνω στην εξέδρα, στερεώθηκαν στο σύστημα ανάρτησης των τροχών του εξέχοντες προς τα κάτω μεταλλικοί γάντζοι. Οι γάντζοι αυτοί προορίζονταν να εμπλακούν σε μία σειρά 22 συρματόσχοινων, απλωμένων παράλληλα κατά μήκος της εξέδρας του πλοίου, τα άκρα των οποίων ασφαλίζονταν με σάκους άμμου. Λόγω της άγνοιας της βασικής αρχής όσον αφορά τις απο-προσνηώσεις των αεροσκαφών που ισχύει μέχρι σήμερα και απαιτεί το αεροπλανοφόρο να πλέει προς την κατεύθυνση του ανέμου με πλήρη ταχύτητα, το “Pennsylvania” απλώς αγκυροβόλησε με την πλώρη στραμμένη προς τον άνεμο έντασης 10kts που έπνεε την ημέρα της δοκιμής. Αυτό έδωσε στον Έλυ που προσέγγισε στο πλοίο με ικανοποιητική ταχύτητα 65 km/h, αρκετή άνεση για να στηρίξει το αεροσκάφος στον αέρα, καθώς οι τροχοί του άγγιζαν την εξέδρα. Έπειτα, οι γάντζοι “άρπαξαν” με επιτυχία στο δωδέκατο, κατά σειρά συρματόσχοινο, ακινητοποιώντας το Hudson! Ενθουσιασμένος από το επίτευγμά του ο Έλυ, ζήτησε αμέσως να περιστραφεί το αεροπλάνο και πραγματοποίησε μια ασφαλή απονήωση από το πλοίο.
Οι τρεις αυτές ιστορικές πτήσεις, μόλις μερικά χρόνια μετά την πρώτη πτήση των αδελφών Ράιτ, επιβεβαίωσαν πλήρως ότι τα αεροσκάφη μπορούσαν να απονηώνονται και να προσνηώνονται στα καταστρώματα των πολεμικών σκαφών, προσδίδοντας στους πολεμικούς στόλους που τα χρησιμοποιούσαν μεγάλα στρατηγικά πλεονεκτήματα. Τα επόμενα χρόνια το Αμερικανικό Ναυτικό άρχισε τη σταδιακή εκπαίδευση χειριστών από τις τάξεις του, ενώ στον Γιουτζήν Έλυ αποδόθηκε εκτός από ευχαριστίες, αρκετά καθυστερημένα, ο Διακεκριμένος Σταυρός Ιπταμένων, 35 χρόνια μετά τον θάνατό του από αεροπορικό δυστύχημα, στα τέλη του 1911.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Βρετανική Βασιλική Αεροπορική Υπηρεσία του Ναυτικού (Royal Naval Air Services – RNAS), ακολούθησε το παράδειγμα των Αμερικανών, επιχειρώντας ανάλογες πτήσεις αεροσκαφών από τα καταστρώματα των καταδρομικών HMS “Hibernia”, “London” και “Africa”. Η πρώτη από αυτές επιχειρήθηκε από τον υποπλοίαρχο Τσαρλς Σάμσον στις 2 Μαϊου του 1912 με ένα Short S 27 Το πρωτοποριακό για την πτήση αυτή, ήταν ότι το “Hibernia” που έφερε το αεροσκάφος εκινείτο με ταχύτητα 10,5 kts όταν πραγματοποιήθηκε η απονήωση, κατά τη διάρκεια της βασιλικής επίσκεψης του στόλου στο Ουεημάουθ.
Ωστόσο, μετά τις επιτυχημένες δοκιμές των Αμερικανών και Βρετανών, η ναυπήγηση νέων σκαφών με επίπεδα καταστρώματα ειδικά να φέρουν και να επιχειρούν από αυτά αεροσκάφη, δεν προχώρησε κατά τα επόμενα χρόνια. Η κύρια αιτία ήταν ότι ένα άλλο είδους αεροσκάφους προσείλκυσε με τις δυνατότητες που παρείχε και την ευκολία στη χρήση του το ενδιαφέρον των επιτελών των ναυτικών δυνάμεων της εποχής. Αυτό ήταν το υδροπλάνο. Στην επιλογή του συνέβαλε η άποψη ότι η προσθήκη εξεδρών απο-προσνήωσης στα καταστρώματα πολεμικών σκαφών στην ουσία τα αποδυνάμωνε από την ισχύ πυρός τους, αφού τοποθετούνται επάνω από τα πυροβόλα τους. Σε αντίθεση με τα αεροσκάφη, τα υδροπλάνα δεν απαιτούσαν εξέδρες για να επιχειρούν, αλλά απλώς μεταφέρονταν συνήθως στο πίσω μέρος των μεγάλων σκαφών. Εξάλλου, όταν οι καιρικές συνθήκες και ο κυματισμός το επέτρεπαν, τα υδροπλάνα καθελκύονταν στη θάλασσα από τους γερανούς των πλοίων, οι οποίοι τα περισυνέλεγαν μετά την αποστολή τους πίσω στα καταστρώματα, χωρίς να υπάρχει μείωση της ισχύς πυρός των σκαφών φορέων.
