Ο φιλόσοφος … ο αρχιεπίσκοπος της μακρινής Βρετανίας»: Θεόδωρος της Ταρσού στο Καντέρμπουρυ (668–690 μ. Χ.)

Μεσαίωνας. Μια λέξη, ένας όρος παρεξηγημένος, παράξενος, ακόμη και προπαγανδιστικός. Ο όρος είναι ταυτισμένος στο μυαλό της απόλυτης πλειονότητας με κάτι αρνητικό, σκοτεινό και συνεπώς ο όρος μπορεί να ερμηνευτεί ως αντίθετος της προόδου, της ελευθερίας και των ταξιδιών. Θεωρούμε ότι οι άνθρωποι της εποχής δεν κινούνταν, δεν εξερευνούσαν το κόσμο γύρω τους. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα, εάν αυτή ήταν η πραγματικότητα, τότε πως εξηγείται ότι ένας ελληνόφωνος απ’ τη Ταρσό της Κιλικίας (συχρ. Τουρκία) ανεδείχθη αρχιεπίσκοπος… της Αγγλίας, συνοδευόμενος από έναν ελληνόφωνο απ’ την Λιβύη της Β. Αφρικής;

Το παρόν άρθρο στοχεύει ακριβώς, μελετώντας τη περίπτωση δύο αγνώστων και αλλόκοτων προσωπικοτήτων της Αγγλίας, να καταστήσει σαφές ότι χρειάζεται πλέον μια επανερμηνεία της περίφημης «μεσαιωνικής» εποχής. Μ’ άλλα λόγια, θεωρούμαι ότι πρέπει επιτέλους να πάψουμε αντιλαμβανόμαστε, ιδιαίτερα την εποχή αυτή, με τη λογική του 15ου και 16ου αι.

Η ιστορία της Αγγλίας είναι συνδεδεμένη με την ηπειρωτική Ευρώπη. Για να συνειδητοποιήσει κανείς την ιστορίας της Νήσου, πρέπει να έχει κατά νου της εξελίξεις στις απέναντι ευρωπαϊκές ακτές. Άλλωστε, ότι σήμερα νοείται ως Αγγλικό, αποτελεί αποτέλεσμα ζυμώσεων, οι οποίες ξεκίνησαν απ’ τη Κεντρική και Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Σαφή απόδειξη είναι το μήνυμα του Χριστού.

Ο αναγνώστης του παρόντος άρθρου θα αναρωτιέται και ευλόγως, πως ένας κάτοικος της σημερινής Τουρκίας κατέληξε όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά μάλιστα ανέλαβε και το ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμά της. Πιθανώς να πιστεύει ότι πρόκειται για παρεξήγηση ή κάποιο λάθος, διότι πως αλλιώς να το εξηγήσει, με τις γνώσεις που του παρέχονται στη σύγχρονη κοινή γνώμη. Στη πραγματικότητα όμως δε πρόκειται για κάποιο λάθος. Ο Θεόδωρος της Ταρσού ή Ταρσεύς υπήρξε μια καθόλα ιστορική προσωπικότητα, η οποία ακριβώς έρχεται να διαψεύσει αρκετές σύγχρονες ιδέες σχετικά με το παρελθόν.

Τα στενά πλαίσια ενός σύντομου άρθρου δε μας επιτρέπουν μια εις βάθος σκιαγράφηση των στοιχείων του Θεοδώρου της Ταρσού, ούτε και του ηγουμένου Αδριανού (Ο αναγνώστης άλλωστε έχει τη δυνατότητα να διαβάσει μια σύντομη και αρκετά αξιόπιστη περιγραφή στις ελεύθερες ηλεκτρονικές εγκυκλοπαίδειες του διαδικτύου). Εδώ, θά επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στα παρακάτω δύο ερωτήματα:

  1. Γιατί μεταξύ άλλων ανδρών, που σαφώς υπήρχαν στη Ρώμη και ευρύτερα, ως καταλληλότερος κρίθηκε ένας ελληνόφωνος Σύριος;
  2. Ποιος ο ρόλος του ηγουμένου Αδριανού;

Ο Θεόδωρος της Ταρσού

O Αιδέσιμος Βέδας (Venerable Bede), του οποίου η μορφή δεσπόζει στην μεσαιωνική Αγγλοσαξονική εποχή, συνέταξε τον 8ο αι. το σπουδαίο έργο Historia Ecclesiastica nostrae insulae acigentis in libri V (= Εκκλησιαστική Ιστορία της Νήσου και των ανθρώπων μας σε Πέντε Βιβλία). Εντός αυτού περιγράφεται η ιστορία της Νήσου μέχρι την εποχή του. Στο κεφ. II του Βιβλίου ΙV ο αναγνώστης βρίσκει την εξής περιγραφή:

“There was at that time in Rome, a monk, called Theodore, known to Hadrian, born at Tarsus in Cilicia, a man instructed in secular and Divine writings, as also in Greek and Latin; of high character and venerable age, being sixty-six years old. Hadrian proposed him to the pope to be ordained bishop, and prevailed; but upon the condition that he should himself conduct him into Britain, because he had already travelled through Gaul twice upon different occasions, and was, therefore, better acquainted with the way, and was, moreover, sufficiently provided with men of his own; as also, to the end that, being his fellow labourer in teaching, he might take special care that Theodore should not, according to the custom of the Greeks, introduce anything contrary to the truth of the faith into the Church where he presided. Theodore, being ordained subdeacon, waited four months for his hair to grow, that it might be shorn into the shape of a crown; for he had before the tonsure of St. Paul, the Apostle, after the manner of the eastern people. He was ordained by Pope Vitalian, in the year of our Lord 668, on Sunday, the 26th of March, and on the 27th of May was sent with Hadrian to Britain”

Απ’ το παραπάνω απόσπασμα ο Βέδας μας διασώζει αρκετές κρίσιμες πληροφορίες. Αρχικά, μας θέτει την τοποθεσία, η οποία είναι η Ρώμη. Δεύτερον, μας γνωστοποιείται ότι ο πρωταγωνιστής μας, ο Θεόδωρος, ήταν τότε μοναχός σε κάποιο μοναστήρι της Ρώμης και ήταν γνωστός του Αδριανού, ο οποίος, όπως είχε αναφέρει στο προηγούμενο κεφάλαιο ήταν ηγούμενος ενός μοναστηριού, το οποίο δεν βρισκόταν μακριά απ’ την Νάπολη στη Καμπάνια και ήταν αρκετά πεπαιδευμένος στις Θείες Γραφές, γνώστης της μοναστικής και εκκλησιαστικής διδασκαλίας, ενώ μιλούσε εξαιρετικά και την ελληνική αλλά και λατινική γλώσσα. Τρίτον, είχε γεννηθεί στη Ταρσό της Κιλικίας και είχε τεράστια πείρα κι αυτός στην θύραθεν αλλά και θεολογική παιδεία, ενώ κι αυτός κατείχε την ελληνική και λατινική διάλεκτο. Ο χαρακτήρας του δε ήταν κι αυτός αξιέπαινος κι ηλικία του αξιοσέβαστη. Σύμφωνα με τον Βέδα ήταν εξήντα έξι ετών. Τέταρτον, ο Αδριανός, ο οποίος είχε αρνηθεί ο ίδιος το αξίωμα του αρχιεπισκόπου των Άγγλων (Β. ΙV, κεφ. Ι), πρότεινε ο ίδιος στο πάπα Βιταλιανό τον Θεόδωρο για να τον χειροτονήσει επίσκοπο. Αίτημα το οποίο έχαιρε αποδοχής απ’ το Ποντίφικα. Ο τελευταίος όμως του έθεσε έναν απαράβατο όρο. Θα πρέπει ο ίδιος (Αδριανός) να συνοδεύσει τον υποψήφιο νέο αρχιεπίσκοπο των Άγγλων στην έδρα του, αφενός επειδή ο ίδιος είχε πραγματοποιήσει ανάλογο ταξίδι με προορισμό αυτή τη φορά την Γαλλία όχι μία, αλλά δύο φορές στο παρελθόν (κάτι στο οποίο θα επανέλθουμε), αρά θα ήταν οικείος με την ασφαλέστερη και γρηγορότερη οδό. Ο πάπας Βιταλιανός τον στέλνει μαζί με τον Θεόδωρο, προκειμένου ο τελευταίος να μην εισαγάγει έθιμα και διδασκαλίες των Ελλήνων στην χώρα των Άγγλων. Πέμπτον, ο Θεόδωρος, όντας χειροτονηθεί υποδιάκονος, ήταν απαραίτητο, γράφει ο Βέδας, να περιμένει περί τους τέσσερις μήνες, να αναγεννηθούν οι τρίχες της κεφαλής του, ούτως ώστε να κουρευτεί σύμφωνα με το λατινικό τρόπο, δηλαδή όπως κατά τη Παράδοση είχε την κεφαλή του ο απόστολος Πέτρος …. Ο ίδιος είχε μέχρι τότε τηρούσε το έθιμο, σύμφωνα με την Παράδοση των ανατολικών, υπό τον απόστολο Παύλο. Τέλος, σύμφωνα με την πηγή μας, η χειροτονία του απ’ τον πάπα Βιταλιανό έλαβε χώρα το έτος 668 απ’ τη γέννηση του Κυρίου, ημέρα Κυριακή, όταν το ημερολόγιο έδειχνε 26 Μαρτίου. Την επόμενη ημέρα περιγράφεται ότι ξεκίνησε το ταξίδι του για τη μακρινή Αγγλία.  

Την παραπάνω άποψη, όμως, του Βέδα, έρχονται να αντικρούσουν οι T. Loevenich και Im. Warntjes, οι οποίοι σε πρόσφατο άρθρο τους προτείνουν μια νέα ερμηνεία του χωρίου. Την εποχή του Βέδα, οι Βρετανοί, Ιρλανδοί και Αγγλοσάξονες τηρούσαν διαφορετικά ήθη και έθιμα, ιδιαίτερα όσον αναφορά το τρόπο υπολογισμού της ημέρας του Πάσχα, όσο και το τρόπο που έκοβαν τα μαλλιά τους. Αναλογιζόμενοι ότι ο Βέδας αφιερώνει εκτεταμένο χώρο στα έργα του στη λεγόμενη έριδα του Πάσχα, οι ανωτέρω δύο μελετητές συμπέραναν ότι ο διορισμός ιδιαιτέρως του Θεοδώρου, αλλά και του Αδριανού, με την ιδιότητα του συνεργάτη και συνοδοιπόρου του ήταν η τέλεια επιλογή.

Για να αντιληφθεί όμως ο αναγνώστης καλύτερα την σκέψη του πάπα Βιταλιανού, θα πρέπει να έχει κατά νου το “backround” των Θεοδώρου και Αδριανού, καθώς και των ζυμώσεων στη χώρα των Άγγλων. Έτσι, κρίνεται απαραίτητη μια σύντομη παράθεση των εξελίξεων:

Η επιλογή και διορισμός του Θεοδώρου έρχονται να καλύψουν το κενό, που δημιουργήθηκε στον αρχιεπισκοπικό της Αγγλικής Εκκλησίας μετά τον θάνατο του Deusdedit (655-664). Ο Βέδας μνημονεύει ότι «ο ιερέας Wighard, […] εστάλη στη Ρώμη από τους βασιλείς Egbert και Oswy, […] με αίτημα να χειροτονηθεί Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Αγγλίας» (Β. IV. κεφ. 1). Συνεπώς, η έδρα του ύψιστου αξιώματος της Αγγλικής Εκκλησίας ήταν και κενή και έπρεπε να πληρωθεί. Τα δεδομένα όμως αυτά δεν απαντούν στο ζήτημα της επιλογής του Θεοδώρου, ενός ανατολίτη, υπέργηρου ανδρός, ως του καταλληλότερου υποψηφίου για τη μακρινή Βρετανία. Στη καλύτερη περίπτωση, ο Θεόδωρος θα ήταν μια καλή επιλογή για κάποια άλλη έδρα που ανήκε στην Ρώμη. Κατά το ανωτέρω άρθρο, διαβάζοντας «between the lines» της περιγραφής του Βέδα εξάγονται τα παρακάτω δεδομένα:

  1. Τα έθιμα των Ιρλανδών και των υποστηρικτών της διδασκαλίας της Ρωμαϊκής Εκκλησίας δεν ήταν τόσο ξεκάθαρα διαφορετικά, όπως τα παρουσιάζει ο Βέδας, που άλλωστε είναι κοινό μυστικό ότι έγραφε με κάποια ατζέντα και συγκεκριμένο bias. Προς απόδειξίν τούτου και σε άμεση συνάφεια με τη θεματική του άρθρου μας, δεν μνημονεύεται το γεγονός ότι πιθανώς τη δεκαετία του 640 ή 650 η Ρώμη άλλαξε το τρόπο υπολογισμού της Εορτής του Πάσχα και απ’ τη μέθοδο που είχε εισαγάγει το 457 ο Βικτώριος της Ακουιτανίας, υιοθέτησε το μοντέλο της Αλεξάνδρειας. Ακόμη και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι ακολουθούσαν πλέον διαφορετικά έθιμα από τους Άγγλους, που έλεγαν ότι πρέσβευαν την ρωμαϊκή συνήθεια. Αυτή η μετάβαση γνωστοποιήθηκε στους Άγγλους βασιλείς μέσω επιστολής που συνέταξε ο Πάπας. Άρα ήταν γνωστή και θα πρέπει να το ήξερε και ο Βέδας.
  2.  Η ίδια η Αγία Έδρα δυσκολευόταν να εντοπίσει τον κατάλληλο υποψήφιο. Σύμφωνα με την ερμηνεία των ανωτέρω μελετητών, ο νέος αρχιεπίσκοπος θα έπρεπε να έχει την «ικανότητα στο computus (δλδ. υπολογισμό), τη πλήρης κατανόηση του αλεξανδρινού συστήματος, το οποίο επρόκειτο να αντικαταστήσει τον Βικτώριο στα αγγλοσαξονικά βασίλεια, κάτι που ήταν ένα – αν όχι το – βασικό κριτήριο στο επαγγελματικό προφίλ του Βιταλιανού για την έδρα του Canterbury».
  3. Άνδρα με αυτή την ειδίκευση, παρατηρούν οι δύο επιστήμονες, δεν θα μπορούσε η Ρωμαϊκή Έδρα να εντοπίσουν στο στενό περίγυρο της Ρώμης και επομένος θα έπρεπε να λάβουν υπ’ όψει μια ευρύτερη περιοχή. Εδώ ακριβώς έρχεται να συνδεθεί το ότι ο πάπας Βιταλιανός «τον διέταξε να δεχτεί την επισκοπή και να πάει στη Βρετανία». Ο ηγούμενος Αδριανός γνώριζε λατινικά και ελληνικά. Κανείς μπορεί να αναρωτηθεί σε τι ήταν απαραίτητα τα ελληνικά στο βορειότερο άκρο της Ευρώπης, ειδικά τον 7ο αι; Θεωρείται ότι το προσόν αυτό ήταν απαραίτητο, έτσι ώστε ο υποψήφιος να μην μελετά το computus απ’ τη λατινική μετάφρασή του, αλλά απ’ το πρωτότυπο. Η δε άρνηση του Αδριανού με τη πρόφαση ότι ήταν ανάξιος μιας τόσο μεγάλης τιμής, πιθανώς, κατά τους Loevenich και Warntjes, να οφείλεται στο ότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του ικανό, ενός τέτοιου εξαιρετικά απαιτητικού έργου. Παρ’ όλα αυτά πρότεινε στον Πάπα τον Θεόδωρο, τον μελλοντικό, όντως, άξιο αρχιεπίσκοπο της Αγγλίας
  4. Η οικειότητα κι ίσως η εκπαίδευση του Θεοδώρου στο συγκεκριμένο τομέα μπορεί να αποδειχθεί απ’ τα λεγόμενα του ίδιου του Βέδα, καθώς περιγράφει την ιδρυθείσα υπό τους Θεόδωρο και Αδριανό Σχολή του Canterbury, προσδιορίζει τέσσερις κλάδους που δίδαξαν οι Θεόδωρος και Αδριανός στους μαθητές τους: ερμηνεία (της Αγίας Γραφής), γραμματική, αστρονομία και computus. Εκπληρώνοντας έτσι την εντολή του Ιεράρχη της Εκκλησίας της Ρώμης. «Αυτό έθεσε», περιγράφεται στο ανωτέρω άρθρο, «το πνευματικό έδαφος πάνω στο οποίο τα αληθινά ρωμαϊκά έθιμα του Πάσχα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να εξαπλωθούν».
  5. Η λειτουργική αυτή μεταρρύθμιση χρειαζόταν θεσμική υποστήριξη για να θεσπιστεί και να εδραιωθεί σ’ όλη την Αγγλία. Αυτό κατέστη δυνατό μέσω της εκκλησιαστικής αναδιοργάνωσης, έργο αποδιδόμενο στον Θεόδωρο, ο οποίος βεβαιώθηκε ότι οι κάτοχοι των αγγλικών επισκοπικών θρόνων τηρούσαν τα έθιμα σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. «Αυτό το έργο ολοκληρώθηκε στη Σύνοδο του Χέρτφορντ τον Σεπτέμβριο του 672», της οποίας πρόεδρος ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Θεόδωρος κι η οποία εξέδωσε δέκα διατάγματα, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν «ο θεμελιώδης χάρτης μιας (ενιαίας και ενωμένης) αγγλικής εκκλησίας».

Θεωρούμε τα γραφόμενα του Βέδα ότι περιγράφουν τη μισή αλήθεια κι όπως ήδη είδαμε δεν πρέπει να βασιζόμαστε σ’ αυτόν. Εν προκειμένω για να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημά μας, σχετικά με την προσδιορισμό της ή των αιτιών γύρω απ’ το διορισμό του Θεοδώρου θα συμφωνήσουμε με τους Loevenich και Warntjes. Όπως πολύ αναλυτικά περιγράφεται στο άρθρο τους και λαμβάνοντας υπ’ όψει τα γεγονότα του 7ου αι., θεωρούμε αρκετά πιθανή την σύνδεση του Θεοδώρου, ίσως και του Αδριανού, με το computus.

Ας σημειωθεί δε ότι κατ’ αυτό το τρόπο όλες οι πηγές μας σχετικά με τους δύο άνδρες φαίνεται να ευθυγραμμίζονται και να είμαστε σε θέση πλέον να μιλήσουμε για πιθανές διασυνδέσεις των πρωταγωνιστών μας με εξέχουσες προσωπικότητες του 7ου αι., μεταξύ αυτών ο βασιλεύς Ηράκλειος, που είναι γνωστό ότι στις αρχές αιώνα, διήλθε με το στρατό του τη Ταρσό και την Αντιόχεια. Η πιθανή μετάβαση του Θεοδώρου στην Κωνσταντίνου Πόλη κάποια στιγμή μεταξύ 630-649 και πιθανή εκπαίδευσή του στο Πανεπιστήμιό της μαζί ή υπό εξέχουσες προσωπικότητες του πνεύματος, απ’ όπου αποκόμισε όλες τις απαραίτητες γνώσεις για να εκπληρώσει το εν Αγγλία έργο του.

Ο ‘natione Afir’ ηγούμενος Αδριανός

Αν και συχνά δεν αναφέρεται από τη σύγχρονη βιβλιογραφία, η παρουσία του Αδριανού, ως  συνοδοιπόρου και συνεργάτη του αρχιεπισκόπου Θεοδώρου, δε πρέπει να παραβλέπεται. Μια λεπτομέρεια την οποία ο ίδιος ο Βέδας μνημονεύει – την οποία παρέλαβε από κάποια επιστολή του Πάπα – είναι πως: ο Αδριανός, παρ’ ότι αρνήθηκε να λάβει το ύψιστο αξίωμα του αρχιεπισκόπου, έπρεπε παρ’ όλα αυτά να μεταβεί στην άγνωστη αυτή χώρα αυτή, καθ’ ότι γνώριζε το δρόμο μιας και είχε πραγματοποιήσει στο παρελθόν ανάλογα ταξίδια δύο φορές! Αναρωτιέται κανείς – και δικαίως – πως σε πρόσφατο ελληνικό βιβλίο, ο συγγραφέας δεν θεώρησε σημαντική μια τέτοια πληροφορία; Αυτή η ενότητα σκοπεύει ακριβώς αυτό. Να δώσει πειστικές απαντήσεις, βασιζόμενη στην πιο πρόσφατη βιβλιογραφία.  

Τα βιογραφικά στοιχεία του Αδριανού όπως παραδίδονται απ’ το Βέδα δεν είναι σε καμία περίπτωση αρκετά ώστε να είμαστε σε θέση να συντάξουμε μια βιογραφία του. Το μόνο εκτός των ανωτέρω στοιχείων είναι ότι πέθανε το έτος 709 μ. Χ. (Βιβλ. IV κεφ. ΧΧ). Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει η ανακάλυψη ενός σπουδαίου Γερμανού Βιβλικού μελετητή:

Tο 1936, o Bernard Bischoff στο πλαίσιο της χειρόγραφης έρευνάς σχετικά με τον Virgilius Maro Grammaticus, οδηγήθηκε στην ανακάλυψη ενός compendium, μιας συλλογής δηλαδή από σύντομες και λεπτομερείς πληροφορίες με άξονα τους σχολιασμούς επάνω σε χωρία της Βίβλου. Στη συλλογή του χειρογράφου, δίπλα στα αποσπάσματα σπουδαίων προσωπικοτήτων του λατινικού κόσμου, όπως αυτή του Βιργιλίου, υπήρχαν πολυάριθμοι ανέκδοτοι – μέχρι τότε – λατινικοί βιβλικοί σχολιασμοί, που περιείχαν παραπομπές στους Θεόδωρο και Αδριανό. Επιπλέον, εντόπισε και γλώσσες στα ελληνικά, στα αρχαία αγγλικά, αλλά και αποσπάσματα απ’ ένα ευρύ φάσμα ασυνήθιστων, για τα δυτικά δεδομένα Πατέρων της Ανατολής. Ο Γερμανός μελετητής αμέσως συνειδητοποιώντας την αξία και τη βαρύτητα αυτού έργου, διέκρινε σ’ αυτά ένα προϊόν της Σχολής του Καντέρμπουρι του εβδόμου αι., απότοκο του αρχιεπίσκοπου Θεοδώρου και του ηγουμένου Αδριανού.

Βασιζόμενοι, λοιπόν, στα δεδομένα της χειρόγραφης παράδοσης σχετικής με τους δύο άνδρες και ιδιαίτερα με τον Αδριανό, μπορούμε εν συντομία να περιγράψουμε εδώ ένα βίο του Αδριανού, εν συντομία:

Δεδομένου ότι πέθανε το 709 και ήταν ο πρώτος υποψήφιος για τον αχιεπισκοπικό θρόνο της Αγγλίας, τότε θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον 30 ετών. Ο Βέδας παραθέτει και την ημερομηνία άφιξης του – μαζί με τον Θεόδωρο στην – το 669. Συνεπώς, η γέννησή του υπολογίζεται μεταξύ 630-5. Τα δεδομένα των Βιβλικών Σχολιασμών κάνουν τους μελετητές να υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στη Λιβύη, είχε ως μητρική  την ελληνική και στη πορεία έμαθε και την λατινική. Όπως κι ο Θεόδωρος, λόγω της αραβικής εξάπλωσης αναζήτησε καταφύγιο στην Ν. Ιταλία και συγκεκριμένα στην Νάπολη, όπου εκάρη μοναχός κάποιου μοναστηριού. Η πόλη αυτή είχε ήδη παράδοση ενός αιώνα στην ερμηνεία και σχολιασμό της Βίβλου. Σ’ αυτήν ακριβώς την παράδοση μυήθηκε κι ο Αδριανός.

Αρχές του θέρους τoυ 663, ο αυτοκράτορας Κώνστας ΙΙ διέμεινε στην Νάπολη. Είναι αρκετά εύλογο και πιθανό, ο δίγλωσσος ηγ. Αδριανός να προσέφερε τις υπηρεσίες του στο κοσμικό αυθέντη και ηγεμόνα του ως μεταφραστής ή ακόμα και ως πρέσβης και να ήταν στο πλαίσιο μιας βυζαντινής ή παπικής πρεσβείς η αιτία μετάβασής του στη Γαλλία.

Με δεδομένη την παραπάνω εμπειρία, λαμβάνοντας κατά νου την παιδεία του και τις γνωριμίες με τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, ο πάπας Αγαθίας είχε κάθε λόγο να τον προτείνει ως άξιο αρχιεπίσκοπο των Άγγλων, ιδιαίτερα προκειμένου να λύσει και το πρόβλημα του υπολογισμού του Πάσχα.

Επίλογος

Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν ήταν να περιγράψει τα βιογραφικά στοιχεία δύο ιστορικών προσωπικοτήτων – τα οποία άλλωστε υπάρχουν ελεύθερα στο διαδίκτυο -, αλλά να φωτίσει άγνωστες πτυχές τους, σύμφωνα με τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα.

Είδαμε, λοιπόν, ότι ο Θεόδωρος από την Ταρσό της Κιλικίας ανεδείχθη αρχιεπίσκοπος των Άγγλων, κάτι που οφείλεται σαφώς και στους Πάπα Βιταλιανό, ο οποίος ορθώς διέκρινε την αξία του και στον ηγούμενο Αδριανό, ο οποίος τον πρότεινε, αλλά κυρίως στον ίδιο τον Θεόδωρο, ο οποίος παρά την προχωρημένη του ηλικία, απεδέχθη την τιμή αυτή και μετέβη στην Αγγλία. Απ’ την άλλη μεριά, ο ηγούμενος Αδριανός, προερχόμενος απ’ τη Λιβύη και, όντας στο παρελθόν μέλος μιας βυζαντινής/παπικής πρεσβείας στη Γαλλία, είχε καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση του έργου του Θεοδώρου.

Σαφή εικόνα του σπουδαίου εκπολιτιστικού έργου πού πραγματοποίησαν στη χώρα των Άγγλων αποτελεί η περιγραφή του Βέδα:

«Ούτε υπήρξαν πιο ευτυχισμένες στιγμές από τότε που ήρθαν οι Άγγλοι στη Βρετανία. Επειδή είχαν γενναίους χριστιανούς βασιλιάδες, ήταν τρόμος για όλα τα βάρβαρα έθνη, και το μυαλό όλων των ανθρώπων ήταν στραμμένο στις χαρές του ουράνιου βασιλείου για το οποίο είχαν ακούσει πρόσφατα και όλοι όσοι ήθελαν να διδαχθούν σε ιερές σπουδές είχαν στη διάθεσή τους δασκάλους για να τους διδάξουν»

Ως κατακλείδα, οφείλω να μνημονεύσω και το παρακάτω: Το περασμένο Νοέμβριο του 2023, στον ι. ν. των Αγ. Αναργύρων στη περιοχή του Ψυρρή (Αθήνα), διοργανώθηκε η παρουσίαση ενός βιβλίου, του οποίου το θέμα, «Άγιος Θεόδωρος Αρχιεπίσκοπος Canterbury. Ένας Έλληνας από την Ταρσό της Κιλικίας στην Αγγλία 668-690» σίγουρα αν μη τι άλλο κέντρισε το ενδιαφέρον.  Όσοι, από εμάς παρακολουθήσαμε τη δεξίωση και εν συνεχεία διαβάσαμε όμως τη συγκεκριμένη μελέτη, πιστεύουμε, μας δημιουργήθηκαν περισσότερα ερωτήματα, παρά γνώσεις. Το παρόν άρθρο στόχευε να διαλευκάνει το τοπίο, ασκώντας έμμεσα κριτική στο βιβλίο του π. Τζορμπατζόγλου. Εδώ να σημειώσουμε δε ότι η ειδικά η επιστήμη της Θεολογίας παραμένει μια ανεξερεύνητη και ανεξάντλητη δεξαμενή πληροφοριών και γεγονότων, που ούτε καν – τουλάχιστον σε εγχώριο επίπεδο – δεν έχουμε «ξύσει το πάτο του βαρελιού».

Πηγές Μελέτης

1. aganargiripsiri. (2023, November 7). Παρουσίαση βιβλίου “Άγιος Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Canterbury.” Άγ. Ανάργυροι Ψυρρή; Άγ. Ανάργυροι Ψυρρή. https://aganargiripsiri.wordpress.com/2023/11/07/%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CF%8C%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%B1/

Bede. (2011, December 17). Bede’s Ecclesiastical History of Englandhttp://Www.gutenberg.orghttps://www.gutenberg.org/files/38326/38326-h/38326-h.html#toc291

Bernhard Bischoff, & Lapidge, M. (1994). Biblical commentaries from the Canterbury school of Theodore and Hadrian (pp. 82–83). Cambridge University Press.

Law, V. (1995). Wisdom, authority, and grammar in the seventh century : decoding Virgilius Maro Grammaticus. Cambridge University Press. Συγγραφέας στον οποίο αποδίδονται δύο πραγματίες, οι Epitomae και Epistolae με θέμα την Λατινική Γραμματική.

Moulton, I. F. (2004). Introduction. In I. F. Moulton (Ed.), Reading and Literacy in the Middle Ages and Renaissance (pp. xv–xvii). Brepols. Ουσιαστικά πρόκειται για σημειώσεις πέριξ του κειμένου, τόσο για την επεξεργασία του νοήματος του κειμένου όσο και για τη δημιουργία μιας ερμηνευτικής απόστασης μεταξύ του κειμένου και του αναγνώστη. Στο χώρο αυτό υπάρχουν συνήθως εξηγήσεις και ερμηνείες δύσκολων εδαφίων της Βίβλου.

Νοβακόπουλος, Μ. (2018, February 21). Γιατί ο Μεσαίωνας δεν ήταν σκοτεινή εποχή. Cognosco Team. https://cognoscoteam.gr/archives/225

Οικονόμου, Μ. (2014). Ο Δυτικός Μεσαίωνας και η Μετάβασή στη Νεωτερικότητα: Vol. Ι (1η έκδοση, p. 13). Εκάτη. “Κάνοντας λόγο για σκοτεινό μεσαίωνα στη λογοτεχνία, την εκπαίδευση και τις τέχνες, οι ουμανιστές ιστορικοί του 15ου και του 16ου αιώνα υποτίμησαν συνειδητά την εποχή αυτή, επιλέγοντας να την ερμηνεύσουν ως μια μακρόχρονη, ζοφερή, μεταβατική περίοδο μεταξύ δύο εποχών υψηλού πολιτισμού: της κλασικής αρχαιότητας και της αναγέννησης […]”,.

Prosopography of Anglo-Saxon England – Search. (n.d.). Pase.ac.uk. Retrieved February 25, 2024, from https://pase.ac.uk/jsp/pdb?dosp=VIEW_RECORDS&st=PERSON_NAME&value=7792&level=1&lbl=Deusdedit

Tobit Loevenich, & Immo Warntjes. (2023). Theodore of Tarsus and the Study of Computus at the Canterbury School. Anglo-Saxon England, 1–31. https://doi.org/10.1017/s026367512300008x

theologyvoice.wordpress.com

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *