Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Στην Αδριανούπολη, είχαν πωληθεί ως σκλάβοι πολυάριθμοι Χιώτες και Χιώτισσες, μετά την δραματική καταστροφή του νησιού τους, το 1822, από τον Τούρκο ναύαρχο Καρά Αλή και τη σφαγή πολλών χιλιάδων κατοίκων του. Ένα χρόνο νωρίτερα, ο ίδιος ναύαρχος είχε μακελέψει και τη Σαμοθράκη, σφάζοντας 700 και πλέον κατοίκους της.
Για την απελευθέρωση των σκλάβων της Χίου που βρίσκονταν στην Αδριανούπολη, εκδήλωσε ενδιαφέρον το 1829 ο Τσάρος της Ρωσίας και ο ναύαρχος Χέυδεν, που δέχθηκαν να πληρώσουν και λύτρα. Ζήτησαν μάλιστα τη βοήθεια του Ιωάννη Καποδίστρια, ζητώντας να διαθέσει ελληνικά πλοία, για να παραληφθούν οι αιχμάλωτοι από το λιμάνι της Αίνου και να μεταφερθούν σε ελληνικά παράλια.
Η σχετική αλληλογραφία, είναι άγνωστη και περιλαμβάνεται στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τα οποία φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής.

Ευγένιος Ντελακρουά ”Η σφαγή της Χίου”
Ας δούμε όμως τα γεγονότα από την αρχή:
Η ολοκληρωτική καταστροφή και η σφαγή του πληθυσμού της Χίου από τον Οθωμανικό στρατό, υπήρξε ένα από τα δραματικότερα γεγονότα της Επανάστασης του 1821. Αυτό το ολοκαύτωμα συνέβη τον Απρίλιο του 1822. Είχε προηγηθεί ο ξεσηκωμός του νησιού στις 11 Μαρτίου 1822, με την απόβαση εκστρατευτικού σώματος Σαμιωτών. Οι Οθωμανοί της Χίου αλλά και άλλοι που είχαν έλθει από τη Μικρά Ασία, κλείστηκαν αρχικά στο κάστρο. Στις 30 Μαρτίου κατέφθασε ο οθωμανικός στόλος με το ναύαρχο Καρά Αλή, που έλυσε την πολιορκία και άρχισε την ανελέητη σφαγή του πληθυσμού με τη συμμετοχή και άτακτων βασιβουζούκων, που κατέφθαναν από τις απέναντι ακτές της με κάθε είδους πλεούμενο.

*Αξίζει να διαβαστεί!!! Απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα Πολιτικά» του Βαχίτ Μπέη, τοποτηρητή της Χίου το 1822. Μεταφράσθηκαν στα Ελληνικά και εκδόθηκαν το 1861 στην Ερμούπολη της Σύρου, από το Τυπογραφείο του Γ. Μελισταγούς Μακεδόνος
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων, δεν έγινε ποτέ γνωστός. Πληροφορίες αγγλικών πηγών αναφέρουν πριν από τη σφαγή οι κάτοικοι της Χίου ήταν 110.000 εκ των οποίων επιβίωσαν 20.000. Από τις 90.000 απώλειες οι 45.000 πωλήθηκαν ως δούλοι. Οι υπόλοιποι 25.000 εξοντώθηκαν. Γαλλικές πηγές εκτιμούσαν ότι ο πληθυσμός του νησιού ανέρχονταν σε 120.000 κατοίκους.
Ο αντίκτυπος για την είδηση της φοβερής σφαγής της Χίου, ήταν συγκλονιστικός. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, μεταστράφηκε υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης. Το φιλελληνικό κίνημα ενδυναμώθηκε και μεγάλος αριθμός Ευρωπαίων φιλελλήνων έσπευσαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να ενισχύσουν τον αγώνα. Από την σφαγή της Χίου εμπνεύσθηκε ο Ευγένιος Ντελακρουά, ο οποίος ζωγράφισε τον ομώνυμο πίνακα που εκτέθηκε στο Παρίσι και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση της γαλλικής κοινής γνώμης υπέρ των Ελλήνων.
Οι επαναστατημένοι Έλληνες σκέφθηκαν αμέσως να εκδικηθούν την καταστροφή της Χίου με πυρπολικά. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης από τα Ψαρά και ο Ανδρέας Πιπίνος από την Ύδρα κατόρθωσαν με τα πυρπολικά τους να μπουν μέσα στο λιμάνι της Χίου, τη νύχτα της 6ης Ιουνίου (1822), όταν οι Τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι τους με ολονύχτιο γλέντι.
Πράγματι την καταστροφή της Χίου εκδικήθηκε ο Κανάρης, που κατόρθωσε να προσδέσει το πυρπολικό του στην τουρκική ναυαρχίδα και να του βάλει φωτιά. Το πυρπολικό μετέδωσε τη φωτιά στη ναυαρχίδα και γρήγορα άρχισε να καίεται η μπαρουταποθήκη της, τινάζοντας τη ναυαρχίδα στον αέρα. Δύο χιλιάδες Τούρκοι βρήκαν το θάνατο μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο αρχηγός του στόλου, ο Καρά Αλή, ο οποίος χτυπημένος από ένα καμένο κομμάτι καταρτιού μπήκε σε μία βάρκα και ξεψύχησε μόλις έφτασε στην ακτή (Βλέπετε σχετικά και στο https://sitalkisking.blogspot.com/2019/11/1822.html ).
Εν τω μεταξύ νικηφόρος για τη Ρωσία υπήρξε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1829-29. Οι Ρώσοι έφτασαν 68 χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη καταλαμβάνοντας τη Συληβρία. Ο Σουλτάνος αναγκάσθηκε να ζητήσει κατάπαυση των εχθροπραξιών. Η σχετική συμφωνία υπεγράφη στην Αδριανούπολη στις 14 Σεπτεμβρίου 1829.

*Απόσπασμα της επιστολής του Β. Πάνιν προς τον Ιωάννη Καποδίστρια
Η επιστολή του Β. Πάνιν
Η σημαντικότερη όμως συνέπεια αυτού του πολέμου, που στη μνήμη των γερόντων της Θράκης είναι απομείνει ως ανάμνηση της «πρώτης Ρωσίας» ήταν ο εξαναγκασμός της Τουρκίας να δεχθεί την αναγνώριση της ελληνικής εθνικής ανεξαρτησίας.
Ας επανέλθουμε όμως στους Χιώτες που βρέθηκαν στην Αδριανούπολη ως σκλάβοι αγορασμένοι από τα διάφορα σκλαβοπάζαρα. Την ύπαρξή τους πληροφορήθηκε ο ναύαρχος Χέυδεν, ο οποίος ειδοποίησε τον αυτοκράτορα της Ρωσίας Νικόλαο Α΄. Ο Νικόλαος συμφώνησε να πληρωθούν λύτρα για την απελευθέρωσή τους.
Έτσι ειδοποιήθηκε ο Ρώσος διπλωματικός εκπρόσωπος στο Ναύπλιο Β. Πάνιν. Ο Πάνιν υπηρέτησε ως Ρώσος αντιπρέσβυς στην Ελλάδα κατά τη διετία 1829-1831. Υπήρξε πολιτικός και διπλωμάτης (γεννήθηκε το 1800 και πέθανε το 1874). Χρημάτισε επίσης πρεσβευτής στο Παρίσι, Γραμματεύς της Επικρατείας και Υπουργός της Δικαιοσύνης στη Ρωσία.
Αμέσως έστειλε στον Έλληνα κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια επιστολή, που έχει διασωθεί ως σήμερα. Η επιστολή αυτή εστάλη από το Ναύπλιο στις 2 Νοεμβρίου 1829 και είναι η ακόλουθη (σ.σ. τηρείται η σύνταξη και ορθογραφία της):
«Κύριε Κόμη,
Ο αρχιστράτηγος του αυτοκρατορικού στρατού ευρών εις Αδριανούπολιν μέγαν αριθμόν αιχμαλώτων Χίων, επρόβαλε προς τον ημέτερον σεβαστόν Μονάρχην το να ενεργήση την απελευθέρωσιν των δυστυχών αυτών δια λύτρων συμφωνημένων μετά των εχόντων αυτούς Μουσουλμάνων, και αμοιβαίαν ευχαρίστησιν. Το πρόβλημα τούτο επεδοκιμάσθη παρά του Αυτοκράτορος επιτρέψαντος εις τον κόμητα Διέπιτζ να χορηγήση τα αναγκαία χρήματα επ’ αυτή τη χρήσει.
Δια να γίνει πρόνοια συγχρόνως περί της κατόπιν τύχης αυτών των ατόμων, των οποίων ενδέχεται να μην ήναι ασφαλής η εις την πατρίδα των επάνοδος, η Αυτού Μεγαλειότητα εστοχάσθη, ότι ο προσφορώτερος τρόπος ήθελεν είναι το να τους στείλωσει δια της Αίνου εις την Πελοπόννησον ή εις τα νήσους της Ελληνικής Επικρατείας. Ο κόμης Εϋδήν (σ.σ. πρόκειται για τον γνωστό μας Ρώσο ναύαρχο Χέυδεν, που πρωταγωνίστησε στη ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20 Οκτωβρίου 1827, με τους Δεριγνύ και Κόδριγκτον) μετά σπουδής θέλει συντρέξει εις την εκτέλεσιν αυτού του μέτρου, αλλ’ η σύμπραξις ελληνικών πλοίων ήθελεν είναι τόσον μάλλον άφευκτος, όσον κατά το παρόν το πλείστον μέρος των πλοίων του στόλου μας μέλλουσι να επισκευασθώσι προ της επιστροφής των εις Ρωσσίαν, ή ευρίσκονται εις υπηρεσίαν τινά εις μέρη απομακρυσμένα από την Αίνον και τον Σαρωνικόν Κόλπον.
Επειδή δεν είναι αμφιβολία, ότι η Υμετέρα Εξοχότης θέλει γενή ασμένως συγκοινωνός, εις την αποπεράτωσιν της αγαθοεργίας ταύτης, επιθυμητόν ήθελεν είσθαι εις εμέ το να δυνηθώ να ειδοποιήσω τον αρχιστράτηγον του στρατεύματός μας περί των διαθέσεων, όσας ηθέλατε στοχασθή παραδεκτώς περί αυτού του πράγματος»
Υπογραφή Κόμης Β. Πάνιν».
Ο αναφερόμενος στην επιστολή του Πάνιν κόμης Διέπιτζ είναι ο Ρώσος στρατάρχης Diebitsch, ο οποίος τις 7 Μαΐου 1829 με 60.000 στρατιώτες διέσχισε το Δούναβη και πολιόρκησε την Σηλυβρία και την κατέλαβε στις 19 Ιουνίου.

*Η απάντηση του Καποδίστρια στον Πάνιν
Η άγνωστη απάντηση του Καποδίστρια
Άκρως ενδιαφέρουσα είναι και η αδημοσίευτη απαντητική επιστολή του Καποδίστρια την επομένη προς τον κόμη Πάνιν, από Ναύπλιο φυσικά με ημερομηνία 3 Νοεμβρίου 1829. Ο Καποδίστριας συμφώνησε να σταλούν ελληνικά πλοία ώστε να μεταφερθούν στην ελεύθερη Ελλάδα οι σκλαβωμένοι Χιώτες.
«Κύριε Κόμη!
Δεν έπεται ν’ αμφιβάλλετε περί του ότι θέλει σπεύσει η Ελληνική Κυβέρνησις εις το να συντρέξη συμφώνως μετά της Αυτού Εξοχότητος του κυρίου Αντιναυάρχου κόμητος Εϋδήν εις την εκτέλεσιν των ευεργετικών προθέσεων της Αυτού Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος, περί των οποίων ευδοκείτε να μας ειδοποιήσητε δια του χθεσινού επαγγελματικού εγγράφου σας.
Η Κυβέρνησις θέλει εκδόσει επ’ αυτώ τούτω τας αναγκαίας διαταγάς προς τον μοίραρχον Σαχίνην αρχηγόν της εις το Αιγαίον Πέλαγος διωρισμένης ναυτικής μοίρας.
Αλλ’ εάν, καθώς ηθελήσατε να μας αναγγείλετε, ο αριθμός των απολυτρωμένων Χίων είναι πολλά μεγάλος, δεν ήθελεν είναι δι’ όλου δυνατόν εις την Κυβέρνησιν το να μεταχειρισθεί ποσότητα φορτηγών πλοίων ικανών προς κατόρθωσιν της μετακομίσεως αυτών των Χίων εις έν και μόνον ταξείδιον. Όθεν ήθελεν είναι αρμόδιον το να εκλεχθή δια τον επιβιβασμόν των ένα μέρος παραθαλάσσιον, το οποίον να γειτνιάζη όσον το δυνατόν εις τα παράλια της Ελλάδος.
Όπως και αν έχη το πράγμα, το προς την ημετέραν γνώσιν αναγκαιότερον είναι η ακριβής εποχή, καθ’ ήν θέλαμεν οφείλει να στείλωμεν ή εις Αίνον ή άλλοσε τα περί ού ο λόγος εθνικά πλοία, και ποθεινήν τρέφομεν ελπίδα, κύριε Κόμη, ότι εντός ολίγου θέλετε είσθαι εις στάσιν του να χορηγήσητε θετικάς περί τούτου ειδοποιήσεις.
Εκατοστύες δυστυχών κατευθύνουσι διαπύρους ευχάς προς τον Κύριον υπέρ εκείνου, όστις δια του κραταιού βραχίονός του και δια την γενναιοψυχίας του τους απεκατάστησε ελευθέρους. Επανελθόντες εις την πατρίδα των θέλουν ενώσει τας ευχάς και τας ευλογίας των ομού με εκείνας των συμπατριωτών των.
Δεχθήτε, Κύριε Κόμη, τας πιστώσεις της υπερεξαιρέτου υπολήψεώς μου
Ο Κυβερνήτης
Ι.Α. Καποδίστριας
Ο επί των Εξωτερικών και του
Εμπορ. Ναυτικού Γραμματεύς
Ι. Ρίζος»
Κατεσπάραξε τας καρδίας ημών…
Δεν γνωρίζουμε άλλες πληροφορίες για την υπόθεση αυτή. Όμως η φράση του Καποδίστρια «το να μεταχειρισθεί ποσότητα φορτηγών πλοίων ικανών προς κατόρθωσιν της μετακομίσεως αυτών των Χίων εις έν και μόνον ταξείδιον» σημαίνει ότι στην Αδριανούπολη υπήρχαν πάρα πολλοί αιχμάλωτοι Χιώτες. Ο αναφερόμενος στην επιστολή Καποδίστρια Σαχίνης, είναι ο Γεώργιος Κιοσσές- Σαχίνης γεννημένος στην Ύδρα το 1789, πέθανε το 1864. Ήταν καραβοκύρης και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821.
Πάντως, όταν το 1829 αναγγέλθηκε η πλήρης ανεξαρτησία και απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Χιώτες με 327 υπογραφές, έστειλαν από την Ερμούπολη της Σύρου στις 10 Ιουλίου 1829 τα παράπονά τους στον Καποδίστρια, γιατί αυτοί παρά της θυσίες τους έμειναν εκτός του Ελληνικού κορμού.
«Τοιούτον και τοσούτον φρικτόν μήνυμα κατεπίκρανε μεν τους Έλληνας άπαντας, εξαιρέτως δε ημών, των αφοριζομένων εκ της Ελλάδος, κατεσπάραξε τας καρδίας» έγραφαν μεταξύ άλλων οι δυστυχείς Χιώτες.
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Υστερόγραφο
Σε εκείνη την εκστρατεία του Τσάρου Νικολάου Α΄ ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1828-29 πήραν μέρος και δύο Γάλλοι καλλιτέχνες, οι οποίοι οι είχαν ενταχθεί στο ρωσικό στρατό. Έφτασαν στα ανατολικά Βαλκάνια και ασχολήθηκαν με την ιστορία και την καταγραφή εικόνων και μνημείων. Ήταν ο C. Sayger, βιβλιοθηκάριος του Τσάρου και ο ζωγράφος Auguste Joseph Desarnod.
Ο Sayger κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, επιδόθηκε σε αρχαιολογικές και τοπογραφικές έρευνες. Ο Desarnod ασχολήθηκε με την απεικόνιση μνημείων, πόλεων και περιοχών εικαστικού ενδιαφέροντος.
Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι δύο Γάλλοι εξέδωσαν στο Παρίσι το 1832 το «Album de Voyage en Turquie fait par ordre de sa majesté l’ Empereur Nicolas 1er en 1829 et 1830 par C. Sayger & A. Desarnod». Στο λεύκωμα αυτό υπάρχουν και αξιόλογες χαλκογραφίες, που απεικονίζουν μεταξύ άλλων και το Διδυμότειχο και είναι οι ακόλουθες:

*Το Πεντάζωνο

*Γενική άποψη του Κάστρου

*Η Πυροστιά. Το μαυσωλείο του Ορούτς Πασά.