Η προσαρμογή πλωτήρων σε αεροπλάνα και η χρησιμοποίησή τους από πολεμικά σκάφη, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Γάλλους, τον Μάρτιο του 1910. Σύντομα, τον Δεκέμβριο του 1911, ακολούθησε και η επιχειρησιακή χρήση ενός πλοίου προορισμένου να φέρει υδροπλάνα, του πρώτου δηλαδή αεροπλανοφόρου στον κόσμο. Αυτό ήταν το “La Foudre”, ένα σκάφος μεταφοράς τορπιλών του Γαλλικού Ναυτικού, το οποίο μετατράπηκε σε φορέα οκτώ υδροπλάνων. Τα υδροπλάνα προφυλάσσονταν από τις άσχημες καιρικές συνθήκες μέσα σε υπόστεγα επί του καταστρώματος, ενώ καθελκύονταν στη θάλασσα για να επιχειρήσουν και περισυλλέγονταν αργότερα με τη βοήθεια γερανού του πλοίου. Το “La Foudre” συμμετείχε τον Ιούνιο του 1912 σε γυμνάσια τακτικής του γαλλικού στόλου στη Μεσόγειο, όπου επέδειξε τις δυνατότητες των υδροπλάνων του. Ένα χρόνο αργότερα το πλοίο εφοδιάστηκε με μια ειδική εξέδρα μήκους 10 m στο κατάστρωμά του, από την οποία απονηώνονταν κατευθείαν τα υδροπλάνα που έφερε.
Η πρώτη ανάλογη βρετανική προσπάθεια για τη μετατροπή ενός πλοίου σε φορέα υδροπλάνων, πραγματοποιήθηκε το 1912-1913 με το παλαιό καταδρομικό HMS “Hermes”. Οι Βρετανοί κατασκεύασαν στο κατάστρωμά του μια εξέδρα, ανάλογη με αυτήν των αμερικανικών σκαφών, από την οποία πραγματοποίησαν δοκιμαστικές εκτοξεύσεις υδροπλάνων, στους πλωτήρες των οποίων ήταν προσαρμοσμένες μικρές αποσπώμενες εξέδρες με τροχίσκους.
Η επιτυχία των δοκιμών αυτών οδήγησε σύντομα, με απόφαση του Βασιλικού Ναυτικού, στην αγορά του σκάφους ενός μισοναυπηγημένου ατμόπλοιου, με σκοπό να μεταφέρει υδροπλάνα, με την ονομασία HMS “Ark Royal”.
Το πρώτο πλοίο φορέας υδροπλάνων που εντάχθηκε σε υπηρεσία με το Αμερικανικό Ναυτικό ήταν το USS “Mississipi”, μετά τις ανάλογες μετατροπές που υπέστη τον Δεκέμβριο του 1913. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο, στο οπλοστάσιο του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού, προστέθηκε ένα ανάλογο σκάφος το οποίο προέκυψε μετά την μετατροπή του ατμόπλοιου “Wakamiya” και μπορούσε να φέρει έναν μικρό αριθμό υδροπλάνων Maurice Farman.
Ωστόσο, εκτός από τις πολύτιμες υπηρεσίες της εναέριας αναγνώρισης που μπορούσαν να προσφέρουν, τα υδροπλάνα που επιχείρησαν από πολεμικά σκάφη της περιόδου αυτής, αποτελούσαν προς το παρόν έναν απλό εντυπωσιακό νεωτερισμό στα γυμνάσια των ναυτικών δυνάμεων. Στο μεταξύ, νέοι ορίζοντες στη χρήση των αεροπορικών μέσων ανοίχθηκαν κατά τη διάρκεια του Ιταλο-τουρκικού πολέμου του 1911 στη Λιβύη. Κατά τη διάρκειά του, ο Ιταλός λοχαγός Πιάτσα, πραγματοποίησε την πρώτη αποστολή αεροαναγνώρισης πάνω από εχθρικά στρατεύματα στις 23 Οκτωβρίου 1911. Επίσης, την 1η Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ο υπολοχαγός Καβότι εκτόξευσε τέσσερεις χειροβομβίδες των 2kg, εναντίον συγκέντρωσης τουρκικών στρατευμάτων (ήταν ο πρώτος αεροπορικός βομβαρδισμός στη παγκόσμια ιστορία).
ΤΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟΦΟΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Μετά την έναρξη του Α΄ΠΠ και τη σταδιακή εμπλοκή όλων των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, το καλοκαίρι του 1914, το Βρετανικό Ναυαρχείο θεωρούσε περισσότερο επικίνδυνη τη γερμανική αρμάδα αεροπλοίων Zeppelin, παρά τον πολεμικό στόλο του κάιζερ! Οι εντυπωσιακές επιδόσεις των αεροπλοίων του αντιπάλου, που τους επέτρεπαν να επιχειρούν εναντίον της Βρετανίας πετώντας από την Γερμανία και επιστρέφοντας στις βάσεις τους, οι οποίες βρίσκονταν έξω από την ακτίνα δράσης των βρετανικών και των γαλλικών αεροσκαφών της εποχής αποτελούσαν τον μεγάλο πονοκέφαλο των Βρετανών επιτελών κατά τις αρχές του πολέμου.
Στο μεταξύ, στο μέτωπο της Άπω Ανατολής, οι Ιάπωνες πραγματοποίησαν την πρώτη αεροπορική επιδρομή από “αεροπλανοφόρο”εναντίον εχθρικού στόχου. Τον Σεπτέμβριο του 1914, τέσσερα υδροπλάνα Farman του πλοίου φορέα υδροπλάνων του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού “Wakamya”, βομβάρδισαν θέσεις των γερμανικών στρατευμάτων στο Τσινγκτάο της Κίνας. Κατά την επιδρομή αυτή, εκτός των άλλων καταστροφών που προκλήθηκαν, βυθίστηκε και μια γερμανική ναρκοθέτις. Ανάλογες αποστολές συνέχισαν να πραγματοποιούν τα ιαπωνικά υδροπλάνα μέχρις τις 6 Νοεμβρίου 1914, οπότε οι γερμανικές δυνάμεις στην περιοχή αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
1 thought on “Τα πρώτα αεροπλανοφόρα: Η αεροπορική ισχύς των γιγάντων της θάλασσας 1910-1920 (Α’ Μέρος)”