Κλαούζεβιτς: Περί του Πολέμου

photo: e-ir.info

ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ – 17/02/2018

Ο Καρλ Φίλιππ Γκότλιμπ φον Κλάουζεβιτς (Carl Philipp Gottlieb von Clausewitz, 1 Ιουλίου 1780 – 16 Νοεμβρίου 1831) ήταν Πρώσος στρατιωτικός και συγγραφέας περί της θεωρίας και πρακτικής του πολέμου. Σημαντικό και κυριότερό του έργο είναι το δοκίμιο Vom Kriege (Περί Πολέμου), στο οποίο αναλύει την εξέλιξη της θεωρίας, στρατηγικής, τακτικής και φιλοσοφίας του πολέμου. Το έργο του αυτό είχε μεγάλη επιρροή στην εξέλιξη της θεωρίας του πολέμου σε όλα τα δυτικά κράτη και διδάσκεται μέχρι σήμερα στις στρατιωτικές ακαδημίες αλλά και σε σχολές διοίκησης επιχειρήσεων και μάρκετινγκ. Ακολουθούν επιλεγμένα αποσπάσματα από τον πρώτο τόμο του βιβλίου Καρλ φον Κλάουζεβιτς, Περί του Πολέμου, εκδόσεις Βάνιας, έκδοση για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 1999.

Υποχώρηση του Ναπολέοντα από τη Μόσχα. Έργο του Αντόλφ Νόρτεν

Καθορισμός

«Ας μην αρχίσουμε μ’ ένα βαρύ και σχολαστικό καθορισμό του πολέμου· ας περιοριστούμε στην ουσία του, στη μονομαχία. Ο πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο από μια μονομαχία σε μιαν ευρύτερη κλίμακα. Αν θέλαμε να συγκεντρώσουμε σε μια μόνην έννοια τις αναρίθμητες επιμέρους μονομαχίες από τις οποίες συντίθεται, καλά θα κάναμε να φέρουμε στο νου μας δυο πολεμιστές. Καθένας προσπαθεί, στο μέτρο της φυσικής του δύναμης, να υποτάξει τον άλλο στη θέλησή του· το άμεσο σχέδιό του είναι να καταβάλει τον αντίπαλο, ώστε να τον κάνει ανίκανο για κάθε αντίσταση.

Ο πόλεμος επομένως είναι μια πράξη βίας, προορισμένη στο να καταναγκάσει τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέλησή μας.

Για την αντιμετώπιση της βίας, η βία οπλίζεται μ’ επινοήσεις των τεχνών και των επιστημών. Συνοδεύεται από φαύλες περιστολές, μόλις άξιες ν’ αναφερθούν, κι επιβάλλεται υπό το όνομα νόμων του ανθρωπίνου δικαίου, οι οποίοι όμως, στα πράγματα, δε μειώνουν τη δύναμή της. Η βία, η φυσική δηλαδή βία (γιατί δεν υπάρχει ηθική βία, έξω από τις έννοιες του Κράτους και του Νόμου), είναι λοιπόν το μέσο: ο σκοπός είναι η επιβολή της θέλησής μας στον εχθρό. Για να επιτύχουμε αυτό το σκοπό με κάθε βεβαιότητα, πρέπει ν’ αφοπλίσουμε τον εχθρό, κι αυτός ο αφοπλισμός είναι εξ ορισμού ο ρητός αντικειμενικός στόχος των πολεμικών επιχειρήσεων. Παίρνει τη θέση του σκοπού, και τον απομακρύνει ας πούμε, σαν κάτι που δεν ανήκει στον ίδιο τον πόλεμο.»

Απεριόριστη χρήση της δύναμης

«Οι φιλάνθρωπες λοιπόν ψυχές θα μπορούσαν να φανταστούν πως υπάρχει ένας τεχνητός τρόπος αφοπλισμού και καταβολής του αντιπάλου χωρίς μεγάλες αιματοχυσίες, και πως σ’ αυτό ακριβώς τείνει η αυθεντική τέχνη του πολέμου. Όσο επιθυμητό κι αν φαίνεται αυτό, είναι ένα σφάλμα που πρέπει να εξαλειφθεί. Σε μιαν υπόθεση τόσο επικίνδυνη όσο ο πόλεμος, τα σφάλματα που οφείλονται στην ψυχική καλοσύνη είναι ακριβώς το χειρότερο των πραγμάτων. Καθώς η χρήση της φυσικής δύναμης στο σύνολό της δεν αποκλείει καθόλου τη συνεργασία της διάνοιας, εκείνος που χρησιμοποιεί χωρίς οίκτο αυτή τη δύναμη και δεν οπισθοχωρεί μπροστά σε καμιάν αιματοχυσία θ’ αποκτήσει ένα πλεονέκτημα επί του αντιπάλου του, αν εκείνος δε δράσει με τον ίδιο τρόπο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, υπαγορεύει το νόμο του στον αντίπαλο τόσο, όσο ο καθένας ωθεί τον άλλο σε ακρότητες, στις οποίες μόνο το αντιστάθμισμα που υπάρχει από την άλλη πλευρά χαράζει όρια.

Να πως πρέπει να θεωρήσουμε τα πράγματα. Το ν’ αγνοήσουμε το στοιχείο της θηριωδίας, εξαιτίας της αποστροφής που εμπνέει, είναι διασπάθιση της δύναμης, για να μην πούμε σφάλμα.

Αν οι πόλεμοι των πολιτισμένων εθνών είναι πολύ λιγότερο σκληροί και καταστρεπτικοί από κείνους των μη-πολιτισμένων εθνών, αυτό οφείλεται στην κοινωνική κατάσταση αυτών των κρατών, τόσο στη δική τους όσο και σε κείνη που υπαγορεύουν οι αμοιβαίες τους σχέσεις. Απ’ αυτή την κατάσταση κι απ’ ό,τι την καθορίζει προκαλείται ο πόλεμος· οι συνθήκες αυτές τον διαπλάθουν, τον περιορίζουν και τον μετριάζουν. Αλλ’ αυτά τα στοιχεία καθαυτά δεν ανήκουν στον πόλεμο· υπάρχουν πριν απ’ αυτόν. Δε θα μπορούσε να εισαγάγει κανείς μια συμβιβαστική αρχή στην ίδια τη φιλοσοφία του πολέμου χωρίς να διαπράξει έναν παραλογισμό.

Η σύγκρουση μεταξύ των ανθρώπων εξαρτάται στην πραγματικότητα από δυο διαφορετικά στοιχεία: το συναίσθημα της εχθρότητας και την εχθρική πρόθεση. Απ’ αυτά τα δυο στοιχεία επιλέξαμε το τελευταίο για ν’ αποδώσουμε στον καθορισμό μας το διακριτικό του σημείο, γιατί είναι το γενικότερο. Το εμπαθέστερο, το αγριότερο και περίπου ενστικτώδες συναίσθημα μίσους είναι αδιανόητο, αν είναι απαλλαγμένο από εχθρικές προθέσεις, ενώ υπάρχουν κάλλιστα εχθρικές προθέσεις στις οποίες δεν αναμειγνύεται καμιά αντιπάθεια, κι ακόμη λιγότερο κανένα κυρίαρχο συναίσθημα αντιπάθειας. Στους άγριους υπερισχύουν οι προθέσεις που εμπνέονται από το συναίσθημα· στους πολιτισμένους εκείνες που υπαγορεύονται από τη διάνοια. Αυτή ωστόσο η διαφορά δεν οφείλεται στην εσωτερική φύση της αγριότητας και του πολιτισμού, αλλά στις συμπαρομαρτούσες συνθήκες, στους θεσμούς, κ.λ.π. Δεν υπάρχει επομένως κατ’ ανάγκην σε κάθε ιδιαίτερης περίπτωση, αλλά υπερισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις. Εν ολίγοις, ακόμη και τα πιο πολιτισμένα έθνη μπορούν να παραφέρονται εξαιτίας ενός θηριώδους μίσους.

Βλέπουμε έτσι πόσο μακριά από την αλήθεια θα ήμασταν αν αναγάγαμε τον μεταξύ πολιτισμένων λαών πόλεμο σε μια καθαρά λογική πράξη των κυβερνήσεων, που θα μας φαινόταν ν’ απελευθερώνεται όλο και περισσότερο από κάθε πάθος, έτσι που η φυσική βαρύτητα των ενόπλων δυνάμεων δε θάταν πια απαραίτητη και θ’ αρκούσαν θεωρητικές σχέσεις μεταξύ τους— ένα είδος άλγεβρας της δράσης.

Η θεωρία ήταν έτοιμη ν’ ακολουθήσει αυτό το δρόμο, όταν τα συμβάντα των τελευταίων [ναπολεόντειων] πολέμων της έδωσαν μια νέα πορεία. Αν ο πόλεμος είναι μια πράξη βίας, του ανήκει αναγκαστικά και το συναίσθημα. Κι αν ακόμη ο πόλεμος δεν απορρέει απ’ αυτό, ωστόσο επιδρά περισσότερο ή λιγότερο επάνω του, κι αυτό το περισσότερο ή λιγότερο δεν εξαρτάται από τον πολιτισμό αλλ’ από τη σπουδαιότητα και τη διάρκεια των εχθρικών συμφερόντων.

Όταν βλέπουμε τους πολιτισμένους λαούς ν’ αποφεύγουν τη θανάτωση των αιχμαλώτων και τη λεηλάτηση πόλεων κι εξοχών, είναι γιατί η διάνοια κατέχει ευρύτερη θέση στην έναντι του πολέμου συμπεριφορά τους και γιατί τους έμαθε να χρησιμοποιούν τη δύναμη με τρόπο δραστικότερο απ’ αυτή την άγρια εκδήλωση του ενστίκτου.

Η εφεύρεση της πυρίτιδας κι οι συνεχείς πρόοδοι στην ανάπτυξη των πυροβόλων όπλων δείχνουν καθαυτές πως στην πραγματικότητα η τάση καταστροφής του εχθρού, συμφυής προς την έννοια του πολέμου, δεν εμποδίστηκε ή δεν απωθήθηκε καθόλου από τις προόδους του πολιτισμού.»

Η Μάχη του Άουστερλιτς
Η Μάχη του Άουστερλιτς

Ο πόλεμος είναι μια μορφή των ανθρωπίνων σχέσεων

«Λέμε λοιπόν πως ο πόλεμος δεν ανήκει στο πεδίο των τεχνών και των επιστημών, αλλά σε κείνο της κοινωνικής ύπαρξης. Είναι μια σύγκρουση μεγάλων συμφερόντων ρυθμισμένη με το αίμα, κι είναι μόνο σ’ αυτό που διαφέρει από τις άλλες συγκρούσεις. Θα έπρεπε καλύτερα να τον συγκρίνουμε, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη τέχνη, με το εμπόριο, που είναι επίσης σύγκρουση συμφερόντων και δραστηριοτήτων του ανθρώπου· μοιάζει ακόμη περισσότερο με την πολιτική, που μπορεί να θεωρηθεί με τη σειρά της, τουλάχιστον εν μέρει, ως ένα είδος εμπορίου σε μεγάλη κλίμακα. Επιπλέον, η πολιτική είναι η μήτρα, μέσα στην οποίαν αναπτύσσεται ο πόλεμος· τα ήδη διαμορφωμένα στοιχειωδώς χαρακτηριστικά του κρύβονται εκεί όπως οι ιδιότητες των ζωντανών υπάρξεων στα έμβρυά τους.»

Στόχος είναι ο αφοπλισμός του εχθρού

«Είπαμε πως ο αφοπλισμός του εχθρού είναι ο στόχος της πολεμικής πράξης· θα δείξουμε πως, θεωρητικά τουλάχιστον, αυτό συμβαίνει αναγκαστικά.

Για να υποταγεί ο αντίπαλος στη θέλησή μας, πρέπει να τον οδηγήσουμε σε κατάσταση δυσμενέστερη από τη θυσία που του ζητούμε. Η μειονεκτική του ωστόσο κατάσταση δεν πρέπει φυσικά να είναι πρόσκαιρη, τουλάχιστο να φαίνεται τέτοια, διαφορετικά ο αντίπαλος θα μπορούσε να περιμένει μιαν ευνοϊκότερη στιγμή και δε θα υπέκυπτε. Κατά συνέπεια, κάθε αλλαγή της κατάστασης που θα του προκαλούσε η συνέχιση της πολεμικής δραστηριότητας πρέπει, θεωρητικά τουλάχιστο, να καταλήγει σε μιαν ακόμη δυσμενέστερη κατάσταση. Για έναν εμπόλεμο η χειρότερη κατάσταση είναι εκείνη κατά την οποία βρίσκεται εντελώς αφοπλισμένος. Αν επομένως, με μια πολεμική πράξη, θέλουμε να αναγκάσουμε τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέλησή μας, πρέπει είτε να τον αφοπλίσουμε πραγματικά, είτε να τον θέσουμε σε συνθήκες τέτοιες που να αισθάνεται απειλούμενος απ’ αυτή την πιθανότητα. Απ’ αυτό έπεται πως ο αφοπλισμός ή η ήττα του εχθρού —όποιο κι αν είναι το όνομα που θα διαλέξουμε— πρέπει πάντα να είναι ο στόχος της στρατιωτικής δράσης.

Ο πόλεμος όμως δεν είναι η δράση μιας ζωντανής δύναμης πάνω σε μια νεκρή μάζα, αλλά, καθώς η απόλυτη μη αντίσταση θα ήταν η άρνηση του πολέμου, είναι πάντα η σύγκρουση δυο ζωντανών δυνάμεων, κι ό,τι είπαμε για τον ανώτερο στόχο των πολεμικών πράξεων εφαρμόζεται σιωπηρά και στις δυο πλευρές. Κι εδώ πάλι η δράση είναι αμοιβαία. Όσο δεν έχω νικήσει τον αντίπαλο, μπορώ να φοβάμαι πως θα με νικήσει. Δεν είμαι ο κύριος του εαυτού μου, γιατί εκείνος μου υπαγορεύει το νόμο του, όπως κι εγώ του υπαγορεύω το δικό μου.»

«Αν θέλει κανείς να νικήσει τον αντίπαλο, πρέπει να ρυθμίσει την προσπάθειά του ανάλογα με τη δύναμη που εκείνος διαθέτει γι’ αντίσταση. Αυτή είναι προϊόν δυο αδιάσπαστων παραγόντων: της έκτασης των μέσων που διαθέτει, και της δύναμης της θέλησής του.

Μπορούμε να εκτιμήσουμε το εύρος των μέσων που διαθέτει, γιατί αυτά στηρίζονται (αν κι όχι εξολοκλήρου) σε αριθμούς· δε συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη δύναμη της θέλησής του, η οποία δεν μπορεί να μετρηθεί παρά κατά προσέγγιση, σύμφωνα με τη δύναμη του αιτίου που την εμπνέει. Αν υποθέσουμε πως εκτιμούμε με μα σχετική πιθανότητα την εχθρική δύναμη αντίστασης, μπορούμε τότε να προσαρμόσουμε ανάλογα προς αυτήν τις προσπάθειές μας, να τις αυξήσουμε έτσι που να μας παράσχουν τη βεβαιότητα της επικράτησης, ή, αν δεν έχουμε τα μέσα γι’ αυτό, να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε.»

«Ο πόλεμος δεν ξεσπά ποτέ μ’ εντελώς αιφνίδιο τρόπο, η επέκτασή του δεν είναι έργο μιας στιγμής. Ο καθένας λοιπόν από τους δυο αντιπάλους μπορεί σε μεγάλο βαθμό να σχηματίσει μια γνώμη για τον άλλο, ανάλογα με το τί είναι και τί κάνει στην πραγματικότητα, κι όχι σύμφωνα με κείνο που θεωρητικά θάπρεπε νάναι και θάπρεπε να κάνει. Ωστόσο, με την ατελή οργάνωσή του ο άνθρωπος παραμένει πάντα εντεύθεν της γραμμής του απόλυτου άριστου, και καθώς αυτές οι ελλείψεις δρουν κι από τις δυο πλευρές, γίνονται ρυθμιστική αρχή.»

emersonkent.com

Ο πόλεμος δε συνίσταται σε μια μόνη κρούση χωρίς διάρκεια

«Αν η έκβαση του πολέμου εξαρτιόταν από μια μοναδική απόφαση ή από πολλές ταυτόχρονες αποφάσεις, οι προπαρασκευές εν όψει αυτής της απόφασης ή αυτών των πολλαπλών αποφάσεων θάπρεπε φυσικά να ωθούνται στα άκρα. Μια χαμένη ευκαιρία δεν ξαναβρίσκεται ποτέ. Η μόνη ένδειξη που θα μπορούσε να μας προσφέρει ο πραγματικός κόσμος για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, θα ήταν, το πολύ, εκείνα του αντιπάλου μας, όσο μας είναι αυτά γνωστά, κι όλα τα υπόλοιπα θα έπρεπε για μιαν ακόμη φορά ν’ αναχθούν στο βασίλειο της αφαίρεσης. Αν όμως η απόφαση συνίσταται σε πολλές διαδοχικές πράξεις, καθεμιά απ’ αυτές εφαρμόζεται στις συνθήκες από τις οποίες εξαρτάται και μπορεί να προσφέρει ένα μέτρο γι’ αυτό που ακολουθεί· και σ’ αυτή την περίπτωση επίσης ο πραγματικός κόσμος αντικαθιστά τον αφηρημένο κόσμο κι ελαττώνει κατά συνέπεια την τάση προς τις ακρότητες.

Ωστόσο, κάθε πόλεμος θα έπρεπε αναγκαστικά ν’ αναχθεί σε μια μοναδική απόφαση ή σε πολλές ταυτόχρονες αποφάσεις, αν τα διαθέσιμα για τον αγώνα μέσα κινητοποιούνταν ταυτόχρονα, ή μπορούσαν να κινητοποιηθούν. Γιατί μια δυσμενής έκβαση ελαττώνει κατ’ ανάγκην αυτά τα μέσα, κι αν χρησιμοποιήθηκαν όλα με την πρώτη απόφαση, μια δεύτερη γίνεται απολύτως αδιανόητη. Όλες οι πολεμικές πράξεις που θα μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν θ’ αποτελούσαν ουσιαστικά τμήμα της πρώτης και δε θα ήταν στην πραγματικότητα παρά η διάρκειά της.

Είδαμε όμως πως, από τις πολεμικές προετοιμασίες, ο πραγματικός κόσμος πήρε ήδη τη θέση της καθαρής έννοιας και πως οι υποθετικές ακρότητες αντικαταστάθηκαν από πραγματικά μέσα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καθένας από τους δυο ανταγωνιστές θα πρέπει λοιπόν να συγκρατηθεί, στη διάρκεια της αλληλεπίδρασης, πριν από τη γραμμή μιας παροξυστικής προσπάθειας, κι έτσι οι δυνάμεις τους δε θα κινητοποιηθούν ταυτόχρονα.»

«Όμως η ίδια η φύση αυτών των δυνάμεων και της χρήσης τους καθιστά αδύνατη την ταυτόχρονη κινητοποίησή τους. Αυτές οι δυνάμεις είναι: οι καθαρά στρατιωτικές δυνάμεις, η χώρα με την έκταση και τον πληθυσμό της, κι οι σύμμαχοι.

Η χώρα με την έκταση και τον πληθυσμό της είναι όχι μόνον η πηγή κάθε στρατιωτικής δύναμης, αλλ’ αποτελεί κι αναπόσπαστο μέρος των παραγόντων που δρουν πάνω στον πόλεμο, κι αυτό γιατί αποτελεί το θέατρο των επιχειρήσεων ή επειδή ασκεί πάνω σ’ αυτό μιαν αξιοσημείωτη επίδραση.

Όλες οι πραγματικές κινητές δυνάμεις μπορούν κάλλιστα να κινηθούν ταυτόχρονα, όχι όμως όλες οι οχυρώσεις, τα ποτάμια, τα βουνά, οι κάτοικοι, κ.λ.π., με λίγα λόγια ολόκληρη η χώρα, εκτός κι αν ήταν τόσο μικρή που η πρώτη πολεμική δράση θα τη συμπεριλάμβανε καθολικά. Στη συνέχεια, η συνεργασία των συμμάχων δεν εξαρτάται από τη θέληση των εμπολέμων, κι η ίδια η φύση των πολιτικών σχέσεων το θέλει συχνά να μη γίνεται αποτελεσματική παρά πολύ αργότερα, ή να ενισχύεται για να επαναφέρει τη χαμένη ισορροπία.

Το ότι το μέρος των μέσων αντίστασης δεν μπορεί να κινητοποιηθεί αμέσως είναι σε πολλές περιπτώσεις πολύ σημαντικότερο απ’ όσο θα το πίστευε κανείς εκ πρώτης όψεως· το ότι, κατά συνέπεια, είναι ικανό να επαναφέρει την ισορροπία των δυνάμεων, ακόμη κι αν η πρώτη απόφαση εκτελέστηκε τόσο βίαια, που διασαλεύτηκε σοβαρά αυτή η ισορροπία, είναι εκείνο που θα εξηγήσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια. Μας αρκεί για την ώρα να δείξουμε πως η τέλεια ένωση των δυνάμεων την ίδια στιγμή είναι αντίθετη προς τη φύση του πολέμου. Αυτό δεν είναι λόγος ελάττωσης της έντασης των προσπαθειών κατά την πρώτη απόφαση· μια δυσμενής έκβαση είναι ένα μειονέκτημα, στο οποίο κανείς δε θα εκτεθεί ελεύθερα· γιατί ακόμη κι αν η πρώτη επιχείρηση ακολουθείται από άλλες, όσο δραστικότερη θα είναι, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η σπουδαιότητά της πάνω τους. Η αποστροφή όμως του ανθρώπου στο να καταβάλλει υπέρμετρη προσπάθεια τον ωθεί στο να καταφεύγει στην πιθανότητα μιας μελλοντικής απόφασης, έτσι που, για την πρώτη απόφαση, ο βαθμός συγκέντρωσης κι έκτασης των πηγών του θα είναι κατώτερος απ’ ό,τι θα ήταν στην αντίθετη περίπτωση. Όποια κι αν είναι η παύση στην οποίαν εγκαταλείπεται από αδυναμία ο ένας από τους δυο αντιπάλους, για τον άλλο γίνεται ένας αντικειμενικός, πραγματικός λόγος ελάττωσης των δικών του προσπαθειών· έτσι, χάρη σ’ αυτή την αλληλεπίδραση, η τάση προς τις ακρότητες οδηγείται, για μιαν ακόμη φορά, σ’ ένα καθορισμένο βαθμό προσπαθειών.»

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *