Ο Φώτης Κόντογλου & η γενιά του ’30

Γιώργος Καραμπελιάς – 29/02/2024 – Άρδην

Το εισαγωγικό σημείωμα του Γιώργου Καραμπελιά από το αφιέρωμα του Άρδην (τ. 128, που κυκλοφορεί σε περίπτερα και βιβλιοπωλεία) με αφιέρωμα στον Φώτη Κόντογλου και τη γενιά του ’30. Το αφιέρωμα θα συνεχιστεί και στο επόμενο τεύχος (αρχές Απριλίου).

Οι γενιές του Κώστα Παρθένη, του Περικλή Γιαννόπουλου, του Ίωνα Δραγούμη, του Άγγελου Σικελιανού, του Μανόλη Καλομοίρη, του Κωνσταντίνου Καβάφη, του Ελευθερίου Βενιζέλου, μπορούσαν να κινούνται στην απλοχωριά ενός οικουμενικού ελληνισμού και βάσιμα να προσδοκούν τη σύμπτωση του έθνους με ένα κράτος στα όρια του ελληνισμού. Ωστόσο, η γενιά που ακολουθεί, του Κόντογλου και του Σεφέρη, η οποία ανδρώθηκε ή γεννήθηκε στο μεταίχμιο της ολοκλήρωσης και της καταστροφής, θα νιώσει την ανάγκη να μετασχηματίσει την ευρυχωρία που χάθηκε σε εμβάθυνση στην παράδοση του Ελληνισμού.

Οι γενιές του 1900 και του 1910 είχαν ήδη προχωρήσει προς την κατεύθυνση της συνάντησης με την ελληνική παράδοση και το Βυζάντιο (τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» του Αλεξανδρινού) σε μία οπτική αισιόδοξη και καθόλου συμπλεγματική απέναντι στη Δύση. Η Ελλάδα του Βενιζέλου ήθελε να νιώσει ισόμοιρη με τη Δύση. Ο Θεόφιλος θα εκφραστεί με τα λαμπερά χρώματα της Μακεδονικής Σχολής και της λαϊκής παράδοσης και ο Παρθένης με δική του ιδεαλιστική χρωματικότητα. Ο Άγγελος Σικελιανός, ο ποιητής της Ιδέας, θα γράψει στο «τραγούδι των Αργοναυτών» το 1918:

αν μήτε ούτε ένα σύννεφο μπροστά δεν μας μποδίζει
και μία στιγμή τα μάτια μας τα κλείνει ο γλυκασμός,
μες στα κλειστά μας βλέφαρα τεράστιο φως ροδίζει,
και με γιγάντιον Όραμα θεριεύει ο στοχασμός.

Στη γενιά του ’30, αντίθετα, ο τόπος θα «στενέψει» και οι πλατείς ορίζοντες μιας γενιάς που ενηλικιώθηκε ή πέρασε την εφηβεία της με τον θρίαμβο –«περιμένοντας τον άγγελο προσηλωμένοι τρία χρόνια», «για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα»–, θα υποχρεωθούν μετά την καταστροφή να καταδυθούν στο βάθος της ελληνικής παράδοσης, φέρνοντας πίσω «αυτά τα ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής». Τωόντι, στο εξής, ο στενεμένος Ελληνισμός («ο τόπος μας είναι στενός») θα υποχρεωθεί να προβεί σε δύο κινήσεις ταυτόχρονα, όσο και αν από πρώτη άποψη μοιάζουν αντιφατικές. Από τη μία πλευρά να στραφεί εντονότερα και συστηματικότερα προς την ευρωπαϊκή Οικουμένη, μια και η ελληνική Οικουμένη την οποία εξέφραζε ο Καβάφης, είχε πλέον τελεσίδικα χαθεί, και, από την άλλη, για να διατηρήσει την ιδιοπροσωπία του, να βυθιστεί ακόμα περισσότερο στις ρίζες του και να οικοδομήσει μία ελληνική ευρωπαϊκότητα.

Άλλωστε και ο ίδιος ο Αλεξανδρινός ποιητής της ελληνικής οικουμένης, με τον τρόπο του ποιητή, θα συλλάβει πρώτος την ανάγκη αυτής της νέας συνθήκης: τον ελληνισμό ως ταυτότητα και ως αγωνιστικό γέρας και όχι πλέον ως οικουμένη. Θα γράψει το 1922 στους «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες»:

Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος…
Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε για σας.

Η γενιά που, συμβατικά αλλά νόμιμα, αποκλήθηκε «γενιά του ’30», στη ζωγραφική, την ποίηση, το μυθιστόρημα, το δοκίμιο, τον φιλοσοφικό στοχασμό, εκπροσωπείται από μία πλειάδα καλλιτεχνών, λογοτεχνών και διανοουμένων. Ο Κόντογλου, ίσως ο γενάρχης της γενιάς στον χώρο της ζωγραφικής, θα στραφεί προνομιακά προς τη μεταβυζαντινή ζωγραφική και στο κοσμικό του έργο, ενώ, μετά το 1945, στη συνέχειά της μέσα από τη σύγχρονη αγιογραφία. ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο πλέον διεθνοποιημένος όλων, θα εκφραστεί μέσα από έναν ελληνικό, αν όχι και «υδραίικο» κυβισμό, ο Γιάννης Τσαρούχης θα επιμείνει στη μεγάλη αρχαιοελληνική και ελληνιστική παράδοση και τα Φαγιούμ, στη λαϊκή ζωγραφική και τον Καραγκιόζη, και τέλος ο Νίκος Εγγονόπουλος θα θελήσει να δημιουργήσει έναν βυζαντινότροπο υπερρεαλισμό, βυθισμένο στην ελληνική ιστορία και μυθολογία.

Κοινός τόπος, για τη «γενιά», το άνοιγμα στα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα, ιδιαίτερα της Γαλλίας, μετά την «περίοδο Μονάχου» της ελληνικής ζωγραφικής ‒και παράλληλα και κατ’ εξοχήν η κατάδυση στην ελληνική παράδοση, από την αρχαία τέχνη, την αγγειογραφία, τα ψηφιδωτά της Πομπηίας και τις εικόνες του Φαγιούμ, μέχρι τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή ζωγραφική και τη νεώτερη λαϊκή τέχνη, από τον Δημήτριο Ζωγράφο και τον Θεόφιλο μέχρι τα υφαντά, τη λαϊκή αρχιτεκτονική και τον Καραγκιόζη. Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα συνοψίζει εύστοχα:

«Το καλλιτεχνικό μικροκλίμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου ερμηνεύτηκε συχνά ως εθνική ιδιοτυπία. Πολυάριθμες έρευνες και εκθέσεις έχουν ωστόσο αποδείξει το εύρος του φαινομένου. Το διπλό και αμφίσημο σύνθημα, «επιστροφή στην τάξη», «επιστροφή στην παράδοση», αντήχησε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη την επαύριο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, εκφράζοντας τη σπουδή για αναστήλωση των ερειπίων και, κυρίως, των αξιών. Στην Ελλάδα, η επιστροφή στην παράδοση, την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής, είχε άλλο χαρακτήρα. Το διαμελισμένο σώμα του ελληνισμού αναζητούσε την ενότητά του μέσα στην τέχνη. Άλλωστε, οι εγγύτερες παραδόσεις –η βυζαντινή και η λαϊκή–, όχι μόνο θύμιζαν τις χαμένες πατρίδες, αλλά επαλήθευαν τις ίδιες τις αρχές της μοντέρνας τέχνης, δίνοντάς τους πιστοποιητικό ιθαγένειας. Οι Έλληνες ζωγράφοι της γενιάς του ’30 δεν συνιστούν λοιπόν ιστορική παρέκκλιση. Μιλούν ένα ιδίωμα που ανήκει στη γλώσσα του καιρού τους. Ποιο ιδίωμα; Μα φυσικά ελληνικά!»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Γ. Καραμπελιάς: Η Γενιά του 30 στο μεταίχμιο του 20ού αιώνα

Ηλίας Βενέζης: Ένα ευχαριστώ στον Φώτη Κόντογλου

ΔΩΡΕΑΝ e-book: Γενιά του ’30, η απόπειρα της σύνθεσης

Οι λίγοι καθυστερημένοι ανάμεσα στους σημερινούς ανθρώπους (Φώτης Κόντογλου)

ΒΙΝΤΕΟ – Νάσος βαγενάς, H γενιά του ’30 και ο Σεφέρης

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *